Αγαπημένη μου κουβέρτα!

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Αγαπημένη μου κουβέρτα, δεν θα είμαστε πια μαζί!» Αυτό έλεγε και ξανα-έλεγε ο Βίκτωρας και τυλιγόταν στην κουβέρτα που είχε από μωρό. Ήταν απαρηγόρητος. Η κουβέρτα δεν έφτανε να σκεπάσει ούτε τα γόνατά του αλλά για τον Βίκτωρα ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε στον κόσμο.

«Βίκτωρα, θες να σου πλέξω ένα ωραίο πουλόβερ; Βρήκα ένα πολύ όμορφο μαλλί, απαλό και ζεστό κι έχει χρώμα μπορντώ…» τον ρώτησε προχθές η γιαγιά.

«Γιαγιά, τα πουλόβερ που μου έχεις πλέξει δεν χωράνε στη ντουλάπα μου! Τα ζουπάω για να κλείσει το συρτάρι!» της απάντησε ο Βίκτωρας.

«Μα, μεγαλώνεις παιδάκι μου, σίγουρα θα σου χρειαστεί ένα καινούριο!» απόρησε η γιαγιά. Συνήθως ο Βίκτωρας δεν έλεγε «όχι» σε τέτοια δώρα γιατί ήταν λίγο κρυουλιάρης.

Αλλά ο Βίκτωρας είχε ήδη ένα τέτοιο πουλόβερ. Ένα πουλόβερ που θα το φορούσε “του χρόνου”. Γιατί η γιαγιά το είχε πλέξει πιο φαρδύ και πιο μακρύ από ότι ήταν το κανονικό του νούμερο. Όταν το δοκίμασε, έβαλε τα γέλια και με δυσκολία κρατήθηκε να μην τον δει η γιαγιά – που στο κάτω – κάτω να τον ζεστάνει ήθελε! Έμοιαζε με αποτυχημένο κλόουν, έτσι όπως κρεμόταν το ρούχο πάνω του, κι ακόμη κι όταν “γύρισε” τα μανίκια τρεις φορές, τα δάκτυλά του δεν κατάφεραν να φανούν. Ήξερε όμως πως τον επόμενο χειμώνα θα του ερχόταν μια χαρά και πως η γιαγιά είχε κάνει μεγάλο κόπο για να το φτιάξει, κι έτσι της έδωσε ένα πολύ ηχηρό φιλί και την γέμισε ευχαριστίες. Της είχε αγοράσει μάλιστα την αγαπημένη τους σοκολάτα – από το χαρτζιλίκι του – για να της δείξει την αγάπη του.

Άλλο πουλόβερ όμως δεν χωρούσε η ντουλάπα του. Φορούσε ακόμη τα περσινά του, έστω και λίγο στενά, είχε τα φετινά, είχε κι ένα μην τύχει και μεγαλώσει απότομα – λέμε τώρα! – να του βρίσκεται.

«Να σου κάνω ένα σκουφί με ασορτί κασκόλ;» επέμεινε η γιαγιά. Καθότι η γιαγιά δεν μπορούσε να σταθεί λεπτό ήσυχη, έπρεπε πάντα με κάτι να ασχολείται. Συνήθως λοιπόν, έκανε όμορφα εργόχειρα. Κι αφού στόλισε και το δικό της το σπίτι και της κόρης της και της ανεψιάς της, καμαρώνοντας, σειρά πήραν τα πλεκτά για τον χειμώνα, που τα εκτιμούσε όλη η οικογένεια είναι η αλήθεια. Ποιος δεν θέλει ένα αφράτο, όμορφο και ζεστό πουλόβερ τις κρύες μέρες; Ποιος δε νιώθει την ανάγκη να τυλίξει στο λαιμό του ένα υπέροχο κασκόλ;

Το θέμα είναι ότι οι μεγάλοι …. δεν μεγαλώνουν! Ακριβώς αυτό. Κι έτσι το ίδιο πουλόβερ μπορεί να φορεθεί και μια και δυο και τρεις χρονιές. Συνεπώς το ενδιαφέρον της γιαγιάς μετατοπίστηκε στην γκαρνταρόμπα του Βίκτωρα, την οποία και εξόπλισε με οτιδήποτε πλέκεται και μπορεί να το χρειαστεί ο εγγονός της. Κασκόλ, γάντια, χουφτίτσες, πουλόβερ, ζακετάκια. Από όλα τα χρώματα – και τώρα τελευταία και από τα μελλοντικά μεγέθη.

