«Κοιτάζοντας πίσω σ’ όλους τους αιώνες που πέρασαν από τη γέννηση του Χριστού, δεν μπορούμε παρά να αναλογιστούμε με θαυμασμό τον τρόπο του ερχομού Του στη Γη μας. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς καν να το γνωρίζει κανείς από τον λαό στον οποίο γεννήθηκε, η γέννησή Του ανακοινώθηκε στους ταπεινούς μόνον βοσκούς από «πλήθος στρατιάς ουρανίου», και στον λαό των Ιεροσολύμων από την άφιξη των Σοφών Μάγων της Ανατολής.
Τι ήταν όμως αυτό το φως που οδήγησε τους Μάγους μακριά από τη χώρα τους; Τι είδους άστρο τους καθοδήγησε στο μέρος όπου ήταν σπαργανωμένο το μικρό βρέφος της Βηθλεέμ; Τι ήταν άραγε το μυστηριώδες και υπέροχο αυτό άστρο του οποίου το ακτινοβόλο φως έχει φωτίσει και εμπνεύσει τους ανθρώπους εδώ και 2.000 σχεδόν χρόνια;
Αν προσπαθήσουμε να μαζέψουμε τις αποδείξεις που έχουμε για το Άστρο των Χριστουγέννων θα ανακαλύψουμε ότι δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές, και όλες τους βρίσκονται σε μία και μοναδική περικοπή στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Αυτή μάλιστα είναι και η μοναδική περικοπή που αναφέρεται στο Άστρο της Βηθλεέμ, στα κανονικά κείμενα της Βίβλου.
«Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του Βασιλέως, ιδού μάγοι απο ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα λέγοντες: “Που εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ”.
Ακούσας δε ο Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού. Και τότε λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ’ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος. Και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε: “Πορευθέντες ακριβώς εξετάσετε περί του παιδίου, επάν δε εύρητε, απαγγείλατέ μου, όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ.”
Οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς έως ελθών έστη επάνω ου ει το παιδίον: Ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα».
Ακόμη και εδώ, όμως, το άστρο αναφέρεται τέσσερις μόνο φορές χωρίς να μας δίνεται ούτε ο χρόνος ούτε η εποχή που εμφανίστηκε, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη περιγραφή του. Παρ’ όλα όμως αυτά, σήμερα είμαστε σε θέση να βγάλουμε ορισμένα τουλάχιστον συμπεράσματα, και να σημειώσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτού του μυστηριώδους άστρου.
Τα συμπεράσματα
- Το πρώτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε για το Άστρο της Βηθλεέμ είναι ότι το άστρο αυτό θα ‘πρεπε να ήταν κάτι το ασυνήθιστο για να τραβήξει την προσοχή των Μάγων. Εάν το άστρο αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο, κάτι που παρουσιαζόταν στον ουρανό συχνά δεν θα υπήρχε λόγος να ξεσηκωθούν οι Μάγοι και να ξεκινήσουν από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά για να πάνε στον οποιονδήποτε τόπο, που θα τους οδηγούσε αυτό το άστρο.
- Δεύτερο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι το άστρο αυτό θα πρέπει να είχε αρκετή διάρκεια ζωής. Θα πρέπει να ήταν δηλαδή ένα άστρο «διαρκείας», γιατί οι Μάγοι είχαν να διασχίσουν αρκετά μεγάλη απόσταση από τη χώρα τους έως τη Βηθλεέμ. Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι τα ταξίδια την εποχή εκείνη, πάνω σε καμήλες ή άλλα ζώα, δεν ήταν τόσο γρήγορα. Οπότε, για να τους είναι δυνατό να το παρακολουθούν συνεχώς από τη χώρα τους έως τη Βηθλεέμ, το άστρο αυτό θα πρέπει να είχε μια διάρκεια ζωής αρκετά μεγάλη και θα έπρεπε να ήταν κάτι το οποίο φαινόταν στον ουρανό επί αρκετές εβδομάδες ή ακόμη και μήνες.
- Τρίτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι το άστρο αυτό θα ‘πρεπε να ήταν κάτι αρκετά δυσδιάκριτο στον πολύ κόσμο. Ίσως αυτό να σας φανεί παράξενο, γιατί συνήθως φανταζόμαστε το Άστρο της Βηθλεέμ σαν ένα πολύ λαμπρό και μεγάλο άστρο που φωτίζει άπλετα τον ουρανό, με τις λαμπρές του ακτίνες πάνω από τη φάτνη. Αλλά δεν είναι δυνατό να ήταν κάτι τέτοιο, γιατί φαίνεται ότι οι Μάγοι ήταν οι μόνοι που το είχαν δει ή που γνώριζαν κάτι γι’ αυτό. Ο Ηρώδης δεν το είχε δει ούτε είχε ακούσει οτιδήποτε γι’ αυτό. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι επίσης δεν γνώριζαν τίποτε γι’ αυτό. Ούτε και οι βοσκοί το πρόσεξαν παρ’ όλο που βρίσκονταν με τα κοπάδια τους έξω στους κάμπους. Αλλά ούτε και οι Ρωμαίοι στρατιώτες της περιοχής ή οποιοσδήποτε άλλος, εκτός από τους Μάγους. Έτσι το Άστρο της Βηθλεέμ θα έπρεπε να ήταν στην πραγματικότητα κάτι αρκετά δυσδιάκριτο.
- Τέταρτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι το άστρο αυτό ίσως να μη ήταν ένα άστρο με τη σημασία που έχει η λέξη αυτή σήμερα. Την εποχή που γράφτηκε το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, η λέξη «αστήρ» είχε διαφορετική έννοια απ’ αυτή που έχει σήμερα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος προσδιόριζε με τη λέξη «άστρο» οτιδήποτε έβλεπε στον ουρανό. Τα μετέωρα ονομάζονταν «διάττοντες αστέρες». Οι κομήτες ήταν οι «μακρυμάληδες αστέρες». Οι δε πλανήτες ονομάζονταν «πλανώμενοι αστέρες». Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ταξινομεί όλα αυτά σαν άστρα, αλλά οι αρχαίοι το έκαναν.
Εκτός αυτού πολλοί αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Άρατος και ο Πλάτων, «χρησιμοποιούν την λέξιν άστρον με την περιληπτικήν σημασίαν, καθώς ακριβώς ημείς την λέξιν αστερισμός και εννοούν ομάδα αστέρων». Αυτά που σήμερα ονομάζουμε εμείς άστρα ήταν για τους αρχαίους οι «απλανείς αστέρες». Έτσι το άστρο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ως Άστρο της Βηθλεέμ ίσως να μην ήταν ένα πραγματικό άστρο όπως το εννοούμε σήμερα, αλλά ένα οποιοδήποτε ουράνιο σώμα ή φαινόμενο.
- Το πέμπτο συμπέρασμα αφορά την τοποθεσία του άστρου στον ουρανό. Οι Μάγοι αναφέρουν στον λαό των Ιεροσολύμων ότι είδαν «τον αστέρα αυτού εν τη ανατολή» . Το σημείο αυτό δεν εννοεί ότι το άστρο ήταν στο ανατολικό μέρος του ουρανού, αλλά ότι οι Μάγοι βρίσκονταν στις ανατολικές, από την Παλαιστίνη, χώρες της Ασίας, όταν πρωτοπαρατήρησαν το Άστρο. Μια λοιπόν και οι Μάγοι βρίσκονταν στην Ανατολή όταν το είδαν για πρώτη φορά, ο μόνος τρόπος για να φθάσουν στην Βηθλεέμ ήταν να ταξιδέψουν προς τη Δύση. Έτσι ώστε το άστρο που τους οδηγούσε θα έπρεπε να βρισκόταν στο δυτικό μέρος του ουρανού. Εάν ακολουθούσαν κάποιο άστρο που θα ήταν στο ανατολικό μέρος του ουρανού θα έφθαναν στην Κίνα ή στις Ινδίες και όχι στη Βηθλεέμ. Έτσι θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το άστρο αυτό βρισκόταν στο δυτικό τμήμα του ουρανού.
Τι λοιπόν ήταν αυτό που συνέβη στον ουρανό που σκέπαζε το μικρό χωριό της Βηθλεέμ την απομακρυσμένη εκείνη εποχή κι έκανε τους μάγους να ξεκινήσουν για το μακρινό τους ταξίδι;»
«Για να ανακαλύψουμε τι ήταν το περίφημο άστρο των Χριστουγέννων θα πρέπει να αναλογιστούμε για το ποιες ήταν οι ιδέες που είχαν οι αρχαίοι για τα ουράνια σώματα και φαινόμενα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι όταν απευθύνονταν στους διάφορους θεούς τους ύψωναν τα μάτια, τα χέρια και τις σκέψεις τους στον ουρανό. Όλοι τους δηλαδή θεωρούσαν ότι πλησίαζαν κάπως τους θεούς τους με το να αναρριχώνται στα κτίσματά τους και να υψώνουν τα πρόσωπά τους στον ουρανό.
Οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι από την κορυφή των πυραμιδικών τους Ζιγκουράτ. Οι Μάγια και οι Αζτέκοι ιερείς του Νέου Κόσμου με τις θυσίες τους στους βωμούς των παράξενων πυραμίδων τους. Οι νομάδες στη μέση της ερήμου. Όλοι τους όμως θεωρούσαν ότι πλησίαζαν κάπως τους θεούς τους με το να το αναρριχώνται στα κτίσματά τους και να υψώνουν τα πρόσωπά τους στον ουρανό. Και μην ξεχνάμε ότι και οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ζούσαν στην κορυφή του Ολύμπου, ενώ ο θεός του Μωυσή του μίλησε στο όρος Σινά.
Υπάρχει φαίνεται κάτι στα ψηλά κτίσματα, και σ’ αυτόν ακόμη τον ουρανό, που ελκύει την πνευματική φύση του ανθρώπου. Αντικείμενα που έπεσαν από τον ουρανό διατηρήθηκαν με μεγάλη προσοχή και λατρεύτηκαν ιδιαίτερα. Μια πέτρα που έπεσε στη Φρυγία της Μικράς Ασίας λατρεύτηκε σαν την Κυβέλη, τη μητέρα των θεών. Και σε άλλα μέρη του κόσμου έχουν ανακαλυφθεί στοιχεία που μας πληροφορούν ότι η λατρεία μετεωριτών ήταν αρκετά διαδεδομένη.
Ο «Μαύρος Λίθος» ένας μεγάλος μετεωρίτης, στο νοτιοανατολικό τμήμα της Καάβας στη Μέκκα αποτελεί αντικείμενο λατρείας των Μωαμεθανών από τον 7ο ακόμη μ.Χ. αιώνα. Ο «Σιδηρούς Μετεωρίτης», που έχει βάρος δύο περίπου τόνων βρέθηκε ντυμένος με ενδύματα μούμιας σ’ ένα αρχαίο μεξικάνικο τάφο.
Σήμερα γνωρίζουμε πάρα πολλά πράγματα γι’ αυτές τις πέτρινες και σιδερένιες μάζες που βομβαρδίζουν συνεχώς τη Γη μας από τον ουρανό. Γνωρίζουμε ότι καθώς περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, μερικές φορές οι τροχιές τους συναντούν την τροχιά της Γης, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν μαζί της. Καθώς τα σώματα αυτά διασχίζουν τη γήινη ατμόσφαιρα με ταχύτητες από 12 έως 70 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο θερμαίνονται από τη συμπίεση και την τριβή που υφίστανται και αναφλέγονται με λαμπρό φως σχηματίζοντας τους «διάττοντες αστέρες», οι οποίοι, εάν τελικά επιζήσουν από την ανάφλεξη, φτάνουν στην επιφάνεια της Γης και τότε ονομάζονται μετεωρίτες.
Χιλιάδες από τα μικροσκοπικά αυτά σωματίδια, προσθέτουν καθημερινά εκατοντάδες κιλά στο βάρος της Γης μας. Μερικές φορές είναι αρκετά ογκώδη κι έτσι όταν συγκρουστούν με την επιφάνεια της Γης μπορούν να δημιουργήσουν ένα τεράστιο κρατήρα ή ακόμη και σμήνος κρατήρων.
