«Στη χώρα του Χωσέ»: Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος παρουσιάζει το βιβλίο του στο BIOS

απο Cyclades Open

Το Reporters United και το BIOS σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου Στη χώρα του Χωσέ (εκδ. Key Books). Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου, στις 20:00, στον πολυχώρο BIOS, αίθουσα Cinematheque (Πειραιώς 84, Αθήνα).

Ο συγγραφέας του βιβλίου και δημοσιογράφος του Reporters United Θοδωρής Χονδρόγιαννος θα συζητήσει με τη δημοσιογράφο Αναστασία Γιάμαλη, ενώ θα ακολουθήσει ανοιχτή συζήτηση με το κοινό. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για την παρουσίαση στην εκδήλωση στο Facebook. To βιβλίο είναι διαθέσιμο εδώ.

Η Χώρα του Χωσέ σε πρώτο πρόσωπο

Το βιβλίο Στη χώρα του Χωσέ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα ζόρια του φαντάρου στη θητεία. Και στηλιτεύει τα κακώς κείμενα του στρατιωτικού κατεστημένου. 

Όλα ξεκίνησαν την άνοιξη του 2021, με το χαρτί του στρατού στο σπίτι. Ήταν, λέει, η ώρα μου να το ρίξω στις σκοπιές και τις αγγαρείες για χάρη του τόπου. Κατάταξη, λοιπόν, στη Θ(λ)ήβα. Μετάθεση στη Χίο. Κι έπειτα αποστολή στις Οινούσσες. Στην ανατολική πινέζα του χάρτη. Σε θέσεις μάχης. Με γεμάτα όπλα. Έτοιμοι -και καλά- να σκοτωθούμε. 

Ο αναγκαστικός αποχωρισμός της ζωής μου με έθεσε σε έντονη ψυχική δοκιμασία. Ξαφνικά, έπρεπε να μάθω να μην είμαι εγώ. Να μη ζω τη ζωή μου, αλλά τη ζωή κάποιου άλλου. Πλάι σ’ άλλα φαντάσματα σε παραλλαγή. Τέλος η δουλειά μου, οι φιλίες μου, οι γάτες μου. 

Απ’ τον πολιτικό βίο μου γλίτωσε μόνο ένα πράγμα: Το γράψιμο. Γι’ αυτό κι απ’ το ξημέρωμα της κατάταξης άρχισα να βγάζω έναν κάλο στον δείκτη του δεξιού μου χεριού. Όχι απ’ τη σκανδάλη, αλλά απ’ το στανιό ν’ απλώσω στο χαρτί τα βιώματα και τα συναισθήματά μου, τις μεταπτώσεις με τις οποίες με αντάριαζε το φανταρικό. Το γράψιμο -μέσα απ’ την καθαρτική, εξομολογητική του δύναμη- έγινε ο δικός μου τρόπος για να επιβιώσω απ’ την ταλαίπα της θητείας: το μάντρωμα, τη στέρηση της σάρκας, το γερμανικό, την αϋπνία, τους στρατόκαυλους αξιωματικούς, την οιονεί ανυπαρξία ενός νεκρού πολίτη που στωικά καρτερεί τη νεκρανάστασή του. 

Όταν έφτασε η ώρα να το κόψω για την ευχή της Παναγίας, με τ’ απολυτήριο στα χέρια και τα όνειρα αμολημένα, έπιασα να ξεσκαρτάρω τις καλικατζούρες μου, για να τις κάνω μια διαβαστερή αφήγηση της περιπέτειας ενός άσημου πεζικάριου, παγιδευμένου στην ακατάπαυστη εναλλαγή μεταξύ του κωμικού και του τραγικού που επιφυλάσσει στα τέκνα της πατρίδας ο ελληνικός στρατός.

Όμως, η έγνοια μου δεν ήταν μόνο να τη βγάλω καθαρή μέχρι τη θεοποιημένη Ροζαλία (το απολυτήριο, όπως αποκαλείται στη φανταροσλάνγκ). Ήταν και να καταγράψω όσα κακώς κείμενα βίωσα: τη βυσματοκρατία, τα τρελόχαρτα, την κακή εκπαίδευση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, τις καταγγελίες για επαναπροωθήσεις προσφύγων, την ομοφοβία, τον σεξισμό, την έχθρα απέναντι σε ό,τι αποσκιρτά απ’ το συντηρητικό τοτέμ του λευκού στρέιτ χριστιανού ορθόδοξου Έλληνα. Το έκανα για όσους απολυμένους θέλουν να ψηλαφίσουν το παρελθόν τους. Για όσους νεοσύλλεκτους θέλουν να γραδάρουν το μέλλον τους. Για όσες κι όσους, εντός και εκτός παραλλαγής, πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το πώς ο στρατός θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά του.

Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα εκτενές γλωσσάρι, που εξηγεί όσες λέξεις χρησιμοποιεί ο αφηγητής απ’ την αργκό της θητείας. Κοσμείται, επίσης, από ένα επίμετρο του συγγραφέα Χριστόφορου Κάσδαγλη, δημιουργού του διάσημου φανταρικού βιβλίου Απολύομαι και Τρελαίνομαι (εκδ. Καστανιώτη) και της εξίσου δημοφιλούς στήλης «Φαντάρε πού πας;» στην Ελευθεροτυπία.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Κοιτάζω το αγουροξυπνημένο μου πρόσωπο στον καθρέφτη. Τι έχει απομείνει απ’ τη ζωή μου; αναρωτιέμαι. Σχεδόν τίποτα, τα περισσότερα τα ’χει ήδη σαρώσει ο στρατός. Νομίζετε ότι υπερβάλλω; Σκεφτείτε ότι, πριν καλά καλά πατήσω το πόδι μου στο στρατόπεδο, η θητεία σκότωσε το μεροκάματό μου. Φρέναρε τα γραψίματά μου. Πάγωσε τις σχέσεις μου. Έκοψε με την ψιλή τα μαλλιά μου. Ακόμα και το βλέμμα μου το ’κανε λιγότερο σίγουρο. Το μόνο που άφησε όρθιο είναι το μουστάκι μου. Έτσι κι εγώ τώρα, στο ύστατο κόντρα ξύρισμα, το φροντίζω και με το παραπάνω, να το ’χω να το στρώνω με τα δάχτυλα, για να θυμάμαι πού και πού ότι, εντάξει, δεν πέθανα τελειωτικά ακόμα. Και τ’ αφήνω όσο πιο παχύ και μακρύ μπορώ, παίζοντας με τα όρια του προβλεπέ, μπας και σώσω οτιδήποτε απ’ τον εαυτό μου… αν σώζεται. 

Ρε, είσαι σίγουρος; Μήπως να μην;… ρωτάει μια φωνή μέσα μου. Όμως, δεν είναι ώρα για αμφιβολίες. Οι αρχές μου πήραν τις αποφάσεις τους. 

Αποχαιρετώ τον πάλλευκο γάτο μου και βγαίνω έξω. Δεν κοιτάζω πίσω – λέξη απεχθής στη στρατιωτική ορολογία. Βαθιά ανάσα και μόνο μπροστά.

Δείτε επίσης