Η δημιουργικότητα όμως της γιαγιάς είναι ατέλειωτη όπως ατέλειωτες φαίνεται πως είναι και οι ελεύθερες ώρες της. Κι έτσι η γιαγιά, αποφάσισε να πλέξει στον Βίκτωρα μια καινούρια κουβέρτα. Αυτή που τη σέρνεις μαζί σου από καναπέ σε καναπέ, διαβάζοντας το βιβλίο σου ή βλέποντας τηλεόραση ή παίζοντας το αγαπημένο σου ηλεκτρονικό παιχνίδι. Μασουλώντας την αγαπημένη σου λιχουδιά. Αυτή που είναι το πρώτο πράγμα που κατεβάζεις από το πάνω μέρος της ντουλάπας μόλις πιάσουν οι φθινοπωρινές δροσιές. Την κουβέρτα που την έχεις παρηγοριά όταν ανεβάζεις πυρετό και τρέμεις και το πάπλωμα είναι λιγοστό.

Τι κι αν ο Βίκτωρας την έχει αυτήν την κουβέρτα οκτώ χρόνια; Τι κι αν έχει γίνει άγρια από τα πολλά πλυσίματα κι έχει κάπως ξεθωριασμένα τα χρώματά της; Τι κι αν δεν φτάνει να τον σκεπάσει πια ολόκληρο, όπως παλιά; Ο Βίκτωρας την αγαπάει όπως είναι, την έχει σαν τον καλύτερό του φίλο. Στην αγκαλιά της έχει κάνει τον πιο γλυκό του ύπνο, στη ζεστασιά της δεν τον νοιάζει αν αργήσει η μαμά στο γραφείο ή αν ο μπαμπάς λείπει ταξίδι. Αυτή είναι εκεί, πάντα δίπλα του όταν την χρειάζεται. Διαβάζουν, χουζουρεύουν, μελετούν, βλέπουν τηλεόραση, ονειρεύονται, ΜΑΖΙ.

Τώρα λέει η μαμά αυτή θα την πετάξει γιατί η γιαγιά θα του κάνει μια καινούρια! Αλίμονο! «Δεν θέλω καινούρια κουβέρτα γιαγιά, μου αρέσει η παλιά μου!», μάζεψε το κουράγιο του ένα απόγευμα και της είπε ο Βίκτωρας και τα μάτια της γιαγιάς μεγαλώσανε από την έκπληξη. «Τι λες αγόρι μου; Αυτή σε λίγο θα σου είναι σαν ζακετάκι, γιατί να μη σου κάνω μια μεγαλύτερη;»

«Γιατί εγώ αυτήν αγαπάω και δεν θέλω καμία άλλη!» είπε τέλος ο Βίκτωρας, με απότομο  μάλιστα τρόπο, κάτι που δεν το συνηθίζει. Κι η γιαγιά έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Όσο για τη μαμά, αυτή του τα έψαλλε κανονικότατα για την συμπεριφορά του όταν έμειναν μόνοι.

«Μα, ήταν τρόπος αυτός; Κάποιος σου κάνει ένα δώρο κι εσύ συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο;» Η μαμά μάζευε με φούρια κάτι κάλτσες του από το πάτωμα – ένας λόγος παραπάνω να είναι νευριασμένη. «Μπορούσες να πεις “ευχαριστώ πολύ γιαγιά” και να τελειώσει εκεί το πράγμα!»

«Μα, δεν χρειάζομαι καινούρια κουβέρτα, γιατί να την αφήσω να ταλαιπωρηθεί για να μου την φτιάξει;»

«Και πάλι! Μπορούσες να αρνηθείς ευγενικά! ΕΥΓΕΝΙΚΑ! Στο κάτω – κάτω, η γιαγιά να σε ευχαριστήσει ήθελε. Για να σε φροντίσει. Είδε πόσο εύχρηστη ήταν η προηγούμενη που σου είχε πλέξει κι είπε να σου κάνει άλλο ένα δώρο. Πού είναι το κακό; Ακόμη κι αν δεν το θες, υπάρχουν χίλιοι τρόποι, ευγενικοί τρόποι να το πεις, πάντα ευχαριστώντας φυσικά, κι όχι να κάνεις σαν κακο-μαθημένο!»

Δίκιο είχε η μαμά. Ο Βίκτωρας στεναχωρήθηκε πολύ που δυσαρέστησε και τη γιαγιά του και τη μαμά του. Στο κάτω – κάτω, καμία άλλη γιαγιά δεν ήξερε που να κάνει τόσο όμορφα δώρα από τα χέρια της – είτε πλεκτά ήταν αυτά είτε γλυκά. Πώς θα τα μπάλωνε τώρα; Κι από την άλλη μεριά δεν ήταν και εντελώς σίγουρος πως η γιαγιά θα είχε πλέον εγκαταλείψει την ιδέα να του πλέξει καινούρια κουβέρτα. Και να πεταχτεί η παλιά του; Η αγαπημένη του; Συμφορά!

