Η ανταρσία του Φιλωτιού το 1821

Μιχάλης Κύλης

απο Cyclades Open

Καθώς διανύουμε, φθάνοντας προς το τέλος, το έτος εορτασμού των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, αξίζει να αναφερθούμε σε μια φιλωτίτικη παράδοση, που διέσωσε ο ο κορυφαίος ηθογράφος-λαογράφος του Φιλωτιού, Μανώλης Ιακ. Ψαρράς (γυμναστής), με τίτλο: «Η ανταρσία του Φιλωτιού το 1821».

Βρισκόμαστε στον καιρό του ξεσηκωμού το ‘21, ετότες που οι στεριές κι οι θάλασσες μυρίζανε από καμένο μπαρούτι και πολλά παλληκάρια του νησιού μας ήταν φευγάτα στην Κρήτη και τη στεριά, για να πολεμήσουνε. Επά μοναχά μια βουβαμάρα βασίλευε, θες επειδή δεν υπήρχανε στον τόπο Τούρκοι να μας πειράζουμε, θες κι απού το φόβο του Καπετάν Πασά, που οι προαιριστοί μας τον βλέπανε να γυροτριγυρίζει μέρα και νύχτα το νησί μας.

Όλοι τους ήταν αντίθετοι στην επανάσταση και τις αλλαγές που οπωσδήποτε θα φερνε, γιατ’ ήταν καλά βολεμένοι και με τέτοιες ψεύτικες φοβέρες, κρατούσαν ολοένα τους Ζορμπάδες μας σε απραξία.

Τα μηνύματα όμως από την άλλη Ελλάδα φτάναμε το ένα πίσω από το άλλο και ζητούσαν ξεσηκωμό και βοήθεια σε τρόφιμα,  γι’ αυτό τα παλληκάρια του νησιού μας ήταν έτοιμα να σηκώσουν τα μπαϊράκια, μα οι γεροντότεροι τους κρατούσαν με τα δόντια τους, με το «άστε να δούμε ακόμα».

Ο Γυαλιστής έβγαινε πια κι ο Τούρκος Αγάς της Ντρυμαλιάς με μεγάλη συνοδεία από ραγιάδες, αγροφύλακες κι αγωγιάτες με τα γαϊδουρομούλαρά τους και τη μικρή του φρουρά, βρισκότανε από μέρες σε περιοδεία, στις αγροτικές περιοχές, από Αγιασό, Σιδερόπετρα μέχρι το Μαραθό και τ’ Αργιά. Ήτανε πια ο καιρός του για να συνάξει από τα αχαμνά γεννήματα της χρονιάς εκείνης την καθορισμένη δεκάτη, που θα ‘ταν  όμως-όπως πιστεύανε οι χωρικοί μας-και η τελευταία του.

Ένα κονταρόξυλο ήθελε να βασιλέψει ο ήλιος, όταν ο αγάς έφτασε στα Μπροβαλώματα, μα  από το δρόμο έλεγε στους υποταχτικούς του, πως πρέπει να προλάβει να μπιτίσει (να ξετελέψει) απόψε τ’ αλώνια των Αργιών και του Καράβου.

Γι’ αυτό, είχε κιόλας χωρισμένη την ομάδα της σύναξης σε δυο, που θα τρεχαν στ’ αλώνια απάνω και κάτω, να πάρουνε στα γρήγορα το μερδικό του και να φύγουνε.

