Λίθινοι Τοίχοι: Οι ξερολιθιές των αγρών και η σημασία τους

απο Cyclades Open

Οι ξερολιθιές στην ελληνική ύπαιθρο εξυπηρετούν τρεις βασικές αποστολές: την αντιστήριξη (για το κράτημα του επικλινούς εδάφους), την οριοθέτηση (των αγρών, λιβαδιών, αγροικιών) και το εμπόδιο (γι’ ανθρώπους και ζώα, με σκοπό την προφύλαξή τους, τη διαφύλαξη εδαφικών περιουσιών, την προστασία αγαθών, τη διαχείριση του χώρου).

Οι ξερολιθιές στους αγρούς ως αναλημματικοί τοίχοι με αργούς λίθους χωρίς συνδετικό υλικό δημιουργούν «χωράφια» αφού κρατούν το έδαφος για να καλλιεργηθεί σε «ζωνάρια», μειώνουν την κλίση του εδάφους (παρέχουν εξομάλυνση των κλίσεων) και τα υποστηρίζουν μηχανικά, αποτρέποντας την εδαφική διάβρωση σ’ επικλινή, ευδιάβρωτα ή ασταθή εδάφη, και βελτιώνοντας την εδαφική υγρασία, κρατώντας επιπροσθέτως «μαζεμένο» το έδαφος σ’ επιφάνειες (στα «ζωνάρια»), μετατρέποντας έτσι τ’ άγονα εδάφη σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Το επαρκές βάθος του εδάφους τούτων, εξυπηρετεί −πέρα από τη δυνατότητα της καλλιέργειας− τη διατήρηση κατάλληλης υγρασίας, αφού το περισσότερο βαθύ χώμα συγκρατεί περισσότερο νερό.

Τα τοπία των λιθιών είναι φυσικά τοπία −αν κι ανθρωπογενή!−, ακριβώς επειδή είναι οικολογικά. Τα αγροτικά αυτά τοπία, ως οικολογικά, βρίσκονται σε μια δυναμική εξέλιξης, συνεχούς ροής και δράσης, λόγω των γενικών κι ειδικότερων παραμέτρων που επιδρούν στο αγροτο-οικολογικό σύστημα. Δεν είναι δηλαδή στατικά περιβάλλοντα, και, παρά το γεγονός ότι είναι ανθρωπογενή, έχουν φυσική πορεία, με τον άνθρωπο ενεργό στο φυσικό χώρο – προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ο άνθρωπος – διαχειριστής να μην ανατρέψει τις ισορροπίες που ο ίδιος δημιούργησε συγκροτώντας τα εν λόγω τοπία.

Από οικολογική άποψη, τα συστήματα αυτά είναι σταθερότερα από οποιαδήποτε μορφή συμβατικής γεωργίας, ως προς την προστασία του εδάφους, τη βελτίωση του περιβάλλοντος και των βιοτόπων για την άγρια πανίδα, τη διασφάλιση της σταθερότητας και λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και τη διατήρηση και βελτίωση των ανεπανάληπτων τοπίων της χώρας μας. Θέλουν όμως τον άνθρωπο να είναι παρών! Άλλως καταρρέουν! Είναι περιβάλλοντα υψηλής αισθητικής που επιτυγχάνουν παράλληλα την αειφόρο απόληξη των φυσικών αγαθών χωρίς υποβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας. Οι ξηρολίθινοι τοίχοι έχουν αναφορά στη ζωή, στο βίο των Ελλήνων. Αποτελούν πηγές, εστίες, θέμελα, για την παραγωγή της ζώσας ύλης του δημιουργού: τον πηλό του, τον πηλό της ζωής˙ έναν πηλό ύλης, σκέψης, σοφίας, μόχθου, θέλησης, πνοής. Στους ξηρολίθινους τοίχους εκφράζεται η τεχνική και η τέχνη του ανθρώπου της υπαίθρου, που χρησιμοποιεί τα φυσικά στοιχεία για τη δημιουργία του όλου˙ κάτι που οδηγεί σε αναβαθμισμένο, ποιοτικό περιβάλλον με φυσικό προορισμό (όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με τους φυτοφράκτες των αγρών)

