Deutsche Bank: Πόσο κινδυνεύει η Ευρώπη από μια νέα τραπεζική κρίση-Τι εκτιμούν οι αναλυτές

απο Cyclades Open

Foto: Arne Dedert/ picture alliance / dpa

Οι short sellers σημείωσαν κέρδη άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ποντάροντας στη μετοχή της Deutsche Bank τις τελευταίες δύο εβδομάδες, σύμφωνα με την εταιρεία οικονομικών δεδομένων Ortex.

Η Ortex είπε ότι το βραχυπρόθεσμο ενδιαφέρον για τις μετοχές της Deutsche Bank (DBKGn.DE) που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχει διπλασιαστεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στα 360 εκατομμύρια δολάρια.

Οι γερμανικές μετοχές της Deutsche υποχώρησαν τελευταία 10% στα 8,4 ευρώ (9,03 $) την Παρασκευή, καθώς οι συνεχείς φόβοι για την υγεία των παγκόσμιων τραπεζών έριξαν την εμπιστοσύνη απέναντι στη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, οι οποίες έχασαν 24% σε αξία τις τελευταίες δύο εβδομάδες.

Οι μετοχές της Deutsche Bank (DBKGn.DE) υποχώρησαν την Παρασκευή, αφού το κόστος ασφάλισης του χρέους της τράπεζας έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας εκτοξεύτηκε σε υψηλά άνω των τεσσάρων ετών, υπογραμμίζοντας τις ανησυχίες των επενδυτών για τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Ο τραπεζικός τομέας στην Ευρωπη είχε μια δύσκολη πορεία την τελευταία εβδομάδα, με τη διάσωση της Credit Suisse με την υποστήριξη του κράτους και την αναταραχή μεταξύ των περιφερειακών τραπεζων στις ΗΠΑ, που πυροδοτούν ανησυχίες για την υγεία του παγκόσμιου τραπεζικού τομέα.

Η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας είδε 3 δισεκατομμύρια δολάρια να εξαφανίζονται από την αγοραία της αξία σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας.

Οι ανταλλαγές πιστωτικού κινδύνου (CDS) της Deutsche Bank – μια μορφή ασφάλισης για τους κατόχους ομολόγων – αυξήθηκαν πάνω από 220 μονάδες βάσης (bps) – τις περισσότερες από τα τέλη του 2018 – από 142 bps μόλις πριν από δύο ημέρες, με βάση στοιχεία της S&P Market Intelligence.

Ενώ η Deutsche Bank έχει υποστεί μια σειρά από κρίσεις στο παρελθόν, ένα τεράστιο σχέδιο ανάκαμψης τη βοήθησε να τις ξεπεράσει. Ο CEO Christian Sewing, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 2018, εξέτασε ακόμη και το ενδεχόμενο της συγχώνευσης με την ανταγωνίστρια Commerzbank το 2019, έπειτα από προτροπή της κυβέρνησης, για να απορρίψει εντέλει αυτό το σενάριο. Το σημείωμα της Citi πρόσθεσε ότι η Deutsche Bank είναι κερδοφόρα και διαθέτει ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα. Στην επενδυτική Autonomous, οι αναλυτές σημειώνουν ότι «δεν ανησυχούν για τη βιωσιμότητα της Deutsche».

Αναλυτές της Citigroup Inc. είπαν ότι μπορεί να οφείλεται σε μια «παράλογη αγορά». Στην ίδια αναζήτηση των λόγων πίσω από την πτώση των μετοχών της Deutsche Bank, οι αναλυτές παρατήρησαν την αύξηση της τιμής των ασφαλίστρων έναντι κινδύνου της (CDS), καθώς και τις ανησυχίες σχετικά με την έκθεση σε εμπορικά ακίνητα.

«Κανένα από τα δύο δεν φαίνεται αρκετά σημαντικό για να εξηγήσει την κίνηση, μάλλον το θεωρούμε μια “παράλογη” αγορά», ανέφεραν σε σημείωμα οι αναλυτές της Citi. Όπως και με την Credit Suisse, «ο κίνδυνος είναι εάν υπάρξει ψυχολογικός αντίκτυπος από διάφορους τίτλους των μέσων ενημέρωσης στον καταθέτη, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός συλλογισμός πίσω από αυτό ήταν σωστός ή όχι», είπαν.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η κατρακύλα της Deutsche Bank έσβησε τα κέρδη των τελευταίων 6 μηνών για τη μετοχή. Οι επενδυτές ανησυχούσαν για την έκθεσή της γερμανικής τράπεζας στα αμερικανικά εμπορικά ακίνητα και το μεγάλο χαρτοφυλάκιο παραγώγων της, σύμφωνα με τον Stuart Graham, αναλυτή της Autonomous Research. Ωστόσο, και οι δύο αυτές παράμετροι είναι “γνωστές” και “όχι πολύ τρομακτικές”, πρόσθεσε σε σημείωμά του.

