Μύκονος: Αποκριά και Κουκουγέροι

Δήμητρα Σικινιώτου Νάζου

απο Cyclades Open

Το Τριώδι αρχινά
Μασκαρέματα ξανά

Η Αποκριά  αποτελεί  για όλους περίοδο χαράς, ευθυμίας και διασκέδασης σε αντίθεση με την Σαρακοστή που είναι περίοδος νηστείας και θλίψης. Τότε ανοίγει το «Τριώδιο». Είναι μια περίοδος τριών εβδομάδων πριν τη Σαρακοστή. Η πρώτη εβδομάδα λέγεται «προφωνή», η  δεύτερη «κρεατινή»και η Τρίτη εβδομάδα λέγεται «τυρινή».

Στη Μύκονο αρχή των αποκριάτικων συγκεντρώσεων για γλέντια και χορό ήταν η 6η Ιανουαρίου, ημέρα των Φώτων, εξ αιτίας της αναχώρησης των ιστιοφόρων. Τότε ξεκινούσαν τα «μπαλόσια» δηλαδή τα μεγάλα γλέντια και φαγοπότια και κάθε Σαββατοκύριακο έδινε και έπαιρνε το κέφι. Την τελευταία εβδομάδα γλεντούσαν κάθε βράδυ με το αποκορύφωμα του γλεντιού να γίνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

 Δώστε του χορού κι άς πάει τούτη η γη θα μας εφάει
Πέντε ριάλια ΄χει το στάρι και άλλα πέντε το κριθάρι.

Οι χοροί γίνονταν σε μεγάλες ισόγειες σάλες μαγαζιών ή σπιτιών, τα «καζίνα» που τις έδιναν οι ιδιοκτήτες, αφού πρώτα τις άδειαζαν αν ήταν μέσα σε κατοικημένο σπίτι. Για  καθίσματα χρησιμοποιούσαν σανίδες οικοδομής τις οποίες στερέωναν πάνω σε πέτρες, τσιμεντόλιθους ή τρίποδα αν υπήρχαν. Λειτουργούσαν τις Τετάρτες, τα Σάββατα και τις Κυριακές. Μέσα σε αυτά σερβίριζαν ποτό μέντα και σούμα, στραγάλια ,σταφίδες, παστέλι  και κυρίως ξερά φουρνιστά σύκα.

Σε κάθε «καζίνο» πήγαινε μια ζύα όργανα δηλαδή δύο οργανοπαίχτες μαζί, βιολιτζής και λαουτιέρης, ή  σαντουράς με βιολιτζή, ή σαμπουνιέρης και  τουμπακτσής. Οργανοπαίχτες των τελευταίων  δεκαετιών μέχρι την δεκαετία του ’70 ήταν ο Πέτρος και ο Γιάννης Αράπης (Λαρύγγες),ο Αριστόδημος, ο Κωνσταντίνος και ο Νικολάκης, ο Σαράντης και  ο Μιχάλης Ράμπιας (οι Κιμηλιοί). Οι σαμπουνιέρηδες ήταν ο Δημήτρης Κουκάς (Μητσάρας), ο Πέρρος Ασημομύτης (Περοβόλος), ο Τάσος Βερώνης (Καλαβρέζος), ο Γεράσιμος Σικινιώτης (Γερασιμάρας), o Μήτρος ο Κιούκας, ο Δημήτρης ο Κουκάς, ο Παναγιώτης Κουκάς(Παναγιωτάκι),ο Κωσταντής Μουστάκας και  ο Βασίλης Σκαγιάς (του Φραζέσκου). Τα χρήματα (χαρτούρα) που μάζευαν οι οργανοπαίχτες τα έριχναν σε μια κοντινή  παραθύρα, που υπήρχε πάντα στη μυκονιάτικη σάλα.