Στο μέρος που ο δρόμος στρίβει για τ’ απάνω Αργιά, έγινε το σταμάτημα και το ξεφόρτωμα των ζωντανών για να ξετρομάξουνε.Ο Νικόλας ο Μπρομπονάς απού το Φιλώτι, που τους περίμενε στ’ αλώνι του στα Μπροβαλώματα, έτρεξε κι ανέβηκενε στη δημοσά κι’ εσταμάτηξε την αμπρουστιλίνα του Αγά. Γνωστός και φίλος του Αγά ήτανε, γιατί φτωχός φαμελίτης πούτανε, τούχε καμένη τη γούνα του, με τα υποχρεωτικά πεσκέσα που κουβαλούσε στον Πύργο των Ακαδήμων–στην Κοκώνα Ντουντού–πούχε το κονάκι του ο Αγάς. Πολλά λέγανε, γι’ αυτό,οι κακές γλώσσες στη Ντρυμαλιά, ότι με έξοδα του Αγά χτίστηκε το τρίτο πάτωμα του Πύργου και Τουρκικά λουτρά (χαμάμ) έκανε στη συνέχεια του φούρνου στην αυλή. Ο γέρος Νικόλας τούκαμε το συνηθισμένο τεμενά κι ετοιμόλογος όπως ήτανε, τον προσφώνησε με τα παρακάτω:

«Καώς ώρισες, Αγά μου, από μέρες σε καρτερώ και φυλάω ανέγγιχτο το σωρό!!για να πάρει πρώτη η αφεντιά σου τα δικαιώματά της». Εννοείται, πως το Αξώτικο ο γέρο Νικόλας τόχενε καμωμένο και με το παραπάνω. Μετά τις τσιριμόνιες και τα κανακέματα –που χωρίς αυτά, έλεγε, δεν μπορεί ο φτωχός να σταματήξει ορθός–εβοήθησε τον Αγά για να ξεπεζεύει. Ενώ όμως το αλώνι του γερο Νικόλα ήταν το τελευταίο στο τεφτέρι, γλυκοκουβεντιάζοντας με τον Αγά, πήρανε την κατηφόρα προς τα εκεί.Από συνήθεια τρέξανε μπροστά απ’ αυτούς, ο πινακιάρης,–αυτός που σήκωνε το τεράστιο πινάκι του Αγά–τρεις τέσσερις ακόμα μ’ αδειανά ράσινα σακιά στον ώμο τους κι ο Γραμματικός με την τεφτέρα.

Εκεί μέσα ήτανε όλοι οι νοικοκυραίοι με τη σοδειά και το χαράτσι του καθενούς–όλα ήταν καταγραμμένα ύστερα από συνεργασία του Γραμματικού και Ντεμπουτάδων της περιοχής–κι έπρεπε με προσοχή να ξεμεινάρει τον κάθε νοικοκύρη, για να μην έχει μετά τραβήγματα και ξαναπληρώματα.

Όσο πηγαίνανε, ο γέρο Νικόλας αναρωτιούντανε: Πού είναι το αλλοτινό αγριεμένο μάτι του Αγά; Οι φοβέρτες και το βριζοκόπι;  Τώρα από το πρόσωπό του βγαίνει μόνου καλοσύνη και συμπάθεια για το κατάντημα των υποταχτικώ ντου. Όπως σκεφτότανε πηγαίνοντας τον κατήφορο, του φάνηκε πως εψυλλιάστηκε , ποια ήτανε στα σίγουρα η αιτία που εβασάνιζε κι έκανε αγνώριστο τον Αγά.

–Βρε Νικόλα, του λέει ο Αγάς, πώς πήγε εφέτι το μαξούλι σου; (η σοδειά σου).

–Όλα είναι μαύρα κι έρημα αφέντη μου και τα ζωντανά και οι σπορές, από γεννήματα μέχρι μαγειρέματα…

Αυτή ήτανε πάντα η συνηθισμένη απόκριση του χωρικού μας, στο φορομπήχτη αφέντη, μήπως τον λυπηθεί ή τον ξεγελάσει και γλιτώσει από τα νύχια του…

 —Από το σωρό που θα δεις Αγά μου κι άλλο τόσο που είδες στο Μαραθό, θα πάρουνε μερδικό ,εχτός από την αφεντιά  σου κι ο παπάς κι ο σιδεράς, οι παρτιδάτοροι κι όσοι ζημιωθήκανε με πατσάρισες ακόμα κι άλλοι πολλοί: είντα θ’ απομείνει να φάει η φαμελιά μου και να κρατήξω και σπόρο για τον ερχόμενο;

 Σαν προφτάσανε στο αλώνι οι παραστεκούμενοι του Αγά ήταν αραδιασμένοι στον αντράλικα, έτοιμοι να πέσουνε απάνω στο σωρό σαν τα κοράκια στο ψοφίμι.