“Δεν ανησυχούμε για τη βιωσιμότητα ή το ενεργητικό της Deutsche”, έγραψε ο Graham. “Για να είμαστε απολύτως σαφείς – η Deutsche Bank ΔΕΝ είναι η επόμενη Credit Suisse”.

“Η Deutsche Bank είχε τα θέματά της με τις ρυθμιστικές αρχές, έχει δει επίσης ασταθή οικονομικά αποτελέσματα και έχει περάσει από αναδιάρθρωση. Η θεμελιώδης διαφορά με τη Credit Suisse είναι ότι η Deutsche έχει επιστρέψει στην κερδοφορία τα τελευταία τρίμηνα, ενώ η ελβετική τράπεζα δεν είχε προοπτικές κερδοφορίας για το 2023”, σχολιάζει στο Bloomberg o Paul Van der Westhuizen, αναλυτής της ολλανδικής Rabobank.

Σε αντίθεση με τον δοκιμαζόμενο ελβετικό δανειστή, η Deutsche Bank έχει σταθερή κερδοφορία, ενώ προβλέπεται απόδοση επί της ενσώματης λογιστικής αξίας 7,1% για το 2023, η οποία αυξάνεται στο 8,5% έως το 2025.

Σύμφωνα με τον γερμανικό επενδυτικό οίκο DZ Bank, δεν έρχεται μια νέα κρίση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς η Credit Suisse ήταν μια πολύ ειδική περίπτωση και δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη άλλες τράπεζες όμοιά της. «Καμία άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα δεν βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση», τονίζουν οι αναλυτές.

Eν τούτοις, οι αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να καταρρεύσουν και άλλες αμερικανικές τράπεζες, αν και εκτιμούν ότι σταδιακά, αυτές οι εξελίξεις θα τρομάζουν λιγότερο την αγορά.

Η DZ Bank αποδίδει την κατάρρευση των τριών αμερικανικών τραπεζών σε μία μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης στη χρηματοοικονομική κατάστασή τους, που οδήγησε σε τεράστιες αναλήψεις καταθέσεων.

Παρότι οι εξελίξεις αυτές πυροδοτούν παραλληλισμούς με την κρίση του 2008 και φόβους για μια νέα κρίση, ωστόσο ο οίκος τονίζει ότι οι τράπεζες ξεκινούν από ένα πολύ διαφορετικό σημείο.

Η εποπτεία είναι πολύ πιο αυστηρή, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν σήμερα πολύ περισσότερα κεφάλαια και ρευστότητα. Επιπλέον, η αλληλεξάρτησή τους μέσω των παραγώγων και της διατραπεζικής αγοράς έχει μειωθεί δραστικά, όπως και τα ρίσκα στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.

Όπως αναφέρει η DZ Bank, το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων έφερε στις τράπεζες μεγάλες ζημιές από τα δάνεια και προβλήματα φερεγγυότητας. Αντίθετα σήμερα, οι τράπεζες εμφανίζουν λογιστικές ζημιές σε τίτλους και δάνεια λόγω της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων, όμως θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους στο ακέραιο όταν οι τίτλοι αυτοί και τα δάνεια ωριμάσουν. Η DZ Bank εντοπίζει, παράλληλα, και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ και στην κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Ένας παράγοντας που συνέβαλε καθοριστικά στις τεράστιες εκροές κεφαλαίων στις τρεις αμερικανικές τράπεζες που κατέρρευσαν ήταν το υψηλό μερίδιο των μη ασφαλισμένων καταθέσεων που είχαν, στην Ευρώπη ωστόσο, ο κίνδυνος είναι πολύ μικρότερος, καθώς ο μέσος πελάτης έχει πολύ χαμηλότερες καταθέσεις.

Πηγή: Business News

Δείτε επίσης