Σε  καζίνα μετατρέπονταν η σάλα των Κουνενήδαινων, η σάλα της Όλιας  στην Αγία Κυριακή σημερινό καφενείο Μαντώ, της Γιακουμνάρας στη Βαγγελίστρα. Την τελευταία Κυριακή αν το επέτρεπε ο καιρός γίνονταν στη Λάκκα και  υπαίθρια καζίνα εκτός των εσωτερικών χώρων που τα είχαν μετατρέψει σε αυτοσχέδια χορευτικά κέντρα με τα ντόπια πάλι λαϊκά όργανα. Μπαλόσια ακόμα γίνονταν  στον Άι Θύμιο, στα Πλακωτά, στου Μιχάλη Βαμβακούρη το φούρνο, στο μύλο της Κατερίνας (του Γάλου σήμερα), στα Φουρνάκια στης Ζαμπέτας, στο Βαστάο και  έξω από τη Χώρα, στο Μαράθι  στης Δημητρούλας (του Μπουαδα)και στου Λοΐζου Κοντού (Πανιέλιου). Επίσης καζίνο γίνονταν το μαγαζί  του Αλέκου  Κονταρίνη, το μαγαζί «Κορέα» στη Λάκκα που έπαιζε  εκεί σαμπούνα ο Δημήτρης Παπαγιάκωμος (Βαντελάς), της Κυρά Ειρήνης της χήρας του Στάθη Κονταρίνη και αρκετά άλλα.  Στην Άνω Μερά στης Κοντάραινας και στην «Τράπεζα» στην πλατεία, όπου έτρωγε και η «αργατιά» του μοναστηριού, σημερινό εστιατόριο του Αποστόλη Στυλιανού. Η Καλλιόπη Τριανταφύλλου είχε μετρήσει 16 καζίνα μέσα στην Χώρα το 1955.

Αξίζει να αναφέρουμε και το «καζίνο»των ξενιτεμένων Μυκονιατών στα Σεπόλια  στο μαγαζί «Αντωνάκης» που και εκεί κρατούσαν το έθιμο και ξεκινούσαν τα Μπαλόσια με γλέντια, την ημέρα των  Φώτων. Σαμπούνα και τουμπάκι στο «καζίνο» αυτό της Αθήνας έπαιζαν ο Μιχάλης Κουνάνης (Μπαμπέλης), ο Δημήτρης Κουκάς, ο Παναγιώτης Κουκάς (του Αλεκάρα), Ο Μιχάλης (ο ¨Ερωντας),και ο Νικόλας  Κοντιζάς (ο Σελινάς).

Η σάλα του  μάστρο Πέτρου του φραγκοράφτη στο Γουμενιό που δίδασκε και χορό, μετατρεπόταν  σε μπαλόσι –καζίνο, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπως μας πληροφορεί ο Σταύρος Μάνεσης που ήταν εγγονός του.

Οι νέοι χόρευαν με τις κοπέλες μπάλο, μπαλαριστό, συρτό, καλαματιανό και σούστα. Οι ευκαιρίες για χορό και διασκέδαση, ήταν λιγοστές σε αυτά τα χρόνια τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά.

Με την έναρξη του Τριωδίου άρχιζαν οι μεταμφιέσεις που έχουν πανάρχαια καταγωγή, με σκοπό να εξασφαλίσουν την υγεία την βλάστηση την καρποφορία της γης με τον ερχομό της άνοιξης  και να εξευμενίσουν το κακό που είναι κυρίως η αρρώστια και ο θάνατος.

Στη Μύκονο ντύνονταν «Κουκουγέροι» (μασκαράδες) με κύρια χαρακτηριστικά τα παλιά ρούχα, τις καμπούρες, τα  μουτζουρωμένα πρόσωπα από τα τηγανόλαδα και τα καζάνια, δέρματα ζώων , ζωόμορφες μάσκες, κέρατα, φλασκιά με πονηρά σχήματα, κουδούνια και τα ξεφωνητά. Το κουκουγερλίκι (μασκάρεμα) άρχιζε από την πρώτη βραδιά που έμπαινε το Τριώδιο έως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τα ρούχα που φορούσαν ήταν μουγαδερά, δηλαδή ανάμικτα, τελευταία απομεινάρια παλιών βαρύτιμων και πολυτελών ρούχων ανακατεμένα  με φθαρμένα  ή  καθημερινά ρούχα.  Η Ευαγγελία Καμμή θυμάται την θεία της Πόπη Νάζου γυναίκα γλεντζού  που πάντα συμμετείχε σε όλες της χοροεσπερίδες να ντύνει και να βγαίνουν από το σπίτι της περισσότεροι από 30  μασκαράδες: Εγκυμονούσες, ετοιμόγεννες, ψαράδες, σεντονάτοι, γέροι και γριές, τσιγγάνες, μάγκες με μπαταριστά σακάκια, νύφες τριχωτές και γαμπροί με ψεύτικα μουστάκια. Είχε ρούχα από δέματα που είχε στείλει η Αμερική. Αλησμόνητες ήταν και οι αδελφές του δημάρχου Κουζή Γεωργούλη και η   αγάπη τους για τα παιδιά. Εκείνες τις ημέρες άνοιγαν τα μπαούλα τους και τα έντυναν με  τα καλύτερο ρούχα που είχαν κρυμμένα. Επίσης και η Ποπίτσα η Καλυμνιού στο Κάστρο είχε παλαιά πολυτελή ρούχα και έντυνε πολλά κορίτσια στη γειτονιά της.

