Η πρόβα της παράστασης «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», δύο ημέρες πριν την επίσημη πρεμιέρα

Ειρήνη Δρίβα

απο Cyclades Open

Ήταν περίπου πριν ένα χρόνο, μετά την παράσταση της Πανούκλας, όταν η Σοφία Καραγιάννη μου εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να ανεβάσει το αυτοβιογραφικό έργο του Χρόνη Μίσσιου “…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”. Στη διαδρομή από το αυτοκίνητο μέχρι το θέατρο κι έχοντας στο νου μου όλες τις παραστάσεις της Ομάδας GAFF προσπάθησα να μαντέψω το σκηνοθετικό και δραματουργικό άξονα που θα κινηθεί η σκηνοθέτρια. Μπορεί οι φωτογραφίες των προβών να μας έχουν προϊδεάσει αλλά αυτό που συμβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου 104 δεν το περιμένει κανείς.

Το “…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς” κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Γράμματα και υπήρξε για ένα χρόνο πρώτο στις λίστες με τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω. Μια θέση που έχασε ένα χρόνο μετά από την “Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” του Μίλεν Κούντερα. Γραμμένο σε δεύτερο αφηγηματικό πρόσωπο εντάσσεται στη φόρμα της απομνημονευματογραφίας. Ο Μίσσιος ή Φάνης όπως ήταν το αντιστασιακό του όνομα μετεώρισε τα οδυνηρά χρόνια που πέρασε εξόριστος σε ζωντανό λογοτεχνικό λόγο. Το έργο από την πρώτη στιγμή κυκλοφορίας του αγαπήθηκε πολύ. Ο Χρόνης Μίσσιος δεν έγραψε ένα βιβλίο προπαγάνδας ούτε επιχείρησε να πλέξει το εγκώμιο κανενός. Και αυτό είναι κάτι που το κόμμα δεν του το συγχώρησε ποτέ. Στις τρακόσιες τριάντα σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας μοιράζετε όσα πέρασε στις φυλακές καταγγέλλοντας τόσο τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς υπάλληλους της Αριστερά. Τους επαγγελματίες “κουμουνιστές” που τόλμησαν να κρίνουν το αποτύπωμα ενός ανθρώπου που από τα δεκαέξι του χρόνια πάλευε για έναν κόσμο πιο δίκαιο και πιο όμορφο.

Φωτ.: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Η πρόβα

Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα στη σκηνή ήταν ένα οβάλ τραπέζι -σκηνική σύλληψη της Γεωργίας Μπούρδα- που πάνω του υπήρχαν σερβίτσια, ψωμί, κρασί και στη μέση μια κατσαρόλα. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Δημήτρης Μαμιός και ο Γιάννης Μάνθος κάθονται σε σταυροειδή διάταξη και όλο το έργο εξελίσσεται γύρω από αυτό το τραπέζι. Η Σοφία Καραγιάννη μου εξηγεί το συμβολισμό του «Tο τραπέζι μπήκε στην παράσταση από την πρώτη στιγμή. Ο Χρόνης Μίσσιος δεν ήταν μόνος του και έπρεπε να φέρουμε γύρω από αυτό το τραπέζι τους συντρόφους του για να τον επιβεβαιώσουν. Επίσης νομίζω πως ήρθε η ώρα να κάτσουμε σε αυτό το τραπέζι και να συζητήσουμε. Να κατανοήσουμε πως είμαστε από την ίδια πλευρά. Αν θέλουμε να δώσουμε μια κοινή μάχη οφείλουμε να καθίσουμε με καθαρή καρδιά σε αυτό το τραπέζι. Σκέψου τα οικογενειακά τραπέζια που όλη καθόμαστε και μιλάμε. Έτσι και τώρα πρέπει να βρεθούμε μεταξύ μας. Υπάρχει τεράστια ευθύνη στην Αριστερά και πρέπει να την αναλάβει».

