Νάξος-Φιλώτι: Η παλιά αγορά του Φασολά-Πηγή αναμνήσεων, αλλά και ζωντανό κύτταρο δημιουργίας και αναγέννησης του χωριού

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open

Είναι φορές που νιώθεις πως χρωστάς στον εαυτό σου. Του χρωστάς να τον πας κάπου μια βόλτα, να ξεσκάσει, να τον πας σε μέρη γνώριμα από παλιά, ώστε ν’ ανασύρει τις παιδικές του μνήμες.

Κάπως έτσι ανηφόρισα προς το χωριό μου, το Φιλώτι, προκειμένου να συναντήσω τον Νικόλα Μουστάκη και να δω ποιες είναι οι τελευταίες εξελίξεις στο εγχείρημα της αναβίωσης της παλιάς αγοράς στη γειτονιά του Φασολά, στον οικισμό Ραχίδι.

Ως άνθρωπος που μεγάλωσε στο χωριό γνωρίζω όλες τις …πύλες εισόδου στην μαγική γειτονιά που ονομάζεται “Φασολάς”*, όνομα που μαρτυρά και την ιδιαίτερη ιστορία του.

Φασολάς*-Η παλιά εμπορική γειτονιά του Φιλωτιού

Η «γειτονιά των επαγγελματιών» του Φασολά δίνει εξαιρετική εικόνα του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας ενός νησιώτικου χωριού κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο Φασολάς πριν κατασκευαστεί ο επαρχιακός δρόμος Χώρας -Απειράνθου ήταν επομένως το εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του xωριού, όπου λειτουργούσαν λιλιπούτειοι επαγγελματικοί χώροι, όπως μπακάλικα, καταστήματα υφασμάτων και ειδών προικός, κουρείο, φούρνος, ραφείο, τσαγκάρικο, σιδηρουργείο, ξυλουργείο, ελαιοτριβεία, ρακιντζό, καφενεία κ.ά.

Όλα αυτά όμως πριν γίνει ο αμαξωτός ο οποίος άλλαξε τα πάντα, καθώς τα μικρά καταστήματα μεταφέρθηκαν εκατέρωθεν του επαρχιακού δρόμου και το παλιό κέντρο που έσφυζε από ζωή έχασε την παλιά του αίγλη μέχρι που ατόνισε εντελώς. Η “Γέφυρα” έπαιρνε σιγά-σιγά τα πρωτεία, καθώς η ευκολία της πρόσβασης-τα χωριά της Νάξου στα ορεινά έχουν πολλά σκαλοπάτια-της φόρτωσης-εκφόρτωσης χωρίς τη χρήση του αγωγιού έκανε τη δουλειά γρηγορότερη και ενδεχομένως το κόστος πιο χαμηλό.

Το πλατανάκι στου Φασολά

Η επιλογή μου να περάσω από το Λαχαναριό είχε ήδη παρθεί με το που πρόβαλα οδηγώντας στη στροφή πριν το νταμάρι, το σημείο εκείνο που το Φιλώτι αποκαλύπτεται ριζωμένο στα πλευρά του Ζα και σε καλωσορίζει πρώτα από μακριά.

Γνωρίζοντας πως η υπόθεση πάρκινγκ στο χωριό είναι ένα παιχνίδι περιπέτειας για δυνατούς παίχτες-με γερά νεύρα δηλαδή-είπα να να αφήσω το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού και να περπατήσω, αποφεύγοντας την διαδικασία να παρκάρω στον “Πύργο”, “στου Κόζου” ή όπου αλλού και φτάνοντας στη “Γέφυρα” με τον τεράστιο πλάτανο ν’ ανηφορίσω προς Λαχαναριό κι από εκεί να βάλω πλώρη για το Ραχίδι και τον Φασολά.

Οι αλλαγές που έχουν γίνει στο χωριό με βρίσκουν μάλλον απροετοίμαστη καθώς δεν τις έχω ζήσει για να τις αφομοιώσω, ωστόσο το βήμα μου είναι σίγουρο, καθώς εκτελεί μια διαδρομή που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου από τα πολύ παιδικά μου χρόνια, ώστε να γίνεται αυτόματα.