«Κουκουγέροι» μέχρι την δεκαετία του 1980 ντύνονταν οι νέοι και οι νέες και οι χωρατατζήδες, Συχνά  ντυνόταν και καμιά πιο ηλικιωμένη με πιο πολλά διονυσιακά «σύμβολα»της αποκριάς , για να γελάσει η γειτονιά και να ξεχάσουνε λιγάκι την μίζερη  καθημερινότητά τους.

Συνήθως η μαγιά ήταν μια παρέα από πέντε – έξι νέους που μαζεύονταν σε ένα σπίτι, και αποφάσιζαν  να ντυθούν κουκουγέροι . Έβαζαν τα κουκουγερίστικα  που ήταν χιουμοριστικές και πανέξυπνες μεταμφιέσεις, κρατούσαν  ένα καλάμι στο χέρι και ύστερα άρχιζαν να γυρνούν στα φιλικά σπίτια για αστεία πειράγματα αλλά και για χορό. Οι στριγκλιές και ο σαματάς που έκαναν, ξεσηκώνανε τις γειτονιές. Στα σπίτια που μπαίνανε τους κερνούσαν κρασί και γλυκό πιοτό. Επίσης αμύγδαλα, σταφίδες, σύκα, πορτοκάλια και πίτες. Στην παρέα αυτή των μεταμφιεσμένων(τα  κουκουγερλέκια), δεχόντουσαν και άλλους όσους συναντούσαν και χορεύανε στα μπαλόσια που ήταν πρόθυμοι να τους ακολουθήσουν  και άντεχαν στα «σάλτα» και στα «σαλίμια» τους. Επιτυχημένοι κουκουγέροι θεωρούντο εκείνοι που κανείς δεν μπορούσε να τους αναγνωρίσει. Το πρόσωπό τους ήταν πολύ καλά καλυμμένο με μαντήλια και μόνο τα μάτια τους  ήταν ακάλυπτα, πίσω από  κομμένες  τρύπες. Την  τελευταία Κυριακή της Αποκριάς  κυρίως οι κοπέλες ήταν «ξεμούρωτες» δηλαδή χωρίς να έχουν καλυμμένο το πρόσωπο τους γιατί έβαζαν και τα πιο καλά κουκουγερίστικα ρούχα τους, βαφόντουσαν όμορφα και «βολτάριζαν»στο Γιαλό.

Ο Νικολός Κουσαθανάς (Μάγκας), η Μαριώ Κουσαθανά (Μάγκαινα), η Μαρία η Μπίλαινα, η Μαρία Πιπεριά  είναι ίσως από τους τελευταίους επιτυχημένους κουκουγέρους του νησιού. Ο Μιχάλης Κουκάς (Λύκος) ντελικανής μέχρι τα γεράματά του έπαιζε και σαμπούνα, ντυνότανε με προβιές και έβαζε γαιδουροκεφαλή  στο κεφάλι και έκανε πολλές καπρέλες (πλάκες και χωρατά). Δεν έλειπαν βέβαια και τα «παρατράγουδα» της Αποκριάς που κατέληγαν σε ξυλοδαρμό.

