Παλιό Φιλώτι: Η σημασία των κουδουνιών για τον βοσκό και τη μάντρα

Το Παλιό Φιλώτι

απο Cyclades Open

του Εμμανουήλ Ιακώβου Ψαρρά “Γυμναστή”

Η σελίδα Το παλιό Φιλώτι του εκπαιδευτικού Κωνσταντή Αντ. Ψαρρά πάντα φιλοξενεί κομμάτι της παράδοσης του Φιλωτιού, ιστορίες περασμένων χρόνων και κυρίως φωτογραφικό υλικό που ο ίδιος έχει φροντίσει να διασώσει και να δημοσιεύσει με την άδεια και την παραχώρηση των ιδιοκτητών, αλλά και να εμπλουτίσει με στοιχεία από τα αρχεία του χωριού που αφορούν ιδιότητα, ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, παρωνύμια και άλλες πληροφορίες.

Στην παρούσα ανάρτηση την τιμητική τους έχουν τα κουδούνια. Ποιο ζώο φοράει ποιο κουδούνι και γιατί, πότε το βάζει πότε βγαίνει και πότε το κοπάδι θρηνεί για τον θάνατο του βοσκού και πως καταλαβαίνει κανείς ποιανού είναι το κοπάδι απ’ τον ήχο των κουδουνιών που αντηχούν στις πλαγιές.

Τα κουδούνια έχουν την τιμητική τους τις Απόκριες καθώς είναι οι πρωταγωνιστές σε Φιλώτι και Απεράθου στα αποκριάτικα δρώμενα. Ζωσμένοι οι βοσκοί και τα βοσκοκόπελα με τα κουδούνια δημιουργούν έναν εκκωφαντικό θόρυβο ξορκίζοντας το κακό και καλωσορίζοντας την Άνοιξη. Οι Κουδουνάτοι αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο στα έθιμα της Νάξου.
Ας δούμε όμως τι είναι τα ίδια τα κουδούνια και την σημαντικότητά τους όπως αυτή έχει καταγραφεί από τον Φιλωτίτη Εμμανουήλ Ιακώβου Ψαρρά “Γυμναστή”.

“Η σημασία του κουδουνιού για το βοσκό και το κοπάδι, ήτανε κάτι που εμείς σήμερα δεν μπορούμε να τη φανταστούμε. Τα περισσότερα κουδούνια, όχι μονάχα του χωριού μας, αλλά και της Νάξου ολόκληρης γινότανε από Φιλωτίτες μαστόρους.

Οι τελευταίοι που φημιζότανε για τη δουλειά τους ήτανε ο Μαστοράκης, ο Παριανός, ο Κουραής κ.ά. Τα κατασκευάζανε με λαμαρίνα λυγίζοντας την με σφυροκόπι (ζεστή και κρύα) επάνω στο αμόνι και με καλούπια, μέσα, για να δώσουνε να πάρει το σχήμα του κουδουνιού που θέλανε. Στη συνέχεια το περτσινώνανε, έπειτα κολλούσαν επάνω κομματάκια χαλκού, τα σκεπάζανε με πηλό (τα κουδούνια) και τα έχωναν καλά μέσα στη δυνατή φωτιά του καμινιού, που δυνάμωνε με το δούλεμα του φυσερού. Εκεί μέσα γινότανε το λεγόμενο γάνωμα της λαμαρίνας με τον χαλκό, που της έδινε το αλλιώτικο χρώμα, τον ήχο και την αντοχή, φυλάγοντας την από τη σκουριά και το τρύπημα. Εκτός όμως από τα ντόπια κουδούνια, στον τόπο μας φέρνανε οι βοσκοί τα παλιά χρόνια και διαλεχτά ξένα κουδούνια (Μπούκες, Καμπανέλια για πρόβατα και κατσίκια) από την Αθήνα, την Κρήτη, αλλά και την Πόλη και την Σμύρνη.

Ακόμα όπου κι αν υπηρετήσανε ψηλοχωριανοί στρατιώτες, στην Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη και Μικρά Ασία, αγοράζανε και το περισσότερο κλέβανε, ξεκουδουνώνοντας τα κοπάδια της περιοχής που υπηρετούσαν κι φέρνανε στην Αξά «ναμιλήδικα κουδούνια» κουδούνια που’ χαν αφήσει όνομα. Για τα αποκτήματα τους αυτά ήτανε περήφανοι, πως πλουτίσανε τις αρμαθιές τους, αλλάζανε τη μουσική του κοπαδιού τους κι εντυπωσίαζαν γνωστούς και φίλους και κάνανε να ζηλεύουν οι εχθροί.