Πριν από αρκετές χιλιάδες χρόνια ένας μεγάλος μετεωρίτης έπεσε στην Αριζόνα των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να σχηματίσει έναν τεράστιο κρατήρα με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο. Στις 30 Ιουνίου 1908 στην Κεντρική Σιβηρία μια παρόμοια έκρηξη, δημιούργησε για πολλά χρόνια πολλές προκαταλήψεις για το «θαυμάσιο» αυτό γεγονός.
Ακόμη και τα λιλιπούτεια και ακίνδυνα μετέωρα που είναι αδύνατο να επιζήσουν και να φτάσουν στην επιφάνεια της Γης, χωρίς πολύ πριν να έχουν καταστραφεί στην ατμόσφαιρα, προκαλούν πολλές φορές το θαυμασμό των παρατηρητών.
Μεγάλη θεαματικότητα παρουσιάζουν επίσης και οι γνωστές ως «βροχές διαττόντων». Είναι πράγματι κάτι το απερίγραπτο. Στις 9 Οκτωβρίου 1948 ένα τέτοιο φαινόμενο είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση αρκετών χιλιάδων μετεώρων κάθε ώρα. Ενώ το 1833 όμως μια ακόμη πιο θεαματική «βροχή διαττόντων», θεωρήθηκε από πολλούς σαν η αρχή του τέλους του κόσμου. Λέγεται μάλιστα ότι ακόμη και το περίφημο εκείνο ουράνιο φαινόμενο που εμφανίστηκε στον ουρανό και έκανε τον Μέγα Κωνσταντίνο να γίνει χριστιανός, δεν ήταν παρά η έκρηξη ενός μεγάλου μετέωρου.
Γι’ αυτόν το λόγο, υπάρχουν μερικοί ερευνητές που υπέθεσαν ότι το άστρο των Χριστουγέννων ίσως να ήταν κάποιο μετέωρο. Τα μετέωρα όμως δεν είναι καθόλου σπάνια φαινόμενα, και δεν είναι δυνατόν να προκάλεσαν τόση αναστάτωση στους Μάγους και να τους έκαναν να ξεκινήσουν για το μακρινό ταξίδι τους προς τη Βηθλεέμ. Ακόμη και στην περίπτωση που αναφλεγεί ένα μεγαλύτερο κομμάτι, οι γνωστές σαν «βολίδες», δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι οι Μάγοι θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν στη Βηθλεέμ, γιατί η ζωή τους διαρκεί μερικά μόλις δευτερόλεπτα.
Μια άλλη πιθανότητα είναι και η εμφάνιση κάποιου Κομήτη. Συνολικά 135 κομήτες αναφέρονται στους αρχαίους χρόνους μέχρι την εποχή της γέννησης του Χριστού. Αργότερα ο Ωριγένης, τον 3ο μ. Χ. αιώνα, γράφει σχετικά τα εξής: «Έχω τη γνώμη ότι το άστρο που εμφανίστηκε στους σοφούς της Ανατολής…ήταν ένα από εκείνα τα φωτεινά σώματα που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό και που οι Έλληνες οι οποίοι συνηθίζουν να τα ξεχωρίζουν με ονομασίες ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους τα ονόμαζαν κομήτες, φωτεινές δοκούς, θυσάνους, άστρα με ουρά, καράβια και με διάφορα άλλα ονόματα».
Ένας ξένος αστρονόμος παρομοίασε τους κομήτες με γιγάντια βρόμικα παγόβουνα, γιατί ο πυρήνας των κομητών αποτελείται από παγωμένα αέρια αναμειγμένα με μέταλλα και σκόνη. Καθώς πλησιάζουν προς τον Ήλιο τα παγωμένα αέρια εξατμίζονται από τη θερμότητα του Ήλιου και αποχωρίζονται από την «κεφαλή» του κομήτη λόγω της πίεσης που ασκεί η ακτινοβολία του Ήλιου στο κενό του διαστήματος. Σαν αποτέλεσμα έχομε τη φωτεινή κόμη, την ουρά δηλαδή, η οποία στην περίπτωση μερικών θεαματικών κομητών είναι δυνατό να καλύψει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του ουρανού. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι μια τέτοια εμφάνιση θα είχε εγείρει μεγάλο θαυμασμό και αναστάτωση.
Οι πλησιέστερες προς την εποχή εκείνη εμφανίσεις κομητών ήταν η εμφάνιση του κομήτη του Χάλλεϋ το 12 π. Χ. και ενός άλλου κομήτη ο οποίος καταγράφηκε από τους Κινέζους το 5 π. Χ.. Εν τούτοις δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το άστρο των Χριστουγέννων ήταν ένας κομήτης αφ’ ενός μεν γιατί θα τον έβλεπαν όλοι, αφ’ ετέρου δε γιατί οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν τους κομήτες σαν προάγγελους δυσάρεστων γεγονότων και καταστροφών.
Όταν, για παράδειγμα, ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε το 44 π. Χ. εμφανίστηκε ένας πολύ φωτεινός κομήτης. Ο κομήτης του 11 π. Χ. συνδέθηκε με τον θάνατο του Αγρίππα και ο κομήτης του 14 μ. Χ. με το θάνατο του Καίσαρα Αυγούστου. Ο δε κομήτης του Χάλλεϋ ακόμη και στην προτελευταία του εμφάνιση, τον Μάιο του 1910, προκάλεσε τρομερούς φόβους και δεισιδαίμονες προφητείες. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ένας κομήτης να ήταν το Άστρο της Βηθλεέμ, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι Μάγοι εξέλαβαν το φαινόμενο σαν ένα αγαθό και ευαγγελίζον σημείο και όχι σαν κάτι που θα προκαλούσε θανάτους, επαναστάσεις, λιμούς, σεισμούς και πολέμους.
Μήπως ήταν άραγε κάποιος νόβα, κάποιο νέο, δηλαδή, «καινοφανές» άστρο; Πότε-πότε, φαίνεται, ότι κάποιο νέο άστρο προστίθεται στον ουρανό. Η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο αρκετά κοντά μας ήταν τον Φεβρουάριο του 1987 στο Μεγάλο Νέφος του Μαγγελάνου. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει ως εξής: Καθώς τα άστρα γερνάνε γίνονται ασταθή στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και φτάνει μια στιγμή που το άστρο αυτό αποβάλλει με μια ή περισσότερες εκρήξεις μερικά από τα εξωτερικά του στρώματα αερίων και έτσι παρουσιάζεται λαμπρότερο από ότι ήταν πριν.
Μερικές φορές λοιπόν, άστρα που ήσαν πολύ αμυδρά και γι’ αυτό ήταν αδύνατο να τα διακρίνει κανείς με γυμνό μάτι, όταν μετατραπούν σε νόβα είναι εύκολα ορατά. Μ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι ξαφνικά ένα νέο, ένα «καινοφανές» άστρο δημιουργήθηκε στον ουρανό. Ένα άστρο μπορεί να περάσει αυτό το στάδιο της εξέλιξής του αρκετές φορές, χωρίς μια τελειωτική καταστροφή.
Δεν υπάρχει όμως δεύτερη επανάληψη για ένα άστρο που γίνεται σουπερνόβα, δηλαδή υπερνέος ή «υπερκαινοφανής». Όταν ένα άστρο μεταβληθεί σε σουπερνόβα, διασπάται κυριολεκτικά στα «εξ ων συνετέθη», και μπορεί να εκπέμψει εκατομμύρια φορές περισσότερο φως και ακτινοβολία απ’ ότι ο Ήλιος μας.
Τρεις μόνο «υπερκαινοφανείς» έχουν ιστορικά εξακριβωθεί στο Γαλαξία μας κατά το παρελθόν. Κινέζοι αστρονόμοι περιέγραψαν μια σουπερνόβα, έναν «επισκέπτη αστέρα» όπως τον ονόμασαν, που εμφανίστηκε το 1054 μ. Χ. Στις 11 Νοεμβρίου του 1572 ο Δανός αστρονόμος Tycho Brahe μελέτησε μια άλλη σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης, που έλαμψε τόσο πολύ ώστε να φαίνεται ακόμη και την ημέρα. Τέλος, ο Γερμανός αστρονόμος και μαθητής του Brahe, Γιόχαν Κέπλερ παρατήρησε προσεκτικά μια τρίτη, που εμφανίστηκε το 1604.
Η σουπερνόβα του 1054 εμφανίστηκε στον αστερισμό του Ταύρου και άφησε πίσω του το νεφέλωμα που ονομάζουμε σήμερα «Καρκίνο» γιατί μοιάζει λίγο με κάβουρα. Το νεφέλωμα Καρκίνος αποτελείται από ένα γιγάντιο φωτεινό σύννεφο σκόνης και αερίων, που μεγαλώνει μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα, σαν αποτέλεσμα της τεράστιας δύναμης που είχε η έκρηξή του. Ένας καινοφανής ή υπερκαινοφανής αστέρας συνήθως χάνεται μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Το άστρο των Χριστουγέννων όμως μάλλον δεν θα πρέπει να ήταν ένα παρόμοιο άστρο. Εάν πράγματι ήταν κάποια σουπερνόβα ασφαλώς θα υπήρχε κάποια ένδειξη των αστρονόμων της εποχής εκείνης, και κάτι τέτοιο δεν έχει βρεθεί. Εκτός αυτού ο καθένας θα μπορούσε να δει έναν υπερκαινοφανή, και όπως είπαμε μέχρι τώρα, το άστρο της Βηθλεέμ το παρατήρησαν προφανώς μόνον οι Μάγοι».
«Στην προσπάθεια αναζήτησης του τι θα μπορούσε να είναι το άστρο που οδήγησε τους Μάγους στη Βηθλεέμ ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι ίσως ένας από τους λαμπρούς πλανήτες να ήταν το άστρο που αναζητάμε. Πράγματι μερικές φορές ένας από τους πλανήτες λάμπει με ιδιαίτερη φωτεινότητα και αποσπά μεγάλη προσοχή. Η Αφροδίτη για παράδειγμα, όταν εμφανίζεται σαν αυγερινός ή σαν αποσπερίτης λάμπει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ουράνιο σώμα (εκτός φυσικά από τη Σελήνη και τον Ήλιο).
Πολλοί μάλιστα ακόμη και σήμερα, στη διαστημική εποχή μας, θεωρούν μερικές φορές τον πλανήτη αυτόν σαν ένα εξωγήινο ιπτάμενο δίσκο. Ένα πολεμικό πλοίο μάλιστα πριν από μερικά χρόνια άνοιξε πυρ εναντίον της πριν καταλάβουν περί τίνος επρόκειτο ακριβώς. Μήπως λοιπόν ήταν η Αφροδίτη ή κάποιος άλλος πλανήτες το μυστηριώδες άστρο που αναζητάμε;
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι καθόλου πιθανό. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης γνώριζαν αρκετά καλά τα άστρα και τους πλανήτες. Και το περιπλανώμενο αυτό άστρο, η Αφροδίτη, ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα γιατί παρουσιαζόταν κανονικά στον ουράνιο θόλο. Ήταν πάρα πολύ γνωστή, και εκτός αυτού θα ήταν ορατή από τον καθένα.
Στο ίδιο πάντως πλαίσιο ο φημισμένος αστρονόμος του 17ου αιώνα Γιόχαν Κέπλερ, είχε μία ενδιαφέρουσα πρόταση. Το 1604 ο Κέλλερ παρατήρησε μία θαυμάσια σειρά ενός ουράνιου φαινόμενου που τον οδήγησε να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα για το τι θα μπορούσε να ήταν το Άστρο της Βηθλεέμ.
Ο Κέπλερ ήταν μαθητής του περίφημου Δανού αστρονόμου Τycho Brahe, ο οποίος είχε εξοριστεί στην Πράγα μετά από μια διαφωνία του με τον Βασιλιά της Δανίας. Στην Πράγα λοιπόν ο Κέπλερ, βασιζόμενος στις πολύχρονες παρατηρήσεις των κινήσεων των πλανητών που είχε κάνει ο δάσκαλός του, καθώς και ο ίδιος, μπόρεσε να κάνει πολλές σπουδαίες ανακαλύψεις και κυρίως να διατυπώσει τους τρεις περίφημους νόμους για την κίνηση των πλανητών, που φέρουν έκτοτε και το όνομά του.