Η Παναγιώτα Χανιώτη του Παχύ ντυνότανε με τον άντρα της τον Μάρκο κάθε Αποκριά, κουκουγέροι. Βάζανε ότι  ρούχα είχαν δηλαδή δύο και τρεις  μαζί φούστες φαρδιές και από μέσα μαξιλάρια για να έχουν μπούγιο (όγκο). Σκέπαζαν καλά το κεφάλι και το πρόσωπο  με μαντήλια και από πάνω φορούσαν και καπέλο. Στερεώνανε και κέρατα τράγου στο κεφάλι. Στη μέση και στο λαιμό κρεμούσαν κουδούνια για να κάνουν φασαρία και φλασκιά με  μακριά σχήματα. Φουσκώνανε και στομάχι ζώου και το κρεμούσαν και αυτό μπροστά τους με δύο κρεμμύδια. Πήγαιναν το βράδυ σε σπίτια γνωστών  στην Άνω Μερά και χτυπούσαν τις πόρτες  με τα μπαστούνια και με τραγούδια τους  σήκωναν από τα κρεβάτια. Εκείνοι πρόθυμα άνοιγαν την πόρτα τους, τους κερνούσαν κρασί  και τους φίλευαν ξινότυρο, κρεμμυδόπιτα, λαρδί και  λουκάνικο.

Πολλοί από τους κουκουγέρους, είχαν μερικές φορές μια άκρως τολμηρή και πιπεράτη εμφάνιση που συνδυαζόταν με την Αριστοφανικού τύπου διάθεσή τους. Αυτή η διάθεση χαρακτηρίζει και μερικούς σύγχρονους μασκαράδες που είναι αυτοί που δίνουν και τον ιδιαίτερο «διονυσιακό» τόνο στις χοροεσπερίδες αλλά και στο Καρναβάλι.

Φωλιά των κουκουγέρων  στη Χώρα μας αναφέρει ο Νίκος Αγγελετάκης σε κείμενό του, ήταν η γειτονιά του Άι Αντώνη στους Κάτω Μύλους. Από κει ξεφυτρώνανε τα « κοπάδια» των Απόκρεω. Τα παιδιά τους φοβόντουσαν και δεν ξέρανε πού να κρυφτούνε. Πολλές φορές όμως τα πιο τολμηρά τους κυνηγούσαν και τους φώναζαν και στιχάκια σκωπτικά όπως το παρακάτω που το έλεγαν από πιο παλιά:

Κουκουγέροι κουκουγέροι
Με τ΄  αγγειά  κουκουλωμένοι
Κουκουγέροι με το φέσι
Ποιος αδειάζει να το χ…..

Η αμφίεσή των Χωραϊτών  πριν τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και όσο πιο πίσω πάει κανείς στο χρόνο,  απαρτιζόταν από τις παλιές φορεσιές που βρίσκονταν μέσα στις καραβοκασέλες και στα σεντούκια των σπιτιών.

Οι γυναίκες κουκουγέροι φορούσαν μακρύ ως τους αστραγάλους φουστάνι με δυο τρείς σειρές πιέτες κάτω. Στο στήθος μπούστο, επίσης σπαλέτο (μεταξωτό μαντήλι) στο λαιμό και στο κεφάλι έβαζαν τον μαρχαμά (νυφικό μαντήλι από  μετάξι που το φορούσαν πάνω από ψηλό καπέλο). Στο χέρι βαστούσαν ένα ομπρελίνο.. Έβαζαν και τα μαλαματικά τους, τα κόρφια στο λαιμό, τις ντούμπλες (χρυσά πεντόλιρα)τα χρυσά μανίνια τα ψαθάκια και τα κασαρά σκουλαρίκια τους.  Άλλες γυναίκες που γνώριζαν τις καπετάνισσες που είχαν τα χρυσά τουρναλέτα και τις μεγάλες οικογένειες του Βαρούχα και του Τρανού που είχαν παλιά καλά ρούχα, φανταχτερούς χρυσούς τεβρέδες, σιγκούνια χρυσοκέντητα και χρυσά σεντόνια τα   δανείζονταν, για να ντυθούν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Αυτή την ημέρα φορούσαν τα καλύτερα ρούχα των μπαούλων και το θεωρούσαν υποχρέωση να «ντυθούν»,έθιμο που το διατηρούσαν  μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες ακόμη, «για το καλό της χρονιάς». .

