Το βραχώδες και έρημο νησί που εκτείνεται παράλληλα με την ανατολική ακτή της Αττικής είναι η Μακρόνησος. Στο νησί εντοπίζονται ή πιθανολογούνται ενδιαιτήματα μεταλλουργών, κτηνοτρόφων, μελισσοκόμων, μοναχών, σε ασυνεχείς περιόδους, πάντα σε σχέση με τις οικονομικές και άλλες δραστηριότητες των κοντινών περιοχών, της Κέας, στην οποία ανήκει διοικητικά και της Λαυρεωτικής.
Το όνομα Μακρόνησος αναφέρεται πρώτη φορά από τα μέσα του 13ου αιώνα. Στο σχήμα της οφείλεται και το αρχαίο όνομα Μάκρις και το μεταγενέστερο Μάκρη, με το οποίο είναι γνωστή τον Μεσαίωνα και μέχρι τον 20ό αιώνα. Το νησί ονομαζόταν και Ελένη, γιατί κατά την παράδοση το επισκέφτηκε η μυθολογική ηρωίδα κατά το ταξίδι της επιστροφής της από την Τροία.
Στην αρχαιότητα η γύρω περιοχή αποτελούσε πολυσύχναστο θαλάσσιο δρόμο. Έξι αρχαία ναυάγια έχουν εντοπιστεί γύρω από τη Μακρόνησο που χρονολογούνται από τον 2ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ., ενώ ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ορατό το μισοβυθισμένο πλοίο «Apollonia VI» μετά την προσάραξή του το 1980. Στον Μεσαίωνα η Μακρόνησος ήταν, όπως και η Αίγινα και η Σαλαμίνα, ορμητήριο πειρατών.
Την περίοδο 1912-1913 στάλθηκαν στη Μακρόνησο χιλιάδες Τούρκοι αιχμάλωτοι του Α´ Βαλκανικού Πολέμου, η κακή μεταχείριση των οποίων από Έλληνες και Σέρβους ήταν θέμα αρθρογραφίας του συγγραφέα Pierre Loti στις γαλλικές εφημερίδες. Η Επιτελική Υπηρεσία υπέβαλε υπόμνημα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό με διαβεβαιώσεις για την τήρηση των διεθνών συμβάσεων. Το 1948, σύμφωνα με τη μαρτυρία των τότε εξορίστων, βρέθηκαν κατά την κατασκευή στρατοπέδου εκατοντάδες τάφοι Τούρκων.
Στις 10 Ιουνίου 1922 αποφασίσθηκε η μεταφορά και προσωρινή εγκατάσταση στη Μακρόνησο των προσφύγων από τον Πόντο, οι οποίοι είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ελλάδα από την άνοιξη του ίδιου έτους. Η εγκατάσταση στη Μακρόνησο σε σκηνές έγινε κατά ζώνες, ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των προσφύγων και των ασθενειών τους, ιδρύθηκε θεραπευτήριο και τοποθετήθηκαν απολυμαντικοί κλίβανοι. Λοιμοκαθαρτήριο συγκροτήθηκε από τη φιλανθρωπική οργάνωση των «Νοσοκομείων των Αμερικανίδων Κυριών», ενώ Αμερικανοί ανέλαβαν τη διατροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων της Μακρονήσου από τα τέλη του 1922. Οι πρόσφυγες έφθαναν κατά χιλιάδες και οι απώλειες λόγω των ασθενειών ήταν μεγάλες.

Η διαρκής εισροή εντάθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 έφυγαν από τη Μακρόνησο 5.500 πρόσφυγες προς την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη και ήρθαν 4.500 νέοι πρόσφυγες· στις 23 Δεκεμβρίου 1922 αποφασίστηκε πως οι τελευταίοι 12.000 πρόσφυγες στα παράλια του Πόντου θα μεταφέρονταν στο νησί· στις 25 Μαρτίου 1923 έφτασαν 3.730 άνθρωποι· τον Απρίλιο και Μάιο του 1923 είχαν «αποκατασταθεί γεωργικώς» 7.000 πρόσφυγες της Μακρονήσου και είχαν μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη 4.000, στην οποία αναμένονταν άλλοι 8.000.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1923, διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών για την παλινόστηση των Ελλήνων αιχμαλώτων μετά την υπογραφή στη Λωζάννη της Σύμβασης περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, προέβλεπε την υποδοχή και απολύμανσή τους σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο.

Το 1931 η Μακρόνησος προτάθηκε ως χώρος εκτόπισης των κομμουνιστών. Το 1935 αναφέρεται στον Τύπο πως αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.