Σε μια αρκετά εμπεριστατωμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of the Royal Astronomical Society of Canada το Δεκέμβριο του 1937, ο κληρικός W. Burke Gaffney περιέγραψε εκτενέστατα τις παρατηρήσεις που έκανε ο Κέπλερ για το Άστρο των Χριστουγέννων. Η περιγραφή αυτή μας πληροφορεί ότι ο Κέπλερ γνώριζε ότι το Δεκέμβριο του 1603 θα συνέβαινε μία σύνοδος του Δία με τον Κρόνο στον αστερισμό του Τοξότη.
Πράγματι η σύνοδος αυτή έγινε στα μέσα Δεκεμβρίου του 1603, αλλά δυστυχώς, επειδή οι πλανήτες αυτοί βρίσκονταν πολύ κοντά στον Ήλιο, ο Κέπλερ δεν μπόρεσε να την παρατηρήσει. Εν τούτοις, με βάση διάφορους μαθηματικούς υπολογισμούς που έκανε υπολόγισε ότι μέσα σε λίγους μήνες θα συνέβαινε ένα άλλο ενδιαφέρον και σπάνιο γεγονός. Το Γεγονός αυτό ήταν ο σχηματισμός ενός τριγώνου ανάμεσα στους πλανήτες Δία, Άρη και Κρόνο.
Έτσι το Σεπτέμβριο 1604 ο Κέπλερ ανέμενε να παρατηρήσει το σπουδαίο για την εποχή εκείνη ουράνιο φαινόμενο. Όπως αναφέρει ο ίδιος «Μερικοί το παρατηρούσαν για να διορθώσουν τις αστρονομικές τους εφημερίδες, μερικοί από απλή ευχαρίστηση, μερικοί λόγω του ότι το συμβάν ήταν σπάνιο, μερικοί για να αποδείξουν τους υπολογισμούς τους, ενώ άλλοι για να δουν εάν θα παρουσιαζόταν και ένας κομήτης».
Πραγματικά οι τρεις πλανήτες βρίσκονταν σε άριστη τοποθέτηση παρατήρησης γιατί έδυαν πέντε ώρες μετά τον Ήλιο. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1604 ο Άρης ήρθε σε σύνοδο με τον Κρόνο, και λίγες ημέρες αργότερα, στις αρχές Οκτωβρίου σχηματίστηκε το περίφημο τρίγωνο των τριών πλανητών. Οι μέρες όμως περνούσαν και ο Άρης συνέχισε την πορεία τους ερχόμενος σε σύνοδο με τον Δία στις 9 Οκτωβρίου και σε απόσταση τεσσάρων σεληνιακών διαμέτρων κάτω απ’ αυτόν.
Την επόμενη Κυριακή, 10 Οκτωβρίου, εκεί που δεν υπήρχε καμιά προηγούμενη ένδειξη, διάφοροι παρατηρητές διέκριναν ένα «νέο» άστρο, έναν νόβα δηλαδή, που ήταν τόσο λαμπρό όσο και ο Δίας. Η θέση του ήταν προς τα δεξιά του Δία και πάνω απ’ αυτόν στην ίδια απόσταση που είχε ο Άρης κάτω από τον Δία. Για πρώτη φορά ο Κέπλερ είδε τον νόβα αυτόν το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου. Από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε το Αστρο του Κέπλερ, γιατί πραγματικά ο περίφημος αυτός αστρονόμος μελέτησε τον Νόβα αυτόν εξονυχιστικά, δημοσιεύοντας τις παρατηρήσεις του αυτές καθώς και την θεωρία του για το Άστρο της Βηθλεέμ σε τέσσερις πραγματείες του.
Στο μεταξύ ο νόβα άρχισε να χάνει τη λάμψη του παρ’ όλο που ήταν ακόμη καθαρά εμφανής τις πρώτες πρωινές ώρες. Για τελευταία φορά ο Κέπλερ τον παρατήρησε στις 8 Οκτωβρίου του 1605, έναν σχεδόν χρόνο μετά την πρώτη του εμφάνιση. Κατά τη λαμπρότερη μάλιστα φάση του ήταν ο τρίτος λαμπρότερος σουπερνόβα στην ιστορία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1606 ο Κέπλερ σ’ ένα γράμμα που έστειλε στον φίλο του Γιόχαν Μπάνβιτς έγραφε τα εξής:
«Όταν το περασμένο καλοκαίρι επισκέφθηκα τη Στύρια, είχα την καλή τύχη να βρω στο Γκράτς ένα μικρό βιβλίο του Πολωνού Λόρενς Σουσλίγκα. Ευχαριστήθηκα πολύ με τα επιχειρήματα του βιβλίου αυτού, και άρχισα να σκέφτομαι να το χρησιμοποιήσω στο μικρό μου βιβλίο για το Νέο Άστρο, που σκεφτόμουν να γράψω. Γιατί αν ο συγγραφέας είχε δίκιο, για να υπολογιστεί το Χρονικό του Χριστού, πρέπει να προστεθούν τέσσερα χρόνια στο Χριστιανικό Χρονολόγιο που είναι σε χρήση τώρα. Θα προέκυπτε δηλαδή ότι ο Χριστός είχε γεννηθεί ένα ή δύο χρόνια μετά τη μεγάλη σύνοδο των Τριών Εξωτερικών Πλανητών στο πρώτο (ένα τρίτο) μέρος του Κριού, ή στο τελευταίο (ένα τρίτο) των Ιχθύων, γεγονός που συνέβη για έκτη φορά από την ίδρυση του κόσμου. Οπότε το άστρο που οδήγησε τους μάγους στη φάτνη του Χριστού, ενώ εμφανίστηκε δύο χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού θα μπορούσε να συγκριθεί με το δικό μας άστρο (του 1604)».
Όταν τελικά μετά από μερικά χρόνια, το 1614 δημοσιεύτηκε στη Φραγκφούρτη το βιβλίο του με τον δικό του υπολογισμό του χρόνου της γέννησης του Χριστού, ο Κέπλερ μας πληροφορεί τα εξής: «το άστρο αυτό δεν ήταν οι συνήθεις κομήτες ή ένα άστρο αλλά με έναν ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο κινιόταν στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας… για να οδηγήσει τους Μάγους από τη Χαλδαία στη Βηθλεέμ».
Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι ότι οι Χαλδαίοι μάγοι πραγματικά παρακολούθησαν ή πρόσεξαν καθόλου την τριπλή αυτή σύνοδο στην οποία βασίζεται η θεωρία του Κέπλερ; Το 1925 ο Π. Σνάμπελ απέδειξε ότι ένα κείμενο αστρονομικών δελτίων σε νεοβαβυλωνιακή σφηνοειδή γραφή, που προέρχεται από το φημισμένο ιερό της Σιππάρ, αναφέρει ότι το 7 π. Χ. τουλάχιστον πέντε από τα αστρονομικά αυτά δελτία παρατηρήσεων αρχίζουν με τη φράση: «Δίας και Κρόνος στους Ιχθείς».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέπλερ, που έθετε την γέννηση του Χριστού στο έτος 6 π. Χ. οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 και του 6 π. Χ. έλαβαν μέρος σε μια τριπλή ή μεγάλη συζυγία.
Ας εξηγηθούμε όμως καλύτερα. Οι πλανήτες στις κανονικές τους κινήσεις γύρω από τον Ήλιο φαίνονται να κινούνται στον ουρανό από τη Δύση στην Ανατολή. Οι πλανήτες που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ήλιο φαίνονται να κινούνται ταχύτερα, ενώ οι πιο απομακρυσμένοι κινούνται αργότερα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ένας από τους πλανήτες είναι δυνατόν να φτάσει και να προσπεράσει κάποιον άλλον. Το προσπέρασμα αυτό το λέμε σύνοδο ή συζυγία των δύο πλανητών. Δεν είναι μάλιστα καθόλου παράξενο το να δει κανείς ένα πλανήτη να σταματά την κανονική του πορεία και να οπισθοδρομεί προς τη Δύση. Αυτή η κίνηση παραξένευε και βασάνιζε τους αρχαίους. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι οι πλανήτες στην πραγματικότητα δεν αλλάζουν κατεύθυνση ποτέ.
Το τι συμβαίνει είναι ότι καθώς περιφέρεται η Γη μας γύρω από τον Ήλιο, έρχεται πολλές φορές στη θέση να προσπεράσει έναν από τους εξωτερικούς πλανήτες και τότε ο πλανήτης αυτός φαίνεται να κινείται προς τα πίσω, όπως όταν ένα αυτοκίνητο προσπερνάει κάποιο άλλο.
Την Άνοιξη του 7 π. Χ. λοιπόν υπήρχαν αρκετοί πλανήτες στον ουρανό. Η κίνηση του Δία, είναι πιο γρήγορη από του Κρόνου, γιατί ο Δίας είναι πλησιέστερα στον Ήλιο από τον Κρόνο. Με αυτή την ταχύτητα ο Δίας και ο Κρόνος έρχονται σε σύνοδο (προσπερνά δηλαδή ο ένας τον άλλο) μια φορά κάθε 20 χρόνια. Μια τέτοια σύνοδος έγινε στις 27 Μαΐου του 7 π. Χ. Αμέσως μετά ο Δίας συνέχισε να προχωρεί προς τα εμπρός, και οι δύο πλανήτες άρχισαν να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον.
Τον Ιούνιο οι δύο πλανήτες άρχισαν να λιγοστεύουν την ταχύτητά τους, και μετά άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να εξέπληξε τους Μάγους που μελετούσαν τις κινήσεις των πλανητών. Παρόλο που είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στην μελέτη των πλανητών δεν μπορούσαν να γνωρίζουν γιατί οι πλανήτες εκκινούνταν προς τα πίσω.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η Γη μας είχε αρχίσει να προσπερνάει τον Δία και τον Κρόνο, και γι’ αυτό οι δύο αυτοί πλανήτες φαίνονταν να κινούνται προς τα πίσω μια και η Γή τους προσπερνούσε. Επειδή ο Δίας είναι πλησιέστερα στην Γή εφαίνετο ότι αυτός εκινείτο προς τα πίσω με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον Κρόνο. Έτσι οι δύο πλανήτες Δίας και Κρόνος ήλθαν και πάλι σε σύνοδο στις 6 Οκτωβρίου.
Μετά η Γη συνέχισε τον δρόμο της, και οι άλλοι πλανήτες άρχισαν να λιγοστεύουν και πάλι την ταχύτητά τους. Ενώ αργότερα ξανάρχισαν και πάλι την κανονική τους κίνηση προς την Ανατολή. Έτσι ξαναπέρασαν ο ένας τον άλλον και πάλι την 6η Δεκεμβρίου. Κάτι που κανονικά συμβαίνει μια φορά κάθε 20 χρόνια, με ένα “παράξενο” για τους μάγους τρόπο, είχε συμβεί τρεις φορές σε λιγότερο από ένα χρόνο. Κι όμως ο περισσότερος κόσμος ούτε καν το παρατήρησε. Οι Μάγοι όμως παρακολουθούσαν το φαινόμενο αυτό με μεγάλη προσοχή γιατί αυτό ήταν η δουλειά τους. Και το φαινόμενο αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ούτε είχαν ακούσει ότι είχε ξανασυμβεί.
Καθώς λοιπόν έμπαινε ο νέος χρόνος, το 6 π. Χ. ένας τρίτος πλανήτης, ο Άρης, άρχισε να κινείται στην ίδια αυτή περιοχή του ουρανού. Ο Άρης είναι πλησιέστερα στον Ήλιο και από τον Δία και από τον Κρόνο, γι’ αυτό κινείται στον ουρανό γρηγορότερα. Στις 25 Φεβρουαρίου του 6 π. Χ. ο πλανήτης Άρης βρισκόταν σε μια θέση πάνω, και ανάμεσα στον Δία και τον Κρόνο σχηματίζοντας ένα λαμπρό ισοσκελές τρίγωνο, στέφοντας έτσι θεαματικά την πιο παράξενη σειρά φαινομένων που είχαν παρατηρήσει ποτέ οι Μάγοι.
