Βασίλης Ιων. Γρατσίας- Ο λησμονημένος “Καπετάν Νικηφόρος” του ΕΛΑΣ Αθήνας, από το Φιλώτι της Νάξου

απο Cyclades Open

Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο του Νίκου Λεβογιάννη «ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ 1800- 2000, ΤΟΜΟΣ Β΄, Τεύχος 4ο: 1940 – 1944 και η αναδημοσίευση από την σελίδα “Παλιό Φιλώτι” του Κωνσταντή Ψαρρά

Ο Βασίλης Γρατσίας γεννήθηκε το 1917 στην Αθήνα με καταγωγή από το Φιλώτι Νάξου. Ο πατέρας του Ιωάννης (ήταν αδελφός του γέρου Καραεσκομανώλη, πατέρα του Καραεσκομιχάλη) ήταν εργάτης στο φωταέριο και πέθανε νέος από πνευμονία στη μεγάλη πανδημία γρίπης του 1918, λίγους μήνες μετά τη γέννηση του γιου του.

Η μητέρα του Ευθυμία (το γένος Πετροπούλου) επίσης από το Φιλώτι, ήταν μοδίστρα κα μεγάλωσε τα τρία παιδιά (Μιχάλη, Κυριακή και Βασίλη) της δουλεύοντας σκληρά. Την περίοδο των διωγμών του γιου της αγωνίστηκε σκληρά για τη σωτηρία του από το εκτελεστικό απόσπασμα με επιστολές, υπομνήματα, επικλήσεις, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε τη βία των αστυνομικών αρχών. Η ορφάνια και η φτώχια ανάγκασαν το Βασίλη Γρατσία να βγει από μικρός στη βιοπάλη, εργαζόμενος σκληρά σε καροποιείο, ενώ παράλληλα φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Αγαπούσε τα γράμματα και από την εφηβική του ηλικία έγραφε λογοτεχνικά κείμενα σε νεανικές εφημερίδες.

Ο Βασίλης Γρατσίας σε νεαρή ηλικία

Στις 20 Οκτωβρίου 1938 στρατεύτηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Έγινε υπαξιωματικός (δεκανέας, λοχίας) και στις 23 Μαρτίου 1941 έφεδρος ανθυπολοχαγός. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος υπηρετούσε ως λοχίας διμοιρίτης στο οχυρό Καρατάς του Ρούπελ, στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου. Πήρε μέρος στις μάχες στον τομέα Τεπελενίου στο ανώνυμο ύψωμα ΒΑ του χωριού Πεστάνη (από 18 Μαρτίου μέχρι 2 Απριλίου 1941) στην απόκρουση των αντεπιθέσεων του ιταλικού στρατού και στη μάχη κοντά στο χωριό Κακαβιά στις 20 και 21 Απριλίου 1941.

Με το τέλος του πολέμου και την υποταγή της χώρας στις δυνάμεις του Άξονα, επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών (φθινόπωρο 1941) αλλά η κατοχή και η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Όπως χιλιάδες άλλοι πολεμιστές της Αλβανίας, μην αντέχοντας τη σκλαβιά της πατρίδας, επιχειρεί αρχικά να φύγει στη Μέση Ανατολή, για να πολεμήσει από εκεί τον κατακτητή, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό.

Βασίλης Γρατσίας (Νικηφόρος): Έφεδρος Ανθυπολοχαγός, από τα πρώτα στελέχη του ΕΛΑΣ της Αθήνας, Καπετάνιος του Τάγματος του 3ου Συντάγματος ΙΙ Ταξιαρχίας του Α’ Σ.Σ.

Ανήσυχος για την πορεία του τόπου και την ανυπόφορη σκλαβιά από τις αρχές του 1942 δραστηριοποιείται στη «Σπουδάζουσα» του ΚΚΕ στην περιοχή Πετραλώνων και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου λόγω της στρατιωτικής του εκπαίδευσης ως έφεδρος ανθυπολοχαγός αποσπάται στον ΕΛΑΣ της περιοχής, που τότε τον αποτελούσαν μικρές ομάδες, δύναμης ενός λόχου. Οργανωτής και καθοδηγητής του ΕΛΑΣ Αθήνας ήταν ο παλιός ακροναυπλιώτης κομμουνιστής Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας) καπετάνιος του Α΄ Σώματος του ΕΛΑΣ Αθήνας – Πειραιά.

Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΛΑΣ Αθήνας και λόγω των άριστων στρατιωτικών γνώσεων που είχε αποκτήσει από το στρατό ως έφεδρος αξιωματικός, εργάστηκε ακούραστα για την οργάνωση και διεύρυνση των πρώτων πυρήνων του στις γειτονιές της Αθήνας. Χάρη στην έντονη και αποτελεσματική δραστηριότητά του, την άνοιξη του 1943 μετατέθηκε στο τάγμα του ΕΛΑΣ στη Νέα Σμύρνη.

Ο Βασίλης Γρατσίας (Νικηφόρος) ως έφεδρος αξιωματικός και έμπειρος πολεμιστής, πήρε τον βαθμό του καπετάνιου και ανέλαβε την οργάνωση του 1ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθήνας, με περιοχή ευθύνης τις νότιες περιοχές του λεκανοπεδίου (Νέα Σμύρνη, Βουρλοπόταμο, Φάληρο, Αγία Βαρβάρα, Γλυφάδα, Βούλα μέχρι τη Βουλιαγμένη).

Ο Καπετάν Νικηφόρος όρθιος από αριστερά

Ο Γρατσίας ικανότατος οργανωτικά, έμπειρος διαφωτιστής διεύρυνε και ενίσχυσε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην περιοχή αυτή. Σε καθημερινή βάση έκανε με τα πόδια τη διαδρομή από Καλλιθέα μέχρι Γλυφάδα και γι’ αυτό του έδωσαν το ψευδώνυμο «ο Βασίλης της Γλυφάδας». Στις δύσκολες εκείνες ώρες η ηγεσία της ΚΟΑ (κομματική οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ), του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αποφάσισαν και πήραν άμεσα μέτρα. Επέλεξαν και έστειλαν στην περιοχή Ν. Ιωνίας – Καλογρέζας – Ν. Φιλαδέλφειας ικανά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη, με πρώτο τον πολιτικό υπεύθυνο του ΕΛΑΣ στο τάγμα Νέας Σμύρνης καπετάνιο Βασίλη Γρατσία (Νικηφόρο) που τον όρισαν καπετάνιο του 4ου Τάγματος Ν. Ιωνίας.

Ο Γρατσίας σε σύντομο διάστημα, κάνοντας σπουδαία πολιτική και διαφωτιστική δουλειά, κατέστησε και πάλι αξιόμαχο τον ΕΛΑΣ της περιοχής, γεγονός που άλλαξε την κατάσταση στις εργατικές αυτές συνοικίες, έδωσε ξανά κουράγιο στο λαό μετά τη σφαγή της Καλογρέζας και τελικά επικράτησε και τις απελευθέρωσε από τους ταγματασφαλίτες. Στο τάγμα της Νέας Ιωνίας ο Βασίλης Γρατσίας θα μείνει ως καπετάνιος μέχρι το Δεκέμβριο του 1944, οπότε και πάλι θα αναδειχθεί η μαχητικότητα και η παλικαριά του. Ανδρείος μαχητής και αφοσιωμένος στον αγώνα , έδειξε στις δύσκολες εκείνες στιγμές ηγετικές ικανότητες και παλικαριά.

Στα γεγονότα του Δεκέμβρη 1944 το τάγμα του Βασίλη Γρατσία αποτέλεσε την κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ στη μάχη για την κατάληψη της Σχολής Ευελπίδων, που άρχισε στις 9 Δεκεμβρίου 1944. Η πρώτη φάση της μάχης για την κατάληψη της Σχολής απέτυχε λόγω της προχειρότητας με την οποία έγινε η επιχείρηση. Ακολούθησε η δεύτερη φάση ύστερα από δυο μέρες, αφού οργανώθηκε καλύτερα και με τη συμμετοχή του 3ου και 4ου Συντάγματος της 2ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ με συνολική δύναμη 5 ταγμάτων πεζικού. Τη μάχη διηύθυνε ο ίδιος ο επικεφαλής του ΕΛΑΣ Αθήνας Σπύρος Κωτσάκης (Καπετάνιος Νέστορας). Πρώτο ξεκίνησε την επίθεση το τάγμα του Βασίλη Γρατσία (καπετάν Νικηφόρος) από το μικρό αλσύλιο ανάμεσα στην Κυψέλη και το συγκρότημα της Σχολής και μέσα σε θύελλα πυρός κατάφερε να καβαλήσει τη μάντρα της Σχολής, να ανοίξει ρήγμα και να μπει στο κεντρικό κτίριο. Εκεί τραυματίστηκε ο ηρωικός καπετάνιος Νικηφόρος από θραύσματα χειροβομβίδας, αλλά το τάγμα του συνέχισε την επίθεση.

