Στέλιος Μάινας: «Οι γυναίκες είναι αυτάρκεις οργανισμοί, ενώ εμείς οι άντρες είμαστε…ελαττωματικοί από τη φύση μας»

Παρή Σπίνου

απο Cyclades Open

Εκπληκτικός ηθοποιός στο δράμα και στην κωμωδία, στο θέατρο, το σινεμά, την τηλεόραση, δημοφιλής κι αναγνωρίσιμος, μα χαμηλών τόνων, ο Στέλιος Μάινας επιστρέφει στη σκηνή μετά το Πάσχα και συγκεκριμένα στο «Πορεία» με το νέο έργο της Ανθής Τσιρούκη «Leibor» που σκηνοθετεί η Εμιλυ Λουίζου.

Πριν από αυτό, όμως, μας παραδίδει το δεύτερο συγγραφικό του έργο, περνώντας από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα. Στο μυθιστόρημα «Να θυμηθώ να παραγγείλω» που μόλις κυκλοφόρησε από το «Μεταίχμιο», θίγει ένα θέμα-ταμπού που δημιουργεί διχογνωμίες: την ευθανασία.

Ηρωίδα του είναι μια 45χρονη γιατρός που οδηγείται στη φυλακή κατηγορούμενη για ενεργητική ευθανασία και σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται την πορεία της, με όλες τις ήττες και τις νίκες, με φόντο την Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 και του σήμερα.

«Το γράφω δέκα χρόνια τώρα, αλλά πριν από έξι μήνες αποφάσισα να βάλω τελεία», μας λέει ο Στέλιος Μάινας, ο οποίος είχε κάνει το συγγραφικό του ντεμπούτο το 2010 με τη συλλογή διηγημάτων «Τα φαινόμενα απατούν» (εκδ. Καστανιώτη).

«Πάντα με φόβιζε η μεγάλη φόρμα γιατί μου φαινόταν χαοτική. Αυτό από τη μια είναι τρομακτικό, από την άλλη απελευθερωτικό. Διότι αν ξεπεράσεις τον φόβο του εύρους σού δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα να επικοινωνείς με τον κόσμο και πιο συμβολικά. Αυτό προσπαθώ να κάνω μέσα από το βιβλίο αυτό. Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω… Οσο περνούν τα χρόνια λιγότερα ξέρω για τον εαυτό μου, έχω περισσότερες ανασφάλειες για το ποια είναι η πραγματικότητα, γι’ αυτό κι εγώ διερωτώμαι μαζί με τον αναγνώστη μου».

Αφετηρία για το «Να θυμηθώ να παραγγείλω», όπως εκμυστηρεύεται, ήταν η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, τον οποίο θεωρεί «προσωπικό ποιητή» του. «Εχω καταφύγει στη “Φόνισσα” επανειλημμένως από τα γυμνασιακά μου χρόνια αλλά την τελευταία δεκαετία κατάλαβα στην πραγματικότητα το περιεχόμενο.

Μάλλον την τελευταία δεκαετία κατάλαβα τον Παπαδιαμάντη, ο οποίος δεν είναι απλώς ένας ηθογράφος… Κατάλαβα την απεγνωσμένη κραυγή του μέσα από το έργο του, την αγωνία του για κοινωνική δικαιοσύνη, τον εσωτερικό του αναρχισμό να μην υπακούει στους κανόνες, την αγάπη του για τον άνθρωπο…».

● Με το μυθιστόρημά σας θίγετε ένα ευαίσθητο θέμα, την ενεργητική ευθανασία.

Είναι μεγάλο ζήτημα -νομικό, ηθικό, κοινωνικό κατά κύριο λόγο- που έχει απασχολήσει τις δυτικές κοινωνίες τρομερά. Φανταστείτε ότι σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση μόνο τρία κράτη έχουν νομιμοποιήσει την ευθανασία. Κάτι σημαίνει αυτό. Ισως ότι διαταράσσεται μια γωνία της κανονικότητας της ζωής. Και ίσως έχουν δίκιο. Ποιος έχει δικαίωμα στη ζωή; Από την άλλη, ο πόνος ο σωματικός δεν είναι κάτι πεπερασμένο, πώς να τον διαχειριστείς;

Στο μυθιστόρημά μου η ηρωίδα εκτελεί ενεργητική ευθανασία με τη συνδρομή του ίδιου του ασθενούς, υπάρχει συναίνεση. Ασκεί ένα επάγγελμα στο οποίο πολύ εύκολα μπορείς να αποπροσανατολιστείς σχετικά με τον ρόλο σου. Και η γιατρός αυτή αποπροσανατολίζεται έχοντας την πεποίθηση ότι πράττει το σωστό.