Οι πλανήτες όμως δεν σταματούν ποτέ την κίνησή τους. Και τέτοιου είδους συμπεριφορά συμβαίνει συχνά. Πάρτε για παράδειγμα όλα όσα συνέβησαν μερικά χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των ετών 3 και 2 π.Χ. Στις 19 λοιπόν Μαΐου του 3 π.Χ. βλέπουμε τον Ερμή να προσπερνάει τον Κρόνο πάρα πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Στις 12 Ιουνίου είναι η σειρά της Αφροδίτης να προσπεράσει τον Κρόνο, σε ακόμη πιο μικρή απόσταση. Στις 12 Αυγούστου έχουμε ένα ακόμη πιο θεαματικό προσπέρασμα δύο πλανητών. Αυτή τη φορά πρόκειται για τους πλανήτες Δία και Αφροδίτη, σε απόσταση ενός δεκάτου της μοίρας ο ένας από τον άλλο. Η συζυγία αυτή συνέβει στον αστερισμό του Λέοντα, που περιλαμβάνει ένα από τα λαμπρότερα άστρα στον ουρανό, τον Βασιλίσκο.
Δύο βδομάδες αργότερα η Αφροδίτη ήρθε σε σύνοδο με τον Ερμή. Ενώ ο Δίας πλησιάζει τον Βασιλίσκο που θα τον προσπεράσει στις 14 Σεπτεμβρίου. Καθώς λοιπόν περνούσε ο καιρός, ο Δίας κοντοστάθηκε για λίγο, και άρχισε να γυρίζει πάλι προς τα πίσω, όπως είδαμε ότι είχε κάνει νωρίτερα. Έτσι ο Δίας ξαναπέρασε τον Βασιλίσκο για δεύτερη φορά, στις 17 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ. Με την πάροδο του χρόνου, ο Δίας ξανάρχισε την κανονική του πορεία προς την ανατολή και ξαναπέρασε τον Βασιλίσκο για τρίτη φορά στις 8 Μαΐου του 2 π.Χ..
Αυτού του είδους οι τριπλές σύνοδοι, παρ’ όλο που θεωρούνται σημαντικές από τους αστρολόγους, δεν είναι ούτε σπάνιες αφού συμβαίνουν μια φορά κάθε 40 περίπου χρόνια, ούτε μπορούν να επηρεάσουν οποιαδήποτε γεγονότα πάνω στη Γη ή πάνω στους άλλους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος. Είναι απλά, και σήμερα εύκολα επεξηγήσημα, ουράνια φαινόμενα που φαίνονται ότι συμβαίνουν απλώς γιατί εμείς τα παρατηρούμε από το κινούμενο διαστημόπλοιό μας που ονομάζουμε Γη, ταξιδιώτες και μεις στο αέναο ταξίδι του γύρω από τον Ηλιο, όπως κάνουν άλλωστε και όλοι οι άλλοι πλανήτες.
Με όλα αυτά λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το άστρο της Βηθλεέμ δεν θα μπορούσε να ήταν κάποια πολλαπλή σύνοδος των πλανητών μεταξύ τους ή με κάποιο άστρο γιατί τέτοιοι σύνοδοι συμβαίνουν συχνά».
«Επί 200 χρόνια μετά τη δημοσίευση της θεωρίας του Κέπλερ για το Άστρο των Χριστουγέννων δεν υπάρχει καμία άλλη μνεία στα σωζόμενα κείμενα για το περίφημο αυτό άστρο, μέχρις ότου το 1826 ο L. Ideler επανέφερε στο προσκήνιο την ξεχασμένη θεωρία του Κέπλερ.
Ένας αιώνας περνάει και πάλι, χωρίς περισσότερες αναφορές για το Άστρο της Βηθλεέμ, οπότε το 1911 έρχονται στη δημοσιότητα δύο απόψεις για το θέμα αυτό.
Η πρώτη από τον Alfred Jeremias, Γερμανό θρησκειολόγο, που υποστηρίζει σχεδόν αβάσιμα, ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν το λαμπρότερο άστρο στον αστερισμό του Λέοντος, γνωστό ως Βασιλίσκος.
Η δεύτερη άποψη, τον ίδιο χρόνο, δημοσιεύτηκε από τον H.H. Krizinger ο οποίος υποστηρίζει τη θεωρία του Κέπλερ με βάση ορισμένα δεδομένα αρχαίων συγγραφέων.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1913, ο A. Stenzel εμφανώς επηρεασμένος από την εμφάνιση, το 1910, του φαντασμαγορικού κομήτη του Χάλλεϋ υποστηρίζει ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο εμφανιστείς το 12 π. Χ. ανωτέρω κομήτης. Αλλά και αυτή η άποψη αποκλείεται λόγω της χρονολογίας εμφάνισης του κομήτη 6 με 8 τουλάχιστον χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού.
Το 1922, ο O. Gerhardt επαναφέρει τη θεωρία του Κέπλερ στο προσκήνιο, και την υποστηρίζει με διάφορα αστρονομικά δεδομένα. Το ίδιο κάνει το 1936 και ο K. Herning, ενώ το 1954 ο L. Liebhardt υποστηρίζοντας τη θεωρία του Κέπλερ αποδεικνύει πόσο σπάνια ήταν η τριπλή σύνοδος των πλανητών Δία Κρόνου το 7 π.Χ.
Το 1967 ο C.St.J.H. Daniel μεταξύ άλλων, επαναφέρει, στο προσκήνιο την ιδέα για έναν κομήτη που εμφανίστηκε το 4 π. Χ., ενώ ένα χρόνο αργότερα ο R.W. Sinnott υποστηρίζει, συμπληρώνοντας τη θεωρία του Jeremias, ότι το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν η διπλή σύνοδος Αφροδίτης και Δία στον αστερισμό του Λέοντος, το 3 με 2 π. Χ. Τέλος, το 1969 ο Konradin Ferrari d’ Occhieppo, συμπληρώνοντας τον Κέπλερ, υποστηρίζει ανεπιτυχώς ότι το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν ο πλανήτης Δίας όταν αυτός στάθηκε, στις 12 Νοεμβρίου του 7 π. Χ. πάνω από τη Βηθλεέμ, στην κορυφή του κώνου που σχημάτιζε το ζωδιακό φως.
Μια από τις πιο πλήρεις, πάντως, προσπάθειες συμπλήρωσης της θεωρίας του Κέπλερ για την ερμηνεία του Άστρου των Χριστουγέννων διατυπώθηκε το 1970 από τον δικό μας Έλληνα αστρονόμο αείμνηστο Κωνσταντίνο Χασάπη στο εκτενέστατο βιβλίο του «Ο Αστήρ της Βηθλεέμ».
Η Θεωρία αυτή του Χασάπη ξεκινάει με τη θεωρία του Κέπλερ επεκτείνοντάς την ώστε να περιλαμβάνει και μια άλλη νεότερη που ανέφερε περιληπτικά ο καθηγητής Στ. Πλακίδης το 1952. Ο Πλακίδης ανέφερε τότε ότι «άλλοι ερευνηταί δέχονται, ότι τον Μάιον, Οκτώβριον και Δεκέμβριον του 747 από κτίσεως Ρώμης (ήτοι 7 π. Χ.) συνέβη σύνοδος Διός και Κρόνου, ηκολούθησε δε τον Μάιον του 748 σημαντική προσέγγισις μετ’ αυτού του Ηλίου, του Ερμού, της Αφροδίτης και του Άρεως».
Με κύρια βάση λοιπόν τον συνδυασμό αυτών των δύο θεωριών, ο Χασάπης συγκεντρώνει, στις 209 πρώτες σελίδες του βιβλίου του, και αναλύει κριτικά όλα τα γνωστά γύρω από το Άστρο θέματα. Στις τελευταίες δε 26 σελίδες του, με βάση τις διάφορες δοξασίες των αστρολόγων της εποχής, δίνει μία «γενική αστρολογική ερμηνεία της συγκεντρώσεως των πλανητών του 6 π. Χ.» αφού προηγουμένως προειδοποιεί ότι οι αστρολογικές γενικά απόψεις «εφόσον δεν εδράζονται επί επιστημονικών δεδομένων, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκταί».
Στο τέλος της αστρολογικής αυτής ερμηνείας του, ο Χασάπης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Χριστού πρέπει να έγινε στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π. Χ., η δε προσκύνηση των Μάγων 13 ημέρες αργότερα στις 19 Δεκεμβρίου του 5 π. Χ. Ως άστρο της Βηθλεέμ αποδέχεται τον πλανήτη Κρόνο, τον οποίο αποκαλεί «ηγετικό πλανήτη της μεγάλης συγκεντρώσεως του 6 π. Χ.».
Παρά την αξιοθαύμαστη όμως αυτή προσπάθεια, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ούτε και αυτή την ερμηνεία σαν μία τελική και απόλυτη απάντηση στο αίνιγμα του Άστρου των Χριστουγέννων. Είναι φυσικά μία αξιόλογη και αξιοσέβαστη άποψη. Η όλη δε εργασία του αυτή, όπως γράφει και ο αείμνηστος καθηγητής Ανδρέας Σώκος, είναι «καρπός εμβριθεστάτης και πολυχρονίου μελέτης, βασισθείσης αφ’ ενός μεν εις την πλουσιωτάτην πράγματι βιβλιογραφίαν, …αφ’ ετέρου δε εις πολυμήνους πειραματισμούς και υπολογισμούς γενομένους εις το Πλανητάριον του Ιδρύματος Ευγενίδου». Παρ’ όλα αυτά ούτε ο Χασάπης δίνει τις αδιαφιλονίκητες αποδείξεις που χρειάζεται μια «τελική απάντηση».
Πρώτα απ’ όλα δε λαμβάνει υπ’ όψη του το γεγονός της αρρώστιας που παίδευε τον Ηρώδη. Γνωρίζουμε, δηλαδή, σήμερα ότι ο Ηρώδης ήταν βαριά άρρωστος σ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών της ζωής του. Λόγω της αρρώστιας του αυτής είχε αποσυρθεί στο παλάτι του στην Ιεριχώ, οπότε αφ’ ενός μεν δεν βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ κατά την υποτιθέμενη από τον Χασάπη ημερομηνίας της επίσκεψης των Μάγων το Δεκέμβριο, αφ’ ετέρου δε, λόγω της αρρώστιας του αυτής, δεν θα μπορούσε να δεχτεί και να συζητήσει εκτενώς με τους Μάγους, ούτε και αργότερα θα μπορούσε να έχει τη διάθεση ή τη δύναμη να δώσει τη διαταγή της σφαγής των παίδων, ένα ή δύο μήνες πριν από τον επικείμενο και «επώδυνο θάνατό του».
Τέλος, δεν δίνονται αρκετά ισχυρά επιχειρήματα που να υποστηρίζουν το αντίθετο από τις απόψεις πολλών άλλων ερευνητών, όσον αφορά την ηλικία που είχε ο Χριστός κατά την προσκύνηση των Μάγων. Διότι ο Ιησούς δεν είναι δυνατό να ήταν 13 μόνον ημερών όταν τον προσκύνησαν οι Μάγοι, για πολλούς λόγους, αλλά ιδιαίτερα για το λόγο που είχε ήδη διατυπώσει από το 1805 ο Ευγένιος Βούλγαρις: «Εάν οι μάγοι επεσκέφθησαν και προσεκύνησαν τον Ιησούν εντός των πρώτων 40 ημερών από της Γεννήσεώς του, τότε δεν εξηγείται πως ετόλμησε ο Ιωσήφ να οδηγήσει τη Μητέρα και το Παιδίον εις τον ναόν των Ιεροσολύμων, εφ’ όσον εκεί υπήρχε ο κίνδυνος να γίνη αντιληπτή η παρουσία του Ιησού και οι στρατιώται του Ηρώδου να Τον φονεύσουν».