Οι ξηρολίθινοι τοίχοι δεν είναι στείροι ζωής. Εμπεριέχουν τη ζωή, τη φυσική και ζωική, που αναπτύσσεται και διαβιεί ανάμεσα στις πέτρες στο μικροοικοσύστημα της λιθιάς. Δεν αποτελούν όμως διαμεσολαβητές ζωής, όπως ίσως τους θεωρήσουμε, καθώς οι ίδιοι είναι παραγωγοί και πάροχοι ζωής. Μέσα στη νεκρή ύλη της πέτρας συγκροτείται ένα σύμπαν ζωής που είναι σημαντικό για την υποστήριξη της ζωτικής ολότητας του δημιουργήματος. Έχουν στην τέτοια τους συγκρότηση οι ξερολιθιές ζων περιεχόμενο: την εντός τους ζωή. Αυτή που συντηρείται μέσα στην ξερολιθιά σε μια σύνθεση φύσης. Αναφύεται από τη γη και την ακολουθεί στις «ανάσες της». Είν’ ένα ανθρωπογενές περιβάλλον ολιστικού χαρακτήρα, στ’ οποίο βρίσκει έκφραση η φυσική ζωή. Σε αυτό το περιβάλλον, η φύση και ο άνθρωπος λειτουργούν σε αρμονία, στα πλαίσια μιας ολότητας όπου πέτρα, γη και καλλιέργεια συντίθενται για ν’ αποτελέσουν ένα σύνολο ζωής, στην οποία προστίθενται, στα πλαίσια της φυσικής δυναμικής, τα άγρια φυτά και ζώα της ελληνικής υπαίθρου.

Φωτογραφία: Konrad Helbig, πεζούλες με ξερολιθιές στη Φολέγανδρο το έτος 1976

Δεν είναι συνεπώς νεκρό υλικό η ξερολιθιά των αγρών, τοποθετημένο με τέχνη από τον άνθρωπο, για την εξυπηρέτησή του. Είναι ξηρολιθοδομή, δηλαδή τοίχοι με αδρανή δομή, όχι όμως τοίχοι χωρίς περιεχόμενο. Και το περιεχόμενό τους είναι ζωντανό, ένστιχτο, διάπυρο, παρά την αδρανή δομή τους˙ και το γεγονός τούτο κάμνει τις ξερολιθιές ακόμα σημαντικότερες, καθότι πέραν του χρηστικού και περιβαλλοντικού τους ρόλου, έχουν προσφορά και στην οικολογία του τόπου, ως συστάσεις ενός ρέοντος-δυναμικού συστήματος ζωής. Μιας ζωή που στέργεται χάρη στον τρόπο που δομούνται οι ξερολίθινοι τοίχοι, έτσι που η αδρανής δομή να συντηρεί ή και να παράγει ζωή! Τούτο πετυχαίνεται διότι λείπουν από την κατασκευή οι αρμοί και τα γεμίσματα, που την αποκλείουν. Είναι τοίχοι χωρίς συνδετική ύλη, με μόνο διάμεσο υλικό στήριξης τις σφήνες, όταν βεβαίως απαιτούνταν (π.χ. στους τοίχους αντιστήριξης).

