«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» – Κωστής Παλαμάς 13/1/1859 – 27/2/1943

απο Cyclades Open

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859. Το 1866 έμεινε ορφανός και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του. Εκεί έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή.

Σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Από 1879 αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου».

Το 1897 διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Την ίδια χρονιά εξέδωσε τη συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», ενώ το 1898, μετά τον θάνατο του γιού του Άλκη, δημοσίευσε τον «Τάφο».

Το 1904 κυκλοφόρησε την «Ασάλευτη Ζωή. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας», «Πολιτεία και Μοναξιά», «Οι Βωμοί», «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», «Η φλογέρα του Βασιλιά» και «Οι νύχτες του Φήμιου», έγραψε το θεατρικό έργο «Τρισεύγενη», διηγήματα όπως ο «Θάνατος του Παλληκαριού κ.ά., κριτικά δοκίμια, ενώ ήταν ο ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου».

Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της, ενώ το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943 και κηδεύτηκε την επόμενη ημέρα.

«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα» είπε ο Άγγελος Σικελιανός στην κηδεία του, που εξελίχθηκε σε αντιστασιακή εκδήλωση και απήγγειλε το ποίημα που έγραψε για τον Παλαμά:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,

Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας

που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,

πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς!”,

ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,

σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…

κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,

κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός

της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα

Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός

την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά

στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,

τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο

με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές

της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, 
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης

και με το καριοφίλι μου και με τ’ απελατίκι 
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,

και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα, 
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει 
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει

Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω, 
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, 
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!

Δείτε επίσης