Άλλωστε και ο καθηγητής της Θεολογίας Π. Ι. Μπρατσιώτης μας πληροφορεί τα εξής: «Μετά τη γέννηση του Ιησού έλαβε χώραν συμφώνως προς των Μωσαϊκόν νόμον η περιτομή αυτού και η παράστασις αυτού ως βρέφους τεσσαρακονθημέρου εις τον ναόν…βραδύτερον δε, ως φαίνεται, και τα συναφή προς άλληλα γεγονότα της προσκυνήσεως των μάγων, της κατά διαταγήν του Ηρώδου σφαγής των νηπίων της Βηθλεέμ και της φυγής του Ιησού εις Αίγυπτον…».
Επί πλέον, στις Ευαγγελικές μαρτυρίες ο μεν Λουκάς, στην περικοπή που περιγράφει την προσκύνηση των βοσκών, την πρώτη νύχτα της γέννησης, αναφέρεται στον Ιησού και με τη λέξη «βρέφος», ενώ ο Ματθαίος στην περικοπή που περιγράφει την προσκύνηση των Μάγων τον αναφέρει αποκλειστικά και μόνο με τη λέξη «παιδίον».
Όσοι υποστηρίζουν ότι το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν η σύνοδος των πλανητών Δία και Κρόνου βασίζουν τη θεωρία τους στην παρουσία των Μάγων στη Χριστουγεννιάτικη αφήγηση. Ο Ματθαίος που τους αναφέρει όμως δεν μας λέει ούτε πόσοι ήσαν, ούτε ποια ήσαν τα ονόματά τους, ούτε και από ποια χώρα είχαν έλθει, εκτός από τη γενική κατεύθυνση, δηλαδή «από ανατολών».
Τις περισσότερες πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τους Μάγους της αρχαίας εποχής, τις παίρνουμε από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο Μάγοι ονομάζονταν μία από τις έξι γενεές των Μήδων, που εκτελούσαν καθήκοντα ιερέων, ονειροκριτών και ασχολούνταν με διάφορες απόκρυφες τέχνες. Μια λοιπόν και η θρησκεία της Περσίας την εποχή εκείνη ήταν ο Ζωροαστρισμός, θα μπορούσαμε να πούμε επίσης ότι οι Μάγοι ήσαν Ζωροάστρες ιερείς, μελετητές της φύσης και των άστρων. Ο Ωριγένης αντιθέτως υποστήριζε ότι κατάγονταν από τη Χαλδαία, ενώ ο καθηγητής της Θεολογίας Μπρατσιώτης αναφέρει άλλους που υποστηρίζουν ότι ήσαν Βαβυλώνιοι.
Αλλά και ο αριθμός των μάγων όμως είναι αρκετά μπερδεμένος. Η παράδοση αναφέρει άλλοτε δύο, και άλλοτε περισσότερους (τρεις, τέσσερις, οκτώ ή ακόμη και δώδεκα). Τον αριθμό τρεις ανέφερε ο Πάπας Λέων τον 5ο αιώνα ο οποίος, όπως και ο Ωριγένης, καθόρισε τον αριθμό αυτόν από τα τρία δώρα που προσφέρθηκαν στον Χριστό από τους Μάγους. Η παράδοση μάλιστα έδωσε και την ερμηνεία των δώρων αυτών: «χρυσόν προς τον κοσμικόν Άρχοντα και Βασιλέα, και λίβανον προς τον θείον Λόγον, και σμύρναν εις εκείνον ο οποίος θα υποστεί την κατάθλιψιν του κόσμου και θα εγκαταλείψει την γην θνήσκων ως άνθρωπος».
Τα ονόματά τους, για πρώτη φορά αναφέρονται στο περίφημο μωσαϊκό του ναού του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα. Τα ονόματα Βεθισαρά ή Βαλτάσαρ, Γκαθασπά ή Κάσπαρ και Μελχιώρ δεν πρέπει όμως να έχουν κάποια ιστορική βάση, αφού το μωσαϊκό αυτό ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο μ. Χ. αιώνα. Σε όλες σχεδόν τις απεικονίσεις των μάγων ο Κάσπαρ ο γεροντότερος και σχεδόν πάντοτε με γενειάδα είναι πρώτος, ο Μελχιώρ πάντοτε νέος και χωρίς γενειάδα, είναι δεύτερος, ο Βαλτάσαρ, είναι πάντοτε πολύ μελαχρινός ή μαύρος και έρχεται τρίτος κατά σειρά».
«Στην προσπάθεια που κάναμε μέχρι τώρα για να εντοπίσουμε τι ακριβώς ήταν το Άστρο των Χριστουγέννων, είδαμε ότι το Άστρο των Χριστουγέννων δεν θα μπορούσε να ήταν κάποιο μετέωρο, κάποιος νόβα ή σουπερνόβα, κάποιος κομήτης, κάποιος μεμονωμένος πλανήτης ή ακόμη και κάποια μεγάλη σύνοδος ή συζυγία πλανητών.
Και όχι μόνον αυτό! Γιατί όπως φαίνεται από τις νεότερες ιστορικο-αστρονομικές έρευνες, όχι μόνον δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν το περίφημο αυτό άστρο που έχει φωτίσει την οικουμένη επί 2.000 χρόνια τώρα, αλλά δεν γνωρίζουμε επακριβώς ούτε και αυτόν ακόμη τον ακριβή χρόνο της Γέννησης του Χριστού. Δυστυχώς, οι Ευαγγελιστές δεν μας αναφέρουν ακριβώς τον χρόνο της γέννησης γιατί το χρονολόγιο που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη ήταν διαφορετικό από το σημερινό.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», γεγονός που σημαίνει ότι ο Ηρώδης ήταν ακόμη ζωντανός. Για τον βασιλιά αυτόν ο Ιουδαίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, γράφει πολλά στα έργα του «Ιουδαϊκός Πόλεμος» και «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία». Τον ονόμασε μάλιστα «μέγα», για να διακρίνεται μάλλον από τους διαδόχους του Ηρώδες, όπως τον εγγονό του Ηρώδη Αγρίππα τον 1ο, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου σταυρώθηκε ο Χριστός.
Το χρονολόγιο που χρησιμοποιούσε ο Ιώσηπος ήταν το ίδιο που εισήγαγε από το 265 π.Χ. ο ιστορικός Τιμαίος, και το οποίο χρονολογούσε διάφορα γεγονότα με τον αριθμό των Ολυμπιάδων. Αρχή του χρονολογίου αυτού καθορίστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα η οποία άρχισε την 1η Ιουλίου του 776 π.Χ.
Στις «Αρχαιότητες» λοιπόν ο Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ο Ηρώδης ο Μέγας εξασφάλισε την ανακήρυξή του σε βασιλέα την 184η Ολυμπιάδα. Στο δικό μας χρονολόγιο η Ολυμπιάδα αυτή είναι η χρονική περίοδος μεταξύ της 1ης Ιουλίου του 44 π.Χ. και της 1ης Ιουλίου του 40 π.Χ. Μας πληροφορεί επίσης ότι ο Ηρώδης κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και στέφθηκε εκεί βασιλιάς, στη διάρκεια της 185ης Ολυμπιάδας (40-36 π.Χ.).
Στο 15ο βιβλίο των «Αρχαιοτήτων» ο Ιώσηπος αναφέρει ότι η περίφημη ναυμαχία στο Άκτιο μεταξύ των στόλων του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντωνίου-Κλεοπάτρας, έγινε το έβδομο έτος αφ’ ότου στέφθηκε βασιλέας ο Ηρώδης. Μια και σήμερα γνωρίζουμε πως η ναυμαχία στο Άκτιο έγινε το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ., μπορούμε να υπολογίσουμε ότι ο Ηρώδης στέφθηκε βασιλέας το 38 π.Χ.
Τέλος ο Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ο Ηρώδης αρρώστησε βαριά όταν ήταν 70 περίπου ετών και πέθανε λίγο αργότερα, μετά από μια έκλειψη της Σελήνης που συνέβη πριν από την εορτή του Εβραϊκού Πάσχα, έχοντας βασιλέψει 34 συνολικά χρόνια, από το έτος της στέψης του και 37 χρόνια αφότου ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τους Ρωμαίους. Τούτο μας υποδεικνύει ότι ο Ηρώδης πέθανε το έτος 4 π.Χ.
Το έτος εκείνο το Εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε στις 12 Απριλίου και η πλησιέστερη έκλειψη της σελήνης πριν από το Πάσχα, ορατή από την Ιεριχώ όπου ο Ηρώδης είχε ένα από τα παλάτια του, έγινε στις 13 Μαρτίου του ίδιου έτους. Έτσι σήμερα μπορούμε να προσδιορίσουμε ότι ο Ηρώδης πέθανε μεταξύ 13 Μαρτίου και 12 Απριλίου του 4 π.Χ.
Άρα ο χρόνος της γέννησης του Χριστού πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 4 π.Χ. και πιθανώς 2 χρόνια νωρίτερα από το θάνατο του Ηρώδη, γιατί ο Ματθαίος μας πληροφορεί πως ο Ηρώδης διέταξε «ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων» (β’ 16). Η περικοπή δηλαδή αυτή μας δίνει την πληροφορία ότι μετά τη συζήτηση που είχε ο Ηρώδης με τους Μάγους θα έπρεπε να είχε μάθει κάτι που να του υποδείκνυε ότι ο Ιησούς ήταν τότε δύο περίπου ετών.
Τα τελευταία όμως χρόνια νεότεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η έκλειψη του 4 π.Χ. δεν πρέπει να είναι η έκλειψη που αναφέρει ο Ιώσηπος σε σχέση με το θάνατο του Ηρώδη. Αφενός μεν γιατί η έκλειψη αυτή ήταν μερική (37%) και δύσκολα παρατηρήσιμη στην Παλαιστίνη, αφετέρου δε γιατί ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της σεληνιακής έκλειψης (12/13 Μαρτίου) και της αρχής του Εβραϊκού Πάσχα εκείνης της χρονιάς (11 Απριλίου) ήταν πάρα πολύ μικρός για να «χωρέσουν» όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος ότι συνέβησαν.
Η νεότερη αυτή άποψη υποστηρίζει ότι η σωστή έκλειψη του Ιώσηπου πρέπει να ήταν η ολική έκλειψη που έγινε τη νύχτα της 9/10 Ιανουαρίου του 1 π.Χ. και διήρκεσε από τις 11:30 μ.μ. έως τις 3:00 το πρωί. Και επειδή το Εβραϊκό Πάσχα ακολούθησε μετά από 90 ημέρες υπήρχε αρκετός χρόνος για να συμβούν όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος.
Μ’ αυτή την άποψη συμφωνούν άλλωστε και οι πληροφορίες του Ευαγγελιστή Λουκά. Στο Ευαγγέλιο του αναφέρει ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής άρχισε «κηρύσσων βαπτισμό μετανοίας» το 15ο έτος της αυτοκρατορικής «ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος».
Ο Τιβέριος ανεκυρήχθει αυτοκράτορας στις 19 Αυγούστου του 767 α.κ.Ρ. Έτσι το 15ο έτος της ηγεμονίας του άρχισε στις 19 Αυγούστου του 28 μ.Χ. και τελείωσε στις 18 Αυγούστου του 29 μ.Χ. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιωάννης άρχισε το κήρυγμα του την άνοιξη του 29 μ.Χ., σε ηλικία 30 ετών σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Επειδή ο Χριστός ήταν έξη μήνες μικρότερος από τον Ιωάννη, το δικό του κήρυγμα πρέπει να άρχισε το Φθινόπωρο του 29 μ.Χ. και διήρκεσε 3,5 χρόνια, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Οπότε η σταύρωσή του πρέπει να έγινε την περίοδο του Εβραϊκού Πάσχα του 33 μ.Χ..
Μπορούμε όμως να επιβεβαιώσουμε την ημερομηνία αυτή της σταύρωσης; Οι Ευαγγελιστές μας πληροφορούν ότι την χρονιά της Σταύρωσης το Εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε ημέρα Σάββατο. Ενώ από διασταύρωση διαφόρων ιστορικών δεδομένων γνωρίζουμε επίσης ότι ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ηγεμόνας της Ρώμης στην Παλαιστίνη κατά την περίοδο από το 26 έως το 35 μ.Χ..
