Σάββας Τζακωνιάτης (1874-1955): Ο τελευταίος παραμυθάς του Φιλωτιού

του Εμμανουήλ Ιακώβου Ψαρρά «Γυμναστή»

απο Cyclades Open

(Αναδημοσίευση από τη σελίδα του Κωνσταντή Ψαρρά “Παλιό Φιλώτι”)

Στα χρόνια μου θυμάμαι καλά στο χωριό μας το Σάββα τον τελευταίο Παραμυθά που ήταν και ο μοναδικός ολόκληρης της Τραγαίας. Ήταν ένας άνθρωπος που πραγματικά έσταζε μέλι από το στόμα του, κι αγωνιζότανε να ζήσει μια γριά μάνα και μια αδερφή από μικρή παράλυτη, με τα πρωτάκουστα παραμύθια του.

Ήταν ένας άντρας ψηλός, μελαχρινός, πηγαιμένος μικρός στην Πόλη και μέχρι που πέθανε, γέρος πια, άσπρη τρίχα δεν είχε φανεί στο κεφάλι του. Όταν βάδιζε έπαιρνε μια ιδιότροπη στάση (με στητό το κεφάλι γερμένο λίγο προς τα πίσω, κοιτούσε μπρος και ψηλά στον ουρανό) ώστε ο κάθε καλός παρατηρητής να διακρίνει ολοκάθαρα, πως έβλεπε με το μυαλό του κι επικοινωνούσε με την άκρη της μαγκούρας του στο επίμονο ψαχούλεμα του δρόμου, που ήταν γεμάτος από πέτρες.

Ποτέ στα χρόνια μου δεν άκουσα να πέσει κάτω να χτυπήσει, είτε να ζητήσει τη βοήθεια από ανθρώπους που είχαν τα μάτια τους και περνούσαν από κοντά του, εκτός πια και πρωτοπερπατούσε έναν καινούργιο δρόμο. Θυμάμαι καλά όταν έγινε η Εθνική οδός Χαλκίου – Φιλωτίου – Απεράθου, μέχρι να συνηθίσει ο Σάββας του έφερνε μεγάλες δυσκολίες. Είχε χάσει τα σημάδια που τον βοηθούσαν στο περπάτημα και τον προσανατολισμό του, σε ποιο μέρος δηλαδή βρισκότανε.

Δίπλα στο τελευταίο σπίτι του χωριού (της Καλογριάς) στο δρόμο που πηγαίναμε αλετό στους ανεμόμυλους, είχε ένα μπαξεδάκι. Εκεί τον παρακολουθούσα μια φορά που τσάπιζε τις πατάτες του τόσο προσεχτικά πιάνοντας ρίζα – ρίζα, χωρίς να έχει πατημένη ούτε μια πατατιά. Ήτανε σαν να είχανε τα χέρια του μάτια, άμα έψαχνε να βρει τόπο να πατήσει το μετακινούμενο πόδι του, είτε να σκαλίζει με το τσαπούρι κάθε πατατιά ένα γύρο κρατώντας την με το άλλο.

Το σπίτι του Σάββα βρισκότανε στη βορειοδυτική άκρη του Κλεφάρου, στη Γωνιά, οπότε από εκεί τις καθημερινές κάθε καλοσυνάτο πρωινό με οδηγό τη βαριά του μαγκούρα (που είχε σίδερο για να μην καταστρέφεται στην κάτω της άκρη) έβγαινε από το σπίτι του μ’ ένα σακκούλι περασμένο στην πλάτη του. Και ξεκινούσε με τα ρυθμικά χτυπήματα της μαγκούρας (μπρος, δεξιά, αριστερά) κατέβαινε στο δρόμο των ανεμόμυλων κι έστριβε μετά, το κατηφορικό δρομάκι προς το Πλατύ Λάκκωμα, που τον έβγαζε στον ρυάκια του Τιμίου Σταυρού με προορισμό το Χαλκί.