Μακρόνησος: Τόπος εξορίας και μαρτυρίου
Η ίδρυση και λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου από το 1947 συνιστά τομή για τα μέχρι τότε δεδομένα: ένας τόπος ακατοίκητος θα «κατοικηθεί» αποκλειστικά από τους εξόριστους, πολίτες και οπλίτες, για την «αναμόρφωση» των οποίων θα εφαρμοστεί ένα πρωτοφανές σχέδιο προπαγάνδας, ψυχολογικού πολέμου και βασανισμού (σωματικού και ψυχικού).
Το σχέδιο έχει δύο στόχους, έναν ομολογημένο: την επαναφορά των κρατουμένων στον «υγιή εθνικό κορμό», και έναν δεύτερο, ανομολόγητο: τη συντριβή τους, έτσι ώστε να καταστεί αδύνατον, όταν επιστρέψουν στα σπίτια τους, να συνεχίσουν την πολιτική δράση τους.
Οι βασικές ιδιαιτερότητες που ξεχωρίζουν τη Μακρόνησο από τους άλλους τόπους εξορίας στον ελληνικό χώρο -παλαιότερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους- είναι:
α) Ο μεγάλος αριθμός εξορίστων, πολιτών και στρατιωτών. Δεν υπάρχουν ακριβή αριθμητικά δεδομένα. Επίσημες πηγές μιλάνε για 40.000 περίπου κρατούμενους, το διάστημα από τα μέσα του 1947 μέχρι τις αρχές του 1950, ενώ οι ίδιοι οι κρατούμενοι ανεβάζουν τον αριθμό σε πάνω από 100.000, για το συνολικό διάστημα λειτουργίας του στρατοπέδου (1947-1957).
β) Η έκταση και η ένταση των ατομικών και συλλογικών βασανιστηρίων. Ξεκινώντας από καψόνια και στερήσεις το 1947, πολύ γρήγορα το στρατόπεδο εξελίσσεται σε ένα σύστημα οργανωμένου βασανισμού, σωματικού και ψυχολογικού. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο μηχανισμός καταπίεσης στελεχώνεται, σε μεγάλο βαθμό, από «ανανήψαντες», πρώην κρατούμενους.
γ) Το ότι το στρατόπεδο αποτελεί το μεγαλύτερο έμπεδο του Εθνικού Στρατού, τα χρόνια του Εμφυλίου. Ο περιορισμός στο νησί χιλιάδων «υπόπτων» νέων στερούσε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) μια μεγάλη δεξαμενή στρατολόγησης.
δ) Ο κεντρικός ρόλος τον οποίο καταλαμβάνει η Μακρόνησος στην κρατική προπαγάνδα. Το νησί επισκέπτονται το βασιλικό ζεύγος, υπουργοί, ανώτατοι στρατιωτικοί, ιεράρχες, καθηγητές πανεπιστημίου και διανοούμενοι, Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, πρεσβευτές, οι οποίοι εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους για το επιτελούμενο έργο. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται παρελάσεις «ανανηψάντων» στην Αθήνα, μια μεγάλη έκθεση στο Ζάππειο, εκδόσεις κ.ά. Η Μακρόνησος αναγορεύεται, έτσι, σε εθνικό σύμβολο και πρότυπο για τον αντικομμουνιστικό αγώνα, με διεθνή εμβέλεια.
ε) Το γεγονός ότι όσο γίνονται γνωστά τα βασανιστήρια, η Μακρόνησος μετατρέπεται και σε εμβληματικό αρνητικό σύμβολο. Μετά τον Απρίλιο του 1950, με την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης Πλαστήρα, η Μακρόνησος, σταδιακά, μετατρέπεται σε σύμβολο του ακραίου βασανισμού, σωματικού και ψυχικού («κολαστήριο», «νέο Νταχάου»), όχι μόνο στον αριστερό, αλλά ευρύτερα στον δημόσιο λόγο.
Η αντίστροφη μέτρηση για τα στρατόπεδα της Μακρονήσου ξεκίνησε το 1950. Ο Εμφύλιος πόλεμος είχε σταματήσει τον Αύγουστο του 1949, όμως τα στρατόπεδα της Μακρονήσου συνέχιζαν να λειτουργούν, ο αριθμός των κρατουμένων διαρκώς διογκωνόταν και οι καταγγελίες στις εφημερίδες για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί πολλαπλασιάζονταν.
Μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Νικόλαο Πλαστήρα, η κυβέρνηση προχώρησε στην αλλαγή διοίκησης του στρατοπέδου και στον δραστικό περιορισμό της λειτουργίας των στρατοπέδων. Το αποφασιστικό βήμα έγινε το καλοκαίρι του 1950, όταν οι χιλιάδες πολιτικοί εξόριστοι μεταφέρθηκαν από τη Μακρόνησο στον Άγιο Ευστράτιο (οι άνδρες) και το Τρίκερι (οι γυναίκες).
