Τραγουδάω φίνα αν θες να ξέρεις!

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Δηλαδή τι, επειδή είμαι πρωτάκι, δεν θα μπω στη χορωδία;» ο Θέμος ρωτούσε τη δασκάλα της μουσικής με μανία. Με την ίδια μανία θα ήθελε να της πετάξει κατακέφαλα το τετράδιο με το πεντάγραμμο. Αλλά αυτό δεν το κάνουν τα καλά παιδιά!

Ο καημένος ο Θέμος. Του άρεσε τόσο πολύ να τραγουδά! Περισσότερο ίσως κι από το να ζωγραφίζει … Κι έτσι, μόλις έμαθε ότι θα οργανωνόταν η σχολική χορωδία, έσπευσε να δηλώσει συμμετοχή.

Η σχολική χορωδία ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος θεσμός, κι όσα παιδιά συμμετείχαν σε αυτή, ήταν πολύ περήφανα. Κι όσες πρόβες κι αν χρειάζονταν μέχρι να είναι όλα τέλεια για την καλοκαιρινή γιορτή, κανένας δεν παραπονιόταν!

Ο Θέμος είχε παρακολουθήσει τις περσινές και τις προπέρσινες παραστάσεις της χορωδίας, μια και ο μεγάλος του αδελφός, η ξαδέλφη του, και καμιά ντουζίνα γειτονόπουλα ήταν μέλη της, και τους προσκαλούσαν οικογενειακώς στην παράσταση. Τους καμάρωνε όλους, με τα μπλε παντελόνια και τα άσπρα πουκαμισάκια τους, κι ένιωθε πως θα ήθελε μια μέρα να ήταν κι αυτός μαζί τους, να ήταν μέρος της παράστασης κι όχι απλός θεατής. Στο τέλος χειροκροτούσε μέχρι να πονέσουν τα μικρά του χεράκια.

Οπότε, μόλις … “προσγειώθηκε” για τα καλά στην πρώτη Δημοτικού, θεώρησε δεδομένο πως κι αυτός θα ενταχθεί στην χορωδία και πολύ είχε εκνευριστεί που έπρεπε να περιμένει ένα ολόκληρο τρίμηνο μέχρι να οργανωθεί αυτή. Και η κυρία της μουσικής δεν βιαζόταν καθόλου. Όλο “έχουμε καιρό” του απαντούσε όποτε ρωτούσε σχετικά.

Ώσπου, η ίδια αυτή κυρία, του ανακοίνωσε πως δεν θα συμμετείχε. Έτσι, απλά. “Θέμο μου είσαι μικρός ακόμη, ίσως του χρόνου”. Κι εκεί έβαλε μια τελεία, με το πιο γλυκανάλατο ύφος του κόσμου.

Ο Θέμος διαμαρτυρήθηκε με όλες του τις δυνάμεις. «Θα είμαι πολύ επιμελής κυρία», της είπε παρακαλετά, μα μόλις κατάλαβε πως με τα παρακάλια δεν θα έβγαζε τίποτε, πέρασε στην … “επίθεση”: «Δηλαδή τι, επειδή είμαι πρωτάκι, δεν θα μπω στη χορωδία;» . Ούτε έτσι όμως έβγαλε άκρη. Ήταν έτοιμος να σκάσει.

Στο μεταξύ, καθόλου δεν είχε παρατηρήσει πως … ε, να, η φωνή του, δεν ήταν και τέλεια! Γιατί πώς είναι δυνατόν να μην είναι; Οι γονείς του δεν έχαναν ευκαιρία να τραγουδήσουν, το ίδιο και όλο τους το σόι, αυτός γιατί να είναι διαφορετικός;

