Σιδεράκια και καρφάκια!

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

Ο Παντελής, σηκώνεται κάθε μέρα πολύ πρωί. Ο ένας λόγος είναι ότι, όπως όλα τα παιδιά, έχει σχολείο. Κι επειδή είναι παιδί σοβαρό – καθότι “μεγάλος” τώρα πια στην τετάρτη -, εννοεί να είναι έτοιμος στην ώρα του. Και πάντα είναι.

Ο άλλος λόγος όμως που τον κάνει να αφήνει το κρεβάτι του νωρίς – νωρίς ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, είναι πως πιστεύει ότι χρόνος αυτός, του ύπνου δηλαδή, είναι χρόνος … “χαμένος”.

«Γιατί να κοιμάμαι ενώ υπάρχουν ένα σωρό εκπληκτικά πράγματα να κάνει κανείς;» είπε στη μαμά του μια Κυριακή πρωί που τον παρακαλούσε να χουζουρέψουν λιγάκι ακόμη. Η μαμά του απελπίστηκε. «Όλα τα παιδιά του κόσμου θέλουν να κοιμούνται μέχρι αργά, το δικό μου σηκώνεται από τα άγρια χαράματα!». Και τον άφησε στην ησυχία του.

Πράγματι, ο Παντελής πολύ σπάνια βαριόταν. Κι αν κανένας φίλος του έλεγε κάτι τέτοιο, τον κοιτούσε με απορημένο ύφος, λες κι ήταν άρρωστος. Πώς θα μπορούσε να βαρεθεί όμως; Έχει ένα σκύλο, μία γάτα, δύο καναρίνια και μπόλικα φυτά. Τα παιχνίδια του δεν χωράνε στο δωμάτιό του. Ο μεγάλος σιδηρόδρομος – αυτός που ανεβαίνει βουνά και λαγκάδια και περνάει ποταμάκια και κάνει στάση σε μια μεγάλη πόλη – είναι μόνιμα στημένος σε ένα από τα τραπέζια της βεράντας. Παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας – την οποία γρατζούνιζε με μανία πριν αποφασίσουν να του κάνουν το χατίρι να τα παρακολουθήσει. Και φυσικά αγγλικά. Και tablet. Το λατρεύει και το προσέχει σαν τα μάτια του. Να πάθει τίποτε το δώρο του Άη Βασίλη; Απαπα! Αν έχεις να ασχοληθείς λίγο με όλα αυτά, βάλε και τη μελέτη από πάνω, σίγουρα δεν προλαβαίνεις να βαρεθείς.

«Καημένα παιδιά» έλεγε ο Παντελής για τους φίλους του που δεν έχουν κατοικίδια, δεν τους ενδιαφέρουν τα τρένα, δεν φροντίζουν φυτά, δεν έχουν tablet.

Σηκωνόταν λοιπόν από τα άγρια ξημερώματα, για να προλάβει να τα ευχαριστηθεί όλα. Όσο περισσότερο γίνεται. Τρώει στα σβέλτα το πρωινό του, ενώ ετοιμάζει πρωινό και για τους υπόλοιπους μέσα στο σπίτι – κι εκτός από τους γονείς του έχει να φροντίσει για το σκύλο και τη γάτα, για τα καναρίνια και τον χοντρό γάτο της απέναντι γειτόνισσας – της κυρίας Φεβρωνίας – που λείπει στο χωριό της κι ανέλαβε τη φροντίδα του για λίγες μέρες.

Μετά … “στολίζεται”. Δε μένει με τις πιτζάμες ούτε την Κυριακή. Μπορεί να βάλει την πιο παλιά του φόρμα, που θα έχει σίγουρα και μερικούς λεκέδες που δεν έχουν βγει σε κανένα από τα τελευταία δέκα πλυσίματα, αλλά μια φορά θα είναι περιποιημένος. Δεν ξεχνά ποτέ να πλύνει τα δόντια του. Χτενίζει τα μαλλιά του. Αυτό όμως, είναι άδικος κόπος. Γιατί αυτά εξακολουθούν να πετάνε. Προς όλες τις κατευθύνσεις! Όταν ήταν πιο μικρός, αυτό τον ενοχλούσε αφάνταστα. «Γιατί να μην μπορούν να σταθούν πουθενά;» αναρωτιόταν. «Μοιάζω με το γάτο της κυρίας Φεβρωνίας που μόλις έχει καβγαδίσει!» Και δώσ’ του τα χτένιζε, τα κατάβρεχε, τα έστρωνε με σαλιωμένα δάκτυλα, τίποτε αυτά! Στο τέλος αποφάσισε να τα …. ανακατεύει αντί να προσπαθεί να τα τιθασεύσει. Μάλιστα! Μόλις τα έβλεπε να είναι στο κακό τους το χάλι, έβαζε τα δάκτυλά του με φόρα και τα ανακάτευε όσο περισσότερο μπορούσε! Έτσι τουλάχιστον είχε την ικανοποίηση πως το χτένισμά του, τα “καρφάκια” του,  ήταν ένα δικό του έργο κι όχι αποτέλεσμα της ξεροκεφαλιάς των μαλλιών του.