Τότε ρίχτηκαν το ένα μετά το άλλο τα υπόλοιπα τάγματα του ΕΛΑΣ στην επίθεση και αφού με τα πυροβόλα εξουδετέρωσαν τα τσιμεντένια πυροβολεία της Σχολής, μπήκαν μέσα στα κτίρια, όπου η μάχη συνεχιζόταν σκληρή στα υπόγεια με πολλές απώλειες εκατέρωθεν. Στο τέλος ο ΕΛΑΣ κυριάρχησε στη Σχολή, συλλαμβάνοντας τους περισσότερους Ευέλπιδες αιχμάλωτους. Μόνο ένα μικρό αριθμό Ευέλπιδων έσωσαν τα αγγλικά τανκς, που εμφανίστηκαν και έβαλαν με καταιγισμό πυρός.

 Όταν τελείωσε η μάχη το τάγμα του καπετάν Νικηφόρου βρήκε στα υπόγεια της Σχολής την αποθήκη με τις στολές των μαθητών- αξιωματικών και οι Ελασίτες στρατιώτες ντύθηκαν… Ευέλπιδες με την χαρακτηριστική ανοιχτοκίτρινη στολή τους και τα ξιφίδια τους και έκαναν παρέλαση στο Πεδίο του Άρεως. Η κατάληψη της Σχολής Ευελπίδων είχε μεγάλο στρατιωτικό και πολιτικό αντίκτυπο που ανέβασε το ηθικό των Ελασιτών.

Σε ένα επεισόδιο με Άγγλους στρατιωτικούς στη διάρκεια των Δεκεμβριανών στη Ν. Φιλαδέλφεια, ο Βασίλης Γρατσίας έδειξε και πάλι την παλικαριά, μα και την πίστη του στην Εθνική Ανεξαρτησία. Πολύ πριν από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι Άγγλοι ενεργούσαν σαν κατακτητές, με την ανοχή φυσικά της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Σε ελέγχους και εφόδους που έκαναν στις γειτονιές της Αθήνας, όταν συναντούσαν ομάδες ανταρτών ή και μεμονωμένους Ελασίτες, προέβαιναν στη σύλληψη και τον αφοπλισμό τους. Σε ένα παρόμοιο επεισόδιο στη Νέα Φιλαδέλφεια, μια αγγλική περίπολος συνέλαβε έναν αξιωματικό και δυο στρατιώτες του ΕΛΑΣ και τους έκλεισαν στο κρατητήριο με το πρόσχημα της παράνομης οπλοφορίας.

 Ο Βασίλης Γρατσίας αντέδρασε έντονα και απαίτησε την άμεση απελευθέρωσή τους. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν και διέταξε ως αντίποινα τη σύλληψη τριών Άγγλων που εμφανίστηκαν στην περιοχή. Ένας Άγγλος αξιωματικός έσπευσε στη διοίκηση του τάγματος του ΕΛΑΣ και απειλώντας, απαίτησε την απελευθέρωση των Άγγλων στρατιωτών. Ο Νικηφόρος του απάντησε ότι θα αφεθούν ελεύθεροι μόλις αποφυλακισθούν και οι τρεις Ελασίτες. Επισήμανε δε στον Άγγλο ότι δεν πρέπει να ξεχνά πως βρίσκεται στην Ελλάδα και μπροστά σε Έλληνες αξιωματικούς. Ο Άγγλος σε έξαλλη κατάσταση επιχείρησε να βιαιοπραγήσει, αλλά ο Νικηφόρος διέταξε τη σύλληψή του, με αποτέλεσμα να αφεθούν ελεύθεροι ταυτόχρονα οι τρεις Ελασίτες και οι Άγγλοι στρατιωτικοί.