Η πικρή αλήθεια όμως είναι πως …. φαλτσάρει. Φαλτσάρει και πολύ μάλιστα. Μέχρι κι ο ίδιος το διαπίστωσε όταν έλεγε τα κάλαντα. Οι φωνές των άλλων τριών παιδιών ήταν θαρρείς αγγελικές, η δική του, όταν έβγαινε από το λαρύγγι του, ήταν σα να προετοιμαζόταν για  καβγά. Στις ψιλές νότες κακάριζε και στις χαμηλές βρυχιόταν σα λιοντάρι. Κάποια στιγμή ενοχλήθηκαν μέχρι και τα δικά του τα αυτιά από την παραφωνία του, ενώ ο Μανώλης, ο αδελφός του, είπε πως θα είχαν μαζέψει περισσότερα χρήματα αν ο Θέμος δεν τραγουδούσε καθόλου, παρά μόνο χτυπούσε το τρίγωνό του! Στο επόμενο σπίτι, ο Θέμος έμεινε πράγματι σιωπηλός. Και μουτρωμένος.  Η κυρία του σπιτιού, τον είδε έτσι και τον ρώτησε τι έχει, έτσι εκείνος απάντησε με παράπονο: «δεν με αφήνουν να πω τα κάλαντα γιατί είμαι φάλτσος!».

«Τι λες αγόρι μου; Τα κάλαντα είναι για να τα λέμε και να χαιρόμαστε και να ευχόμαστε ο ένας στον άλλο! Πες τα λοιπόν μόνος σου, θέλω να σε ακούσω!». Αλλά ο Θέμος κατέβασε το κεφάλι έτσι ντροπαλός που είναι και δεν έβγαζε άχνα. «Πες τα», του είπε η ευγενική κυρία και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.

Στην αρχή διστακτικά και πολύ σιγανά, άρχισε να λέει ο Θέμος τα κάλαντα, χτυπώντας ανάλαφρα το τρίγωνό του. Μετά την πρώτη στροφή όμως, έβαλε όλη του τη δύναμη, λες κι έτσι θα νικούσε την παραφωνία του. Η καλή κυρία ήταν ενθουσιασμένη. «Είδες; Με τη χαρά σου κατάφερες να τα πεις πολύ καλά!» του είπε κι ο Θέμος έλαμψε!

Πάντως, τις επόμενες μέρες, ο Θέμος ήταν κάπως ανήσυχος. «Λες να είναι τόσο χάλια η φωνή μου; Εγώ την ακούω ωραία, αλλά μάλλον δεν αρέσει σε κανέναν άλλο! Γιατί όμως;» Ρώτησε τη μαμά του: «γιατί μαμά δεν τραγουδάω καλά;». Κι εκείνη του είπε: «να τραγουδάς γιατί σου αρέσει και σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Τι κι αν δεν είσαι καλλίφωνος; Θα το ευχαριστιέσαι!». Μικρή παρηγοριά του έδωσε η απάντησή της. «Δεν θέλει να με στεναχωρήσει», σκέφτηκε.

Ρώτησε και τον μπαμπά: «πώς είναι δυνατόν εσύ να τραγουδάς τόσο ωραία, κι εγώ που σου μοιάζω να μην μπορώ;»

«Α, γιέ μου», είπε ο μπαμπάς και του ανακάτεψε τα μαλλιά, «η ωραία φωνή είναι ένα χάρισμα. Σε όλους δίνει ο Θεός ένα χάρισμα. Άλλος ζωγραφίζει ωραία, άλλος κάνει όμορφες χειροτεχνίες, άλλος είναι καλός στα μαθηματικά κι άλλος στη γλώσσα. Ε, δεν μπορεί να τα έχει όλα κανείς!»

Ο Θέμος λοιπόν ανακάλυψε ότι έχει κι αυτός ένα “χάρισμα”: είναι καλός στα μαθηματικά. Πολύ καλός ίσως. Μα, τι να το κάνει; Με τα μαθηματικά δεν μπαίνει κανείς στη χορωδία!