Στην αρχή όλοι γελούσαν με τα μαλλιά του Παντελή. Και δεν ήταν λίγοι οι συμμαθητές του που τον πείραζαν. Μα, τα κορίτσια φαίνεται τον βρήκαν κάπως γοητευτικό κι έτσι κόπηκε η κοροϊδία και … έγινε μόδα! Κανείς πια – στην τάξη του τουλάχιστον – δεν χτενιζόταν “παραδοσιακά”, με χωρίστρα και τα σχετικά, παρά ανακάτευαν τα μαλλιά τους και έκαναν διαγωνισμό μεταξύ τους για το ποιος έχει τα πιο χάλια μαλλιά!

Το μεσημεράκι λοιπόν, κι αφού είχε περάσει τη μέρα του ν’ ασχολείται με όλα τα πράγματα που του αρέσουν, έτσι, σε μια ώρα χαλαρή, και στα πλαίσια της συζήτησης «διάβασες; Ναι, από χθες; Θέλεις βοήθεια σε κάτι; Μπα, δεν είχαμε και τίποτε σπουδαίο», τσουουουπ! Του το πέταξαν :

«Αύριο το απόγευμα θα πρέπει να πάμε στον ορθοδοντικό», είπε η μαμά λες και μιλάει για το σουπερμάρκετ.

«Αααα…» έκανε ο Παντελής αδιάφορα, γιατί νόμιζε πως αυτό ήταν κάτι που αφορούσε τους γονείς του μόνο και όχι τον ίδιο.

«Οι τρεις μας», διευκρίνισε ο μπαμπάς

«Και τι είναι αυτός ο ορθοδοντικός;»

Η μαμά και ο μπαμπάς κοιτάχτηκαν. «Όταν κοιτάζονται μεταξύ τους, συμβαίνει κάτι σοβαρό και δεν ξέρουν πώς να μου το πούνε!», σκέφτηκε ο Παντελής. Την προηγούμενη φορά που το έκαναν αυτό ήταν τότε που ζητούσε επίμονα κι ένα χαμστεράκι, κι είχαν αποφασίσει πως άλλο κατοικίδιο δεν χωρούσε στο διαμέρισμά τους. Δεν είπε τίποτε όμως.

«Χμ…» . Ο μπαμπάς πήρε φόρα. «Είναι ένας οδοντίατρος που έχει ειδικευθεί στο να … χμ… ισιώνει, θα λέγαμε, τα δοντάκια που δεν είναι ακριβώς ίσια!»

«Κι είναι απαραίτητο αυτό να γίνεται;» ρώτησε ο Παντελής

«Ε, βέβαια!». Η σκυτάλη πέρασε στη μαμά. Αρκετά είχε δυσκολευτεί ήδη ο μπαμπάς, αν και ο Παντελής δεν ήξερε γιατί ακριβώς. «Τα ίσια δόντια δεν σου εξασφαλίζουν μόνο ένα υπέροχο χαμόγελο. Σου εξασφαλίζουν επίσης και γερά δόντια!»

«Και με μένα τι σχέση έχει αυτό;»

«Ε, πώς δεν έχει! Μερικά δοντάκια σου είναι στραβά! Να τα διορθώσουμε. Για να γελάς με την καρδιά σου και για να είναι γερά όλα σου τα δόντια στο μέλλον».

«Πονάει;» Αυτό μόνο τον ενδιέφερε τον Παντελή.

«Όχι φυσικά, διερευνητική επίσκεψη θα είναι, να μάθουμε τι πρέπει να γίνει, πότε, πόσο θα κοστίσει, τέτοια πράγματα»

«Ε, τότε να πάμε!» Χαράς το πράγμα! Γι’ αυτό αντάλλασσαν ματιές οι γονείς του;

Πήγαν λοιπόν. Ο Παντελής κάθισε φρόνιμα – φρόνιμα στην ψηλή καρέκλα κι ο γιατρός έψαξε με την ησυχία του ένα – ένα τα δόντια. Μετά άρχισε την “ενημέρωση”.  Άλλα δόντια είναι προς τα μέσα, άλλα πετάνε προς τα έξω, ανακατεμένα κι ατίθασα σαν τα μαλλιά του, αλλά όοοοχι! Δεν πρέπει να ανησυχεί, εύκολα διορθώνονται, και με μικρή ενόχληση, χωρίς πόνους.