Με βάση τα αστρονομικά και ημερολογιακά δεδομένα, και σύμφωνα μ’ αυτά που απαιτούσε ο προσδιορισμός του εορτασμού του, το Πάσχα των Εβραίων γιορτάστηκε ημέρα Σάββατο σε τρεις χρονιές της περιόδου εκείνης: το 26, το 30 και το 33 μ.Χ. Επειδή το 26 και το 30 είναι νωρίς, επιβεβαιώνεται ότι η χρονιά της σταύρωσης ήταν μάλλον το 33 μ.Χ..
Αν πραγματικά, λοιπόν, ο Χριστός άρχισε την διδασκαλία του το έτος 29 μ.Χ. σε ηλικία 30 ετών, τότε η γέννησή Του πρέπει να τοποθετηθεί στο έτος 2 π.Χ., που συμφωνεί άλλωστε και με την έκλειψη της 9ης προς 10η Ιανουαρίου του 1 π.Χ..
Έτσι όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Χριστός πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 2 π.Χ. και 7 π.Χ. Αλλά πότε ακριβώς; Ας ψάξουμε λοιπόν να βρούμε πότε έγινε η απογραφή που διέταξε ο Αύγουστος Καίσαρας. Ο Λουκάς μας αναφέρει ότι «αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (β’ 2). Μερικοί υποστηρίζουν ότι μ’ αυτή του την περικοπή ο Λουκάς, αφήνει να εννοηθεί ότι η απογραφή που αναφέρει δεν έγινε από τον Κυρήνιο.
Διάφοροι μάλιστα σύγχρονοι μελετητές και λόγιοι των Γραφών υποστηρίζουν ότι η συντακτική έκφραση του Λουκά είναι αρκετά ασαφής, ώστε να μπορεί κανείς να δώσει την έννοια της φράσης του ως εξής; «Η απογραφή ήταν αυτή που έγινε πριν γίνει ο Κυρήνιος ηγεμών της Συρίας».
Η διευκρίνιση αυτή γίνεται, γιατί σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Κυρήνιος, του οποίου το πλήρες Ρωμαϊκό όνομα ήταν Publius Sulpicius Quirinus, ήταν ηγεμόνας ή Legatus της Συρίας από το 6 έως το 12 μ.Χ. οπότε δεν είναι δυνατό ο Ιησούς να γεννήθηκε, μεταξύ του 6 και του 12 μ.Χ. όταν ο Ηρώδης είχε ήδη πεθάνει πριν από μια περίπου δεκαετία.
Μια άλλη εκδοχή είναι και η εξής: Η περικοπή «η απογραφή πρώτη» μπορεί να υπονοεί ότι η απογραφή που αναφέρει ο Λουκάς είναι η πρώτη απογραφή που έγινε επί Κυρηνίου, οπότε ο Κυρήνιος θα ήταν υπεύθυνος και για μια τουλάχιστον ακόμη απογραφή. Πραγματικά ο Ιώσηπος αναφέρει ότι ο Κυρήνιος διέταξε μια τέτοια απογραφή το 37ον έτος από τη νίκη του Καίσαρα Αυγούστου επί του Αντωνίου στο Άκτιο, δηλαδή το 6-7 μ.Χ. Κατά την απογραφή αυτή όμως αντιμετώπισε τόσες δυσκολίες και αντιρρήσεις, ώστε δεν ξαναεπιχείρησε καμιά άλλη μετά απ’ αυτήν (Αρχαιότητες 17-1-1).
Άρα, εφόσον υποτίθεται ότι ο Κυρήνιος έκανε περισσότερες από μια απογραφές, η πρώτη θα πρέπει να είχε γίνει από τον ίδιο πριν από το 6 μ.Χ. Ο Κέλλερ μας πληροφορεί ότι ένα απόσπασμα Ρωμαϊκής επιγραφής που βρέθηκε στην Αντιόχεια αναφέρει πως ο Κυρήνιος βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ των ετών 10 και 7 π.Χ. με ειδική στρατιωτική εντολή από τον ίδιο τον Αύγουστο Καίσαρα. Είχε δε εγκαταστήσει την επίσημη έδρα του στη Συρία.
Εκτός αυτού, το 1932 κοντά στην Άγκυρα της Τουρκίας, μια επιγραφή που βρέθηκε σ’ έναν ρωμαϊκό ναό αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καίσαρα Αυγούστου είχαν προκηρυχθεί τρεις μεγάλες απογραφές. Η πρώτη το 28 π.Χ., τον χρόνο της ανακήρυξής του ως αυτοκράτορα από τη Γερουσία της Ρώμης, η δεύτερη το 8 π.Χ. επί υπατείας των C.Censorius και C. Asinius, και η τρίτη το 14 μ.Χ. επί υπατίας των Sextus Pompelus και Sextus Applielus.
Το 14 μ.Χ. είναι πολύ αργά, και το 28 π.Χ. είναι πολύ νωρίς. Έτσι η απογραφή του 8 π.Χ. ίσως είναι αυτή που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η απογραφή πραγματοποιήθηκε κιόλας το 8 π.Χ. γιατί αυτό είναι το έτος που η διαταγή της απογραφής υπογράφτηκε στη Ρώμη.
Εάν υπολογίσει κανείς ότι οι μετακινήσεις γίνονταν και οι πληροφορίες μεταδίδονταν με αργό ρυθμό την εποχή εκείνη, ίσως να μεσολάβησαν ένα ή ακόμη και δύο χρόνια προτού η διαταγή φτάσει στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μεταδοθεί στους κατοίκους. Έτσι και επειδή ο Κυρήνιος παρέμεινε στη Συρία μέχρι και κατά το 7 π.Χ., θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η απογραφή στη Βηθλεέμ ίσως να κηρύχθηκε το έτος εκείνο και να εκτελέστηκε το 7 ή το 6 π.Χ.
Οι νεώτεροι όμως ερευνητές υποστηρίζουν ότι η απογραφή που έστειλε την Μαρία και τον Ιωσήφ στη Βηθλεέμ, δεν ήταν η απογραφή του 8 π.Χ. γιατί οι απογραφές αυτές αφορούσαν άτομα που είχαν τη Ρωμαϊκή υπηκοότητα και σε καμιά περίπτωση δεν θα αφορούσε τη Μαρία έστω κι αν υποθέσουμε ότι ο Ιωσήφ είχε Ρωμαϊκή υπηκοότητα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτούς η απογραφή που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει να ήταν ο όρκος πίστεως που διετάχθη με την ευκαιρία του Αργυρού Ιωβιλαίου της βασιλείας του Αύγουστου Καίσαρα όταν του απενεμήθη ο τίτλος Pater Patriae στις 5 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ.. Η «απογραφή» αυτή αναφέρεται και από τον Ιώσηπο, και ήταν υποχρεωτική για όλους, υπηκόους και μη. Σ’ αυτή την περίπτωση η γέννηση του Χριστού (ίσως συνέβη το 2 ή το 3 π.Χ. ανάλογα με το πότε ακριβώς έγινε η «απογραφή-όρκος» στην Παλαιστίνη.
Σ’ αυτή την περίπτωση το σενάριο των γεγονότων της εποχής εκείνης πρέπει να έχει ως εξής:
Το 4 π.Χ. ο Ηρώδης έχασε την εύνοια της Ρώμης και τον τίτλο «amici Caesaris» και ίσως τότε ήταν που ονόμασε τον νεώτερο γιο του Αντίπατρο συμβασιλέα. Το 3 π.Χ. εκδόθηκε το «δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην». Τον Φεβρουάριο του 2 π.Χ. ο Αύγουστος γιορτάζει το «Αργυρούν Ιωβιλαίο» του, ενώ ένα χρόνο σχεδόν αργότερα, στις 9 Ιανουαρίου του 1 π.Χ. το βράδυ της σεληνιακής έκλειψης, ο Ηρώδης θανάτωσε τους επαναστατήσαντες ιερείς και το γιο του Αντίπατρο, και πέθανε αρκετές εβδομάδες πριν από το Εβραϊκό Πάσχα, που γιορτάστηκε στις αρχές Απριλίου του 1 π.Χ.
Μ’ αυτές τις νεώτερες λοιπόν εκτιμήσεις η γέννηση του Χριστού πρέπει να συνέβη μερικούς μήνες πριν ή και μετά από τη γιορτή του «Αργυρού Ιωβηλαίου» και ίσως το Σεπτέμβριο του 3 π.Χ. ή την Άνοιξη του 2 π.Χ. Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, η γέννηση του Χριστού εντοπίζεται μεταξύ των ετών 3 και 7 π.Χ.
Ίσως λοιπόν τώρα να σας δημιουργηθεί το ερώτημα γιατί το χρονολόγιό μας δεν αρχίζει ακριβώς με τη γέννηση του Χριστού, παρόλο που σήμερα προσονομάζουμε τα διάφορα χρόνια με την προσθήκη «προ ή μετά Χριστόν».
Το σημερινό χρονολόγιο εθεωρείτο ότι άρχιζε με τη γέννηση του Χριστού από τότε που ο Ελληνικής καταγωγής Σκύθης μοναχός Διονύσιος ο Μικρός έγραψε το 533 μια πραγματεία με τον τίτλο Cyclus Decem Novennalis στην οποία υπολόγισε τις ημερομηνίες εορτασμού του Πάσχα για 95 έτη (532-626). Αυτό το μικρό του σύγγραμμα τον αποθανάτισε, γιατί σημείωνε για πρώτη φορά τα έτη του πίνακα, με βάση τη χρονολόγηση από τη γέννηση του Ιησού Χριστού, αντί της χρονολόγησης που επικρατούσε στη Δύση (από «κτίσεως Ρώμης» ή από τον Διοκλητιανό) και στην Ανατολή (από «κτίσεως κόσμου» ή από τον Αβραάμ ή από την Πρώτη Ολυμπιάδα).
Την εποχή που έζησε ο Διονύσιος υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον στα ημερολογιακά θέματα με βάση τις Γραφές. Έτσι κι επειδή οι πίνακες που είχε κάνει ο Κύριλος Αλεξανδρεύς για τον προσδιορισμό του Πάσχα έληγαν το 531 μ.Χ., ο επίσκοπος της Ακουιταίνης Βικτώριος ανέλαβε με εντολή του Πάπα, να συντάξει νέους πασχάλιους πίνακες.
Στη διάρκεια των προσδιορισμών αυτών ο Βικτώριος ανακάλυψε ότι οι ημερομηνίες του εορτασμού του Πάσχα επαναλαμβάνονταν στην ίδια σειρά κάθε 532 χρόνια υπολογιζόμενα με το τότε σε χρήση Ιουλιανό ημερολόγιο. Έτσι ο επαναλαμβανόμενος αυτός κύκλος ονομάστηκε Βικτωριανός κύκλος (ήταν δηλαδή ο Μετωνικός σεληνιακός κύκλος ετών πολλαπλασιαζόμενος με τον ηλιακό κύκλο ετών: 19 Χ 28 = 532).
Ο Διονύσιος στο μεταξύ με βάση μια πληροφορία του Κλήμεντα του Αξανδρέα (150-220 μ.Χ.), ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Καίσαρα Αύγουστου, και χωρίς καμιά άλλη απόδειξη, υπολόγισε ως έτος γέννησης του Χριστού το 754 «από κτίσεως Ρώμης». Βλέποντας όμως ότι από τότε είχαν περάσει ακριβώς 532 χρόνια, ένας δηλαδή πλήρης Βικτωριανός κύκλος, το θεώρησε τόσο σημαντικό ώστε έδωσε στο έτος 754 «από κτίσεως Ρώμης» την ονομασία Primo Anno Domini δηλαδή «Πρώτο έτος του Κυρίου», ή 1 μ.Χ.