«Μπορεί άραγε κανείς να … “αλλάξει” το χάρισμά του;» αναρωτήθηκε. Αφού πέρασε πολύ ώρα να το σκέφτεται αυτό, κατέληξε πως άξιζε να προσπαθήσει τουλάχιστον. Πώς του λένε συνεχώς να “προσπαθεί περισσότερο” στην ορθογραφία που τη βαριέται και είναι σχεδόν πάτος; Ε, έτσι θα κάνει και με τη φωνή του. Θα “προσπαθήσει περισσότερο” για να την διορθώσει.

Βάλθηκε να κάνει συνεχώς πρόβες. Όποιο τραγούδι ήξερε το έλεγε δυνατά, πάλι και πάλι και πάλι. Τραγουδούσε όποτε είχε  έστω και λίγο ελεύθερο χρόνο.

«Όταν τρώμε δε μιλάμε!» του είπε κάποια στιγμή η μαμά αυστηρά γιατί τραγουδούσε την ώρα του φαγητού.

«Δεν μιλάω! Εξασκούμαι στο τραγούδι για να βελτιωθώ!» ήταν η απάντησή του, αλλά κατάπιε την μπουκιά του και δεν συνέχισε, γιατί με τη μαμά δεν τα βάζει εύκολα κανείς.

Ξάπλωνε και πριν τον πάρει ο ύπνος έλεγε και καμιά δεκαριά τραγουδάκια, προς μεγάλη απογοήτευση του αδελφού του που ήταν έτοιμος να του πετάξει τα μαξιλάρια κατακέφαλα για να σωπάσει. Ευτυχώς ο ύπνος ερχόταν και τον έπαιρνε στην αγκαλιά του πριν πει άλλα δέκα τραγούδια!

Κι έτσι, όταν άνοιξαν τα σχολεία μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, ενώ όλα τα άλλα παιδιά ήταν απογοητευμένα κάπως, ο Θέμος ήταν μέσα στο καλό κέφι. Με το ίδιο κέφι και πολύ περισσότερο θάρρος αυτή τη φορά, πήγε να βρει τη δασκάλα της μουσικής στο πρώτο κιόλας διάλειμμα.

«Κυρία ήρθα να γραφτώ στη χορωδία!»

«Μα, δεν είπαμε Θέμο μου να το αφήσουμε για του χρόνου;» είπε εκείνη όσο πιο απαλά μπορούσε. Γιατί, πώς να απογοητεύσεις ένα παιδάκι που θέλει κάτι τόσο πολύ; Και τι να του πεις; Ότι φαλτσάρει;

«Σωστά κυρία, έτσι είχαμε πει, αλλά εγώ έκανα πρόβες όλες αυτές τις μέρες κι έχω διορθωθεί πολύ. Τώρα πια η φωνή μου δεν είναι φάλτσα, είμαι σίγουρος!» της απάντησε με ένα χαμόγελο ίσαμε τ’ αυτιά του!

Η δασκάλα της μουσικής δεν ήθελε να τον πικράνει … αλλά πάλι, η συμμετοχή στη χορωδία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει αντοχή, έχει πίεση και πολλή δουλειά, μερικές φορές απαιτεί πολύ από τον προσωπικό χρόνο και των παιδιών και του δασκάλου. Τον κοίταξε καλά – καλά. Είχε μπροστά της ένα “πρωτάκι” που έδειχνε αποφασισμένο. Και ήταν! Στο τέλος λοιπόν του είπε: «Εντάξει, ας κάνουμε μια δοκιμή». Μέσα της σκεφτόταν ότι θα έβρισκε κάποιον τρόπο να του κάνει το χατίρι. «Ας τραγουδήσουμε κάτι μαζί».

Κι έτσι όπως ήταν, στη μέση του διαδρόμου, με τις φωνές των παιδιών γύρω τους που έπαιζαν, χωρίς προετοιμασία, χωρίς παρτιτούρα, άρχισαν κι οι δύο να τραγουδούν μαζί λιγάκι από τα κάλαντα των Θεοφανίων, εκείνη πιο χαμηλά λίγο, για να μην τον “σκεπάζει” και να καταφέρνει να τον ακούει κιόλας.