Το μυαλό μου γυρίζει σε αλλοτινές εποχές και σταματώ να πάρω ψωμί στον φούρνο του Τζαμπάλα. Μια κουλούρα σταρένιο ψωμί που όσο εγώ μιλώ με τον Βασίλη, νιώθω να με τραβά απ’ το μανίκι ένα πιτσιρίκι που θέλει κουλούρι, εκείνο το λαχταριστό, φουσκωτό και ζεστό ψωμάκι που παίρναμε την Κυριακή μετά την εκκλησία.

Ξεκινώ ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά…Μια μεθύρα στην άκρη με καλωσορίζει στο Fasolas Old Market.

Φτάνοντας στο πέτρινο στεαστό με τα λουλούδια, δεν μπόρεσα να μείνω ασυγκίνητη αντικρίζοντας την ομορφιά με τα σκαλιά, τις πρασινάδες, τα λουλούδια και σχεδόν πρόφτασα να δω στη γωνία να στρίβει ένα πιτσιρίκι βλοσυρό με κατεύθυνση την γειτονιά του Αγ. Ανδρέα φορτωμένο τα βιβλία του.

Πρώτα συνάντησα το ξυλουργείο, απέναντι ακριβώς το σιδηρουργείο του Παγίδα, το ραφείο, το κουρείο και αρκετά πιο κάτω το παντοπωλείο “του Σμίλη”.

Συνάντηση με το παρελθόν

Περιμένοντας τον Νικόλα άκουσα τον γνώριμο ήχο από οπλές στα σκαλιά. Ενας συντοπίτης μου μετέφερε μ’ ένα καλοζωϊσμένο μουλάρι υλικά οικοδομής. Χαμογελάω ενώ καλημερίζω αγώι και αγωγιάτη γιατί σκέφτομαι πως σ’ αυτήν ακριβώς τη γωνιά πριν πολλά πολλά χρόνια ένα… σταθμευμένο μουλάρι λιμπίστηκε τον μαϊντανό που μόλις είχα πάρει απ’ το παντοπωλείο- που όμως ήταν σέλινο- κι εγώ του το έδωσα να το φάει. Αυτό δεν έπαθε τίποτα, εγώ όμως πέρασα “του λιναριού πάθη” απ’ τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου, γιατί δεν μπορούσα να πάω πίσω στο μπακάλικο το σέλινο και να το αλλάξω με μαϊντανό, κάτι που ως πιτσιρίκι δεν γνώριζα, καταλαβαίνετε.

¨Τώρα γνωρίζω” ακούω μια παιδική φωνή να μου απαντά και χαμογελώ αμετανόητη για το κέρασμα στο μουλάρι παρ’ όλη την κατσάδα.

Και να, λοιπόν, που στέκομαι στο ίδιο σημείο και περιμένω τον Νικόλα για να μπω στο ίδιο μπακάλικο και να δω πως το έχει διαμορφώσει. Ευτυχώς σέλινο και μαϊντανό δεν υπάρχει πουθενά γύρω μου.

Ο Νικόλας φτάνει μ’ ένα μεταλλικό ποτιστήρι στο χέρι κι εγώ παρατηρώ πως, αντί να μεγαλώνει μικροδείχνει όσο περνάει ο καιρός. Κι έτσι είναι κάθε άνθρωπος που δεν αφήνει το χρόνο να τον κατατάσσει ηλικιακά, γιατί η ανάγκη να παραμείνει ενεργός δημιουργώντας και υλοποιώντας το όραμά του, τον κρατά μακριά απ’ τη φθορά του χρόνου. Νέο και δραστήριο.