Είναι η ζωή στην ξερολιθιά, αυτή του αμάραντου και του σαπουνόχορτου, του κισσού και της λειχήνας, της φραγκοσυκιάς και της κάππαρης, του θύμου και της ρίγανης, του πρίνου και της γκορτσιάς…˙ του άνθους, της πέτρας και της σχισμής. Καθώς επίσης, του πετρόφιδου και της γο(υ)στέρας –της όμορφης τούτης ελληνικής σαυρούλας!–, του σκαντζόχοιρου και του ποντικού, του γκιώνη και της γαλιάντρας, της σουσουράδας και του σπουργιτιού, της μέλισσας και της πασχαλίτσας, των μυριάδων ασπόνδυλων…˙ των ερπετών και των πουλιών, των μικρών θηλαστικών και των εντόμων, των αφανών ζωών της γης και της πέτρας, που πλημμυρούν το ανείδωτο σύμπαν της ταπεινής ελληνικής (μικρο)πανίδας. Όλα τους βιώνουν, βοούν και πράττουν κει, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη κατασκευή, είτε ως μονιά ή καταφύγιο είτε ως απάγκιο ή στασίδι.

Οι ξώτοιχοι με τις αρμοστά τοποθετημένες ασυγκόλλητες πέτρες, τις αργασμένες ως παράγωγο σοφισμένης ενέργειας, έχουν αποστολή να βαστούν τη γης για τον ανασκωμό της, για τη δούλευσή της και την απόδοσή της, για τη χωροταξία και την αρχιτεκτονική της, κι όχι να τη χωρίσουν ή να τη μποδίσουν. Οι τοίχοι αυτοί δεν υψώθηκαν, δεν ανεγέρθηκαν, δεν είναι τείχη, μα θάλεγες πως αναφυήθηκαν από της γης, ως έκφραση της γήινης ζωής, λες κι ο σφυγμός της πήρε σχήμα στο έργο τ’ ανθρώπου.

Από μέσα τους εκδηλώνεται η ανάβρα: το νερό κι ο αέρας της γης, που διαπερνά το σώμα τους κι αιματίζει το πέτρινο σύμπαν, ρέοντας από τα κενά των λίθων. Νοιώθεις έτσι τη ζωή, ρέουσα να συνίσταται στο διάμεσο των λίθων και πάνω τους. Και γένεται η φύση πιότερη, ως ανασυστάμενη στο καταφύγιο της πέτρας, ηπιότερη δε και μαλακωμένη, καθώς οι τοίχοι έχουν ως αποστολή τους να πραΰνουν τη θέρμη και την ορμή των φυσικών στοιχείων, και να θεμελιώσουν τη γης, καθορίζοντάς την κατά το μέτρο των ανθρώπων. Ως φρυγμένη γλώσσα η τοιχισμένη γης κρατεί το υγρότερον του ολίγου, και φτιάχνει, αναμεσίς της ξέρας, κραταιώτη˙ γιατί, ασκημένη στην κράτη είν’ η γλώσσα που διψά, και στην ξαίθρα ημερινά μαζώχνει δρόσο από το ανάβλεπτο, από το λιγοστό που της προσφέρεται.

Ένα τέτοιο μικροπεριβάλλον, τόσο πλούσιο στο ολίγο του!, είναι σημαντικό για την πληρότητα που του δίνει η λιγοσύνη του. Καθώς, όλα κει στριμώχνονται κι αρμόζουν στο ελάχιστό τους, στο λίγο τους, και γένεται θώκος το δημιούργημα, μια κιβωτός ζωής! Και τούτο είναι το σπουδαίο της εν προκειμένω σύστασης: ότι γένεται ολότητα και ξετάζεται στο όλο του το δημιούργημα˙ όχι στο στοιχείο του. Είναι ο ολιστικός χαρακτήρας της δημιουργίας που δίδει στη ζωή νόημα σε τούτη τη φαινομενικά αδρανή κατάσταση!

Η θίξη όμως στοιχείου του δημιουργήματος, σημαίνει προσβολή του όλου, π’ οδηγεί σε υποβάθμιση, ίσως και την κατάρρευσή του. Μια κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει το μικροοικοσύστημα τούτο, ακόμα και με την εγκατάλειψή του. Όχι μόνον προστασία και διαφύλαξή του λοιπόν, μα και διαχείριση, έγνοια και φροντίδα του.

