Ο Σβουροέργης και το γράμμα

Κωνσταντίνος Αντωνίου Ψαρράς, Παιδαγωγός

απο Cyclades Open

Μεγαλωμένη στο Φιλώτι της Νάξου έχω ακούσει ως παιδί πολλές ιστορίες απ’ τους μεγαλύτερους του χωριού. Ιστορίες άλλοτε τρομακτικές, θλιβερές ή αστείες, που δημιουργούσαν τις ανάλογες εικόνες στο παιδικό μου μυαλό. Απ’ τις ιστορίες αυτές προέκυπτε πολύ συχνά μια φράση, σαν παροιμία, την οποία χρησιμοποιούμε, ακόμα και σήμερα, όταν θέλουμε πολύ συνοπτικά να χαρακτηρίσουμε κάποιον ή κάτι ή απλώς να εξηγήσουμε αυτό που συμβαίνει.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που στην Αθήνα, ακόμα και στις ραδιοφωνικές εκπομπές, χρησιμοποιούσα αυτές τις παροιμίες θέλοντας να τονίσω ή να εξηγήσω μια κατάσταση στην κοινωνική ή πολιτική ζωή της χώρας. Οι περισσότεροι δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυτή η φράση και ποιό το νόημά της, ωστόσο χαμογελούσα σκεπτόμενη πως όλο και κάποιος χωριανός ή χωριανή μου ξενιτεμένος-η στην Αθήνα ή αλλού, ακούγοντας τη φράση, θα ένιωθε αυτή την γλυκιά ζεστασιά και τη νοσταλγία που προκαλεί η απουσία της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Νάξου.

Ο Σβουροέργης και η περιβόητη ιστορία με το γράμμα, που διηγείται στην σελίδα του στο facebook ο Κωνσταντής Ψαρράς, είναι απ’ τις αγαπημένες μου και η φράση «Επήενε, δα, το γράμμα, σα ντο Σβουροέργη!» είναι μια απ’ αυτές που έχω ακούσει πολλές φορές στη ζωή μου, όταν κάποιο αστείο ή αλλοπρόσαλλο περιστατικό συνέβαινε.

Ο Κωνσταντής Ψαρράς και η σελίδα που έχει δημιουργήσει στο facebook «Το Παλιό Φιλώτι» είναι ένα νέο παιδί που η αγάπη του για τον τόπο του τον εμπνέει καθημερινά.

Στη σελίδα του έχει συγκεντρώσει χιλιάδες από παλιές φωτογραφίες συγχωριανών με το όνομα, το παρωνύμιο, την ημερομηνία γέννησης και θανάτου προσφέροντας απλόχερα σε όλους μας πληροφορίες πολύτιμες για την εποχή που έζησαν. Με προσωπική φροντίδα και επιμονή έχει δημιουργήσει ένα ανεκτίμητο αρχείο, όπου μέσα από τις φωτογραφίες μπορούμε ν’ αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινότητα των ανθρώπων μιας άλλης εποχής.

Ο ίδιος μ’ αυτόν το τρόπο διασώζει μέρος της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του Φιλωτιού της Νάξου, ενώ διασώζει με τις ιστορίες των ανθρώπων που καταγράφει την προφορική ιστορία και την λαϊκή παράδοση του χωριού.

Το μεράκι του Κωνσταντή αποτελεί παράδειγμα διαχείρισης, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη του για το χωριό και τον τόπο.

Το ερώτημα που γεννιέται είναι όλος αυτός ο πλούτος που συγκεντρώνεται από τους ανθρώπους του νησιού, γιατί μένει στα αζήτητα από τους επισήμους φορείς, ενώ την ίδια στιγμή τα κελεύσματα της εποχής δείχνουν πως είναι ένα απ’ τα ορόσημα του μονοπατιού που πρέπει να βαδίσουμε, διασώζοντας την πολιτιστική ταυτότητα της Νάξου και προβάλλοντάς την, όπως της αξίζει.

Η ιστορία που ακολουθεί είναι εύθυμη και απολαυστική.

Ειρήνη Προμπονά

Ο Σβουροέργης και το γράμμα

Υπάρχει μια παλιά φιλωτίτικη παροιμία που λέει «Θα πάει το γράμμα σαν τον Σβουροέργη!». Πολλοί, μεγαλύτερης ηλικίας σήμερα, τη γνωρίζουν αλλά ίσως να μην ξέρουν ακριβώς το πραγματικό περιστατικό που συνέβη και έγινε σημείο αναφοράς. Ο Σβουροέργης (Γεώργιος Μιχαήλ Μουστάκης, 1897 – 1969) ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος Φιλωτίτη, γλετζές, κουβαρδάς και τσίφτης στην εποχή του. Ήταν όπως όλοι οι παλιοί άνθρωπος αυθόρμητος, αυστηρός και απόλυτος. Άστραφτε και βρόνταγε!

