Η κινηματογραφική σύλληψη του Άντολφ Άιχμαν

Wilson Wilson/Janus.gr

απο Cyclades Open

«Un momentito, Señor» (μια στιγμούλα κύριε). Ήταν οι μοναδικές λέξεις που ήξερε στα ισπανικά ο Ισραηλινός πράκτορας, Πίτερ Μάλκιν αλλά ήταν αρκετές για να γράψει ιστορία.

Ο Μάλκιν απευθύνθηκε σε έναν φαλακρό εργάτη του εργοστασίου της Mercedes-Benz που επέστρεφε σπίτι του. Το ημερολόγιο έδειχνε 11 Μαΐου 1960.

Ο εργάτης φάνηκε να αιφνιδιάζεται και πάγωσε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Μάλκιν και τρεις ακόμα μυστικοί πράκτορες τον είχαν ακινητοποιήσει και τον είχαν βάλει στην πίσω θέση ενός αυτοκινήτου. Καθώς απομακρύνονταν με ταχύτητα τον έδεσαν και τον κάλυψαν με μια κουβέρτα.

Ο παγιδευμένος άντρας δεν ήταν ένας απλός εργάτης. Ήταν ένας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες πολέμου στην σύγχρονη ιστορία. Ήταν ο Άντολφ Άιχμαν, ένας από τους εμπνευστές της Τελικής Λύσης.

Για χρόνια είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις αρχές και ζούσε ήρεμα στην Αργεντινή. Πλέον όμως οι ήρεμες μέρες του είχαν τελειώσει. Βρισκόταν στα χέρια της Μοσάντ και θα λογοδοτούσε για τα εγκλήματα του. Ο εντοπισμός, η σύλληψη και τελικά η δίκη του Άιχμαν είναι μια ιστορία που θυμίζει κινηματογραφικό σενάριο. Χρειάστηκαν χρόνια σκληρής δουλειάς για να καθίσει τελικά ο Ναζί αξιωματικός στο εδώλιο.

«Η οργάνωση πίσω από την αποστολή ήταν απίστευτη. Είναι σαν να παρακολουθείς ταινία αλλά στην πραγματική ζωή. Η σύλληψη του Άιχμαν και όσα ακολούθησαν ουσιαστικά ξύπνησε τον κόσμο για τα όσα έγιναν στο Ολοκαύτωμα» λέει ο Γκάι Γουόλτερς, συγγραφέας του εξαιρετικού Hunting Evil: The Nazi War Criminals Who Escaped and the Quest to Bring them to Justice».

Οργανωτικός και αποφασισμένος

Ο Άιχμαν μπήκε στο ναζιστικό κόμμα της Αυστρίας το 1932. Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για ένα ικανό γραφειοκράτη και φανατικό αντισημίτη. Οργανωτικός και αποφασισμένος ανέβηκε άνετα και γρήγορα στην ιεραρχία. Μέχρι το 1935 ανήκε στην ομάδα που είχε συστήσει το κόμμα για να δώσει απαντήσεις σε αυτό που αποκαλούσε «Εβραϊκό ζήτημα». Πώς δηλαδή πρέπει να αντιμετωπιστούν οι Εβραίοι που ζουν στην Ευρώπη.

Μέχρι το τέλος του ο Άιχμαν ισχυριζόταν ότι απλά εκτελούσε εντολές όμως ήταν από τους οργανωτές της «βιομηχανίας θανάτου». Παρακολούθησε την περιβόητη Διάσκεψη της Βάνζεε όπου μια ομάδα υψηλόβαθμων αξιωματικών καθόρισε τις λεπτομέρειες γι’ αυτό που ονόμασαν «Τελική Λύση». Ο Άιχμαν δεν πήρε αποφάσεις αλλά κατέγραψε τα πάντα και ετοίμασε ένα πλάνο για το πώς μπορεί να δολοφονηθεί ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της Ευρώπης. Συντόνισε με ζήλο τις μαζικές μεταφορές πολιτών εβραϊκής καταγωγής σε γερμανοκρατούμενες περιοχές ώστε να ακολουθήσει η εξολόθρευση τους.

Απόδραση μέσω Βατικανού

Σε αντίθεση όμως με την πλειονότητα των… αρχιτεκτόνων του Ολοκαυτώματος που συνελήφθησαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν, ο Άιχμαν κατάφερε να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη. Με το τέλος του πολέμου συνελήφθη από τις αμερικανικές δυνάμεις αλλά δραπέτευσε. Καθώς ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Ευρώπης άλλαξε πολλές φορές ταυτότητα.

Κατέληξε στην Ιταλία, όπως πολλοί ναζιστές. Ήταν πλέον κοινό μυστικό  πως το Βατικανό προσέφερε καταφύγιο και τρόπο διαφυγής. «Το πρώτο βήμα ήταν η διαφυγή στην Ιταλία. Στη συνέχεια μόλις διασφαλιζόταν η πολυπόθητη επιστολή της καθολικής εκκλησίας και η έκδοση διαβατηρίου από τον Ερυθρό Σταυρό ήταν απλά ζήτημα χρόνου», λέει ο Γερμανός ιστορικός, Χούμπερτ Βολφ.