● Συχνά αντιμετωπίζουμε τους γιατρούς σαν μικρούς θεούς.

Δεν μπορείς να ασχοληθείς με αυτό το επάγγελμα επεμβατικά, δηλαδή επεμβαίνοντας ριζικά στη ζωή των ανθρώπων, εάν δεν έχεις ένα μικρό κομματάκι αυτής της θέωσης, ότι δηλαδή υποκαθιστάς ένα κομμάτι της φύσης.

● Γιατί επιλέξατε γυναίκα ηρωίδα;

Καταρχάς υπάρχει πάντα στη συγγραφή το alter ego σου. Διάλεξα γυναίκα για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ήθελα να ταυτιστώ με τον ήρωά μου εξωτερικά και να μπορώ να έχω μια απόσταση από αυτόν. Δεύτερος λόγος, οι γυναίκες έχουν φτιαχτεί από τη φύση να εμπεριέχουν τα πάντα. Είναι δηλαδή αυτάρκεις οργανισμοί, ενώ εμείς οι άντρες είμαστε… ελαττωματικοί από τη φύση μας.

● Καθώς η ηρωίδα σας κάνει τον απολογισμό της ζωής της, ήταν μια αφορμή για τον δικό σας απολογισμό, της γενιάς σας;

Πιστεύω ότι η δική μου γενιά έχει προδώσει τη νεότερη γενιά και στο βιβλίο ήθελα μέσω της ηρωίδας μου να ζητήσω συγγνώμη από τους νεότερους για όσα δεν κάναμε γι’ αυτούς. Δεν έχουμε τι να πούμε στους νεότερους, τους έχουμε επιφυλάξει ένα πολύ δυστοπικό περιβάλλον.

Ξέρετε, εμείς έχουμε ένα κόμπλεξ απέναντι στους πατεράδες και στις μανάδες μας, που έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρασαν διά πυρός και σιδήρου, ενώ η δική μου γενιά, τουλάχιστον, έζησε μια εποχή «ευμάρειας» και μιας εικονικής πραγματικότητας. Οταν δηλαδή πιστέψαμε ότι βρισκόμαστε σε μια άλλη κοινωνία και σε μια άλλη πατρίδα.

● Είναι αργά να επανορθώσουμε;

Οπως πάντα, η νεότητα ζητάει απεγνωσμένα φάρους, κάπου να πιαστεί, ζητάει αξίες. Δώσε στους νέους αξίες και πιστεύω μπορούν να κάνουν τα πάντα. Από τη φύση τους οι νέοι έχουν απίστευτη δύναμη επιβίωσης και αστείρευτη μαχητικότητα. Αυτό που κάνουμε εμείς οι μεγαλύτεροι είναι να κλαδεύουμε αυτή τη δημιουργικότητά τους. Το ότι η νεολαία μας σε ένα μεγάλο ποσοστό εκπατρίζεται είναι μια δική μας ήττα.

Εμείς στα 18 μας χρόνια είχαμε έναν Μάνο Χατζιδάκι, έναν Μίκη Θεοδωράκη, έναν Οδυσσέα Ελύτη, ήταν στη ζωή μας παρόντες και δημιουργικοί, ήταν στηρίγματα. Υπήρχε ο απόηχος του Μάη του ’68 στις τέχνες, παντού, ήταν τόσο εν βρασμώ δημιουργικότητας ο κόσμος που δεν υπήρχε περίπτωση, ακόμα κι αν ήσουν αδιάφορος, να μην εισπράξεις ένα κομμάτι της. Εδώ τώρα οι νέοι είναι υποχρεωμένοι να στραγγίξουν από μικρά αποθέματα δροσιάς τη δική τους δημιουργικότητα και να την αυξήσουν αν θέλουν να επιβιώσουν. Αυτό είναι το δυστύχημα.

● Οι πολιτικοί δεν έχουν ευθύνη;

Η πολιτική δεν είναι κατεύθυνση, είναι ο αντικατοπτρισμός μιας κοινωνίας που αφέθηκε. Ας μην ξεχνάμε, αν θέλετε, η μεγάλη τροπή προς τα κάτω ξεκίνησε από μια μεγάλη Αλλαγή, εννοώ πολιτική, δηλαδή από το ’81 και μετά. Για να το πω νομοτελειακά, από εκεί που ξεκινάνε οι μεταρρυθμίσεις, οι αλλαγές προς το καλύτερο, μέσα τους, από τη φύση τους εμπεριέχουν το τέλος, την πτώση.