Η ιστορία με το περίφημο γράμμα έχει ως εξής: Έγραψε ένα γράμμα για να το στείλει από το Φιλώτι στην Αθήνα και μη βρίσκοντας ταχυδρόμο να εξυπηρετηθεί, στο τέλος πήγε ο ίδιος το γράμμα στον παραλήπτη του. Ακολουθεί το περιστατικό όπως μου το αφηγήθηκε η κόρη του πρωταγωνιστή, η Μαρία η Σβούρα, 92 ετών σήμερα.

Το 1949 ο Σβουροέργης έχτιζε το σπίτι του στο χωριό, στη Γωνιά, με εργολάβο τον Μιχάλη του παπά Νικόλα (Μιχάλη Ήμελλο). Όταν ξεκίνησαν για να φτιάξουν την σκάλα, ο Σβουροέργης αναρωτιόταν για το αν θα έπρεπε να γίνει αριστερά ή δεξιά της αυλής. Ήθελε λοιπόν τη γνώμη της γυναίκας του της Κούλας, η οποία εργαζόταν ως νταντά σε πλουσιόσπιτο της Αθήνας. Μαζί της, στο ίδιο σπίτι, εργαζόταν και η κόρη τους η Μαρία ως καμαριέρα.

Ως γνωστόν οι επικοινωνίες τότε ήταν δύσκολες, αφού τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Κατέβηκε λοιπόν ένα πρωί στη Γέφυρα, έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του και έψαχνε άνθρωπο για να το στείλει. Βρήκε κάποιον χωριανό που θα ταξίδευε για Αθήνα αλλά όταν του είπε για το γράμμα πήρε την απάντηση: «Α Γιώργη! Ότι θέλεις να μου δώσεις, καλάθι, αποδοσίδι… μη μου δώσεις όμως γράμμα!». Αφού αρνήθηκε, δεν επέμεινε ο Σβουρογιώργης. Μετά από λίγο το ξανασκέφτεται και λέει: «Μωρέ δεν κατεβαίνω στην Χώρα;». Παίρνει το δρόμο για την Χώρα, με σκοπό να δώσει σε κάποιον το γράμμα. Όταν έφθασε, όσους βρήκε και ρώτησε για να τον εξυπηρετήσουν, πήρε την ίδια αρνητική απάντηση: «Γιώργη, γράμμα μακριά και αλάργα!».

Είδε και απόειδε που δεν έβρισκε κανέναν  για να τον εξυπηρετήσει. Ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο της επιστροφής, όταν άκουσε το βαπόρι να σφυρίζει στο λιμάνι. Σκέφτεται αστραπιαία και λέει: «Βρε δεν πετιέμαι μέσα να της το πεταχτώ μια στιγμούλα;». Επιβιβάζεται στο πλοίο για να πάει στην Αθήνα και να δώσει ο ίδιος το γράμμα στη γυναίκα του! Φθάνει στον Πειραιά και παίρνει το δρόμο για το σπίτι που δούλευαν η γυναίκα με την κόρη τους.

Πηγαίνει στο σπίτι (Μαυρομματαίων και Μετσόβου) και χτυπάει το κουδούνι. Την πόρτα ανοίγει η κόρη του η Μαρία, που ήταν τότε δεκαοκτώ χρονών. «Αχ μαμά, ο μπαμπάς!» αναφώνησε απορημένη. Ανεβαίνουν τις σκάλες και τον βλέπει η γυναίκα του η Κούλα, η οποία σαστισμένη τον ρωτάει: «Γιώργη, πως βρέθηκες εδώ;» για να πάρει την απάντηση του Γιώργη: «Να Κούλα το γράμμα σου! Διάβασέ το και θα στα πω και εγώ… Φεύγω γιατί θα χάσω το πλοίο!».

Η συνάντηση του Σβουρογιώργη με τη γυναίκα του και η παράδοση του γράμματος, δεν πρέπει να είχε διάρκεια πάνω από πέντε λεπτά. Η κυρία του σπιτιού που πήρε είδηση το γεγονός, είπε στη μικρή Μαρία: «Κόρη μου, πες του ανθρώπου να μπει μέσα να πιεί ένα καφέ» αλλά πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, πετιέται ο πατέρας της και λέει: «Φεύγω κυρία, γιατί θα χάσω το πλοίο!».

Έτσι λοιπόν έφυγε με την ψυχή στο στόμα για να προλάβει το καράβι και να επιστρέψει στη Νάξο, πραγματοποιώντας ένα απίστευτο και περιπετειώδες ημερήσιο ταξίδι, που για εκείνη την εποχή δεν ήταν ούτε εύκολο, ούτε συνηθισμένο. Ήθελε όμως πάση θυσία και με οποιοδήποτε κόστος να παραδώσει το γράμμα στη γυναίκα του.

Το βράδυ λοιπόν, στην Αθήνα, που η Κούλα και η Μαρία είχαν τελειώσει με τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα της ημέρας, έκατσαν να ανοίξουν και να διαβάσουν το γράμμα. Άνοιξαν το γράμμα και βλέπουν να γράφει μέσα: «Κούλα, που να την κάνω τη σκάλα αριστερά ή δεξιά;». Τίποτα άλλο!

Το γράμμα του Σβουροέργη είχε γράψει τη δική του ιστορία!

Δείτε επίσης