Ζαν Λικ Γκοντάρ: Κυνηγώντας το ανείπωτο στο σινεμά

απο Cyclades Open

Στο Φεστιβάλ Καννών του 2001 ο Ζαν Λικ Γκοντάρ ήταν παρών με την ταινία του «Ελεγεία του έρωτα». Ο εξαιρετικά έμπειρος και δημοφιλής συντονιστής των συνεντεύξεων Τύπου Ανρί Μπεάρ όταν έφτασε η στιγμή να παρουσιάσει τον σκηνοθέτη είπε: «Κυρίες και κύριοι, ο Ζαν Λικ God-ard».

Ολοι έμειναν ικανοποιημένοι από το λογοπαίγνιο. Εμείς, οι δημοσιογράφοι, γιατί είχαμε εξασφαλίσει τον τίτλο της επόμενης ημέρας αλλά και ο ίδιος ο Ζαν Λικ. Μπορεί να είχε ακούσει όλους τους προσδιορισμούς στην καριέρα του, «Θεό» όμως δεν τον είχαν αποκαλέσει δημοσίως.

Ο Ελβετός «πάπας» του γαλλικού σινεμά, ο σκηνοθέτης που έχει σφραγίσει την 7η Τέχνη με τρόπο ώστε να λέμε «ο κινηματογράφος πριν και μετά τον Γκοντάρ», ο «ζωντανός μύθος», ο «επαναστάτης, προκλητικός, αντιφατικός», πρωταγωνιστής και συνιδρυτής της «νουβέλ βαγκ», από χθες δεν κατοικεί ανάμεσά μας. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών, με «εκούσια ευθανασία». Σήμερα πρόκειται να γίνει η καύση της σορού του και η στάχτη θα σκορπιστεί στη λίμνη Λεμάν από τη σύντροφό του, σκηνοθέτιδα Αν Μαρί Μιεβίλ.

Γέννημα μιας εποχής και ενός κόσμου που έχει πλέον αποσυρθεί, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Γκοντάρ, που ζούσε στο μικρό χωριό Ρολ, έξω από τη Γενεύη, εδώ και πολλά χρόνια, παρά το γεγονός ότι δεν σταμάτησε ποτέ να γυρίζει ταινίες αλλά και να σχεδιάζει τις επόμενες. Παρενέβαινε με δηλώσεις (πολύ συχνά για πολιτικά γεγονότα) και με το έργο του, αλλά από απόσταση. Δεν εμφανιζόταν δημόσια, προτιμούσε να εκφράζει την ανησυχία του με τις εικόνες, να πειραματίζεται ώς το τέλος, να μην εφησυχάζει. Τα Οσκαρ του έδωσαν ένα τιμητικό βραβείο το 2010, αλλά εκείνος δεν παρευρέθηκε στην απονομή. Το ίδιο συνέβη και με τη βράβευσή του στο Φεστιβάλ Καννών το 2015, όπου μοιράστηκε το Βραβείο της Επιτροπής για το «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα».

Διεύρυνση των ορίων

Σήμερα πρόκειται να γίνει η καύση της σορού του και η στάχτη θα σκορπιστεί στη λίμνη Λεμάν, από τη σύντροφό του, σκηνοθέτιδα Αν Μαρί Μιεβίλ.

Προκλητικός ώς το τέλος, είχε, λες, ως σκοπό ζωής τη διαρκή διεύρυνση των ορίων, της κινηματογραφικής τέχνης, της κινηματογραφικής γλώσσας, της γλώσσας αυτής καθαυτήν. Ενας παθιασμένος, εμμονικός, ταξιδιώτης στο σύμπαν του σινεμά και της λογοτεχνίας. Σταθερή και αναλλοίωτη αξία του η πεποίθησή του ότι «αυτό που μετράει δεν είναι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη, που μας υποδεικνύει η κάμερα, αλλά ό,τι δεν βλέπουμε».