 —Βρε μπίρομ,τ ους λέει ο Αγάς,τι να πάρωμένε απού το φτωχό το γέρο Νικόλα,θα του τ’ φήκω για σπόρο και το νερχόμενο θα μας τον στρέψει με τον διάφορό του…

Κι έδωκε διαταγή, με μια απότομη κίνηση του χεριού, να γκρεμοτσακιστούνε να φύγουνε. Απ’ όλους πούτανε στο αλώνι, ραγιάδες και Τούρκοι, κανείς τους δε μπόρεσε να εξηγήσει την τόση συμπόνια του Αγά στο γέρο Νικόλα. Ένας έλεγε, πως τα κανακέματα του γέρου εκάνανε το θάμα τους κι άλλοι λέγανε άλλες αιτίες. Σαν άκουσε όμως ο γέρο Νικόλας,για πληρωμή του χρόνου, του κακοφάνηκε, γιατί πίστευε πως το φετινό ήταν και το τελευταίο χαράτσι που θα πλήρωνε. Τον ευχαρίστησε όμως και τον συνόδευε μέχρι το σταυροδρόμι. Μεσοστρατίς ετότες,τ ον εσταμάτηξεν ο Αγάς και του λέει με χαμηλή και γλυκειά φωνή:

–Για πε μου στα παιδιά σου, γέρο Νικόλα, τι χαμπάρια ήρθανε στο Φιλώτι, απού τη Στεριά και τα νησά, μ’ αυτούς τους χαντακωμένους…που θα πάρουνε κι εσάς, καλούς ανθρώπους στο λαιμό τους.

 –Ξέρεις την εχτίμηση που σόχω, Αγά μου, γιαυτό θα σου πω την πάσα ναλήθεια: Ε φαίνουνταίνε και τόσο φχάριστα τα νέα. Οι Ζορμπάδες ευτοί έχουν κεφάλια αϋριστα (υπονοώντας τους επαναστάτες) κι αλίμονο σε μας τσοι φτωχοί, π’ αν πέσει η πέτρα απάνω στ’ αυγό ή το αυγό στη πέτρα, το αυγό θα σπάσει πάντα,ο φτωχός.

 –Μέχρι που να πέψει ο Πατησάχ το μεγάλο ασκέρι, θα τους τσακίσει η αρμάδα, είπε ο Αγάς, μα φάνηκε πως δεν πίστευε στα λόγια του, γιατί ξυράφια θερίζανε τα σωθικά του…

Μέχρι που να φτάσει στο σταυροδρόμι, άλλαξε την αρχική του απόφαση και με την πρόφαση πως ήταν κουρασμένος από την περιοδεία, έπρεπε νωρίς να φτάσει στο κονάκι του, στο Πύργο των  Ακαδήμων. Ανέβαλε το λοιπόν για άλλη φορά τη σύναξη της δεκάτης από Αργιά και Κάραβο και φοβισμένος διάταξε γρήγορο το ξαναφόρτωμα των ζωντανών για το φευγιό.