Κανονικά όμως το έτος αυτό θα πρεπε να ονομαστεί έτος μηδέν, γιατί όπως έχουν τα πράγματα σήμερα έχουμε το έτος 1 π.Χ. και το έτος 1 μ.Χ. αλλά όχι και έτος μηδέν. Λείπει δηλαδή ένας χρόνος. Δεν είναι όμως δυνατό να κατηγορήσουμε τον Διονύσιο για την παράλειψη αυτή, γιατί την εποχή που έζησε αυτός η έννοια του μηδενός δεν είχε ακόμη εισαχθεί στην Ευρώπη. Η έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από Ινδούς μαθηματικούς, και εισήχθη στην Ευρώπη από τους Αραβες με τους Αραβικούς αριθμούς τον 12ον μ.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού ο Διονύσιος μή έχοντας τα στοιχεία που βρέθηκαν αργότερα, έσφαλε όπως είδαμε κατά 3 έως 6 χρόνια. Μια λοιπόν και το ημερολόγιό μας παρέμεινε χρονολογούμενο όπως το είχε καθορίσει ο Διονύσιος, το σφάλμα του αυτό διαιωνίζεται πια για πάντα στην ιστορία».
«Μέχρι τώρα διαπιστώσαμε ότι σήμερα δεν μπορούμε να εντοπίσουμε επακριβώς ούτε τι ήταν το άστρο των Χριστουγέννων, ούτε και τον ακριβή χρόνο της γέννησης του Χριστού. Μήπως όμως θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την εποχή, τουλάχιστον, της γέννησης Του; Γιατί παρ’ όλο που σήμερα γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου δεν πρέπει να είναι αυτή η ημερομηνία που γεννήθηκε ο Χριστός.
Υπάρχουν μάλιστα αρκετές ενδείξεις που μας πείθουν ότι ο προσδιορισμός της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την αντίληψη των πρώτων Πατέρων της εκκλησίας για την πραγματική ημέρα ή εποχή της γέννησης του Χριστού.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα εορτασμού πολλών και διαφόρων εθνικών ή ειδωλολατρικών θρησκειών, γιατί έχει μία σπουδαία αστρονομική σημασία. Στην εποχή μας δηλαδή ο Ήλιος βρίσκεται στο νοτιότερο ύψος του στις 22 Δεκεμβρίου. Επί έξι μήνες, κάθε μέρα χαμηλώνει όλο και περισσότερο στον ουρανό ανατέλλοντας όλο και πιό αργότερα και δύοντας καθημερινά ενωρίτερα.
Μετά τις 22 Δεκεμβρίου όμως, ο Ήλιος αρχίζει σιγά-σιγά να αναρριχάται και πάλι στον ουρανό, και οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Έτσι, τα μεσημέρια ο Ήλιος φαίνεται όλο και πιό ψηλότερα στον ουρανό.
Ονομάζουμε την 22α Δεκεμβρίου ημέρα της «χειμερινής τροπής του Ηλίου», οπότε ο Ήλιος σταματάει την προς Νότο κίνησή του και τρέπεται στην αντίθετη φορά, προς Βορρά. Η ημέρα αυτή επισημαίνει επίσης την αρχή της εποχής του χειμώνα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Το πρόβλημα αρχίζει με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που εισήγαγε ο Ιούλιος Καίσαρ το 44 π.Χ. που είχε όμως κι αυτό τις δικές του ατέλειες γιατί έχανε μία ημέρα κάθε 128 χρόνια. Το Ιουλιανό λοιπόν ημερολόγιο είχε θεσπίσει την «χειμερινή τροπή του Ηλίου», το χειμερινό δηλαδή ηλιοστάσιο, στις 25 Δεκεμβρίου, αλλά με την πάροδο των ετών το προστιθέμενο μικρό λάθος είχε μεταθέσει την πραγματική ημερομηνία της χειμερινής τροπής. Έτσι λοιπόν το 325 μ.Χ. το έτος που έγινε η Σύνοδος της Νικαίας, η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 22 Δεκεμβρίου. Η μετάθεση όμως του Χειμερινού Ηλιοστασίου συνεχίστηκε χωρίς να διορθωθεί μέχρι και το έτος 1582, οπότε η χειμερινή τροπή συνέβαινε στις 12 Δεκεμβρίου.
Τότε ο Πάπας Γρηγόριος 13ος εισήγαγε μία νέα μεταρρύθμιση, γι’ αυτό και το νέο ημερολόγιο, αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα, ονομάζεται Γρηγοριανό, και χάνει μία μόνον ημέρα στα 4.000 χρόνια. Για να γίνει μια καινούρια αρχή, η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση έτρεψε τη θέση του ημερολογίου προς τα εμπρός με βάση το έτος της Συνόδου της Νικαίας και όχι το έτος εισαγωγής του Ιουλιανού ημερολογίου, το 44 π.Χ. Γι’ αυτό και το Χειμερινό Ηλιοστάσιο συμβαίνει σήμερα στις 22 Δεκεμβρίου, και ο πρωταρχικός λόγος για τον εορτασμό της 25ης Δεκεμβρίου έχει πια χαθεί.
Επειδή λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν εκτός νόμου στη Ρώμη, και δεν τους επιτρεπόταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές. Οι διωγμοί ήσαν τρομεροί, όπως αναφέρει άλλωστε και οι Τάκιτος: «Ο Νέρων υπέβαλε εις εκτάκτους τιμωρίας εκείνους, ούς δια τας αισχρουργίας μισουμένους, ο λαός εκάλει Χριστιανούς… Και κατέστησαν υποκείμενον παιδιάς οι μελλοθάνατοι, οίτινες δια δερμάτων θηρίων κεκαλυμμένοι εισπράχθησαν υπο των κυνών ή εσταυρώθησαν ή εκάησαν χρησιμεύσαντες ως νυκτερινόν φώς». Για να αποφύγουν, λοιπόν, τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να μην ανακαλυφτούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους.
Οι διάφορες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες γιόρταζαν πάντως τα Χριστούγεννα σε διαφορετικές ημερομηνίες, μερικές μάλιστα δεν τα γιόρταζαν καθόλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, είναι ο πρώτος που αναφέρει την εορτή των Χριστουγέννων. Στη μνεία που κάνει μας πληροφορεί ότι μερικοί εόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 20 Μαΐου, άλλοι στις 19 ή 20 Απριλίου. Ενώ ο ίδιος ο Κλήμης γιόρταζε τα Χριστούγεννα στις 17 Νοεμβρίου. Εκτός από αυτές τις ημερομηνίες, άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων ετελείτο επίσης και στις 25 Μαρτίου και στις 29 Σεπτεμβρίου. Σε τι στοιχεία όμως βάσιζαν τον εορτασμό στις ημερομηνίες αυτές είναι σήμερα πια άγνωστο.
Μεταξύ των ετών 212 και 221 μ. Χ. ένας εκχριστιανισμένος Ρωμαίος στρατιωτικός, ο Σίξτος Ιούλιος Αφρικανός προσπάθησε να συνδυάσει τη θρησκευτική και την πολιτική ιστορία, στο σύγγραμμά του «Χρονικά». Σ’ αυτό του το σύγγραμμα συνδύασε ορισμένες περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης: [«εγώ άγω τον δούλον μου Ανατολήν» (Ζαχ. γ’ 8) και «ιδού ανήρ ανατολή όνομα αυτώ και υποκάτωθεν αυτού ανατελεί και οικοδομήσει τον οίκον Κυρίου» (Ζαχ.στ’ 12) και «ανατελεί υμίν τοις φοβουμένοις το όνομά μου Ήλιος δικαιοσύνης» Μαλ.δ’ 2] με τη χειμερινή τροπή του Ήλιου, και απ’αυτές τις περικοπές θεώρησε φυσικό να οριστεί η 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα των Χριστουγέννων.
Οι περισσότερες όμως πρωτοχριστιανικές εκκλησίες συνεόρταζαν τα Χριστούγεννα, «υπο την καθολικωτέραν επίκλησιν Επιφάνεια», στις 6 Ιανουαρίου μαζί με την επίσης μεγάλη Δεσποτική γιορτή του Βαπτίσματος. Κατά την άποψη των Πατέρων της Εκκλησίας, ο εορτασμός στην ημερομηνία αυτή στηριζόταν στην περικοπή του Ευαγγελιστή Λουκά, που αναφέρει ότι κατά τη Βάπτιση «αυτός ήν ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος» (γ’ 23) από την οποίαν συνάγεται ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε την ημέρα των γενεθλίων του.
Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων καθορίστηκε αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος (350-386) έγραψε στον Πάπα της Ρώμης Ιούλιο (337-352), παρακαλώντας τον να ψάξει στα σωζόμενα στη Ρώμη Ιουδαϊκά αρχεία με την ελπίδα να βρει και να καθορίσει ακριβώς την ημερομηνίας της Γέννησης. Κατά την παράδοση αυτή του 8ου αιώνα ο Πάπας Ιούλιος «συναγαγών πάντα τα συγγράμματα και αχθέντα εις Ρώμην εύρε σύγγραμμά τι Ιωσήπου του Χρονογράφου, συγγραφέν παρ’ αυτού…ότι τη 9η του Σπέτ, Δεκεμβρίου 25, εγένετο η γέννησις του Χριστού…και ούτως κατέθετο ο Ιούλιος ο Ρώμης πατριάρχης».
Άλλη εκδοχή για τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε ο χρόνος της ιερατείας του Ζαχαρία, που ήταν πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Κατά την εκδοχή αυτή η ιερατεία του Ζαχαρία συνέπεσε τον μήνα Σεπτέμβριον, οπότε και η «σύλληψις του Προδρόμου τη 25 Σεπτεμβρίου, ήν πανηγυρίζει η εκκλησία ως απαρχήν των εφεξής τελεσθέντων μεγάλων μυστηρίων της απολυτρώσεως ημών», η δε γέννηση του στις 25 Ιουνίου, αμέσως δηλαδή μετά την καλοκαιρινή τροπή του Ηλίου οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. Με βάση λοιπόν την γέννηση του Ιωάννη, και με το λεγόμενο από τον Ιωάννη για τον Ιησού Χριστό «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελλατούσθαι» (Ιων.γ’ 30) καθορίστηκε η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, επειδή μετά την χειμερινή τροπή του Ηλίου οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Σήμερα λοιπόν θεωρείται ότι ο κύριος λόγος που έκανε την εκκλησία να προσδιορίσει τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είναι η προσπάθεια των Πατέρων, όπως αναφέρει ο Πάπας Γρηγόριος ο Α’ «να μετατραπούν βαθμιαίως αι εορταί των εθνικών εις Χριστιανικάς». Η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη η κεντρική εορτή της γέννησης του «αηττήτου ηλίου», η γνωστή σαν Dies Natalis Invicti. Παράλληλα οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Κρόνια (αφιερωμένα στον Κρόνο) και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνεια ή επιφάνεια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα».
«Τα Σατουρνάλια ήταν η αρχαιότερη γιορτή των Ρωμαίων και την απέδιδαν στον Ρωμύλο ή στους Πελασγούς. Ξεχώρισε όμως από τις άλλες αγροτικές γιορτές τους το 217 π.Χ. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου.
Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αήττητου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες, και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει. Την 1η Ιανουαρίου γιορτάζονταν οι Καλένδες, στις 3 τα Βότα, στις 4 τα Λορεντάλια και στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος αυτή των εορτών.
Στην Περσία η 25η Δεκεμβρίου γιορταζόταν σαν ημέρα της γέννησης του Θεού «ηλίου-βασιλέως» Μίθρα, ενώ το 275 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός θέσπισε τη γιορτή αυτή σ’ ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Στους Άγγλους επίσης η 25η Δεκεμβρίου ήταν η σπουδαία ημέρα του εορτασμού της «Μαντρανεχτ», η «Νύχτα της Μάνας», ενώ στους λαούς των Σκανδιναβικών χωρών η τροπή του ήλιου ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, και το σημερινό έθιμο του «σκαρκάντζαλου», ή Χριστόξυλου, στα τζάκια ίσως να προέρχεται από τις γιορτές των Σκανδιναβών και το έθιμό τους του «Yule Log». Οι Νορβηγοί επίσης πίστευαν ότι από τις 25 Δεκεμβρίου έως τις 6 Ιανουαρίου μπορούσαν να αισθανθούν καλύτερα το σύνδεσμο του θεού τους Όντιν με την ανθρωπότητα.