Με την απελευθέρωση ο Βασίλης Γρατσίας κλήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1945 να υπηρετήσει εκ νέου στις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά δεν παρουσιάστηκε και κηρύχτηκε ανυπότακτος εν πολέμω. Είχε προηγηθεί στη διάρκεια της Κατοχής (22 Ιανουαρίου 1944) μια περίεργη κλήση από τη «στρατιωτική υπηρεσία» για να καταταγεί στα τάγματα Ευζώνων, αλλά απέφυγε τη στράτευση επικαλούμενος λόγους υγείας και πήρε ετήσια αναβολή με απόφαση της Ανώτατης Στρατιωτικής Υγειονομικής Επιτροπής (ΑΣΥΕ). Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ άρχισαν οι διωγμοί των στελεχών των Εαμικών οργανώσεων και των κομμουνιστών.

Ο Βασίλης Γρατσίας με την με αριθ. 47./4.4.1949 απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Ασφάλειας Ρέντη επικηρύχτηκε ως ληστής με την αιτιολογία ότι «ούτος έλαβεν ενεργόν μέρος εις άπαντα τα τελεσθέντα εν Αθήναις εγκλήματα από του έτους 1945 και έντευθεν υπό των αναρχοκομμουνιστών, προέβη εις την κατάρτισιν ομάδων αίτινες, υπό την άμεσον καθοδήγησίν του, προέβησαν εις την διάπραξιν εγκλημάτων και άλλων τρομοκρατικών ενεργειών… Ούτος ήδη ανήκει εις ιδωιτικήν οργάνωσιν έχουσαν εις την διάθεσίν της όπλα και πυρομαχικά και κρίνεται ως επικίνδυνος εις την Δημόσιαν Ασφάλειαν…». Ο Βασίλης Γρατσίας όμως είχε συλληφθεί ήδη από την 1η Απριλίου 1949, όπως προκύπτει από δημοσιεύματα της εποχής εκείνης και επομένως η προκήρυξη του ως ληστή στις 4 Απριλίου υποκρύπτει σκοπιμότητες ως προς τη διάθεση του ποσού της προκήρυξης: «τι συνέβη λοιπόν, πρώτα τον έπιασαν και ύστερα τον επικήρυξαν και πήραν την αμοιβή;» σχολιάζει εφημερίδα της εποχής εκείνης.

 Η σύλληψη του Βασίλη Γρατσία έγινε μετά από καταγγελία κάποιου Χαλκιαδάκη (ο οποίος είχε συλληφθεί και φυλακισθεί και αφού τον βασάνισαν του έκαναν εικονική εκτέλεση) προκειμένου να σώσει τη ζωή του, έγινε «ψευδομάρτυρας» και «αποκάλυψε» ότι ο Γρατσίας ως αντιπρόεδρος στο Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, είχε αντεθνική δράση. Η «ομολογία» του Χαλκιαδάκη εναντίον του Γρατσία παρέμενε και κατά την επανάληψη της δίκης τον Αύγουστο του 1952. Όταν αναφέρθηκε ότι ο «μάρτυρας» κατηγορίας είχε πεθάνει από το 1949, οι δικαστές αποφάσισαν την αναβολή της δίκης προκειμένου να ερευνηθεί, αν όντως είχε αποβιώσει. Ο Γρατσίας από το 1949 μέχρι το 1953 οδηγήθηκε 10 φορές στα δικαστήρια και τα στρατοδικεία, στις περισσότερες από τις οποίες αθωώθηκε. Καταδικάστηκε σε δυο δίκες. Στις 10 Μαρτίου 1950 από το Στρατοδικείο Αθηνών ερήμην σε θάνατο, για ανυποταξία, που έλαβε χώρα στις 16.12.1947, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και από το αναθεωρητικό στρατοδικείο σε 20ετή κάθειρξη, για ανατροπή του πολιτεύματος παράβαση Α.Ν. 509/1947, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών. Η δίκη κράτησε από τις 18 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου 1950 και καταδικάστηκε με ψήφους 3 έναντι 2 για παραβίαση του άρθρου 2/ΑΝ 509/1947, σε φυλάκιση πέντε ετών.