Καλά τα έλεγε ο κύριος ορθοδοντικός. Καλά τα καταλάβαινε κι ο Παντελής. Ευχαριστημένοι ήταν από την εξέλιξη της επίσκεψης κι οι γονείς του. Μια βδομάδα μετά όμως, που ο Παντελής ξαναπήγε στον ορθοδοντικό για τα περιβόητα «σιδεράκια» που θα φορούσε κι είχαν την μαγική δύναμη να του ισιώσουν τα δόντια, ΤΟΤΕ έγινε χαμός!

«Και θα φοράω όλο αυτό το πράγμα στο στόμα μου; Θα ψευδίζω!» Επαναστάτησε.

«Μπα, την πρώτη μέρα μόνο, μετά συνηθίζεις!» είπε ο γιατρός

«Μα, τι να συνηθίσω; Αυτό δεν είναι σιδεράκι, αυτό είναι ολόκληρη πανοπλία των ιπποτών! Πώς θα το κουβαλάω αυτό πάνω στα δόντια μου;» Απορούσε.

«Θα έχει δύο μικρά στηρίγματα, να, εδώ, βλέπεις;» Ψύχραιμος ο γιατρός.

«Ναι, αλλά θα φαίνεται! Και μάλιστα πολύ! Θα με κοροϊδεύουν όλοι!» Ο Παντελής ήταν ένα βήμα πριν βάλει τα κλάματα.

«Όχι περισσότερο από ότι σε κορόιδεψαν για τα μαλλιά σου στην αρχή!» Η μαμά το είπε αυτό. Τώρα ήθελε να κλαίει περισσότερο ο Παντελής. Γιατί τότε, που ήταν πρωτάκι, δεν του άρεσε καθόλου που άκουγε ένα σωρό χαρακτηρισμούς για τα μαλλιά του. Τώρα, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα.

«Πόσο καιρό θα το έχω αυτό το πράγμα;»

«Θα το κοιτάζουμε σε τακτικά διαστήματα, θα το διορθώνουμε, και όταν έρθουν σε μια ευθεία τα δόντια σου, φυσικά θα το βγάλουμε!» Ο κύριος ορθοδοντικός είχε φορέσει το καλύτερό του χαμόγελο.

Τα «τακτικά διαστήματα» σήμαινε μία φορά το μήνα, αλλά κανείς δεν του έλεγε και πόσους μήνες. Απελπίστηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να μην ξαναμιλήσει σε κανέναν τους.

«Έλα, νεαρέ μου, δεν θα ήθελες ένα ωραίο χαμόγελο;» τον ρώτησε ο μπαμπάς το βράδυ, αφού είχαν περάσει όλοι ένα πολύ σιωπηλό – και μουτρωμένο για τον Παντελή – απόγευμα.

«Θα το ήθελα φυσικά, αλλά χωρίς να πρέπει να υποστώ όλο αυτό το βάσανο!»

«Πονάς;» ρώτησε η μαμά

«Όχι». Η καρδούλα του Παντελή πονούσε όμως. «Μου χαλάει τη φάτσα και τα κορίτσια θα νομίζουν ότι είμαι ούφο ρε μαμά!» παραπονέθηκε. Τώρα έκλαιγε μια χαρά.

«Αποκλείεται! Είσαι το πιο τρυφερό πλάσμα που υπάρχει στη γη! Την πρώτη μέρα θα σε ρωτήσουν – και μπορείς να τα φορτώσεις όλα σε εμένα που σε βασανίζω για την ομορφιά σου – και την επόμενη θα το έχουν ξεχάσει ήδη!»

«Δεν τις ξέρεις τι κατσίκες μπορούν να γίνουν! Θα μου κολλήσουν ένα σωρό παρατσούκλια!» Ποτάμι τα δάκρυα. Η μαμά τον πήρε αγκαλιά. Τουλάχιστον η μαμά τον αγαπάει ακόμη και με τα σιδεράκια και με τα ατίθασα μαλλιά και με τη λεκιασμένη φόρμα και με τα γρατζουνισμένα γόνατα.

«Ο σκύλος μας μήπως έπαψε να σε αγαπάει επειδή έβαλες σιδεράκια;» τον ρώτησε μαλακά. Κι ο Παντελής παραδέχτηκε πως ο Ράμπο, ο αγαπημένος του σκύλος, δεν έδωσε καμία σημασία στα σιδεράκια. Πριν προλάβει να απαντήσει όμως, η μαμά συνέχισε απτόητη: «Και μήπως η Ριρή δεν ήρθε στην αγκαλιά σου μόλις έκατσες στον καναπέ, εκλιπαρώντας για ένα χάδι;». Η γάτα του είναι η Ριρή. Ήταν κουλουριασμένη δίπλα του τόση ώρα. Όπως τον περισσότερο καιρό δηλαδή.

