Σα να μην έφθαναν λοιπόν όλα αυτά, ήταν κι αυτό το ποδήλατο, που είχε όλες τις ατέλειες του κόσμου κι ακόμη μία παραπάνω για να τον κάνει εντελώς ρεζίλι : ήταν ροζ! Ένα έντονο, πολύ έντονο ροζ, που και να ήθελε να το παραβλέψει κάποιος δεν θα μπορούσε, ιδίως μάλιστα όταν απάνω σε αυτό το έντονο ροζ καθόταν ένα μελαχρινό αγόρι! Όπως και να είχε το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: δεν υπήρχε πιο «λάθος» ποδήλατο από αυτό και δεν υπήρχε πιο δυστυχισμένο αγόρι από τον Λευτέρη!
ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Σήμερα ήταν πια η τελευταία μέρα! Και την τελευταία τούτη μέρα ξύπνησε πιο νωρίς από όλες τις άλλες. Ενώ συνήθως αργούσε και τεντωνόταν νωχελικά στο κρεβάτι του, ενώ όλες τις άλλες μέρες έκανε «εκατό ώρες» όπως έλεγε η μαμά του, για να ξεμπερδέψει με το πρωινό του κι άλλες τόσες για να ντυθεί, σήμερα κατάφερε μέσα σε πέντε λεπτά, μόνο πέντε, να είναι πανέτοιμος – και χτενισμένος! Δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σχολείο.
Νέος πανικός κατέλαβε τον Αντώνη. Τι λέει η μαμά; Να μείνει ακίνητος; Με αυτό το εκνευριστικό και απειλητικό «ζζζζζζ» ν’ ακούγεται τόσο κοντά του; Και το καφετί «πλάσμα» να θέλει να τον αγκαλιάσει; «Δεν γίνεται! Αυτή χορεύει μπροστά στη μούρη μου, πώς θες να μείνω ακίνητος;»
Ο Ιάσωνας όμως είχε μπόλικο κέφι κι ακόμη περισσότερη όρεξη για σκληρή δουλειά, και δεν το έβαλε κάτω “μετά από λίγη ώρα”. Κάποια στιγμή ζεστάθηκε από το σκάψε-σκάψε-με-μανία που έκανε κι έβγαλε το ζακετάκι, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα του με το μανίκι του, αλλά δεν σταμάτησε. Γκαπ-γκουπ, έσκαβε κι είχε βάλει σκοπό να κάνει τον κήπο αγνώριστο.
Και στον καναπέ ανέβαινε με δυσκολία. Σα να είχε πολύ κοντά πόδια ή σα να ήταν ο καναπές ψηλός. Όσο για τις καρέκλες της τραπεζαρίας, για ν’ ανεβεί χρειαζόταν και λίγο σπρώξιμο από κάποιον άλλο. «Τελικά όλα είναι φτιαγμένα για τους μεγάλους. Εμείς οι μικροί δεν ταιριάζουμε πουθενά μέσα σε ένα σπίτι, εκτός από το δωμάτιό μας!», σκεφτόταν.
Τα μάτια της είχαν θολώσει τόση ώρα κόντρα στον ήλιο και το μόνο πράγμα που λαχταρούσε τώρα δα, περισσότερο κι από τη νίκη στον αγώνα, ήταν ένα ξέφρενο μπουγέλο! Μάλιστα! Σαν αυτό που παίζουν την τελευταία μέρα του σχολείου
Η Στέλλα έβαλε τη μικρή ψάθινη καρεκλίτσα της κοντά στο τραπεζάκι με το κλουβί αλλά δεν ήξερε τι να πει στον Μερκούριο για να περάσει η ώρα. Κι αφού κοιτάχτηκαν για λίγο σοβαρά, κι ο Μερκούριος άρχισε να φτιάχνει τα φτερά του, η Στέλλα έπιασε να του λέει όλα τα νέα του σχολείου, τις παραξενιές των συμμαθητών της, για την εκδρομή που είχαν πάει, το Μουσείο, τις κούνιες μέχρι και την προπαίδεια του είπε – αυτό γιατί έπρεπε να κάνει επανάληψη, όπως είχε συμβουλεύσει η κυρία τους.
Ο Μερκούριος δεν έκανε “κιχ” ή μάλλον ούτε “τσίου”Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Πώς να κρατήσεις φρόνιμο τον μικρό σου αδελφό και μάλιστα για πολύ ώρα; Το πράγμα δυσκολεύει περισσότερο όταν ο μικρός σου αδελφός είναι ο Αντώνης.
Και έτσι τώρα, το μόνο που είχε να περιμένει ήταν να φέρει η μαμά στο σπίτι τις καρτέλες με τα αυγά για βάψιμο. Ήξερε πως αυτό θα γινόταν την Μεγάλη Εβδομάδα, κι είχε μέρες ακόμη μπροστά της, αλλά η ανυπομονησία της σχεδόν δεν κρυβόταν. Όταν λοιπόν γύρισε από το σχολείο και είδε στο ψυγείο 3 καρτέλες με αυγά, καταχάρηκε. Επιτέλους, είχε φθάσει η ώρα.
Όταν μια βόλτα με το ποδήλατο καταλήγει σε τούμπα και ο μπαμπάς κάνει…βαβά…!