Είχε ήδη από τις 31 Αυγούστου 1950 καταδικαστεί επί ανυποταξία και υποβιβάστηκε παράλληλα σε στρατιώτη, ενώ του αφαίρεσαν και τη μικρή αναπηρική σύνταξη που έπαιρνε ως τραυματίας του ελληνοαλβανικού μετώπου (είχε προσβληθεί από φυματίωση λόγω των κακουχιών). Στην τελευταία δίκη (19.1.1953) παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο μαζί με 61 συνολικά κατηγορούμενους με διάφορα αδικήματα. Αποφυλακίστηκε με την 708/15.12.1953 απόφαση του 5μελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στις φυλακές και τα ξερονήσια ο Βασίλης Γρατσίας έμεινε 4 χρόνια, 3 μήνες και 10 ημέρες.

Όσες φορές το Στρατοδικείο τον αθώωνε παρέμενε φυλακισμένος με την αιτιολογία ότι εκκρεμούσαν άλλες δίκες σε βάρος του. Ο Κώστας Βάρναλης σε άρθρο του στην «Αυγή» αναφέρεται στους ασθενείς φυλακισμένους κομμουνιστές και γράφει για τον Β. Γρατσία: «Ο Γρατσίας, Βασίλειος τραυματίας του Αλβανικού Μετώπου πάσχει από βρογχικό άσθμα και πλευρίτιδα».

Στη διάρκεια των διωγμών και των αλλεπάλληλων δικών του Γρατσία έγιναν κινητοποιήσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στο Λονδίνο από την Μπέτυ Αμπατιέλου, που συνοδεύτηκαν από πολλά δημοσιεύματα στον ελληνικό και αγγλικό τύπο. Η «Αυγή» την Κυριακή 15.2.1953, σε ρεπορτάζ για τη δίκη του Γρατσία, με τίτλο «ένας τιμημένος ήρωας του αλβανικού μετώπου δικάζεται «επί ανυποταξία», έγραφε: «Στις 17 Φεβρουαρίου εκδικάζεται στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο Αθηνών η υπόθεσις του Βασιλείου Γρατσία, εφέδρου αξιωματικού, ανάπηρου και τραυματία της Εθνικής Αντιστάσεως, ο οποίος κρατείται στις φυλακές Αιγίνης με ποινή ισοβίων δεσμών επί ανυποταξία… Η μητέρα του, με γράμμα στον τύπο, εκφράζει την αγωνία της σχετικά με την απόφασιν που πρόκειται να εκδώση το Αναθεωρητικόν Δικαστήριον για το παιδί της, που έχει τιμηθή διά πολεμικής συντάξεως και έχει τραυματισθή δυο φορές στο Αλβανικό μέτωπο και στην Αντίστασιν. Για την ηρωικήν δράσιν του στον πόλεμο της Αλβανίας εξεδόθη στις 17.2.1941 το υπ’ αριθ. 113 πολεμικόν ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου. Η μητέρα του πολεμιστή γράφει ότι αδίκως κατεδικάσθη επί ανυποταξία το παιδί της, διότι η περίπτωσίς του εξαιρείται ρητώς της προσκλήσεως στρατεύσεως, σύμφωνα με το νόμο 4324 περί στρατολογίας… Εν συνεχεία το γράμμα διερωτάται κατά ποίο τρόπο εσχηματίσθη η δικογραφία, η οποία έφερε 4 φορές στο στρατοδικείο το παιδί της κατηγορούμενο επί ανυποταξία, την οποία, ως εκ της ιδιότητος του αναπήρου πολέμου, δεν μπορούσε να διαπράξη.

Γι’ αυτό το στρατοδικείο δια της πρώτης αποφάσεως ανέλαβε τη δίκη ελλείψει στοιχείων, διά της δευτέρας τον κατεδίκασε στην ποινή του θανάτου, διά της τρίτης σε ισόβια δεσμά και διά της τετάρτης απέσβενε την θανατικήν καταδίκην της δευτέρας αποφάσεως». Ο Βασίλης Γρατσίας, σε επιστολή του στη ναξιώτικη εφημερίδα «Ναξιακό Μέλλον» (η οποία ουδέποτε δημοσιεύθηκε) απεύθυνε έκκληση στον εκδότη της «με το θάρρος του συμπατριώτη και παλαιού φίλου» να γράψει για τους διωγμούς που υφίσταται.