Κι αυτό το θέμα τριβέλιζε το μυαλό του όλη την επόμενη μέρα. Ήταν λίγο αφηρημένος στο μάθημα, έκανε γυμναστική με το ζόρι, έφαγε στα σβέλτα, έκανε εκατό ώρες για τις εργασίες των μαθηματικών, ζωγράφιζε αστεράκια στο τετράδιο της γλώσσας…..  Πώς πείθεις έναν άνθρωπο πως δεν χρειάζεσαι το δώρο που θέλει να σου κάνει; Και, κυρίως, πώς το κάνεις αυτό χωρίς να τον προσβάλλεις; Πάντως, κοιμήθηκε αγκαλιά με την κουβέρτα του την αγαπημένη, παρά το γεγονός ότι δεν έκανε και πολύ κρύο. Ποιος ξέρει πόσον καιρό ακόμη θα μπορεί να το κάνει αυτό…

Σημασία δεν έδωσε ούτε στο χριστουγεννιάτικο παζάρι, που όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος οργάνωνε το σχολείο του. Τις προηγούμενες φορές, οι κατασκευές του από πηλό, που τον βοηθούσε η μαμά να ψήσει και να ζωγραφίσει, είχαν μεγάλη επιτυχία. Πουλήθηκαν όλες, σε καλή τιμή, και τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από το παζάρι, πήγαν για την αγορά νέων βιβλίων για την δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου.

Το παζάρι ήταν ένα από τα μεγάλα σχολικά γεγονότα που όλα τα παιδιά απολάμβαναν. Κι ήθελε γερή προετοιμασία, τόσο για το τι θα φτιάξουν τα παιδιά, όσο και το να μαζέψουν το χαρτζιλίκι τους για να μπορούν να το σκορπίσουν μετά σε ότι τους κάνει κέφι εκείνη τη μέρα. Γι’ αυτό η ανακοίνωση γίνεται ενάμιση μήνα πριν, ώστε γονείς και παιδιά να έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους.

Χάζευε τηλεόραση – αγκαλιά με την κουβέρτα εννοείται – κι ήταν λιγάκι κατσούφης, όταν το μάτι του έπεσε στο χαρτάκι της ανακοίνωσης. Το είχε κολλήσει μόνος του με το μαγνητάκι στο ψυγείο, για να μην ξεχνιούνται. Πετάχτηκε ορθός, και το πήρε στα χέρια του με λαχτάρα. «Αυτό είναι!» σκέφτηκε.

Για πότε φόρεσε παπούτσια και μπουφάν, για πότε τραβολόγησε τον μπαμπά από το χέρι να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς, δεν το κατάλαβε. Είχε μεγάλη βιασύνη γιατί είχε και μία πολύ μεγάλη ιδέα! Ο δόλιος ο μπαμπάς, μπροστά στη φούρια του, δεν μπόρεσε να του αρνηθεί – άλλωστε δεν ήταν και μακριά – , παρά την κούρασή του.

«Γιαγιά! Γιαγιά!» φώναζε πριν ακόμη χτυπήσει το κουδούνι. Θα μπορούσε να τα πει όλα μαζί και γρήγορα, αλλά θυμήθηκε τους καλούς του τρόπους και περίμενε υπομονετικά να κατέβει η γιαγιά του τις σκάλες και να τους καλωσορίσει. Ήταν όμως κατακόκκινος όταν μίλησε. Από τη χαρά του.

«Αχ, γιαγιά, ξέρεις έχουμε το ετήσιο παζάρι στο σχολείο σε μερικές βδομάδες και σκέφτηκα να σε παρακαλέσω, αφού πλέκεις που πλέκεις και κάνεις τόσο όμορφα πράγματα, να ετοίμαζες καμιά δεκαριά πουλόβερ για το παζάρι!»

«Καμιά δεκαριά; Μα, δεν είναι κάπως πολλά;»

«Εντάξει γιαγιά, να μην κουράζεσαι, αλλά σε παρακαλώ πάρα πολύ, μα πάρα πολύ, αντί να μου πλέξεις εμένα καινούρια κουβέρτα, φτιάξε κάτι να το δώσουμε για το Χριστουγεννιάτικο παζάρι! Μπορείς γιαγιά, έτσι δεν είναι; Εννοώ, δεν θα κουραστείς πολύ …. Ε;» Ο Βίκτωρας χαμήλωσε τα μάτια του. Λες η γιαγιά να μην συμφωνούσε; Μήπως ήταν κι αυτός υπερβολικός που της ζήτησε κάτι τέτοιο;