Η εξάλειψη, συνεπώς, της ζωής στο μικροπεριβάλλον της ξερολιθιάς, και η γενικότερη καταστροφή που προκαλείται από την ενέργεια αυτή, αποτελεί γεγονός που συνταράζει τη φύση, έστω κι αν −λόγω άγνοιας ή ασυνειδησίας− δε συγκινεί (συνήθως) και δεν ταράζει τον άνθρωπο. Διότι, αν μη τι άλλο, αφορά στην απώλεια ζωής. Η οποία, σε βάθος χρόνου και με την εξέλιξη των πραγμάτων, θ’ αφορά και στην ανθρώπινη ζωή. Καθώς, εν φυσικό οικοδόμημα συγκροτήθη κει, με τον άνθρωπο ενεργό του και κάθε του θίξη, μοιραία τον πληγώνει, τον αποσυναρτά, τον υποβαθμίζει, έστω κι αν, λόγω της απομάκρυνσής του από τη γη, δεν το συνειδητοποιεί, καθώς μέρος του φυσικού δημιουργήματος είναι κι αυτός.

Οι ξηρολίθινοι τοίχοι αποτέλεσαν, κι εξακολουθούν ν’ αποτελούν (κείνοι π’ απέμειναν και συντηρούνται), καταφύγια ζωής, ένα μεσογειακό ενδιαίτημα ιδιαίτερα φιλόξενο κι επιθυμητό για τα ξηρόφιλα κατά βάσιν είδη της χλωρίδας, μα και για τα υγρόφιλα των υγρότερων περιβαλλόντων, όπως τα βρύα και τις λειχήνες, καθώς και για τ’ ασπόνδυλα και τα μικρά σπονδυλωτά είδη της πανίδας, π’ αναζητούν οίκο σ’ ένα ακραίο κι οριακό περιβάλλον. Είναι, υπό αυτή την έννοια, θώκος γι’ αυτά, ένας μικροοικότοπος. Σε αυτό το περιβάλλον, φυτά και ζώα διαβιούν στις δύσκολες συνθήκες της πέτρας, στο ξηρολίθινο μικροπεριβάλλον, μέσα σε ρωγμές και κοιλότητες, σ’ εσοχές και θύλακες, σε κενά και σχισματιές, ακόμα και σε πόρους κι οπές, αποτελώντας όλα τους στοιχεία του αγροτικού/αγροτοδασικού περιβάλλοντος, στ’ οποίο εντάσσονται οι ξερολιθιές, οι οποίες συντηρούν αυτή τη δυσκολοβίοτη ζωή. Εκεί, η «αθέατη» μικρή ζωή βρίσκει αποδομήσιμο υλικό κι ευνοϊκές συνθήκες για να επιβιώσει. Αποτελούν βιοοικοτόπους συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαμόρφωση και διατήρηση της ιδιαίτερης χλωριδικής και πανιδικής μεσογειακής βιοποικιλότητας.

Ως οικοσυστηματική μονάδα η ξερολιθιά του αγρού συγκροτείται στις αντίξοες/ακραίες συνθήκες του χώρου της, οπού συναντάται η μη αντιληπτή ζωή που την υποστηρίζει, μια ζωή που η φύση εκχύνει σε κάθε δημιούργημα κι απομένει στο νοό άνθρωπο να τη δει, να τη νοιώσει και να την προστατεύσει! Στην ξερολιθιά θα διακρίνουμε εάν το θελήσουμε βιοκοινότητα και βιότοπο, ενώ τον πρώτο λόγο στις εισροές – εκροές ενέργειας στο τεχνητό τούτο σύστημα με φυσική αναφορά, τον έχει ο άνθρωπος.