Ο Νικόλας Μουστάκης είναι συνταξιούχος, πρώην Ορκωτός Ελεγκτής και Εταίρος της Ernst &Young που, όταν αποχώρησε από το επάγγελμα, διέθεσε σεβαστό μέρος της αποζημίωσης που έλαβε για να βοηθήσει τον γενέθλιο τόπο του να ευθυγραμμιστεί με τις οικονομικές και σύγχρονες απαιτήσεις της ατομικής και κοινωνικής ζωής, χωρίς να χαθούν ολοκληρωτικά :
– ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των κατοίκων
– η παραδοσιακή αρχιτεκτονική

Με όσα διέθεσε και από μια μικρή βοήθεια από τρίτους-ναι, απευθύνθηκε στον δήμο μας, χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα -κατάφερε να κάνει τον Φασολά κόσμημα που ακόμα δεν έχει λάμψει πλήρως.

Στου Σμίλη….

Θυμάρι, ρίγανη και αρωματικά φυτά απλωμένα στο τραπέζι, ένας βυζινές (επιτραπέζια ζυγαριά) με τα βαρίδια για το ζύγισμα, μια πλάστιγγα, άπειρα κουτιά από ό,τι μπορείς να φανταστείς κι όλα είναι του προηγούμενου αιώνα, πράγματα που πολλά απ’ αυτά υπήρχαν πριν ακόμα γεννηθώ, πριν το ένδοξο 1973.

Ποτέ πριν δεν είχα αντιληφθεί την πόρτα που σε βγάζει σ’ ένα στενό μπαλκόνι που βλέπει μέχρι τον μύλο του Σταυράκη και τη ράχη του Αη Γιάννη αριστερά και δεξιά όσο επιτρέπουν τα σπίτια, ένα μέρος του Κλεφάρου μέχρι το νταμάρι.

Στα ράφια του μπακάλικου κουτιά μαρμελάδας από βιοτεχνία της εποχής εκείνης στη Νάξο, σαπούνια πράσινα σε ξύλινο κουτί από την τοπική σαπωνοποιία, αλλά και από την σαπωνοποιία “Αλεπουδέλης” με τα “σαπούνια για…νόμπελ”, οικογενειακή επιχείρηση του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ελβιέλες, συσκευασία με βαμβάκι ΧΡΩΠΕΙ όταν ακόμα τυλίγονταν σε χάρτινη συσκευασία και όλα τα χρειαζούμενα για να μαγειρέψεις, να πλύνεις, να μαντάρεις, να διαβάσεις, όλα προϊόντα μιας άλλης εποχής που μέσα της κλείνει τις συνήθειες και τις προτιμήσεις του τόπου, αλλά και την τοπική και πανελλαδική βιομηχανική ιστορία της χώρας μας.

Την προσοχή μου τράβηξε μια διαφήμιση τσιγάρων που απεικονίζει μια κούτα από τσιγάρα άφιλτρα μάρκας “ΕΘΝΟΣ”. Ο Νικόλας παρατηρώντας με μου εξηγεί:

“Να σου πω πως συνδέεται και με τη Νάξο” μου λέει και τον ακούω με προσοχή. “Οι βοσκοί παλιά έφευγαν για μήνες να πάνε στο Ακρωτήρι κι έμεναν μήνες στον μαζωμό τους. Μπορεί ακόμα κι 6 μήνες. Χρειαζόντουσαν προμήθειες. Η κούτα αυτή είχε μέσα 80 άφιλτρα τσιγάρα, οπότε μπορούσαν να πάρουν όσα ήθελαν. Επίσης έδιναν χύμα σε όποιον δεν κάπνιζε συστηματικά, όπως πιτσιρικάδες της εποχής”.

Του απαντώ πως την έφτασα αυτή την εποχή στο χωριό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο Λαχαναριό, στο φούρνο του Τζαμπάλα (Σουλής το επίθετο) τις γυναίκες του χωριού να γεμίζουν τσουβάλια με ψωμί, γιατί οι άντρες τους θα πήγαιναν στ’ Ακρωτήρι και θα έλειπαν καιρό. Τα Ι.Χ. τότε ήταν ένα σπάνιο είδος πολυτελείας, οπότε τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα άλογα κυριαρχούσαν στους δρόμους, που δρόμους ακριβώς δεν τους έλεγες. Από τον Αη Στρύφωνα (Αγιο Τρύφωνα) και μέχρι το επίνειο του Φιλωτιού τον Καλαντό (νότια νοτιοανατολικά απ’ το Φιλώτι) μόνο μιτάτα υπήρχαν κοπάδια με κατσίκια και πρόβατα, ο βοσκός, το τσοπανόσκυλο και τα στοιχειά της Φύσης.