Με στόχο του, λοιπόν, το «ανείπωτο», επιτίθετο διαρκώς στο κατεστημένο και καθιερωμένο από όλες τις γωνίες. Ως πρωτοπόρος της γαλλικής νουβέλ βαγκ, ως θεωρητικός και κριτικός στα εμβληματικά Cahiers du Cinema. Ανατροπέας των ορθόδοξων κανόνων αφήγησης (το «Με κομμένη την ανάσα» δημιούργησε ιστορία), επιχείρησε με το μοντάζ συνεχείς αντιπαραθέσεις και ρήξεις ως πολιτικοποιημένος δημιουργός του Μάη του ’68 (πρωτοστάτησε στους αγώνες των φοιτητών και στο επεισοδιακό, εκείνη τη χρονιά, Φεστιβάλ των Καννών, που ακυρώθηκε από τον ίδιο, τον Τριφό και τον Λελούς, αφήνοντας εποχή), ως στρατευμένος σκηνοθέτης της «Ομάδας Τζίγκα Βερτόφ), ως ευαίσθητος δέκτης των ρευμάτων κάθε εποχής (αντιμετώπισε την πρόκληση της τηλεόρασης, του βίντεο, της πληροφορικής), ως εισηγητής του «κινηματογραφικού δοκιμίου».

Τη μανία της ανάγνωσης κληρονομεί από τη μητέρα του, κόρη τραπεζίτη. Ο πατέρας γιατρός, ο Ζαν Λικ μεγαλώνει στην Ελβετία σε αστικό περιβάλλον. «Ως παιδί είχα μια πλούσια πνευματική ζωή στο σπίτι των παππούδων μου. Την ξαναβρήκα στα Cahiers du Cinema και στη νουβέλ βαγκ», είχε πει. Τα αποσπάσματα είναι από τη συνέντευξη Τύπου στις Κάννες, το 2004, στο 57ο Φεστιβάλ, όπου προβλήθηκε η ταινία του «Η μουσική μας».

Ηταν η τελευταία φορά που είδα τον Γκοντάρ, να καπνίζει το πούρο του ήρεμα, με φωνή ελαφρώς ασταθή, ολύμπια ηρεμία και απόσταση (αντιγράφω το ρεπορτάζ μου στην «Κ»). «Οταν σήμερα ακούτε Cahiers du Cinema τι σας έρχεται στο μυαλό», ρωτήθηκε. «Είναι μια ολόκληρη εποχή… αλλά πλέον είναι σαν τη ρώσικη επανάσταση. Ηχεί το ίδιο. Εξακολουθώ να αγοράζω το περιοδικό αλλά δεν βρίσκω την ελπίδα που έβρισκα στο ξεκίνημά του». «Και η νουβέλ βαγκ, τι σημαίνει για εσάς», άλλη ερώτηση. «Ηταν ένα είδος θρησκείας. Ημαστε σαν τους χριστιανούς που πίστεψαν χωρίς ποτέ να έχουν δει τον Ιησού Χριστό ή τον Απόστολο Παύλο. Για εμάς το καλό σινεμά ήταν αυτό που δεν βλέπαμε».

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ είχε δεσμούς με την Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο η σχέση του με την αρχαία ελληνική γραμματεία και ο θαυμασμός του για τον ελληνικό πολιτισμό. Η αδελφή του Βερονίκ ήταν παντρεμένη με τον διακεκριμένο, διεθνή διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα (διετέλεσε και βοηθός του Γκοντάρ), ο γιος τους, επίσης κινηματογραφιστής, Πολ Γρίβας συνεργάστηκε στενά μαζί του.

Ο Γκοντάρ [με περισσότερες από 100 ταινίες μεγάλου μήκους, ντοκιμαντέρ, μεσαίου μήκους, μικρού και μια δοκιμιακή σειρά 8 επεισοδίων με τίτλο «Histoire(s) du Cinema») κατόρθωσε να συντηρήσει το μοντέρνο σε ένα έργο που έγινε κλασικό. Ισως γιατί ο αντικομφορμισμός του πήγαζε από μια ανησυχία ειλικρινή όσο και βασανιστική.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/Μαρία Κατσουνάκη

Δείτε επίσης