Επειδή λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν εκτός νόμου στη Ρώμη, και δεν τους επιτρεπόταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί, οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές. Για να αποφύγουν λοιπόν τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να μην ανακαλυφθούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους.
Είναι πάντως γεγονός ότι η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε σαν ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, για πρώτη φορά στη Ρώμη κατά τα μέσα περίπου του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολή εκτός από την Αρμενία όπου διατηρήθηκε ο συνεορτασμός στις 6 Ιανουαρίου.
Ο εορτασμός όμως των Χριστουγέννων την ίδια ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τα δικά τους Σατουρνάλια ή Κρόνια είχε και τις δυσμενείς του επιπτώσεις. Γιατί, σιγά-σιγά, και ιδιαίτερα μεταξύ του 5ου και 8ου αιώνα, πολλά από τα απαράδεκτα για την εκκλησία έθιμα των αρχαίων εορτασμών πέρασαν και στην Χριστιανική εορτή και ιδιαίτερα στο Βυζάντιο «όπου ο λαός τα ακολουθούσε με υπερβολή και γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας ή οι Κανόνες των Συνόδων τα πολεμούσαν». Το 729 μ.Χ. μάλιστα ο Πάπας Ζαχαρίας αναγκάστηκε να απαγορεύσει με αυστηρότητα τους εορτασμούς των Χριστουγέννων του τύπου των αρχαίων Καλενδών.
Εν τούτοις πολλά από τα έθιμα αυτά των Σατουρναλίων και των Καλενδών που διαρκούσαν 12 συνολικά ημέρες, διατηρούνται ακόμη και σήμερα στους εορτασμούς του «Δωδεκαημέρου» του χρονικού δηλαδή διαστήματος μεταξύ των δυο μεγάλων ακινήτων εορτών της Χριστιανοσύνης των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, και των Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου.
Τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία δεν ενέκρινε φυσικά τους πανηγυρισμούς, σαν τρόπο εορτασμού της γέννησης του Σωτήρα. Στην Αγγλία μάλιστα του 17ου αιώνα, η Εκκλησία ήταν τόσο αυστηρή ώστε στρατιώτες επιτηρούσαν τους δρόμους και μύριζαν τον αέρα. Οποιοσδήποτε μαγείρευε χριστουγεννιάτικο χοιρομέρι συλλαμβανόταν και γινόταν κατάσχεση του φαγητού. Παρόμοιοι νόμοι ίσχυαν και σε μερικές αποικίες στην Αμερική.
Μια σύγχρονη Χριστουγεννιάτικη συνήθεια είναι και η ανταλλαγή δώρων. Και αυτό ακόμη το έθιμο ανάγεται στην εποχή των Σατουρναλίων. Οι Ρωμαίοι έδιναν δώρα ο ένας στον άλλον καθώς και στους φτωχούς.
Το σύγχρονο σύμβολο της υπερ-καταναλωτικής εμπορευματοποίησης των Χριστουγέννων είναι ο Σάντα-Κλως, ο οποίος λανθασμένα στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με τον Αη-Βασίλη. Η γενεολογική προέλευσή του είναι ο Άγιος Νικόλαος, ο επίσκοπος του 4ου μ.Χ. αιώνα και φύλακας-άγγελος των παιδιών, καθώς επίσης και ο Όντιν ένας από τους θεούς των Νορβηγών. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Όντιν με το οχτάποδο άλογό του, διέσχιζε τον παγωμένο βορρά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου σκορπώντας δώρα στα παιδιά που κοιμόντουσαν.
Το ομορφότερο όμως σύμβολο των Χριστουγέννων είναι χωρίς αμφιβολία το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κάτι που ήταν σπάνιο πριν από έναν αιώνα. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα στολισμένο. Ακόμη και στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν σπάνια και τοποθετούνταν μόνο στις Εκκλησίες. Μερικές μάλιστα φορές οι εκκλησίες επέβαλαν και την πληρωμή εισιτηρίου σε όσους ήθελαν να το δουν.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα στολίζονταν με κάθε είδους στολίδια, κυρίως φαγώσιμα, καθώς επίσης και με κεριά. Και έτσι φθάσαμε να θεωρούμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν το τέλειο σύμβολο των Χριστουγέννων. Το δέντρο είναι αειθαλές για να συμβολίζει την ζωή που δεν υπάρχει το Χειμώνα. Στολίζεται δε με κεριά, ή ηλεκτρικά φώτα, που συμβολίζουν τον Ήλιο και την αναγέννησή του. Τα δώρα τοποθετούνται κάτω από το δέντρο και ο εορτασμός γίνεται στο ίδιο ή το διπλανό δωμάτιο. Και είναι ακριβώς στις συνήθειες αυτές που βρίσκουμε την απάντηση στην ερώτηση ως προς το γιατί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου».
«Σε προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι η 25η Δεκεμβρίου είναι μια συμβατική ημέρα γιορτασμού των Χριστουγέννων και όχι η πραγματική, οπότε το ερώτημα παραμένει: Ποια εποχή γεννήθηκε ο Χριστός;
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο μας δίνει την απάντηση: «Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγα. Και είπεν αυτοίς ο άγγελος “μη φοβείσθε” ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έστι παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυϊδ».
Μετεωρολόγοι έχουν κάνει σήμερα λεπτομερείς μελέτες και αναφέρουν ότι η Βηθλεέμ τον Δεκέμβριο είναι βυθισμένη στην παγωνιά και την βροχή. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό να παραμένουν, με τέτοιες συνθήκες βοσκοί και πρόβατα στην ύπαιθρο. Σε μια μόνο εποχή του έτους οι βοσκοί «φυλάσσουν φυλακάς νυκτός επί την ποίμνην αυτών»: την Άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται την βοήθεια των βοσκών. Οπότε η γέννηση του Χριστού πρέπει να έγινε μάλλον την Άνοιξη.
Φτάσαμε πια στο τέλος της αναζήτησής μας και δυστυχώς μέχρι τώρα καμιά από τις επεξηγήσεις που έχουν προταθεί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει πλήρως. Γιατί είναι μάλλον δύσκολο να αποδείξουμε όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαιτεί μια πλήρης και τεκμηριωμένη απόδειξη.
Πολλοί μάλιστα ερευνητές των Γραφών υποστηρίζουν ότι το άστρο της Βηθλεέμ δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο αστρονομικό σώμα ή φαινόμενο, αλλά πρόκειται απλά και μόνο για το συμβολικό άστρο των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης για τον προσδοκώμενο Μεσσία. Δύο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης ομιλούν περί άστρου λαμπρού φωτός: «ανατέλλει άστρον εξ Ιακώβ και αναστήσεται άνθρωπος εξα Ισραήλ» (Αριθμ. 24:17). «και πορεύσονται βασιλείς τω φωτί σου και έθνη τη λαμπρότητί σου» (Ησ. 60:3).
Ειδικοί όμως ερευνητές πιστεύουν ότι και οι δυο αυτές περικοπές αναφέρονται μεταφορικά στον Μεσσία-Χριστό και όχι σε ένα πραγματικό λαμπρό άστρο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με άλλες περικοπές όπου οι «λαμπροί αστέρες» (Δαν. 12:3 και Σοφ. Σειρ. 50:6) θεωρούνται σαν «σύμβολα των δικαίων». Στην Καινή Διαθήκη μάλιστα ο Ιωάννης ονομάζει τον Χριστό άστρο λαμπρό και πρωινό («Εγώ ειμί η ρίζα και το γένος του Δαυίδ, ο αστήρ ο λαμπρός και ορθρινός» – Αποικ. 22:16).
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης το γεγονός ότι η εμφάνιση κάποιου άστρου ή άλλου αξιοσημείωτου ουράνιου φαινομένου κατά τη γέννηση σπουδαίων ανδρών της ιστορίας είναι αρκετά διαδεδομένη στα αρχαία κείμενα. Τα «Χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης» αναφέρουν για παράδειγμα ότι όταν γεννήθηκε ο Αβραάμ ένα άστρο εμφανίστηκε στην ανατολή και περιφερόταν στον ουρανό. Οι σύμβουλοι τότε του Βασιλέα Νιμρώδ τον πληροφόρησαν ότι το άστρο αυτό προέλεγε τη γέννηση ενός παιδιού που επέπρωτο να γίνει μέγας. Ο Βασιλιάς τρομοκρατήθηκε και έστειλε να θανατώσουν τον γιο του Θάρα (τον Αβραάμ). Αλλά ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ και προστάτευσε τον μικρόν Αβραάμ κρύβοντάς τον μέσα σε σύννεφα και ομίχλη. Αμέσως μετά ο Θάρα, φοβισμένος για τη ζωή του γιου του, εγκατέλειψε τη χώρα των Χαλδαίων. Σ’ άλλο πάλι σημείο των χειρογράφων αναφέρεται η θαυμαστή γέννηση του Νώε, όπου ο Λαμέχ δεν θεωρείται ο πραγματικός πατέρας του διότι ο Νώε είναι «δι’ αγγέλου θεόπεμπτος».
Η σφαγή άλλωστε των παίδων από τον Ηρώδη μας θυμίζει και μιαν άλλη σφαγή που είχε διατάξει ο Φαραώ της Αιγύπτου, όταν γεννήθηκε ο Μωυσής, και τον θαυμαστό επίσης τρόπο με τον οποίον ο Μωυσής γλύτωσε. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η εμφάνιση κάποιου άστρου ή άλλου αξιοσημείωτου ουράνιου φαινόμενου κατά τη γέννηση σπουδαίων ανδρών της ιστορίας είναι αρκετά διαδεδομένη στα αρχαία κείμενα, όπως είναι η θαυμαστή γέννηση του Περσέα από την παρθένα Δανάη, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και του Απολλώνιου από τα Τύανα.
Σήμερα, πάντως, η Γέννηση του Χριστού αντιμετωπίζεται ως ένα θαύμα. Πολλοί μάλιστα πιστοί θεωρούν και την εμφάνιση του Άστρου της Βηθλεέμ ως ένα ακόμη θαύμα. Αν προτιμάτε να πιστεύετε ότι το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα θαύμα, ή επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να υποστηρίξει, αλλά ούτε και να απορρίψει κάτι τέτοιο. Είναι ασφαλώς έξω από το πεδίο της επιστήμης και απόλυτα μέσα στο πεδίο της πίστης.
Σε τελική όμως ανάλυση δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία το τι συνέβη στον ουρανό εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί κάτι πολύ πιο σπουδαίο συνέβαινε επάνω σ’ αυτήν τούτη τη Γη μας. Κάτι υπέροχο συνέβη στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ εκείνο το βράδυ, και το γεγονός αυτό ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ’ οτιδήποτε και αν γινόταν στον ουρανό. Γιατί όταν ο Ήλιος ανέτειλε το άλλο πρωινό, την πρώτη εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, ανέτειλε πάνω από ένα κόσμο που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος.
Και ίσως έτσι, η καλύτερη εξήγηση για το Άστρο των Χριστουγέννων να βρίσκεται κρυμμένη στα λόγια που χάραξε ο ποιητής μας Γεώργιος Δροσίνης:
«Την άγια νύχτα την Χριστουγεννιάτικη ποιος δεν το ξέρει;
Των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι
Κι όποιος το βρή μές στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάση
σε μιαν άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάση!»
Πηγή: Ecozen
Ο Διονύσης Σιμόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 7 Αυγούστου 2022. Ήταν επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην αστρονομική εκπαίδευση, με σημαντική συγγραφική και δημοσιογραφική δραστηριότητα στον Τύπο, στην τηλεόραση και σε θεάματα πολυμέσων και ως σεναριογράφος σε ενημερωτικές εκπομπές. Γεννήθηκε στα Γιάννενα στις 8 Μαρτίου 1943 αλλά μεγάλωσε στην Πάτρα. Σπούδασε Πολιτική Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα των ΗΠΑ. Τον Οκτώβριο του 1972 προσκλήθηκε στην Αθήνα από το Ίδρυμα Ευγενίδου, όπου εργάστηκε ως Διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου (Απρ. 1973 – Απρ. 2014).