Σειρά είχε το καφενείο. Ναι, στον Φασολά αναβίωσε και το μικρό καφενεδάκι, πέτρινο και προσεγμένο όπως ακριβώς ήτν στην εποχή του. Με γραμμόφωνο μέσα και μεγάφωνο έξω για να μπορούν ν’ ακούν οι χωριανοί και εκτός καφενέ τις μελωδίες. Υποσχέθηκα πως σίγουρα θα επισκεφτώ ξανά το μέρος, μόλις τεθεί σε λειτουργία και φέτος ο καφενές, για να το δω στο μεγαλείο του.

“Λειτούργησε πολύ θετικά στη γειτονιά” μου λέει ο Νικόλας. “Οι άνθρωποι πλέον έχουν να κάτσουν κάπου, να πιούν έναν καφέ κοντά στο σπίτι τους, κάθονται μέχρι αργά” προσθέτει.

Έξω ενα μαγιάτικο μεσημέρι Σαββάτου προσπαθεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων παρ’ όλη την αστάθεια του καιρού. Το πλατανάκι του Φασολά στέκει καταπράσινο στην λιλιπούτεια αυλή-πλατεία σκορπώντας δροσιά υποσχόμενο πως το καλοκαίρι όποιος σταθεί να ξαποστάσει στα πετρόχτιστα πεζούλια θα δροσιστεί γενναιόδωρα.

Η συλλογή νομισμάτων

Εκτός απ’ την περιοχή του Φασολά, λίγο πιο πέρα από την είσοδο για τον Φασολά, ο Νικόλας έχει δημιουργήσει στον αμαξωτό και ένα Νομισματικό Μουσείο, πραγματικό θησαυρό. Στη «Συλλογή Νομισμάτων» εκτίθενται όλα τα νομίσματα – ελληνικά και κατακτητών – που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και την Κύπρο από το 1820 μέχρι την κυκλοφορία του ευρώ.
Στις προθήκες της «Συλλογής» μπορεί κάποιος να δει νομίσματα -κέρματα και χαρτονομίσματα- που κυκλοφόρησαν στο νέο ελληνικό κράτος, στα Ιόνια Νησιά και στην Ήπειρο-Θεσσαλία (πριν από την ενσωμάτωσή τους), στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κατά τη βουλγαρική κατοχή (όπως και τα ομόλογα που δόθηκαν στους κατόχους νομισμάτων δραχμής για την απόσυρση της), από τους Ιταλούς, καθώς και από την «Κυβέρνηση του Βουνού» στις περιοχές που διοικούσε στη διάρκεια της Κατοχής. Επίσης, εκτίθενται τα τούρκικα κέρματα που κυκλοφορούσαν στην κυρίως Ελλάδα και την Κρήτη ακριβώς πριν από τον Φοίνικα και τη δραχμή, αντίστοιχα και πολλά ακόμα.

Φωτ: Ν. Μουστάκης

Μέσα σε μια τόση δα γειτονιά μπορεί να ακτινογραφήσει κανείς το παρελθόν του χωριού ζώντας το παρόν του. Μπορεί να θυμηθεί και ν’ ανασύρει απ’ τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια που όπως λένε είναι και η μόνη μας πατρίδα. Σκοπός είναι όλα αυτά να ζωντανέψουν, ειδικά το μπακάλικο και το καφενείο και να μην έχουν απλώς μια μουσειακή αξία, αλλά να γίνουν η γραμμή που ενώνει το παρόν με το παρελθόν βάζοντας βάσεις για το μέλλον.