Συγκλονιστική ήταν η απολογία του Βασίλη Γρατσία στο αναθεωρητικό δικαστήριο τον Φεβρουάριο 1953, όπως την καταγράφει στο ρεπορτάζ της η Αυγή στις 12.7.1953: «Ο Γρατσίας στην απολογία του, εκτός από την διαταγήν που εξαιρούσε την κατηγορία του από την πρόσκλησιν, ανέφερε και το γεγονός  ότι ήταν βαρειά άρρωστος την εποχή που προσεκλήθη η κλάσις του, όπως αναφέρουν δύο ένορκοι βεβαιώσεις γιατρών. Επίσης ανέφερε ότι κατεδιώκετο.

 Ο Γρατσίας τόνισε ακόμη ότι αρνείται να αποκηρύξη τις ιδέες του, γιατί δεν αποκηρύσσει τα τραύματά του. Σε ερώτησιν στρατοδίκου, αν στην περίπτωσιν που δεν κατεδιώκετο και δεν ήταν άρρωστος, θα παρουσιαζόταν στον στρατό, ο Γρατσίας απάντησε ότι δεν θα πολεμούσε ποτέ εναντίον των συμπολεμιστών του της αντιστάσεως. Το δικαστήριο τον εκήρυξε ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό και μετρίασε την ποινή του από ισόβια σε είκοσι ετών κάθειρξιν».

 Στη διάρκεια των διωγμών του ο Γρατσίας κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ και Αίγινας σε άθλιες συνθήκες, με βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς, ενώ είχε κλονιστεί η υγεία του. Κλείστηκε επίσης και στις Στρατιωτικές φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) στη Μακρόνησο, στο κάτεργο εκείνο, που ο ίδιος σε μια μεταγωγή του στην Αθήνα για να δικαστεί, κατήγγειλε με ενυπόγραφο άρθρο του στην εφημερίδα «Δημοκρατικός τύπος». Από την αποφυλάκισή του και μέχρι τον θάνατό του το 1992 άσκησε το επάγγελμα του εμπόρου μεταχειρισμένων δίσκων μουσικής σε υπαίθριο χώρο στη Στοά Αρσακείου στην Αθήνα. Ο Βασίλης Γρατσίας πέθανε το 1992 από λοβώδη πνευμονία που τον έριξε ημιλιπόθυμο εκεί στο πεζοδρόμιο της στοάς Αρσακείου, τις μέρες που η διοίκηση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας του δημιουργούσε κάθε λογής προβλήματα, προκειμένου να τον εξαναγκάσει να αφήσει το υπαίθριο στέκι του μέσα στη στοά.

Αυτή η κατάσταση τον έπνιγε μέρα με τη μέρα «ανεβοκατέβαινε η ανάσα στο λαιμό του και έλεγε… το χάσαμε το ποστάκι μου». Εκείνο τον καιρό η στοά του Αρσακείου είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο, λόγω των οικοδομικών εργασιών ανακαίνισης των κτιρίων, για τη μεταστέγαση εκεί του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και οι συνθήκες που επικρατούσαν ανθυγιεινές. Τα παλαιά προβλήματα στους πνεύμονές του εκδηλώθηκαν και πάλι έντονα και δεν άντεξε, κατέρρευσε κάποια στιγμή εκεί στο πεζοδρόμιο, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο «Γεννηματά» και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας άφησε την τελευταία του πνοή ο ανυπότακτος αυτός αγωνιστής.

Αριστερά Ιωάννης Μιχαήλ Γρατσίας (1878 – 1918) και δεξιά Ευθυμία Πετροπούλου (1889 – 1971) με το γιο της Βασίλη Γρατσία.