Ξεκίνησαν προχωρώντας τον κεντρικό δρόμο για το Φιλώτι και τα βοσκαρούδια από τα ψηλωτάρια τους χαζεύανε, γιατί φαινότανε σαν μια σκουλόπετρα, σαρανταποδαρούσα, να σέρνεται αργά μα σταθερά, για ν’ ανεβεί το ανηφοράκι της σκάλας των Αργιών. Ο ήλιος πια  έγυρε για τα καλά κι η ράχη της Σκλαβολένης και το βουνό τ’ Αή Γιαννιού, αρχίσανε να δροσίζουνε ό,τι η ζέστη εφούρνιζε όλη τη μέρα. Τα ζωντανά κουρασμένα από την πολυήμερη αγγαρεία, ολοένα παραπατούσανε ανεβαίνοντας το μπροβάλημα μ’ αγκομαχητά.

Μόλις ξεπροβάλανε στη Σκάλα, ένα δροσερό αεράκι από τα καταπράσινα αμπέλια του Φιλωτιού, δρόσισε το καταϊδρωμένο πρόσωπο του Αγά. Τα μάτια του ερευνητικά και φοβισμένα, εξετάζουνε ένα ένα όλα τα σπίτια του χωριού, από κάτω μέχρι τα σκαρφαλωμένα στις κορφές του Ραχιδιού και του Κλεφάρου.  ασυνήθιστη βοή που ακουότανε τον ξάφνιαζε, ήτανε σαν να είχε το Φιλώτι καλοκαιριάτικες Αποκριές, ενώ είχαμε μπει στη Σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου. Σε λίγο ,στρίβοντας αριστερά προς τα πόδια της Ράχης, πήγαινε για να μπει στο δρόμο της Ντρυμαλιάς, που ακολουθούσε ρεματιά-ρεματιά, προς την Ποδάρα τσ’ Ελιάς-Τίμιο Σταυρό.

Μέσα το χωριό είναι αναστατωμένο, τα παλληκάρια παρά τις αντίρρησες των μεγάλων–προαιριστών και γερόντων–είναι ξεσηκωμένα κι ετοιμάζονται, στα φανερά πια, ν’ ανταποκριθούν στην επανάσταση. Μόλις όμως φάνηκε στη  Σκάλα των Αργιών ο  Αγάς με τη συνοδεία του, τα αίματά τους ανάψανε και κανείς δεν μπορούσε να τους κρατήσει. Τρία παλληκάρια μ’ επικεφαλής το Βουδοϊάννη, ανεσκουμπώσανε τις βράκες τους, πήραν στα χέρια τα μαρτίνια τους, ζωστήκανε πιστόλες και μαχαίρες και πηδώντας τους τράφους και τα πεζούλια των αμπελιών, στήσανε στο πέραμα καρτέρι στον Αγά. Εκεί, στο μέρος–μετά την προβόλα του Αχλαρά–που η ρεματιά βαθαίνει, ταμπουρωθήκανε πίσω από τον τράφο των αμπελιών (στ’ ανατολικά) και περιμένανε. Για σιγουριά, δυο σμπάροι θα ρίχτανε του Αγά και οι άλλοι θάτανε για τους φρουρούς του. Το χωριό μας, κρατά την αναπνοή του κι έχει καρφωμένο το μάτι του στον Αγά, που πότε φαίνεται κι άλλοτε χάνεται εντελώς μέσα στη ρεματιά, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στο εχτελεστικό του απόσπασμα.

Δεν άργησαν ν’ ακουστούνε δυο βαρειές τουφεκιές και μετά και τρίτη…Ο αντίλαλός τους πήγε και ήρθε πολλές φορές, σα να διαλαλούσε τον ξεσηκωμό του Φιλωτιού για την επανάσταση. Ο Αγάς κι ένας από τους φρουρούς του, πέσανε κάτω νεκροί, αλλά και όσοι προπορευότανε, φάγανε στα  ψαχνά σκόρπια βόλια κι ήταν καταματωμένοι. Ολόκληρη η συνοδεία από ανθρώπους και ζωντανά εκοκαλώσανε. Οι τρεις τσοχαντζαραίοι κατατρομαγμένοι από το αναπάντεχο περιστατικό, μέχρι που να ξαναγεμίσουνε τα μαρτίνια, ανεβήκανε στα γρήγορα στην προβόλα του Αχλαρά κι ετρέξανε να χωθούν μέσα στη ράχη, πούτανε εκείνη την εποχή δασωμένη από μεγάλες φίδες.Σαν καλοσκοτείνιασε πια, ανενόχλητοι τραβήξανε για τη Χώρα, πήγανε για να μεταδώσουνε το δυσάρεστο γι’αυτούς περιστατικό του Φιλωτιού, στο Βοεβόδα του νησιού, που ήσυχος μέχρι  ετότες περηφανευότανε κι έλεγε πως: «Με τα μέτρα πούχω παρμένα στο δικό μου το βιλαέτι, δεν πρόκειται φύλλο να κουνηθεί».