Ο Θέμος έβαλε τον καλύτερο εαυτό του. Είχε κάνει τόσες πρόβες! Φρόντισε να κρατά τον τόνο όσο καλύτερα μπορούσε και να παίρνει τακτικά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε πως είναι ήδη μέλος της χορωδίας και πως δίνει παράσταση στην πιο μεγάλη, ολόφωτη, λαμπερή αίθουσα του κόσμου. Ντυμένος άσπρο-μπλε. Φαντάστηκε ακόμη πως στην πρώτη σειρά ήταν η οικογένειά του, περήφανοι όλοι τους γι’ αυτόν και χειροκροτούσαν.

Όταν τελείωσαν, η δασκάλα της μουσικής του χαμογέλασε. «Δεν τα πήγες καθόλου άσχημα!» του είπε και τον χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο. «Νομίζω πως με λίγη ακόμη εξάσκηση, θα τα καταφέρεις μια χαρά κι εσύ μαζί με τους άλλους».

«Ποιους άλλους κυρία;»

«Τα παιδιά της χορωδίας φυσικά! Σε περιμένω την Πέμπτη, ακριβώς μετά το σχόλασμα, στην αίθουσα εκδηλώσεων! Θα σας δώσω τις πρώτες παρτιτούρες!», του είπε κι έφυγε ακόμη περισσότερο χαμογελαστή. «Αυτός ο μικρός δεν το βάζει εύκολα κάτω», σκέφτηκε. «Ε, λοιπόν, ένας τέτοιος πεισματάρης θα μας είναι πολύ χρήσιμος!»

Ο Θέμος στην αρχή έμεινε …. ακίνητος. Για ένα ολόκληρο λεπτό. Μετά άνοιξε τα μάτια του τόοοσα μεγάλα από την έκπληξη, χοροπηδούσε, τραγουδούσε, χτυπούσε τα πόδια και τα χέρια του ρυθμικά.

«Μπήκα στη χορωδία! Με πήρανε στη χορωδία!», ξελαρυγγιαζόταν. Ο Μανώλης έτρεξε να δει σαν τι έπαθε κι έμαθε τα νέα από πρώτο χέρι. Ο Θέμος τα έλεγε όλα μαζί. «Προσπάθησα, δεν με πιστεύατε αλλά έχω πράγματι καλή φωνή, λίγη εξάσκηση ήθελα μόνο! Τώρα θα τραγουδάμε μαζί στην σχολική γιορτή! Θα δεις, θα γίνομαι ολοένα και καλύτερος!».

«Μα, δεν είσαι φάλτσος;» απόρησε ο Μανώλης.

«Φάλτσος; Ποιος; Εγώ; Εγώ τραγουδάω και πολύ φίνα αν θες να ξέρεις!» τον αποστόμωσε ο Θέμος κι εξαφανίστηκε να χαρεί με τους φίλους του, αφήνοντάς τον άναυδο.

Το απόγευμα ο Θέμος είπε στον μπαμπά το κατόρθωμά του. Καμάρωνε. «Μπράβο αγόρι μου!»

«Είδες μπαμπά; Δεν είχα το χάρισμα, τα κατάφερα όμως!»

«Εεε… μάλλον εσένα σου έδωσε ο Θεός το χάρισμα να αγωνίζεσαι γι’ αυτό που ονειρεύεσαι! Κι έτσι πράγματι τα κατάφερες να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα! Λίγο είναι αυτό παιδί μου;»

Όχι δεν ήταν λίγο. Αλλά ο Θέμος ήξερε πως δεν θα έφτανε αυτό μόνο. Είχε πολλή δουλειά να κάνει ακόμη. Θα την έκανε όμως. Ήταν το όνειρό του!

📸Unsplash

Δείτε επίσης