Η φύτευση αρμυρικιών στις παραλίες της Κροατίας έχει σκοπό να υποκαταστήσει τις ομπρέλες που τοποθετούνται εκεί, από επαγγελματίες κατά βάσιν, για τη σκίαση των λουομένων με φυσικό τρόπο.
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ
Είναι όντως μια θετική ενέργεια, που εισφέρει περιβαλλοντικά στο δύσκολο ομολογουμένως από οικολογικής πλευράς παραθαλάσσιο περιβάλλον, στ’ οποίο οι ιδιαίτερες κλιματοεδαφικές συνθήκες του το καθιστούν ευαίσθητο και οριακό, και που με την επιβάρυνση των λουόμενων γνωρίζει ισχυρή πίεση.
Η φύτευση αρμυρικιών στις ελληνικές παραλίες δεν ήταν άγνωστη ενέργεια στη χώρα μας, και πραγματοποιούνταν παλαιότερα, αν όχι εκτενώς, πάντως σε μεγάλο βαθμό. Ήταν μία πρακτική που εντασσόταν στο πλαίσιο άσκησης μιας παραδοσιακής πρακτικής, κατά την οποία ο Έλληνας δημιουργούσε τη φυσική σκιά των αρμυρικιών στις παραλίες για να προστατευτεί από τον έντονο μεσογειακό ήλιο, δεδομένου ότι η χρήση ομπρελών δεν του ήταν γνωστή ή οικεία.
Σε τούτο βοήθησε και το γεγονός της φυσικής παρουσίας του αρμυρικιού σε υγροτοπικά και αλοφυτικά περιβάλλοντα της χώρας, έτσι που ο Έλληνας να το θεωρήσει ως αυτονόητα ευρισκόμενο στις παραθαλάσσιες περιοχές, που είναι ή ήταν περιοχές της φυσικής παρουσίας του, και να το εισάγει εκεί. Βλέπουμε έτσι σε παραλίες της χώρας μας αρμυρίκια εν σειρά μεγάλης ηλικίας, δηλοποιώντας με την παρουσία τους την παλαιά, από χρόνων, φύτευσή τους, αποτελώντας οργανικό στοιχείο του παραθαλάσσιου χώρου.
Στο μυαλό μου έχει εγχαραχθεί η εικόνα των μεγάλης ηλικίας αρμυρικιών της παραλίας της Νέας Αγχιάλου Βόλου, του γενέθλιου τόπου, που εν σειρά καθ’ όλο το μήκος της κεντρικής παραλίας του οικισμού δημιουργούσαν ένα δασώδες σκιερό μέτωπο, στ’ οποίο κάθε καλοκαίρι βρίσκαμε σκιά ως παιδιά, αναλωνόμενοι επί ώρες στα θαλάσσια παιχνίδια μας –ήταν, πραγματικά, μια όαση το σκιερό περιβάλλον τους, που, όντας εγχαραγμένη η εικόνα του στο μυαλό μου, δεν μπορώ ν’ ανεχθώ την ομπρέλα της παραλίας με την τεχνητή, λειψή σκιά της! Μάλιστα, με εισήγησή μου, μετά από γνώμη που μου ζητήθηκε λόγω της επιστημονικής μου ιδιότητας πριν από χρόνια, τα αρμυρίκια της παραλίας της Νέας Αγχιάλου συμπληρώθηκαν με διπλή σειρά και φυτεύτηκαν στα κενά νέα, ενώ επεκτάθηκε η φύτευσή τους και κατά μήκος της ακτογραμμής, καλύπτοντας ακόμα μεγαλύτερη έκταση της παραλίας. Παράλληλα, περιποιήθηκαν και υποστηρίχτηκαν τα γηραιά δένδρα.
.