Το να θυμάσαι από που ξεκίνησες ξετυλίγοντας τον μίτο μέσα στο λαβύρινθο του χρόνου, σε βοηθά να πατάς γερά στα πόδια σου και επιπλέον να θυμάσαι από που ξεκίνησες, πως περπατάς και πως πορεύεσαι από δω και πέρα. Όχι δεν είναι προγονολατρεία, ούτε νοσταλγία, ούτε στρογγύλεμα των λαθών και των κακώς κειμένων μιας περασμένης εποχής. Είναι η πολιτιστική σου ταυτότητα που αν την απαρνηθείς χάνεις τον ειρμό σου κι ό,τι σε δένει με τους γονείς και τους παππούδες σου και τον ίδιο σου τον τόπο. Χάνεις και την ευκαιρία να διορθώσεις τις ατέλειες και τα λάθη. Είναι σαν την έλλειψη βαρύτητας στο διάστημα. Δεν μπορείς να ελέγξεις τις κινήσεις σου, δεν τις ορίζεις αποτελεσματικά, δεν έχεις βάρος…. το ίδιο αποτέλεσμα δημιουργεί και η έλλειψη πολιτιστικής βαρύτητας και το ειδικό βάρος που έχει.

Η αναβίωση της γειτονιάς του Φασολά δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως

Το σχέδιο για την αναβίωση του Φασολά δεν σταματά εδώ. Έχει και συνέχεια. Μέχρι σήμερα, στον Φασολά έχουν συντηρηθεί και αποκατασταθεί: Σιδηρουργείο, Ξυλουργείο, Ραφείο, Κουρείο, Παντοπωλείο, Καφενείο. Απομένει να αποκατασταθούν: το Τσαγκάρικο, μια Παραδοσιακή Κατοικία ένα Αλώνι – δύο Ανεμόμυλοι (Σταυράκη και Πασπαλίτη) και ο Φούρνος.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια αλυσίδα που θα λειτουργήσει κανονικά και ολοκληρωμένα για να φτάσει να παράγεται ψωμί από σιτάρι που θα καλλιεργείται, όπως παλιά, από κατοίκους του Φιλοτιού.
Στην προσπάθεια εξεύρεσης των απαιτούμενων πόρων για την αποκατάσταση του Φασολά, αλλά και στη διασφάλιση της συνέχειας, αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά το νεοϊδρυθέν Σωματείο, με την εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων κατοίκων και φίλων του νησιού που συμφωνούν με τους προαναφερόμενους στόχους και επιθυμούν να βοηθήσουν.
Το κόστος για την ολοκλήρωση του όλου έργου, αλλά και κάποιων συνοδών με αυτό έργων – όπως και για τη συντήρηση του – αναμένεται να καλυφθεί με :
-τις Συνδρομές των μελών του
-τις Χορηγίες των Φίλων
-την πραγματική επαναδραστηριοποίηση των καταστημάτων
Κάποια από αυτά, όπως το Καφενείο και το Παντοπωλείο, αναμένεται να βοηθήσουν και τα υπόλοιπα να επιβιώσουν.
Τα συνολικό απομένον κόστος αποκατάστασης των καταστημάτων και «του κύκλου του ψωμιού» ανέρχεται σε περίπου 140.000 ευρώ.

Το παλιό σιδηρουργείο, φωτ Ν. Μουστάκη

Είναι απορίας άξιον γιατί, τόσο ο δήμος, όσο και η τοπική κοινότητα,δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με την αναβίωση του Φασολά και δεν εννοώ δίνοντας υποσχέσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Απαντήσεις υπάρχουν βέβαια, αλλά μαζί με τις απαντήσεις θα πρέπει κανείς ν’ ασχοληθεί σοβαρά με την συνολική ταυτότητα του νησιού με ειλικρίνεια, ακόμα και με γόνιμη συγκρουσιακή διάθεση. Συμφωνώντας μονάχα ή αδιαφορώντας υποσχόμενοι, επειδή δεν γίνονται κατανοητά τα νέα δεδομένα στον τουρισμό, στην ανάπτυξη και στη βιωσιμότητα, δεν βγαίνει άκρη.