Επομένως όπως μάθαμε από τους δασκάλους μας, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η δημοκρατία είναι ένα πολύ ευαίσθητο πολίτευμα, θέλει καλλιέργεια και προστασία. Διαρκώς. Δεν υπάρχει κατάκτηση στη δημοκρατία, υπάρχει διαρκής αγώνας. Χρειάζεται διαρκής ανανέωση. Παρατηρώ ότι οι κοινωνικές μας κατακτήσεις χρόνο με τον χρόνο άρχισαν να φθίνουν, να γίνονται πιο δυσδιάκριτες, πλέον φτάσαμε σε ένα σημείο να γυρίσει το κοντέρ στο μηδέν και πρέπει να ξαναρχίσουμε να διεκδικούμε τα αυτονόητα.

● Συγγραφή και θέατρο για εσάς είναι αλληλένδετα;

Σαφέστατα. Εμείς στο θέατρο ερχόμαστε σε επαφή με κείμενα, με την τεχνική της συγγραφής, βλέπουμε δηλαδή πώς γράφουν οι συγγραφείς και ο θεατρικός διάλογος είναι η καθημερινή μας τριβή. Ετσι μπορούμε να διαγνώσουμε τα σωστά ή όποια άλλα στοιχεία του θεατρικού κειμένου και αν περνάει στο κοινό. Επομένως οι ηθοποιοί έχουν κάποια σχέση με την αφήγηση, τη συγγραφή.

● Τι σας προσφέρει το θέατρο και τι η συγγραφή;

Το θέατρο σου προσφέρει ένα ανεπανάληπτο κομμάτι, την επαφή με το κοινό άμεσα, δηλαδή ζωντανά, αυτή είναι η μεγάλη του μαγεία. Η σκέψη του θεατρικού συγγραφέα διυλίζεται μέσω του ηθοποιού και καταλαβαίνεις αν αυτή περνάει στο κοινό μαζί με το δικό σου προσωπικό σχόλιο. Γιατί ο θεατής εισπράττει και ένα κομμάτι από τον ηθοποιό. Ενα μικρό κομματάκι από την προσωπικότητά μας μεταφέρεται στο κοινό, γι’ αυτό βλέπεις αν μας θέλει ή δεν μας θέλει ο κόσμος. Είναι μια απόλαυση και επικοινωνία που δεν αναπληρώνεται με τίποτα άλλο.

Ομως η συγγραφή έχει κάτι πραγματικά μοναδικό κι όταν γράφεις μόνος κι όταν σε διαβάζει μόνος ο αναγνώστης, με άλλα λόγια έχει τη μορφή της δημόσιας και συγχρόνως ιδιωτικής εξομολόγησης. Ενα μυστικό που μοιράζεται με καθέναν χωριστά ο συγγραφέας.

 Μέσα στους περιορισμούς της πανδημίας σάς έλειψε το θέατρο;

Δεν θέλω να σας πω ψέματα, όχι, δεν μου έλειψε. Νιώθω πλήρης άνθρωπος, δεν έχω απωθημένα. Ο καιρός της πανδημίας ήταν χρόνος αναπροσαρμογής γιατί κάνουμε ένα επάγγελμα τροχάδην, με αποτέλεσμα να μη μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε καθαρά κάποια πράγματα λόγω της ταχύτητας. Ο αναγκαστικός εγκλεισμός, λοιπόν, αν κάτι είχε θετικό για έναν ηθοποιό, ήταν να του δοθεί η δυνατότητα να ξαναγυρίσει σε μια ανάγνωση του εαυτού του. Να δει πού είναι, τι έχει κάνει στη ζωή του, στη δουλειά του και προς τα πού πάει. Γιατί ο ηθοποιός δεν είναι απλώς μεταφορέας ενός μηνύματος, είναι επεξεργαστής των μηνυμάτων.

Βεβαίως, ο εγκλεισμός με άφησε μακριά από φίλους και γνωστούς, με έκλεισε στο σπίτι, αλλά έκανα απολογισμό της δουλειάς μου. Βεβαίως, από οικονομικής άποψης ήταν δύσκολα, ένα δράμα που βιώνουν όλοι οι καλλιτέχνες, όλη η κοινωνία. Αλλά κάτι αχνοφαίνεται… Ελπίζουμε ότι δεν θα ξανακλείσουν τα θέατρα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών/Παρή Σπίνου
📸 Μάριος Βαλασόπουλος

Δείτε επίσης