Μία παράδοση που εγκαταλείφθηκε
Η πρακτική της φύτευσης αρμυρικιών στις ελληνικές παραλίες, δυστυχώς διά των ετών εγκαταλείφθηκε, έχοντας η φυσική σκιά του δένδρου υποκατασταθεί από την τεχνητή της ομπρέλας. Νέες τέτοιες φυτεύσεις δεν πραγματοποιούνται ή πραγματοποιούνται σε μικρό βαθμό, άναρχα και τυχαία, κι όχι μεθοδευμένα και με επιστημονικό τρόπο, όπως θα έπρεπε, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι κατά περίπτωση οικολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Και τούτο πρέπει αρμοδίως να ιδωθεί, στα πλαίσια ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης των παραλιών μας, οι οποίες δεν αποτελούν μονάχα πεδία απόλαυσης των λουομένων, αλλά και λειτουργούντα φυσικά οικοσυστήματα. Υπογραμμίζεται δε ότι το αρμυρίκι (Tamarix) είναι δασικό είδος και προστατεύεται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
.
Φύση στην παραλία
Με την εισαγωγή των αρμυρικιών στο μέτωπο της παραλίας δημιουργείται ένα φυσικό περιβάλλον που συνέχεται με το θαλάσσιο. Πρόκειται για ένα οικοσύστημα φύσης στην παραλία, τo οποίο χαρακτηρίζεται από τις ιδιαίτερες κλιματοεδαφικές συνθήκες της παραθαλάσσιας περιοχής (αμμώδες έδαφος, έντονη αλατότητα, περιοδικοί ισχυροί θερμοί και υγροί θαλάσσιοι άνεμοι, ισχυρή ηλιοφάνεια κ.λπ.), που προσδίδουν την οριακότητα στη λειτουργία του.
Το συγκεκριμένο τεχνητό οικοσύστημα μπορεί να υποστηρίξει την υφιστάμενη φυσική αλοφυτική (μικρο)χλωρίδα και τη μικροπανίδα του παραθαλάσσιου μετώπου, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός συνθετότερου οικοσυστήματος, που προκύπτει με την εισαγωγή των αρμυρικιών. Βέβαια, τέτοιες ενέργειες εισαγωγής ενός είδους, που μπορεί να είναι αρμοστό στα συγκεκριμένα περιβάλλοντα πλην όμως μη φυόμενο φυσικώς σε αυτά, πρέπει να πραγματοποιούνται με τη δέουσα προσοχή και επί τη βάσει επιστημονικών κριτηρίων. Αυτό είναι κρίσιμο ώστε να μην υπάρξει διά της εισαγωγής αναπάντεχη διαταραχή και τυχόν οικολογική απώλεια ή υποβάθμιση (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αναπτύσσονται στην αμμουδιά τα κρινάκια της άμμου, όταν συγκροτείται εκεί αμμοθινική βλάστηση, όταν υφίσταται βιότοπος σπάνιας πανίδας, όπως της θαλάσσιας χελώνας, κ.λπ.)
Επιπροσθέτως, τα αρμυρίκια έχουν μηχανικό και σταθεροποιητικό ρόλο στα παραλιακά μέτωπα, συγκρατώντας με το ριζικό τους σύστημα το αμμώδες υλικό. Τέλος, με την υψηλή παρουσία τους ως φυσικοί φράκτες περιορίζουν τον άνεμο και την άμμο, όταν παρασύρεται από αυτόν, να επεκταθούν πέραν του πεδίου της παραλίας και να φτάσουν στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Σε αυτό το φυσικό σύστημα ο άνθρωπος βρίσκει ένα περιβάλλον καταφυγής κατά τις στιγμές της χαλάρωσης και απόλαυσής του ως λουόμενος. Πρέπει όμως να προσέχει να μη το θίγει με την παρουσία του, σε σχέση με τη λειτουργία του και τον οικολογικό του ρόλο, αποφεύγοντας ανοίκειες επεμβάσεις και ανάρμοστες συμπεριφορές.
Ευδοκιμεί κοντά στο αλάτι
Το αρμυρίκι (Tamarix) (αλλιώς: αλμυρίκι ή βρέζι ή αρμύρα ή μέρικος) είναι είδος αλόφυτου, δηλαδή φυτρώνει και ευδοκιμεί σε αλατούχα εδάφη. Βρίσκεται αυτοφυές σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου, κυρίως κοντά σε παραλίες, αλλά και σε όχθες ποταμών και σε ρέματα, των οποίων ο υδάτινος ορίζοντας είναι υφάλμυρος. Μπορεί, αναλόγως του είδους και των συνθηκών ανάπτυξής του, να είναι θάμνος, ημίδενδρο ή και δένδρο. Τα κλαδιά του, όταν ψηλώνουν πολύ, αποκτούν μεγάλο βάρος, και το φυτό γίνεται ασταθές λόγω του συνήθως αμμώδους εδάφους όπου αναπτύσσεται. Για το λόγο αυτό, καλόν είναι ν’ «ελαφρύνεται» η κόμη του από κλάδους (κομική αραίωση), με περιορισμένης έκτασης κλάδευμα.