Μιλήσαμε πολύ με το Νικόλα και συζήτηση προχώρησε πέρα απ’ τον Φασολά. Για την πολιτική, για τους ανθρώπους για την κοινωνία, για το Πολυτεχνείο για τα πολιτικά πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν την δεκαετία του ’80. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την αναβίωση της παλιάς αγορά του Φασολά, έτσι και με το κοινωνικοπολιτικό παρελθόν της χώρας: πρέπει να ξέρεις τι έγινε πριν για να καθορίσεις το τώρα και το μετά αποφεύγοντας το αγαπημένο χόμπι της χώρας μας, το “όχι λάθη, πάντα λάθη” κάνοντας δηλαδή τα ίδια λάθη προσδοκώντας διαφορετικό αποτέλεσμα.

Διαπιστώσεις

Σε όλη τη διαδρομή είχα για παρέα ένα δημοτικάκι με μια πλατιά σάκα στην πλάτη και ποδιά σχολείου. Η λευκή κορδέλα στα μαλλιά βαλμένη άτσαλα. Συννεφιασμένο ήταν, μόνο που τώρα ήξερα τι απασχολούσε το κεφαλάκι του. Δεν μιλήσαμε πολύ. Μόνο με κοίταξε τσιγκρώνοντας τα μάτια του (η μυωπία βλέπεις) και μου χαμογέλασε.

Με τον παλιό εαυτό σου πρέπει να περπατάς συχνά… γιατί είναι ο χάρτης σου. Κι ο χάρτης χρειάζεται πυξίδα. Χωρίς αυτά τα εφόδια και τη γνώση να τον διαβάσεις αποπροσανατολίζεσαι ή χάνεσαι στο κενό.

Η επόμενη εξόρμηση στον Φασολά θα είναι για καφεδάκι ή γλυκό του κουταλιού στο καφενείο του Μανωλαρά. Κι αν χρειαστεί σερβίρω κιόλας.

Σαν στο σπίτι μου…σαν στο δικό σας…αυτό είναι τα χωριά και ο τόπος μας.

Το σπίτι μας.

“Η μύτη του Ζα”/ Ζεύς, το ψηλότερο βουνό των Κυκλάδων 1004 μ. αφιερωμένο στον Μηλώσιο Δία, προστάτη των αιγοπροβάτων

.