Πολλές φορές με το επίμονο ψαχούλεμα σε μεγάλες πέτρες, ρίζες δέντρων και θάμνους, έβρισκε τα σημάδια του προσανατολισμού του κι όταν τον ρωτούσαμε που βρισκόμαστε, πάντοτε ήξερε που ακριβώς βρισκότανε. Η μεγάλη αυτή ικανότητά του (στην πορεία και στον προσανατολισμό του) προκαλούσε ερωτηματικά σε πολλούς ξένους και μερικοί λέγανε πως ίσως να έβλεπε λίγο. Εμείς όμως τα παιδιά που τον ξέραμε καλά το Σάββα τον Παραμυθά, βλέπαμε πως οι κόγχες των ματιών του ήταν σχεδόν άδειες από βολβούς, που λόγω της τύφλωσής του εκ γενετής είχαν απομείνει ατροφικοί.

Από τον Τίμιο Σταυρό έστριβε ο δρόμος προς Κεραμί και με ανώμαλα ανεβοκατεβάσματα από τούμπες και σκαλοπάτια έφτανε μπροστά στη μεγάλη κουντουριδιά, που ήταν η είσοδος του Κεραμιού από το Φιλώτι. Προχωρούσε πιο κάτω στην πιρνιά, που ήταν η είσοδος του Κεραμιού, από το Χαλκί κι έφτανε στην κεντρική πόρτα της αυλής του Ταξιάρχη. Από εκεί ο δρόμος τραβούσε ευθεία γραμμή βορινά και πριν να φτάσει στον ποταμό του Αρμπά (εκεί που είναι σήμερα η Γέφυρα του Μπαρότση) έστριβε αριστερά, κατηφόριζε ένα στενό νεροφαγωμένο δρομάκι κι έφτανε μπροστά στο νερόμυλο του Μπαρότση και το ποτάμι. Αυτό το εμπόδιο έπρεπε να περάσει που ήταν δύσκολο, όχι μονάχα για τον τυφλό, αλλά και για τον κάθε περαματάρη που είχε τα μάτια του. Από το διάβα του ποταμού ποτέ δεν απολείπανε τα νερά (το χειμώνα έτρεχε το ποτάμι και το καλοκαίρι κυλούσε ο μύλος) κι έκαναν πολύ δύσκολη τη διάβαση.

Σε όλο το πλάτος του ποταμού είχαν τοποθετημένες μέσα στο νερό μεγάλες ίσιες πέτρες που ξενέριζαν* δέκα εκατοστά, σ’ αυτές τις πέτρες έπρεπε να πατήσει και να διαβεί ο κάθε περαστικός, από εδώ έπρεπε να περάσει πηγαίνοντας και επιστρέφοντας κι ο Σάββας. Μόλις έφτανε μπροστά στο μύλο, έβρισκε το νερό και την πρώτη πέτρα, ψαχουλεύοντας με τη μαγκούρα την προσδιόριζε ένα γύρο, πατούσε απάνω με το ένα πόδι και μετά έφερνε κοντά και το άλλο και πατώντας μια – μια και τις υπόλοιπες περνούσε το ποτάμι κι έμπαινε μέσα στο χωριό των Ακαδήμων κι έφτανε στο Χαλκί που ήταν πιο κάτω*. Όταν γέρος πια, έγινε η Εθνική οδός Χαλκίου – Φιλωτίου –  Απεράθου ο Σάββας είδε κι έπαθε να προσαρμοστεί στον ίσιο και καθαρό από πέτρες δρόμο, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο νέο προσανατολισμό, μέχρι να βγει και να μάθει τα καινούργια σημάδια, στις άκριες του δρόμου από τη μια κι από την άλλη, όπως ήταν μαθημένος στην παλιά κακοστρατιά που ανεβοκατέβαινε.