Τα στρατόπεδα συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι το 1957, ενώ στη συνέχεια και μέχρι τον Οκτώβριο του 1960 λειτουργούσαν μόνο οι στρατιωτικές φυλακές. Τον Φεβρουάριο του 1961 οι τελευταίοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις εγκαταστάσεις εγκατέλειψαν τη Μακρόνησο. Την εγκατάλειψη ακολούθησε καταστροφή, που οργανώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο με δημοπρασία για την αποξήλωση και την απομάκρυνση από το νησί των χρήσιμων δομικών υλικών.
Μακρόνησος: Μνήμες και καταγραφές
Στα επόμενα χρόνια επικράτησε σιωπή για το νησί και για τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί. Ούτε καν η προπαγάνδα της δικτατορίας δεν αναφέρεται στον «αναμορφωτικό» χαρακτήρα της Μακρονήσου, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές της στον Γράμμο και τον Εμφύλιο είναι τακτικότατες.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η σιωπή για τη Μακρόνησο, ακόμα και από την πλευρά της Αριστεράς, συνεχίζεται. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η ταινία του Παντελή Βούλγαρη Happy Day (1976), η οποία αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική απόπειρα περιγραφής της σκληρής καθημερινότητας στη Μακρόνησο. Μάλιστα, η ταινία βασίστηκε και στο πολύ σημαντικό αρχείο του Νίκου Μάργαρη, ο οποίος ήταν κρατούμενος στο νησί κατά την περίοδο 1947-1950 και το 1966 εξέδωσε το δίτομο έργο του Ιστορία της Μακρονήσου.
Ουσιαστικά, είναι μετά το 1981 που η ενασχόληση με τη Μακρόνησο αρχίζει να γίνεται όλο και πυκνότερη, ίσως και γιατί για πρώτη φορά υπάρχει μια πλήρης ελευθερία έκφρασης σχετικά με τα σκοτεινά χρόνια του Εμφυλίου. Οι εκδόσεις-μαρτυρίες Μακρονησιωτών πληθαίνουν, καθώς και οι εκδηλώσεις και συναυλίες μνήμης των θυμάτων της Μακρονήσου. Συχνά μάλιστα πραγματοποιούνται στα θέατρα του ίδιου του νησιού με τη συμμετοχή μεγάλων καλλιτεχνών, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, κρατούμενου στη Μακρόνησο.
Το 1989 με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού κηρύχτηκε «ολόκληρο το νησί της Μακρονήσου ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων του νησιού ιστορικά διατηρητέα μνημεία». Για την προστασία των καταλοίπων της σύγχρονης ιστορίας θεσμοθετήθηκαν από το 1995 ειδικές χρήσεις γης.
Το 2019 ύστερα από πρόταση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου η Μακρόνησος κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος.

Με πληροφορίες και φωτογραφίες από τη σελίδα Μακρόνησος, Ψηφιακό Μουσείο των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
Φωτογραφία εξωφύλλου: «Το πολιτικό Σύρμα όπως ήτανε στην αρχή». Σκίτσο του Γιώργου Φαρσακίδη, 1949
Το Ψηφιακό Μουσείο Μακρονήσου προσπαθεί να αποτυπώσει μία μοναδική ιστορική εμπειρία αλλά και να αποτίσει φόρο τιμής στους χιλιάδες ανθρώπους που πέρασαν από εκεί και οδηγήθηκαν είτε στον θάνατο είτε στην τρέλα και υπέφεραν πολύ σκληρά βασανιστήρια (….) Ο επισκέπτης του ψηφιακού μουσείου μπορεί να αναζητήσει φωτογραφικό υλικό, αρχειακά τεκμήρια, χάρτες, μαρτυρίες, κείμενα, όλα τα στοιχεία που ανασυνθέτουν αυτό το μοναδικό στην ελληνική ιστορία φαινόμενο (….) Η μοναδικότητα της Μακρονήσου ως τόπος εξορίας είναι ότι αποτέλεσε ένα ιδιότυπο πείραμα τόσο σε ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο γιατί δεν λειτούργησε απλά ως στρατόπεδο συγκέντρωσης -κράτησης πολιτών και στρατιωτών αλλά ως στρατόπεδο «εθνικής αναμόρφωσης». Οι άνθρωποι εκεί καλούνταν να μετανοήσουν για τις ιδέες τους και αυτό να αποτυπωθεί και γραπτώς, στη δήλωση μετανοίας. Η διαδικασία αυτή αναμόρφωσης γίνονταν με προπαγάνδα και με την χρήση πολύ σκληρών βασανιστηρίων, που οδήγησε πολλούς από αυτούς στο θάνατο και τους περισσότερους να υπογράψουν την δηλώση. Κάποιοι από αυτούς που υπέγραψαν οδηγήθηκαν στην τρέλα».
Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αντιπρόεδρος των ΑΣΚΙ
σε συνέντευξή του στον Ρ/Σ Αθήνα 9.84, Ιούνιος 2018