Οι άντρες φορούσαν τα ειδικά παπούτσια που είχαν οι βρακάδες, άσπρες κάλτσες που έφταναν κάτω από τα γόνατα, δεμένες με μαυροφουντάτα κορδόνια ή τα «τουρζουλούκια» που έμοιαζαν με τις παλιές  μπότες των αξιωματικών. Φορούσαν τσόχινη βράκα που έφτανε ως τις κλειδώσεις των γονάτων και που τη βαστούσε στη μέση μια μεταξωτή πολύχρωμη ζώνη. Στο στήθος πάνω από το λευκό πουκάμισο  φορούσαν γιλέκο (μπερίκος) από χοντρό δαμάσκο (βαρύτιμο ύφασμα), που είχε ραμμένα χρυσοκέντητα μπουζουδάκια (τσεπάκια). Πάνω από αυτά, αν έκανε κρύο φορούσαν τον αμπά (χοντρό σακάκι). Στο κεφάλι έβαζαν την κόκκινη φεσάρα που της κρεμόταν μια βαριά μακριά μέχρι τον ώμο, μαύρη, μεταξωτή φούντα. Πολλές φορές γύρω  από το φέσι τύλιγαν ένα μαύρο πειρατικό μαντήλι με κρόσσια ή χωρίς που το ονόμαζαν «τάστι».

Οι χωριανοί πάλι  είχαν έναν δικό τους τρόπο να ντύνονται κουκουγέροι που διατηρήθηκε αρκετά, μέχρι  και τη δεκαετία του ’70. Αυτοί ντύνονταν από το λαιμό μέχρι τα νύχια με προβιές σκούρες ή ανοιχτόχρωμες. Φορτώνονταν με κουδούνια, έδεναν με καλάμι πάνω από το κεφάλι τους κέρατα ή κρανίο ψόφιου γαϊδάρου που το φύλαγαν για τέτοιες περιπτώσεις. Η αμφίεσή τους γινόταν ακόμη πιο τρομακτική με το γεγονός ότι ανοιγόκλειναν τις γαϊδουρινές μασέλες με τη βοήθεια ενός λεπτού σκοινιού. Γενικά όμως δεν υπήρχε κουκούγερος που να μην είχε καλυμμένο το πρόσωπό του με μαντήλια, τουλπάνια ή ότι άλλο έβρισκε. Με αυτή την εμφάνιση ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών.

Στην Άνω Μερά βάσταγαν καλάθια και έβαζαν μέσα τα καλούδια που τους φίλευαν.

Οι νοικοκυρές για την τελευταία Αποκριά ετοίμαζαν, γλυκά και πίτες. ¨Έφτιαχναν κρεμμυδόπιτες ,μελόπιτες ,τσιμπιτά (ραφιολάκια),γαλατόπιτες, γαλακτομπούρεκα και μαγείρευαν σκορδομακάρονα με μπόλικο  ξινότυρο, που ήταν το κυρίως φαγητό της Τυρινής Κυριακής. Αυτό το έθιμο το διατηρούν  και μέχρι σήμερα τα μυκονιάτικα νοικοκυριά.

Την Κυριακή της τελευταίας Αποκριάς μας πληροφορεί Ευάγγελος Μονογυιός για την δεκαετία του ’30 μαγείρευαν τα μακαρόνια της Τυρινής και γινόταν συμπόσιο όπου κάθονταν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί. Χόρευαν και ευχόντουσαν «Καλή Σαρακοστή». Η τελευταία πασχαλινή τροφή που έτρωγαν μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα ήταν το αυγό. Αυτό ήταν πάλι και η αρχή του Πάσχα το βράδυ της Λαμπρής. Και όλοι  τραγουδούσαν

Σ΄ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
Και ο νοικοκύρης και η κερά χιλιόχρονα να ζήσει.

Με πληροφορίες από αρχειακό υλικό του Λαογραφικού Μουσείου Μυκόνου
Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Μυκόνου

Δείτε επίσης