Την 1η Ιουνίου 1950 η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού εξέδωσε διαβατήριο (κεντρική φωτό) στον Άιχμαν με όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ. Στο έγγραφο αναφερόταν ότι είναι τεχνικός και έχει γεννηθεί στο Μπολτσάνο της Ιταλίας αλλά δεν είχε εθνικότητα.

Οικογενειακή ζωή στην Αργεντινή

Το καλοκαίρι του 1950 έφτασε στην Αργεντινή και τα πρώτα τρία χρόνια έζησε στο Σαν Φερνάνδο, μια μικρή πόλη κοντά στο Μπουένος Άιρες. Εκεί δούλεψε σε ένα εργοστάσιο μετάλλων. Στη συνέχεια μετακόμισε στην επαρχία Τουκουμάν που δούλεψε ως τεχνικός στην εταιρία Capri. Στα μέσα του 1952 έφτασαν στην Αργεντινή η σύζυγος του Άιχμαν και τα παιδιά τους. Μετακόμισαν στο Μπουένος Άιρες και τον Μάρτιο του 1959 προσελήφθη στο εργοστάσιο της Mercedes Benz.

Ο Άιχμαν ζούσε μια ήρεμη ζωή αλλά δεν μπορούσε όμως να καταπνίξει το πάθος του για τον ναζισμό. Έκανε παρέα με άλλους Ναζί που είχαν επίσης δραπετεύσει στην Αργεντινή και ακροδεξιά στοιχεία της χώρας. Σε μια συζήτηση του με φιλοναζιστή δημοσιογράφο έφτασε στο σημείο να του πει ευθαρσώς πως το λάθος του ήταν ότι δεν σκότωσε κάθε Εβραίο στην Ευρώπη.

Η φήμη ότι ο Άιχμαν είναι ζωντανός και ζούσε στην Αργεντινή έφτασε πρώτα στις ΗΠΑ, μετά στην Ευρώπη και τέλος στο Ισραήλ. Οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες αλλά και αυτές της Δυτικής Γερμανίας είχαν λάβει πληροφορίες για τον Άιχμαν αλλά επέλεξαν να μην ασχοληθούν. Γι’ αυτούς πλέον ο εχθρός ήταν η Σοβιετική Ένωση και οι υψηλόβαθμοι Ναζί θεωρούνταν χρήσιμοι.

Ο κινηματογραφικός εντοπισμός

Το Ισραήλ όμως ενδιαφερόταν πάρα πολύ για το πού βρίσκεται ο Άιχμαν. O Λόταρ Χέρμαν, ένας τυφλός Εβραίος πρόσφυγας που είχε φυλακιστεί στο Νταχάου, ζούσε πλέον στην Αργεντινή. Ένα παιχνίδι της μοίρας οδήγησε τον να μάθει ότι ο Άιχμαν ζούσε επίσης στη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Η κόρη του Χέρμαν, Σίλβια, είχε σχέση με έναν από τους γιούς του Άιχμαν, τον Νίκολας. Αυτός δεν γνώριζε ότι η Σίλβια είναι Εβραία και υπερηφανευόταν για το παρελθόν του πατέρα του ενώ συστηνόταν ως Άιχμαν και όχι ως Κλέμεντ.

Ο Χέρμαν έστειλε ένα γράμμα στη Γερμανία και ο δικαστής Φριτς Μπάουερ που είχε εβραϊκή καταγωγή του απάντησε και του ζήτησε περισσότερες πληροφορίες. Με τη βοήθεια της Σίλβια ο Χέρμαν έμαθε τη διεύθυνση του Ναζί.

Ο Μπάουερ γνώριζε ότι στις μυστικές υπηρεσίες εργάζονταν πολλά άτομα που συμπαθούσαν το ναζιστικό καθεστώς, ακόμα και κάποια πρώην υψηλόβαθμα στελέχη του. Επέλεξε λοιπόν, το Φθινόπωρο του 1957, να ενημερώσει τον Βάλτερ Εϊτάν του υπουργείου εξωτερικών του Ισραήλ. Αυτός επικοινώνησε αμέσως με τον διοικητή της Μοσάντ, Ισέρ Χαρέλ.

Η μυστική υπηρεσία του Ισραήλ συγκέντρωσε πράκτορες των οποίων οι οικογένειες είχαν δολοφονηθεί στο Ολοκαύτωμα. Η λεγόμενη ομάδα απαγωγής είχε την αποστολή να συλλάβει τον Άιχμαν και να τον φέρει πίσω στο Ισραήλ ώστε να δικαστεί για τα εγκλήματα του. «Δεν θέλαμε να τον εκτελέσουμε σε στιλ εκδίκησης. Τον θέλαμε πάση θυσία ζωντανό για να δικαστεί και αυτό δεν ήταν απλό» αναφέρει ο Χαρέλ.