.
Ως είδος αλόφυτου, το αρμυρίκι αντιδρά στην τοξική δράση των αλατούχων εδαφών με τους εξής τρόπους: 1) ελαττώνει την είσοδο των αλάτων, 2) επιλέγει ορισμένα μόνο ιόντα, και 3) δεν αποθηκεύει, αν και απορροφά, άλατα στον κυτταρικό χυμό του, αλλά τα εκκρίνει με πολυάριθμους αδένες. Γι’ αυτό, επάνω στα ταμαρικοειδή ή ταμαριδοειδή διακρίνονται κρυσταλλωμένα επανθίσματα αλάτων, τα οποία επιδρούν και από αυτή τη θέση στην απορρόφηση του νερού από το έδαφος. Επίσης, τα μικρά λεπιοειδή φύλλα του δεν χάνουν την υγρασία τους όταν το φυτό διαπνέει. Γενικότερα τα ταμαρικοειδή έχουν ανατομικές και μορφολογικές ομοιότητες με τα ξηρόφυτα.
Το αρμυρίκι προτιμά τα ηλιόλουστα μέρη και τα καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, όταν φύεται σε παράκτιες περιοχές, ενώ θέλει εδάφη με υγρασία, όταν φύεται στην ενδοχώρα. Γενικώς, προτιμά τα αμμώδη εδάφη. Έχει δυνατό ριζικό σύστημα και οι ρίζες του διακλαδώνονται, φθάνοντας σε μεγάλο βάθος. Τα κλαδιά του είναι λεπτά, με πολυάριθμα μικρά γκριζοπράσινα λεπιοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι πολύ μικρά, λευκά ή ρόδινα, και διατάσσονται σε μακριές ταξιανθίες βότρυς, που φύονται είτε στον κορμό είτε στα άκρα των κλαδιών και δίνουν την εντύπωση πλούσιου πτερώματος. Κάθε άνθος έχει 4-5 σέπαλα, 4-5 πέταλα και 4-10 στήμονες. Τα πέταλα και οι στήμονες εκφύονται από έναν σαρκώδη δίσκο. Ο καρπός είναι κάψα με πολυάριθμα σπέρματα. Κάθε σπέρμα έχει έναν θύσανο τριχών στο ένα άκρο του. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, καθώς και με μοσχεύματα.
Το αρμυρίκι είναι ελκυστικό και για τις όμορφες ανθοταξίες του, οι οποίες μοιάζουν σαν πλούσιο πτέρωμα. Είναι είδος που αντέχει στις αντίξοες καιρικές συνθήκες πολύ υψηλών ή ακόμα και χαμηλών θερμοκρασιών, δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από το έδαφος (ευδοκιμεί άνετα και σε πολύ φτωχά, άγονα και ξηρά εδάφη) και δεν προσβάλλεται από έντομα, μύκητες και γενικώς από ασθένειες. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στην ξηρασία, δεν το ενοχλεί η έλλειψη νερού, είναι επίσης εξαιρετικά ανθεκτικό στην αλατότητα του εδάφους και στον ψεκασμό του με θαλασσινό νερό, καθώς τα κύματα σκάνε στην ακτή. Μάλιστα, αυτός ο ψεκασμός με θαλασσινό νερό το ευνοεί. Είναι ανθεκτικό στους ψυχρούς και ξηρούς ανέμους, αλλά και ανθεκτικό στους ισχυρούς παράκτιους-θαλασσινούς ανέμους. Είναι, για τους λόγους αυτούς, ιδανικό φυτό για τη δημιουργία ανεμοφρακτών στις παραλίες.
Πηγή: Βιώσιμες Κυκλάδες
Kεντρική εικόνα: Σέριφος. [Photo by Reiseuhu on Unsplash]