*Φασολάς

Η γειτονιά του Φασολά πήρε το όνομά της, από την ομώνυμη γειτονιά που βρίσκεται στον Κάμπο της Χίου, από την οποία ήλθε στο Φιλότι ένας Μικρός Πρόσφυγας που άκουγε στο όνομα Αντώνης Παγίδας.
Ως γνωστό, ο ελληνικός στόλος διέσωσε από τα τούρκικα γιαταγάνια και διένειμε στα νησιά του αρχιπελάγους περίπου το 50% των κατοίκων του μαρτυρικού νησιού που διασώθηκαν από τη Σφαγή.
Οι υπόλοιποι μισοί πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Εκτιμάται ότι 30.000 Χιώτες σφαγιάστηκαν ή οδηγήθηκαν στην προσφυγιά.
Έτσι δημιουργήθηκαν μεγάλες παροικίες σε πολλά νησιά του Αιγαίου, ιδιαίτερα στη Σύρο και στην Τήνο.
Η Σύρος οφείλει μεγάλο μέρος της ανάπτυξής της – ιδιαίτερα στον τομέα της ναυτιλίας – στους Χίους πρόσφυγες.
Ο Λουκής Λάρας του Δημήτρη Βικέλα, συνιδρυτή των σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων, αποτελεί ένα λογοτεχνικό αποτύπωμα των επιδράσεων που είχαν οι Χίοι πρόσφυγες στις κοινωνίες που ενσωματώθηκαν.
Η ιστορία του μικρού Αντώνη αποτελεί ένα καλό παράδειγμα παράπλευρου αποτελέσματος που δημιουργείται από την αλληλεπίδραση των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, με τις τύχες των απλών ανθρώπων που βιώνουν τις συνέπειές τους.
Ο Αντώνης Παγίδας έφτασε στη Νάξο στα 1822 σε ηλικία δώδεκα χρονών ως πρόσφυγας, μετά τη μεγάλη καταστροφή του πολύπαθου νησιού του.
Ο μικρός πρόσφυγας είχε μείνει ορφανός, αφού είδε να θανατώνονται – με βάρβαρο τρόπο – μπροστά στα παιδικά του μάτια όλα τα μέλη της οικογένειάς του.
Σκηνές σαν αυτές που έζησε ο μικρός Αντώνης είναι εκείνες που προκάλεσαν την κινητοποίηση της κοινής γνώμης της Ευρώπης υπέρ των δικαίων των αγωνιζόμενων για την ελευθερία τους Ελλήνων και ενέπνευσαν στον μεγάλο Γάλλο ζωγράφο Eugene Delacroix τη δημιουργία του έργου του «η σφαγή της Χίου».
Ο Πίνακας έχει αναρτηθεί στο ανακαινισμένο Σιδηρουργείο της γειτονιάς του Φασολά.
Ο Αντώνης Παγίδας παντρεύτηκε Φιλοτίτισσα με την οποία γέννησε πέντε παιδιά και είχε την τύχη – στις δύσκολες συνθήκες του 19ου αιώνα, όταν η επαφή ακόμη και μεταξύ των χωριών της Νάξου ήταν περιορισμένη – να δει δυο από τα παιδιά του να αποκτούν πανεπιστημιακούς τίτλους και να διακρίνονται στον τομέα τους.
Συγκεκριμένα, ο Στέφανος και ο Γεώργιος, αφού τελείωσαν το Γυμνάσιο της Σύρου, σπούδασαν στη Θεολογική και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντίστοιχα, ενώ ο Γεώργιος συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, από όπου και έλαβε το διδακτορικό του στην Αρχαιολογία.
Ο Στέφανος Παγίδας – με το ιερατικό όνομα Νεόφυτος – όντας αρχιμανδρίτης της ελληνικής κοινότητας στην Πετρούπολη της Ρωσίας, εξελέγη Μητροπολίτης Σπάρτης, όμως δεν αποδέχθηκε το αξίωμα για να μπορέσει να ολοκληρώσει τη συγγραφή της Ιστορίας της Ρώσικης Εκκλησίας.
Στους δυο σπουδαίους Φιλωτίτες αναφέρεται ο Γιάννης Ψυχάρης στο βιβλίο του με τίτλο «Στον ίσκιο του Πλατάνου».
Η πνευματική επίδραση των «Δυο Σοφών από το Φιλότι», όπως αποκαλεί τα δύο αδέλφια ο Αντώνης Κατσουρός (βλέπε ομότιτλο βιβλίο που εκδόθηκε το 1960) στους συγχωριανούς τους ήταν μεγάλη, ενώ οι απόγονοι της οικογένειας συνεχίζουν – ακόμα και σήμερα – να καυχώνται ότι «κατάγονται από τους Παγίδηδες».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Μπορείτε να μάθετε ακόμα περισσότερα, αν επισκεφτείτε:

-Το Φιλώτι, οπωσδήποτε

-Το site που έχει δημιουργηθεί ακριβώς για ν’ αναδείξει το έργο του Φασολά περιλαμβάνοντας και άλλες χρήσιμες πληροφορίες, στο naxos-filoti.gr. Πληροφορίες για το νομισματικό μουσείο θα βρείτε εδώ και για το Γαστροκαφενείο εδώ.

-Την ομάδα ΒΙ.Δ.Α. και τα Βιομηχανικά Δελτία Καταγραφής που αφορούν τη Νάξο και την βιομηχανική δραστηριότητα του νησιού τον προηγούμενο αιώνα

Φωτογραφίες: Cyclades Open

Φωτογραφία εξωφύλλου: Στεαστό ξυλουργείου Φασολά/Νικόλας Μουστάκης

Δείτε επίσης