Ο Βασίλης Γρατσίας παντρεύτηκε το 1971 και έφερε στη ζωή δυο παιδιά τον Γιάννη και την Ευθυμία (Έφη). Η κόρη του μετά τον θάνατο του πατέρα της και ύστερα από πολύχρονη προσπάθεια, συγκέντρωσε πληθώρα πληροφοριών καθ υλικού για την ιστορία και τους αγώνες του, καθότι ο σεμνός αυτός αγωνιστής σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Η κόρη του σε μια συγκλονιστική ανάρτηση, καταθέτει για τη «δολοφονία» του πατέρα της από τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, αναφέροντας: «Θέλω να πω κι εγώ, πως σαν παιδί, βιώσαμε με τον αδελφό μου την αργή και στυγνή δολοφονία του ηλικιωμένου υπέροχου πατέρα μας, Βασίλη Γρατσία (καπετάν Νικηφόρου, από τα πρώτα στελέχη του ΕΛΑΣ της Αθήνας). Η δολοφονία αυτή υπήρξε στοχευμένη και αδυσώπητη, από τον πρόεδρο της Φιλεκπαιδευτικής Γιώργο Μπαμπινιώτη. Τον εκβίαζε κυνικά και τον εκδίωχνε, διπλασιάζοντας του το ενοίκιο που του κατέβαλε από το αίμα της καρδιάς του… Ο πατέρας μου, διατηρούσε έναν ημιυπαίθριο πάγκο με μεταχειρισμένα δισκάκια βινυλίου για να κατορθώσει ηρωικά να μας μεγαλώσει.

 Ο Μπαμπινιώτης αδίστακτα του έκοψε το ρεύμα και το τηλέφωνο. Ο πατέρας μου ερχόταν δακρυσμένος κάθε βράδυ στο σπίτι… το χάνουμε το ποστάκι μας έλεγε… με έβαζε μικρό κοριτσάκι να τηλεφωνάω στη διοίκηση Αρσακείου, να παρακαλώ να του ξανασυνδέσουν το τηλέφωνο μην τύχει καμία ανάγκη και το ρεύμα για να έχει λάμπα και σόμπα.

 Η ανάγκη δεν άργησε… παγωμένος από το μόνιμο κρύο της στοάς καθώς ήταν έπαθε λοβώδη πνευμονία στα 74 του χρόνια. Τι και αν τραυματίστηκε στο Αλβανικό και στα Δεκεμβριανά από βρετανικά πυρά, τι κι αν γλίτωσε την εκτέλεση από τα στρατοδικεία χάρη στους αγώνες της Μπέτυς Αμπατιέλου υπέρ των συναγωνιστών και πολιτικών συγκρατούμενων με τον άντρα της τον Αντώνη… η στοά είχε μετατραπεί σε εργοτάξιο το 1992… το εμπόρευμα του χώρεσε σε μια σακούλα που κράταγε με τις στερνές του δυνάμεις… ο ιδρώτας πότισε ολόκληρο το παλιό σακάκι του από τον ανελέητο πυρετό κι έχασε τις αισθήσεις του στο πεζοδρόμιο της σημερινής στοάς του βιβλίου, επί της οδού Πεζματζόγλου 5. Κανείς δεν μας ειδοποίησε επειδή έμοιαζε από την ταλαιπωρία εγκαταλελειμμένος… δεν τον πρόλαβα ζωντανό να του πω ότι τον αγαπώ, ήμουν 19 χρονών και ήδη δούλευα για να τον ξεκουράσω… ο Μπαμπινιώτης τον είχε αποτελειώσει αναίμακτα κι αναίσχυντα τον μπαμπά μου…».

Ο Βασίλης Γρατσίας (Καπετάν Νικηφόρος) με τα παιδιά του Γιάννη και Έφη.

Ο εκπαιδευτικός, πρώην βουλευτής  και συγγραφέας Νίκος Λεβογιάννης θα γράψει: «Ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, πέθανε ξεχασμένος και αδικημένος, αλλά έμεινε όρθιος ως το τέλος. Το Φιλώτι θα έπρεπε να τον έχει τιμήσει για όσα έχει κάνει για την ελευθερία, για τη δημοκρατία, για την κοινωνική δικαιοσύνη» και σε μια αναφορά στην κόρη του Έφη: «Ο πατέρας σου, ο Βασίλης Γρατσίας, ο θρυλικός καπετάν Νικηφόρος του ΕΛΑΣ Αθήνας, ο ανθυπολοχαγός του αλβανικού μετώπου, ανήκει στην χορεία των ηρώων του έθνους μας και χρέος μας είναι να τον τιμούμε, καθώς του πρέπει».

Δείτε επίσης