Η σύλληψη

Η διεύθυνση που είχε δώσει όμως ο Χέρμαν δεν οδήγησε πουθενά. Η οικογένεια Άιχμαν είχε μετακομίσει. Τελικά η Μοσάντ εντόπισε τον έναν γιό του Άιχμαν και τον παρακολούθησε. Τους… οδήγησε στην οδό Γκαριμπάλντι στο Μπουένος Άιρες.

Αμέσως άρχισε η παρακολούθηση του σπιτιού. Εντόπισαν τον Άιχμαν, τον φωτογράφισαν και επιβεβαίωσαν την ταυτότητα του από το σχήμα των αυτιών του και από το γεγονός ότι στις 21 Μαρτίου πήγε λουλούδια στη γυναίκα του. Η Μοσάντ γνώριζε ότι ήταν η επέτειος του γάμου τους. Ακολούθησε η επιχείρηση της σύλληψης.

Το πρόγραμμα του δεν είχε εναλλαγές. Αποφάσισαν λοιπόν να τον συλλάβουν καθώς θα επέστρεφε στο σπίτι του μετά τη δουλειά. Ο Άιχμαν έπαιρνε ένα λεωφορείο και στη συνέχεια περπατούσε για να φτάσει εκεί που έμενε.

Την 11η Μαΐου 1960 η ομάδα περίμενε. Το λεωφορείο των 19:40 που θα έφερνε τον Άιχμαν σταμάτησε αλλά αυτός δεν κατέβηκε. Αναμονή και ανησυχία.

Μισή ώρα μετά, το επόμενο λεωφορείο έφτασε στη στάση. Ο Άιχμαν ήταν ένας από τους επιβάτες και κατέβηκε. Σε ένα ήρεμο δρομάκι η ελευθερία του τελείωσε.

Το αυτοκίνητο τον μετέφερε σε ένα κρησφύγετο στο Μπουένος Άιρες. Ήταν πλέον 20:55. «Ψάξαμε το σώμα του για τα σημάδια που γνωρίζαμε ότι είχε. Όταν τα είδαμε ήμασταν εκστασιασμένοι. Του ζητήσαμε να μας πει το όνομα του. Μας είπε στην αρχή ένα γερμανικό όνομα και μετά αυτό που χρησιμοποιούσε στην Αργεντινή. Την τρίτη φορά που τον ρωτήσαμε απάντησε: “Είμαι ο Άντολφ Άιχμαν. Αυτό είναι πράγματι το όνομα μου”. Στη συνέχεια μας ζήτησε ένα ποτήρι κρασί» θυμάται ο Ραφί Εϊτάν, μέλος της ομάδας σύλληψης.

Για αρκετές μέρες οι πράκτορες των ανέκριναν. Στις 20 Μαΐου 1960 τον νάρκωσαν και τον έβαλαν σε ένα αεροπλάνο της «El Al». Ο Άιχμαν δηλώθηκε ως ασθενής και ταξίδεψε στην πρώτη θέση με προορισμό το Ισραήλ.

Η αεροπορική εταιρία είχε ζητήσει από την υπάλληλο της στο Μπουένος Άιρες, Λούκα Βολκ να ετοιμάσει τα έγγραφα της πτήσης χωρίς να ρωτήσει τι ακριβώς συνέβαινε. «Είμαι πολύ περήφανη που συμμετείχα αλλά θα ήθελα να γνωρίζω γιατί το έκανα, όταν το έκανα» θα πει η Βολκ.

Αμετανόητος ως το τέλος

Η δίκη του Άιχμαν ήταν από τις πρώτες που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά στο σύνολο τους. Ο Άιχμαν παρουσίασε τον εαυτό του σαν έναν γραφειοκράτη που απλά ακολουθούσε διαταγές. Ζήτησε να τον καταλάβουν και να δείξουν οίκτο.

«Δεν ήταν ψυχοπαθής αλλά ένας κανονικός άνθρωπος. Ήταν η κοινοτοπία του κακού» θα πει η πολιτική αναλύτρια και συγγραφέας Χάνα Άρεντ.

Μέχρι το τέλος επέμενε ότι δεν είχε καμία ευθύνη για τον Ολοκαύτωμα. Όταν του ζητήθηκε να καταδικάστει την Τελική Λύση και το Ολοκαύτωμα το απέφυγε. Καταδικάστηκε και στις 31 Μαΐου 1962 εκτελέστηκε δια απαγχονισμού.

Η Μοσάντ επιβεβαίωσε πως οργάνωσε την επιχείρηση της σύλληψης και μεταφορά του Άιχμαν τον Φεβρουάριο του 2005.

Πηγή: Janus.gr/Wilson Wilson

Δείτε επίσης