Αμέσως μετά, ένας ανθρώπινος χείμαρρος από το χωριό, κατάφτασε επί τόπου,  καταμεσίς του ρυάκα, ανοίξανε πρόχειρα ένα λάκκο, βάλανε μέσα τον Αγά και το φρουρό του και τους σκέπασαν με άμμο και χώματα. Στη συνέχεια όλοι τους κουβαλώντας πέτρες, ένας ένας περνούσε κι αναθεματίζοντας, άφηνε απάνω στο λάκκο την πέτρα του. Έτσι επύργωσαν την αναθεματίστρα του Αγά και την καταδίκη της Τουρκικής διοίκησης.

Άμα όλα τελειώσανε, φανερώθηκε η επαναστατική επιτροπή του Φιλωτιού, πούταν επί τόπου. Όρισε αμέσως επιτροπή του χωριού και της έδωσε εντολή, να παραλάβει όλα τα φορτωμένα γεννήματα να τ’ αποθηκέψει και να συνεχίσει τη σύναξη που διέκοψε ο Αγάς.

Αυτά κι ένα συμπληρωματικό έρανο μεταξύ των νοικοκύρηδων θα πηγαίνανε για βοήθεια στην επανάσταση. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε για την ορεινή Νάξο η σκιά της Τουρκικής κυριαρχίας κι από τους κατοίκους των χωριών εσταμάτησε πια το μεγάλο πεγιέτισμα πούχανε των προαιριστών. Το νησί–έστω και με το στανιό–το πήγε η νεολαία με την επανάσταση. Οι κάτω όμως προαιριστοί (του Μπούργου και του Κάστρου) την ίδια εποχή, παρόλο που οι Τούρκοι ήταν φευγάτοι, στέρνανε στα κρυφά ανθρώπους με γράμματα στον καπετάν πασά και τον παρακαλούσαν να στείλει φρουρά να πιάσει τους Ζορμπάδες, που σήμερα κάνουνε κουμάντο σ’ όλη την Αξά και να ξέρει πως οι νοικοκύρηδες όλοι είναι μαζί του.

Έτσι θέλανε από τη μια να κάνουν αυτοί κουμάντο και νάχουν το χωρικό υπάκουο κι από την άλλη να τόχουν δίπορτο δηλαδή εξασφαλισμένα τα κεφάλια και τα κελάρια, από το διαγούμισμα που θα τους κάνανε τ’ασκέρια του καπετάν πασά άμα ερχότανε κι υπάκουοι να φαίνουνται στην επανάσταση.


Λεξιλόγιο

Ξεμεινάρω=λογαριάζομαι και εξοφλώ

Η πατσάριση=η αγροζημία

Ο αντράλικας=ο γύρος του αλωνιού από φυτεμένες πέτρες

Αναθεματίστρα=συνηθισμένη τελετουργική δημόσια θρησκευτική καταδίκη. Όσο περισσότεροι άνθρωποι και πέτρες τόσο πιο σίγουρη η θρησκευτική καταδίκη και το ανάθεμα.

Πεγιέντισμα=ο σεβασμός κι η αναγνώριση του αξιώματος του προαιστού, του άρχοντα.

Δείτε επίσης