Η Σοφία Καραγιάννη μαζί με τη σκηνοθεσία έχει κάνει και τη δραματουργική επεξεργασία και αυτό που καταφέρνει είναι ένας μικρός άθλος. Δεν είναι εύκολο να συμπυκνώσει κανείς το λόγο του Μίσσιου που είναι αυθόρμητος, παραληρηματικός κάποιες φορές. Η σκηνοθέτρια καταφέρνει χωρίς να περισσέψει τίποτα να βγάλει σκηνικό νόημα ζωντανεύοντας κάθε σπιθαμή αυτού του κειμένου. Σαν φαντάσματα οι σύντροφοι αλλά και οι βασανιστές κάθονται σε αυτό το τραπέζι και αναμετριούνται με το πολύ ή με το λίγο τους. Πρόσωπα που έρχονται και φεύγουν, τόποι και μνήμες όλα σε μια ψυχή. Ο συγγραφέας αγωνιά, δεν θέλει να ξεχαστούν αυτοί οι άνθρωποι ούτε και ό,τι συνέβη τότε. Όχι γιατί διεκδικεί δάφνες και παράσημα. Όχι, αυτά τα αφήνει για τους άλλους. Δικαιοσύνη ψάχνει και μια ελπίδα ότι στο τέλος ο άνθρωπος θα νικήσει. Αυτός είναι και ο πυρήνας που κινείται η παράσταση της ομάδας GAFF. Εξάλλου, το λέει και ο Μίσσιος μέσα από το ποίημα -Δ΄ Αργοναύτες- του Σεφέρη “Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη”.

Φωτ.: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Σκηνοθετικά όλα έχουν μια κυκλική ροή. Κάθε εξορία και μια μετακίνηση. Μέσα και έξω μας. Το κρασί με το ψωμί και στο βάζο δυο λουλούδια να αυθαδιάζουν μπροστά στην ασχήμια και να επιμένουν πως εμείς θα τα καταφέρουμε. Πάλι μιλάμε για το εμείς και αυτό μπερδεύεται με το ποιοι είναι στα αλήθεια οι άλλοι.

Η Σοφία Καραγιάννη έχει πάντα μια φροντίδα για τους συνεργάτες της. Τους προστατεύει. Από τον τρόπο που έξυπνα τοποθετούνται τα ρούχα πάνω στις καρέκλες για να κρύψουν τη γύμνια των ηθοποιών μέχρι το πως τους “καδράρει” σκηνοθετικά δίνοντας τους όσο χώρο χρειάζονται για να υπάρξουν ερμηνευτικά. Σε αυτό το έργο της βγήκε περισσότερη τρυφερότητα. Κι είναι περίεργο αν σκεφτεί κανείς τη σκληρότητα του κειμένου. Ίσως, είναι μια ανάσα φροντίδας σε ένα δεκαεξάχρονο αγόρι που είναι λες και του έπεσε ο κλήρος να σηκώσει πάνω του όλη την ευθύνη του κόσμου.

Έρχομαι στο τώρα και σκέφτομαι τους δικούς μας αγώνες και δεν μας βρίσκω πουθενά. Είναι φοβερό αυτό που μου λέει η σκηνοθέτρια «Όταν είσαι δεκαέξι δεν τον φοβάσαι το θάνατο. Εμείς τα κάναμε λίγο μαντάρα. Προσπαθούμε να αντισταθούμε, προσπαθούμε να σηκώσουμε ανάστημα αλλά μας έχει ισοπεδώσει η ίδια η εποχή. Αυτό που πιστεύω είναι πως οι αυριανοί δεκαεξάρηδες θα καθαρίσουν και για εμάς. Θα παλέψουν πιο καθαρά και με λιγότερες ιδεοληψίες. Πιστεύω πολύ στη γενιά που έρχεται. Δεν μπορεί να συνεχίσει ο κόσμος έτσι. Κάτι πρέπει να αλλάξει». Κάπως έτσι η Σοφία Καραγιάννη απαντάει στην ερώτηση μου «Γιατί τώρα αυτό το έργο;». Η απάντηση της έχει δοθεί ήδη επί σκηνής. «Αν όχι τώρα τότε πότε; Κοίτα γύρω σου. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που όλα έχουν διαλυθεί. Σκάνδαλα, διαφθορά, βρώμα και αδικία. Αντί να κάτσουμε και να βρούμε κοινή γλώσσα -με όλες τις διαφορές μας- τρωγόμαστε. Σαν να μην θέλουμε να βγούμε από αυτή τη κατάσταση. Ζούμε σε πολύ άσχημες και πονηρές εποχές και εμείς κοιτάμε ποιος είναι περισσότερο αριστερός. Δεν την χωρά ο νους μου τόση αδικία. Και ο Μίσσιος για αυτό φωνάζει για δικαιοσύνη».