Στις ξηρολίθινες οικοσυστηματικές μονάδες εγκαταβιώνει μια ζωή μ’ εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκεί θα συναντήσουμε είδη με προσαρμογές μοναδικές. Θα βρούμε εποικισμούς αξιοπρόσεκτους. Φυτικοί ή ζωικοί οργανισμοί που εγκαταστάθηκαν εκεί (είτε φυσικώς είτε τεχνητώς), άντεξαν στο σκληρό λίθινο περιβάλλον προσαρμοζόμενοι μ’ εκπληκτικό τρόπο στις ακραίες συνθήκες του, χωρίς μολαταύτα να μεταβάλλουν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του είδους τους (π.χ., ζώα τροποποίησαν τις διατροφικές τους συνήθειες ή μείωσαν τις χωρικές τους απαιτήσεις για να επιβιώσουν).

Φυτά βυθίζουν τις ρίζες τους ανάμεσα στις πέτρες ή μέσα σε αυτές, συνήθως είδη επιπολαιόρριζα που εποικούν χώρους ασύλληπτα μικρούς, «φυσικούς» και «παρθένους». Ζωικοί οργανισμοί αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε νέα πεδία, κι αποχτιέται έτσι μια πληρότη από το «τίποτα». Κι όλα τούτα συντελούνται μ’ επιλογή αυστηρή, καθώς, μικρός και φτωχός είναι ο χώρος και λιγοστή ζωή μπορεί ν’ αντέξει συντηρώντας την στ’ ολίγο του. Στους προστατεύομενους από τις σκληρές κλιματικές συνθήκες του μεσογειακού θέρους κοιλωματικούς βιοτόπους των ξερολιθιών διαβιούν είδη σαύρας, φίδια, σαλιγκάρια κ.ά., στις δε σχισμές τους περνούν τη χειμέρια νάρκη τους και συντελούνται τα στάδια μεταμόρφωσης πλήθους εντόμων, καθώς κι αραχνών. Επίσης, στις μεγαλύτερες κοιλότητες διαβιούν μεγαλύτερα θηλαστικά (π.χ. σκαντζόχοιροι, αλεπούδες κ.ά.), τρωκτικά και πουλιά.

Διαμορφώνονται έτσι οικολογικοί θώκοι, βιολογικά δίκτυα και νέοι βιότοποι, με χλωρίδα και πανίδα σημαντική, μοναδική στις περισσότερες των περιπτώσεων, που περιλαμβάνουν ως και νέα υποείδη.

Λεπιδόπτερα, ερπετά, πουλιά, ασπόνδυλα, μα και μικροσκοπικοί φυτικοί οργανισμοί ή μεγαλύτερα φυτά, θάμνοι και ημίδενδρα, συνθέτουν τη ζωή στις ξερολιθιές, μια ζωή που η μικρή της κλίμακα και οι εξαρτήσεις που υπάρχουν, την κάμνουν εξαιρετικά εύθραστη, ευαίσθητη κι ευάλωτη σε ανατροπές προερχόμενες από εξωγενείς παράγοντες. Από τα φυτικά είδη κυριαρχούν οι λειχήνες. Πρόδρομοι εποικιστές, όπως ο αμάραντος, η κάππαρη, το σαπουνόχορτο, η μολόχα, η αγριοτσουκνίδα κ.ά., θα εγκατασταθούν σε αυτήν, αναπτύσσοντας ρίζες στις κοιλότητές της. Άλλα είδη, θαμνώδη, ημιδενδρώδη, ακόμα και μικρά δενδρώδη, θα συνοδεύσουν την ξερολιθιά, θα την «υποστηρίξουν» στεκάμενα σιμά της, στο θέμελό της, αποτελώντας κατ’ ουσίαν ένα της. Τέτοια είδη είναι η αραποσυκιά, η γκορτσιά, η αγριοκορομηλιά, ο αγριόκεδρος, ο πρίνος, το πεύκο, η δρυς κ.ά., είδη δηλαδή συμβατά με το γύρω φυσικό περιβάλλον, που τα φέρνει ο άνεμος, το πουλί, το μικρό θηλαστικό κ.ά., και βρίσκουν καταφύγιο, «απάγκιο» –ως σπόρος ή νιόφυτο– στις λιθιές. Και στην κοινωνία τούτη, σύντονα θαρθεί (με προσωρινή ή μόνιμη κατοίκηση) το μικρό θηλαστικό, το πουλί, το ερπετό, το έντομο, το ασπόνδυλο (κατά κύριο λόγο, το συναντούμε αυτό λόγω της αντοχής του σε θερμοκρασίες έως και 60ο C), και θα γενεί σύστημα ζωής (δηλαδή: οικο-σύστημα) το άζωον.