Πολλές φορές ένας βοσκός μπορούσε να πουλήσει το κοπάδι του (να ξεβοσκήσει) όμως ποτέ του δεν πουλούσε τα κουδούνια του, το είχε σε κακό, εκτός κι αν δώριζε κανένα αχαμνό σε καινούργιο νοικοκύρη βοσκό. Έτσι μέσα στο κελάρι του κάθε βοσκού, κρεμότανε στην αράδα δυο- τρεις αρμαθιές ασήκωτες από κουδούνια. Σύμφωνα με το έθιμο τις Απόκριες τα δίνανε σε κανένα δικό τους άμα ντυνότανε κουδουνάτος και την Καθαρά Δευτέρα πρωί- πρωί (αν δεν υπήρχε πένθος) βγαίνανε οι αρμαθιές επάνω σ’ ένα ψηλό δώμα, για να τις χτυπήσουνε, να τα ξεσκουριάσουνε όπως έλεγαν και ν’ ακουστούνε.

Ακόμα πολλές φορές τα βγάζανε τις νύχτες, για να χτυπήσουν τα κούρταλα (να διαπομπέψουνε) κανένα χωριανό ή χωριανή, που στραβοπατώντας ξέφευγαν από τις παλιές συνήθειες του χωριού μας και μετά τα ξανακρεμούσαν στη θέση τους. Για τα κουδούνια του κατά την ώρα ο βοσκός μπορούσε να καυχηθεί, πως αποτελούσαν τα κοσμήματά του και πολλές φορές τα οικογενειακά του κειμήλια, που τα είχε από τον πάππο του τα πιο πολλά. Για το κοπάδι αποτελούσαν το μέσο για το χτύπημα του συναγερμού, σε κάθε στιγμή που βρισκόταν σε κίνδυνο, κυνηγημένα από δαγκανιάρικα αγριόσκυλα και κλέφτες, έτσι ξεσήκωναν ολόκληρο το κοπάδι και ειδοποιούσαν με τα κουδουνίσματα τους βοσκους για να λάβουν τα μέτρα τους.

Ο οδηγός του κοπαδιού ήτανε πάντοτε το κουδούνι, ιδιαίτερα όμως τα πρόβατα, περισσότερο προχωρούσαν με το αφτί προς το μέρος που χτυπούσε το κουδούνι, παρά με το μάτι. Το κάθε χαμένο και ξεκομμένο απ’ το κοπάδι και τον τόπο του ζωντανό, σαν ήταν ελεύθερο έτρεχε με προσανατολισμό, στην κατεύθυνση, στον τόπο του αλλά σε κάθε ύψωμα σταματούσε για ν’ ακούσει κουδούνι. Όταν άκουγε χτύπο κουδουνιού, προς τα εκεί έτρεχε για να φθάσει το γρηγορότερο τερματίζοντας την περιπλάνηση του, έστω και μέσα σε ξένο κοπάδι.

Διαλεγμένο ήτανε σε ζωντάνια κι αγριότητα, το κατσίκι που φορούσε το κουδούνι και στο νεροποτίσι και στην πορεία έδειχνε περηφάνια και καμάρωνε που αυτό οδηγούσε, αλλά και στην ώρα που χρειαζότανε, κουδούνιζε σα δαιμονισμένο, σαν να είχε επίγνωση του ρόλου που τάχτηκε να παίζει μέσα στο κοπάδι. Υπήρχανε κουδούνια ναμιλήδικα (με τ’ όνομα) που για να τ’ αποχτήσει κανείς, ευχαρίστως θα έδινε ένα και δύο ζωντανά. Γι’ αυτό και οι ταχτικές κλοπές των κουδουνιών, αναστατώνανε στις μάντρες βοσκούς και κεφαλομαντρίτες, όχι μονάχα για το χάσιμό τους, αλλά και για το ρεζιλίκι που παθαίνανε όλοι τους, να τους ξεκουδουνώσουνε το κοπάδι. Αυτό έδειχνε πως δεν τους υπολογίζανε καθόλου, ότι ήταν ανίκανοι να το φυλάνε.

Πολλές φορές περισσότερο ενδιαφέρον δείχνανε να κλέψουνε ένα καλό κουδούνι, παρά ένα καλό ζωντανό. Όταν μετά από χρόνια θα τα βάζανε οι κλέφτες στα δικά τους ζωντανά, χίλιους τρόπους σκαρφιζότανε για ν’ αλλάξουνε το σχήμα και τον ήχο, στο κλεψιμιό κουδούνι και το πετύχαιναν (το κοπάνιζαν, του άνοιγαν τρύπες στο επάνω μέρος κι αν είχε τις κλείνανε) κι ήταν έτοιμο αλλαγμένο τέλεια στη φωνή και το σχήμα του. Για όλα αυτά τα παθήματα και τα ρεζιλίκια των βοσκών, από το ξεκουδούνωμα του κοπαδιού τους, οι ρίμες και τα κοροϊδευτικά τραγούδια ποτέ δε λείψανε στο Φιλώτι. Στο μεγάλο πένθος του κεφαλομαντρίτη λάβαινε μέρος και το κοπάδι με το ξεκουδούνωμα.