«Καλό μου παιδί, φυσικά και μπορώ και θα ήταν και χαρά μου να βοηθήσω! Μη σου πω ότι θα καμάρωνα κιόλας! Αλλά, αυτό ήρθες να μου πεις βραδιάτικα και με τέτοιο κρύο; Δεν μπορούσες να περιμένεις να φέξει ο Θεός τη μέρα του;»

«Ήθελα να σε προλάβω γιαγιά! Βλέπεις ξέρω πως θέλεις πάντα να έχεις κάτι δημιουργικό να κάνεις, αλλά εγώ έχω κουβέρτα και την αγαπώ πολύ, κι αν μου πλέξεις άλλη θα πρέπει να πετάξω την παλιά κι εγώ δεν θέλω να την αποχωριστώ κι ας έχει το χάλι της το μαύρο! Ύστερα σκέφτηκα γιατί να κάνουμε ένα σωρό στολίδια για το παζάρι, κάτι δηλαδή που θα κάνουν τα περισσότερα παιδιά, και να μην πρωτοτυπήσουμε φέτος εμείς, φτιάχνοντας κάτι που θα είναι χρήσιμο. Τι λες λοιπόν γιαγιά; Θα βοηθήσεις;». Την κοίταξε με αγωνία.

«Το είπαμε αυτό, Βίκτωρα, θα βοηθήσω. Είναι σωστό αυτό που λες, ότι δηλαδή καλό θα ήταν να φτιάξουμε κάτι χρήσιμο και χαίρομαι που σου αρέσουν τα πλεκτά μου. Θα προσπαθήσω να κάνω όσα περισσότερα κασκόλ και σκουφιά και πουλοβεράκια προλάβω. Αλλά, γιατί να μην σου πλέξω κι εκείνη την κουβερούλα που λέγαμε, όταν τελειώσω με τα πράγματα που θα φτιάξω για το παζάρι;»

«Μα… μα …», μπερδεύτηκε η γλώσσα του Βίκτωρα κι είχε κολλήσει. Ουφ! «Προτιμώ την παλιά μου κουβέρτα γιαγιά. Είναι πολύ σημαντική για μένα. Και πολύ καλή μου φίλη, μπορώ να σου πω! Κι άμα τελειώσεις όλα αυτά που ονειρευόμαστε, μπορείς πάντα να … ξεκινήσεις προετοιμασία για το επόμενο σχολικό παζάρι!»

Η γιαγιά έβαλε τα γέλια, κι όταν γελούσε έτσι πολύ, έμοιαζε με μικρή κοπέλα. Τα μάγουλά της γίνονταν ροδαλιά, μικρά τσουλουφάκια μαλλιών έπεφταν ανακατεμένα στο μέτωπό της, και τα μάτια της έλαμπαν. Πολύ του άρεσε που η γιαγιά δεν παρεξηγήθηκε. Και περισσότερο που θα είχαν φέτος εξαιρετικά πράγματα για το Χριστουγεννιάτικο παζάρι – θα μπορούσε να περηφανευτεί πως η ιδέα ήταν δική του όπως και η γιαγιά. Πολύ του άρεσε!

Στον μπαμπά όμως δεν άρεσε. Που βγήκαν σαν τους τρελούς νυχτιάτικα, λες και δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι την αυριανή μέρα. Και τον βούτηξε σχεδόν σηκωτό, τον έβαλε στο αυτοκίνητο κι ήταν έτοιμος να του σούρει κι αυτός ένα σωρό για την συμπεριφορά του, αλλά πρόλαβε η γιαγιά και τους σταμάτησε, δίνοντάς τους για τον δρόμο κέρασμα εκείνες τις κα-τα-πλη-κτι-κές σοκολάτες που έφτιαχνε, με γέμιση πραλίνας. Που έλιωναν αργά στο στόμα κι ήθελες να τις φας όλες!

«Χαλάλι σου που ήρθαμε. Πήραμε και το γλυκάκι μας!» είπε ο μπαμπάς που δεν σταματούσε να μπουκώνεται σοκολάτες κι είχε ξεχάσει τα νεύρα του. «Γιατί δε λες  της γιαγιάς να κάνει και μερικές τέτοιες σοκολατο-πραλίνες; Ανάρπαστες θα γίνουν!»

«Αλήθεια, πώς δεν το σκέφτηκα; Πάμε πίσω να της το πούμε;» είπε ο Βίκτωρας κι είδε τον μπαμπά του να γελάει κι εκείνος.

«Τουλάχιστον για φέτος γλίτωσα. Και το πουλόβερ και την κουβέρτα – κυρίως αυτή. Για του χρόνου … βλέπουμε …» σκεφτόταν λίγο αργότερα, μόλις ένα λεπτό πριν αποκοιμηθεί τυλιγμένος στην παλιά, αγαπημένη του κουβέρτα…..

Δείτε επίσης