Κάθε φορά, στο τέλος της διαδρομής του ο Σάββας πήγαινε χρόνια ολόκληρα στο συνηθισμένο του στέκι, που ήταν τα σκαλοπάτια της παλιάς εκκλησίας του Χαλκιού (της Πρωτόθρονου). Κάθιζε πάντα στο ίδιο κάθιστρο που ηταν ένα χοντρό μάρμαρο και για να γλιτώσει από την παγωνιά του, φύλαγε εκεί κοντά ένα μόνιμο μαξιλάρι (κουλούρα) το έβαζε και κάθιζε πάνω. Από την ώρα εκείνη, μέχρι το βράδυ που θα επέστρεφε στο σπίτι του, συνέχεια τον περιτριγύριζαν τα παιδιά για να ακούνε τα παραμύθια του και με την ανάλογη αλλαγή της φωνής του όλο τα ζωντάνευε. Κάθε άνθρωπος που τον πλησίαζε και του μιλούσε, από τη δεύτερη κιόλας συνάντηση τον αναγνώριζε από το χρώμα της μιλιάς του, χωρίς να κάνει ποτέ του λάθος, κι όταν τα παιδιά περνούσαν, τα γνώριζε από μακριά από τις φωνές και τα φώναζε πάντα με το μικρό τους όνομα: «Μιχαλάκη, Στέφο, Κώτσο, θα σας περιμένω μετά το φαί».

Το μεσημέρι, συνεννοημένα τα παιδιά μεταξύ τους, ένα τον αναλάμβανε και του έφερνε φαί από το σπίτι τους κι ένα άλλο, του έβαζε ένα καλοτυλιγμένο χαρτί με δεματάκι μέσα στο σακούλι του που είχε στην πλάτη του, για να έχει το βραδινό του άμα θα γύριζε. Για να μην χασομερήσουν από τις δουλειές τους, οι χωριανοί μας του δίνανε παραγγελιές για εμπόρους, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, είτε να ψωνίσει μικροπράγματα από το εμπορικό, φάρμακο από το φαρμακείο κι όλα με ακρίβεια τα έφερνε σε πέρας.

Εκεί κοντά στο Σάββα (τον τελευταίο χωριανό μας Παραμυθά) το 1920 – 1923 μαθητής του Ελληνικού Σχολείου, άκουσα πολλά παραμύθια του, αν τότε καταγραφότανε θα έβγαινε ένας μεγάλος τόμος. Στο ίδιο στέκι, με το ίδιο περιτριγύρισμα από παιδιά τον ξαναβρήκα το 1935 όταν γύρισα ως Γυμναστής στο Ημιγυμνάσιο Τραγαίας και πολλές φορές ανεβοκατέβαινα μαζί του, που καθόμουν στο Φιλώτι.

Κατάλαβα την αξία που είχαν τα παραμύθια του Σάββα, μαζί και τα τραγουδάκια του, δικά του ποιητικά κατασκευάσματα για τον πόλεμο του 1912 με ύμνους στους σκοτωμένους χωριανούς με πρώτο το Μιχαλάκη του Δημάρχου, τους βαριά τραυματισμένους σαν το Γιάγκο και τον Παλιομανώλη, κι όλα τους ψαλλότανε με ιδιαίτερη μελωδία. Έβαλα το μαθητή μου και πρόσκοπο Κώστα Πολίτη (εγγονό του γέρου Ψιλάκη) και μου έγραψε μερικά από τα τραγούδια του. Τα παραμύθια ήθελα να τα καταγράψω ο ίδιος, αλλά πριν τα καταφέρω ήρθε ο πόλεμος, κατοχές, πείνα και δυστυχία για όλους μας και περισσότερο ασφαλώς για το φτωχό Σάββα, που δεν ξανακατέβηκε στο Χαλκί από τότε κι όλα μπήκανε στην άκρη. Μετά την απελευθέρωση, όταν βρέθηκα μακριά από τη Νάξο, προσπαθούσα να ξαναθυμηθώ τα παραμύθια που άκουσα από το Σάββα, για να τα καταγράψω να μη χαθούν, αλλά στα 8-9 σταμάτησα γιατί ο χρόνος τα είχε σβησμένα από τη μνήμη μου.

*ξενερίζω: εξέχω από το νερό

*Το Χαλκί τότε ήταν το εμπορικό κέντρο όλης της  Ορεινής Νάξου. Έδρα των αρχών (Ειρηνοδικείου, Σχολαρχείου, Αστυνομίας, Τηλεγραφείου- Ταχυδρομείου, Συμβολαιογραφείων) έτσι θα περνοδιάβαινε κόσμος πολύς και πάντα κάτι θα περίσσευε για το φτωχό παραμυθά.

Δείτε επίσης