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι από τους λίγους ηθοποιούς που πιστεύω βαθιά μέσα μου πως αγαπάει τόσο πολύ αυτό που κάνει. Για το ταλέντο του έχω μιλήσει κι άλλες φορές και ποτέ δεν έκρυψα την εκτίμηση μου. Βλέποντας τον στο ρόλο του Χρόνη Μίσσιου και γνωρίζοντας πως λίγο πριν έπαιζε το “Ημερολόγιο ενός Τρελού” απορώ με τα ψυχικά του αποθέματα. Θέλει ψυχή αυτός ο ρόλος. Ο Ιωσηφίδης όλους τους ρόλους τους βιώνει δεν τους ερμηνεύει απλά. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Δημήτρης Μαμιός και ο Γιάννης Μάνθος μεταμορφώνονται σε όλα τα πρόσωπα του έργου. Όλοι συνοδοιπόροι του Μίσσιου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και οι τρεις ηθοποιοί είναι παρόντες πάνω στη σκηνή και δεν εννοώ μόνο σωματικά. Οι ρόλοι τους απαιτούν σκηνική εγρήγορση, ταχεία ερμηνευτική όξυνση και άμεση συναισθηματική αποδέσμευση. Είναι σημαντικό ότι δεν κομπλάρουν μπροστά στο ιδεολογικό βάρος του συγγραφέα. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης υπάρχει πνευματικός κάματος και αυτό φαίνεται τόσο από τη σκηνοθεσία όσο και από τις ερμηνείες των ηθοποιών.

Φεύγοντας από το θέατρο η ώρα ήταν σχεδόν τρεις τα ξημερώματα και η σκέψη μου ήταν σε αυτό που μόλις είχα δει. Αυτά που περιγράφει ο Χρόνης Μίσσιος είναι σκληρά όχι μόνο γιατί γινόμαστε μάρτυρες των βασανιστηρίων και των διώξεων του. Είναι και η απογοήτευση που ένιωσε αυτός ο άνθρωπος. Δεν τον πρόδωσαν τα πιστεύω του, κάθε άλλο. Είναι οι άνθρωποι που φορούν τις ιδεολογίες και νομίζουν πως με αυτό τον τρόπο έχουν κάνει το χρέος τους στην ανθρωπότητα. Είναι εκείνοι που όταν πέθανε έγραψαν στις κομματικές φυλλάδες τους πως ο Μίσσιος «δεν στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων». Ο Μίσσιος που περίμενε κάθε ημέρα να τον πάνε για εκτέλεση κι ας ήταν μόλις δεκαέξι ετών παιδί. Μα είναι και κάτι ακόμα πιο σημαντικό και για αυτό η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη έχει ήδη νικήσει. Είναι η γλύκα που αισθάνεσαι, η παρηγοριά πως στο τέλος –όποτε κι αν έρθει αυτό και σε όποια μεριά του τραπεζιού μας βρει να καθόμαστε– θα δικαιωθεί ο άνθρωπος.

Πηγή: OLAFAQ

Δείτε επίσης