Του βγάζανε όλα τα κουδούνια κι από τα νιάμερα και πέρα του έβαζαν πάλι από ένα κουδούνι κάθε μέρα. Ακόμη άμα έπεφτε χαμός (σπληνάνθρακας που κάθε μέρα ψοφούσαν πολλά ζωντανά) ξεκουδουνώνανε το κοπάδι ή αλλάζανε περιοχή. Η μουσική που ακουγότανε από τα κουδούνια του κοπαδιού στη βόσκα, στην πορεία για το νεροποτίσι και τη μάντρα, θα ήτανε ευχάριστη, όταν υπήρχαν καλά κουδούνια (ναμιλήδικα) κι όχι χαρχάλες. Έπρεπε όμως να υπάρχουν όλα τα είδη, από ριφοκούδουνο, μέχρι τραόμπουκα και καμπανέλι για να έχει ουσία το κουδουνοβόλι.

Τα πιο συνηθισμένα κατσικίσια κουδούνια στο Φιλώτι, που ήταν κι ο τόπος παραγωγής για όλη τη Νάξο, ήτανε τα πιο κάτω:

1) Το ριφοκούδουνο ή μικροκούδουνο: Ήταν το πιο ελαφρό και μικρό κουδούνι για ρίφια μέχρι ενός χρόνου. Ήταν πλακέ, με τις δυο πλευρές στα πλάγια στενές και με τις άλλες δυο σχημάτιζαν ένα τετράγωνο.

2) Το σφαχτουοκούδουνο: Ήταν μεγαλύτερο από το προηγούμενο, πιο φουσκωτό και πιο μακρύ και προοριζόταν για ζωντανό (αβολεμένο) άγεννο ακόμη, από ενός μέχρι δυο χρονών.

3) Το σοδιάβατο: Ήταν στον τύπο των δυο προηγούμενων, αλλά πολύ πιο φουσκωτό και πιο μακρύ. Αυτό το φορούσαν τα διβολόζουλα δηλαδή ζωντανά που είχανε κάνει δυο γέννες, 3 – 4 χρονών.

4) Η τζαμπαλοκουδούνα (η τζαμπάλα): Το τζαμπάλι ήταν κουδούνι για μεγάλο και γερό ζωντανό, επάνω στον τύπο των προηγούμενων, αλλά πολύ μακρύτερο και ευρύτερο εσωτερικά.

5) Το βλαχάκι, ο βλάχος, η βλάχα: Κουδούνι σε τρία μεγέθη εντελώς ξεχωριστού τύπου. Το επάνω μέρος, το μεγαλύτερο σε φάρδος, σχημάτιζε δυο μυτερές γωνιές, στις άκριες μιας ελαφράς έλλειψης γυρισμένης προς τα επάνω. Από εκεί τα πλάγια κατεβαίνουν και συγκλίνουν σ’ ένα μικρό στόμα με κοίλωμα φουσκωτό.

6) Η τραόμπουκα: Ήταν ένα κουδούνι βαρύ που μονάχα τράγοι το φορούσαν. Το μισό άνω μέρος ήταν στρογγυλό, στη μέση προς τα πλάγια σχημάτιζε ελαφρά γωνία, όπου και το μεγαλύτερο φάρδος, από εκεί δε κατέβαινε προς το στόμα στενεύοντας.

7) Οι Μπούκες: Ήταν γενικά τα μεγάλα κουδούνια με φουσκωτό κέντρο και στενό στόμα.

8.) Τα καμπανέλια: Ήταν ορειχάλκινα, μεγάλα – μικρά και πολλές φορές διπλά και τριπλά (το ένα μέσα στο άλλο).

Τα κουδούνια τω προβάτων ήταν διαφορετικά από των κατσικιών και η μελωδία που βγάζανε ήταν ανάλογη με το νωχελικό βάδισμα και την ήρεμη βοσκή που κάνανε. Μονάχα οι μπούκες ήταν κουδούνια κοινά για πρόβατα και κατσίκια. Όταν ο βοσκός άκουγε τη νύχτα από μακριά τα κουδούνια ενός κοπαδιού καταλάβαινε αν ήτανε πρόβατα ή κατσίκια. Τα πιο συνηθισμένα προβατοκούδουνα ήτανε:

1) Το αρνομπουκάδεο: Ένα ελαφρό και μικρό κουδούνι σε σχήμα μπούκας. Το φορούσαν οι αρνάδες μέχρι δυο χρονών.

2) Το κερουομπουκάδεο: Το κουδούνι που ήταν κατάλληλο για το κερούλι (τη μικρή κυρά που ακόμα δε γέννησε) που έμοιαζε με μικρή μπούκα. Το φορούσαν τα κερούλια (οι μικρές κυράδες) μέχρι την πρώτη γέννα.

3) Το μπουκαδέλι: Το ίδιο με τα προηγούμενα αλλά μεγαλύτερο σε μέγεθος. Το φορούσαν τα πρόβατα που φτάνανε στη διβολιά και τριβολιά, που είχαν κάνει πάνω από δυο και τρεις γέννες.

4) Οι μπούκες: Ήταν όλη η ποικιλία από τα μεγάλα κουδούνια που φορούσαν οι κριοί και τα μεγάλα και γερά πρόβατα.

5) Τα καμπανέλια: Μικρά και μεγάλα, μονά και διπλά, μπαίνανε σε μεγάλα και μικρά ζωντανά ανάλογα με το βάρος τους.”

Δείτε επίσης