Κει θα βρεις τις πασχαλίτσες στη χειμέρια νάρκη τους, τις πεταλούδες στη μεταμόρφωσή τους, τις αραχνούλες στ’ αδράχτι τους, τα σαλιγκάρια στο σούρσιμό τους κ.τλ. Και μικρά θηλαστικά ακόμα, όπως τον σκαντζόχοιρο ή τον ποντικό, να διεκδικούν μια σπιθαμή γης. Κι όλα αυτά –να σκεφτείς…–, με το χτυπόκαρδό τους ή το ρίζωμά τους, στριμώχνονται στο μικρό χώρο της ξερολιθιάς –μεγάλος πλούτος!..

Το μικροκλίμα που διαμορφώνεται στις ξερολιθιές, τ’ οποίο χαρακτηρίζεται, στις ξηροθερμικές περιοχές της χώρας, από τη μικρή διαθεσιμότητα ύδατος και τη διαρκή κι έντονη ηλιακή ακτινοβολία, η οποία αποθηκεύεται την ημέρα για ν’ αποδοθεί τη νύχτα, κι αντίστοιχα στις υγρότερες περιοχές της ηπειρωτικής κατά κύριο λόγο χώρας χαρακτηρίζεται από τις ακραίες κλιματοεδαφικές συνθήκες του τόπου (διαβρωσιγενή εδάφη μ’ έντονες κλίσεις), δημιουργεί ένα μικροβιότοπο, όπου όλοι οι δείκτες του θα λέγαμε ότι βρίσκονται στο «κόκκινο». Μιαν αλλαγή αρκεί για να φέρει την ανατροπή, για να καταρρεύσει αυτός ο ευαίσθητος κόσμος. Μιαν αλλαγή καθοριστική, που μπορεί να είναι και η εγκατάλειψη της αειφορικής διαχείρισης του αγροτοδασικού περιβάλλοντος της περιοχής και, κατ’ επέκταση, η μη συντήρηση των στοιχείων του (εν προκειμένω, των ξερολιθιών) –όπως συμβαίνει σήμερα.

Από το βιβλίο του Αντώνη Καπετάνιου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ”. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο…”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2018.

(Φωτογραφία κειμένου: Konrad Helbig, πεζούλες με ξερολιθιές στη Φολέγανδρο το έτος 1976).

Κεντρική φωτογραφία: Τήνος, Σύλλογος “Αμπασάδα”

Πηγή: Facebook/Αντώνιος Καπετάνιος

Ο Αντώνιος Β. Καπετάνιος γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 σε μια γραφική κωμόπολη του Παγασητικού κόλπου, στη Νέα Αγχίαλο του νομού Μαγνησίας. Σπούδασε στη Δασολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την επιστήμη της Φύσης και ειδικεύτηκε στην προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος.

Αφού εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ως Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος, στο τέλος κατέληξε στην Αθήνα, όπου πλέον ζει και εργάζεται μόνιμα. Έχει ασχοληθεί με την περιβαλλοντική αρθρογραφία, το κοινωνικό και ιστορικό δοκίμιο, το διήγημα και την ποίηση, με ανάλογες δημοσιεύσεις. Είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού.

Δείτε επίσης