Παρηγορήθηκε κάπως. «Στο κάτω – κάτω», σκέφτηκε, «τα κακά παιδιά είναι πάντα κακά, κι αν θέλουν να σε πειράξουν και να σε στεναχωρήσουν θα το κάνουν,  είτε ωραίος είσαι είτε άσχημος. Κι εγώ είμαι μόνο … “προσωρινά” άσχημος …. Κι όχι εντελώς και τελείως άσχημος»

Πηγαίνοντας για ύπνο ένιωθε πως είχε στο στόμα του ένα ολόκληρο τραίνο κι όχι μια σειρά σιδεράκια που τα μισά δεν φαίνονταν κιόλας. Αλλά φαντάστηκε τον εαυτό του μετά από λίγο καιρό, που θα είχε ένα ωραίο “ορθοδοντικό” χαμόγελο και του άρεσε η ιδέα.  Θυμήθηκε και την θεία Μένη, αδελφή της μαμάς του, που της έλεγε κάθε φορά που παραπονιόταν για τις τόσες ώρες που “έχασε” στο κομμωτήριο: «μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος!». Τουλάχιστον αυτός δεν πονούσε!  Κάτι ήταν κι αυτό. Χα! Η μαμά μετά από τρεις ώρες κομμωτήριο γινόταν κούκλα, ο Παντελής μετά από μήνες που θα είχε τα σιδεράκια θα γινόταν στο τέλος … «ακαταμάχητος» ! Όταν σκέφτηκε αυτό το “ακαταμάχητος” σταμάτησε να στεναχωριέται.

Την άλλη μέρα προσγειώθηκε στο σχολείο φορώντας όχι μόνο τα σιδεράκια του αλλά και το καλύτερό του χαμόγελο! Έτσι, για να φαίνονται καλά – καλά, μην τύχει κανείς και δεν τα προσέξει!

«Έβαλες σιδεράκια;» Σιγά μη δεν το πρόσεχε η Ντίνα.

«Ωωωω, ναι!» της απάντησε με θάρρος ο Παντελής.

«Ήταν πολύ στραβά τα δόντια σου, ε;» επέμενε εκείνη.

«Όοοοχι! Αλλά να, σκέφτηκα πως έτσι θα γίνω ακόμη ομορφότερος, δε συμφωνείς;»

Μάλλον δε συμφωνούσε, αλλά δεν μπορούσε και να του το πει κατάμουτρα. Μα ο Παντελής ήταν αποφασισμένος να διασκεδάσει με την κατάσταση, κι έτρεξε να προλάβει και την Έλλη, καθώς έμπαιναν στην τάξη τους.

«Κοίτα, Έλλη! Με φόρτωσαν ένα σωρό σιδεράκια, αλλά λέει ο κύριος ορθοδοντικός πως μετά τα δόντια μου θα ισιώσουν και θα έχω το τέλειο χαμόγελο!»

Κι ενώ η μισή τάξη κι οι μισές δασκάλες είχαν στραφεί και τον κοιτούσαν, η Έλλη πανηγύρισε και του είπε θριαμβευτικά: «Τι καλά! Σου πηγαίνουν θαύμα, είναι ότι έλειπε από τα καρφάκια σου!» Επειδή δε όλοι γέλασαν με το αστείο της, συνέχισε, το ίδιο απτόητη με τη μαμά του : «Σιδεράκια και καρφάκια πάνε στα μοδάτα αγοράκια!» Μέχρι κι ο Παντελής γελούσε τρανταχτά με το στιχάκι της και ξέχασε το … “τραίνο” που είχε μέσα στο στόμα του!

«Τι έγινε στο σχολείο;» ρώτησε με περιέργεια η μαμά, όταν γύρισε σπίτι. Δεν της έμοιαζε να έχει περάσει δύσκολη μέρα.

«Αααα, τίποτε μαμά, τώρα πλέον είμαι για τα κορίτσια α-κα-τα-μά-χη-τος! Τα σιδεράκια έχουν μεγάλο σουξέ! Μεγαλύτερο κι από τα μαλλιά μου!» απάντησε ο Παντελής και πήρε το λουρί του Ράμπο να τον πάει βόλτα, αφήνοντας τη μαμά να μένει με τις απορίες της ….!

📸Unsplash

Δείτε επίσης