Πώς ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σώζει μέχρι σήμερα ζωές

Jessica Hyde/Janus

απο Cyclades Open

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε σε μια εποχή ραγδαίας τεχνολογικής καινοτομίας και ήταν, όπως ουσιαστικά λέει και το όνομά του, ένας πόλεμος πρωτιών. Ήταν ο πρώτος πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία που διεξήχθη ταυτόχρονα σε ξηρά, αέρα και θάλασσα. Ήταν ο πρώτος πόλεμος στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν άρματα μάχης. Ήταν ο πρώτος πόλεμος στον οποίο οι στρατιώτες πολέμησαν με φλογοβόλα και δέχθηκαν επίθεση από χημικά όπλα, όπως αέριο μουστάρδας.

Ωστόσο, ίσως οι πιο σημαντικές εφευρέσεις ήταν αυτές που σχεδιάστηκαν για να σώσουν ζωές αντί να τις αφαιρέσουν. Η πρόοδος στην ιατρική σήμαινε ότι οι άνθρωποι μπόρεσαν ξαφνικά να επιβιώσουν από τραυματισμούς που θα τους είχαν σκοτώσει λίγες δεκαετίες πριν. Επίσης, το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί επιβίωσαν, αν και γεμάτοι τραύματα, έκανε τους γιατρούς να καταλάβουν ότι υπάρχει και ένα άλλο είδος τραυματισμού, ένας αόρατος και ψυχολογικός τραυματισμός, ο οποίος ταλαιπωρούσε τους στρατιώτες πολύ μετά τη λήξη των μαχών.

Η υγεία στα χαρακώματα

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διεξήχθη κυρίως στα χαρακώματα. Αυτά τα αμυντικά χαντάκια, όπως αναφέρει ο καθηγητής και ιστορικός ιατρικής Τσάρλ Βαν Γουέιτ III, αποτελούσαν «μια καταστροφή για τη δημόσια υγεία». Ήταν γεμάτα βρωμιά, αίμα, παράσιτα και ανθρώπινα απόβλητα. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν σε αυτά έπρεπε να αλλάζουν κάθε δύο εβδομάδες, ώστε να καθαρίζονται από τις ψείρες και να εφοδιάζονται με καθαρά ρούχα.

Παρά αυτές τις φρικτές συνθήκες, «το σύστημα φροντίδας των θυμάτων ήταν πολύ καλύτερο από οποιονδήποτε προηγούμενο πόλεμο». Ασθενοφόρα που οδηγούσαν άνθρωποι όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Ρέι Κροκ και ο Γουόλτ Ντίσνεϋ παραλάμβαναν τους τραυματίες και τους οδηγούσαν γρήγορα σε σταθμούς βοήθειας ή σε νοσοκομεία που είχαν δημιουργηθεί στο πεδίο των μαχών. Εκεί, μια «στρατιά» από καλά εξοπλισμένους χειρουργούς και νοσοκόμους ήταν προετοιμασμένοι για να χειριστούν οποιοδήποτε αριθμό επειγόντων περιστατικών.

Όπως αναφέρει ο Βαν Γουέιτ, οι στρατιώτες λάμβαναν τοξοειδές τετάνου, το εμβόλιο το οποίο απέτρεπε τα ομώνυμα βακτήρια που εισέρχονταν στις πληγές μέσω της βρωμιάς των τάφρων να δράσουν και να σκοτώσουν τους στρατιώτες. Οι ασθένειες αντιμετωπίστηκαν επίσης με αντισηπτικά και αναισθητικά. Οι γιατροί είχαν πρόσβαση ακόμη και στην ακτινογραφία, παρά το γεγονός ότι αυτή η τεχνολογία είχε εφευρεθεί λιγότερο από είκοσι χρόνια πριν. Αυτά τα νέα εργαλεία μείωσαν το ποσοστό θνησιμότητας των ακρωτηριασμών από 25% κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στις ΗΠΑ σε 5% στον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εν τω μεταξύ, πρωτοφανής αριθμός  περιστατικών ακρωτηριασμών και παραμόρφωσης ανάγκασαν μια αλλαγή στον σχεδιασμό και την παραγωγή των προσθετικών μελών. Προηγουμένως, τα προσθετικά κατασκευάζονταν στο χέρι και προορίζονταν για την ελίτ. Τώρα, μεταλλικά άκρα – από χέρια μέχρι πόδια και ακόμη και μύτες – παράγονταν μαζικά. Αυτές οι εξελίξεις, αν και έγιναν εφικτές εξαιτίας τρομερών δεινών, αποτελούν κορυφαίο σημείο αναφοράς στην ιστορία της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης.

Τα ψυχικά τραύματα

Την ίδια στιγμή, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε επίσης τον τρόπο που οι επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου σκέφτονταν για το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Πριν από το 1914, το σώμα αντιμετωπιζόταν σαν ένα μηχάνημα που αποτελείται από ξεχωριστά μέλη. Οι ασθένειες ήταν δυνάμεις που διέλυαν τις παγιωμένες σχέσεις μεταξύ αυτών των μελών και έτσι αυτά έπρεπε να αφαιρεθούν για να αναρρώσει το σώμα.

Οι τραυματισμοί του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν πια φανερό ότι το ανθρώπινο σώμα ήταν πολύ πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο από οποιοδήποτε άλλο είδος «μηχανής». Οι γιατροί που βρίσκονταν στα πεδία των μαχών προσπάθησαν να καταλάβουν γιατί ένας ασθενής ανάρρωνε, ενώ κάποιος άλλος υπέκυπτε στα τραύματά του. Τα ψυχολογικά τραύματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοηθούν, καθώς κάθε άτομο φαινόταν να ανταποκρίνεται στο τραύμα του με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο.

Νέες καταστάσεις όπως το «σοκ πληγής» αποκάλυψαν τους φυσιολογικούς περιορισμούς του σώματος. Στο σοκ πληγής, τα σώματα ανταποκρίνονται ακόμα και σε μικρά τραύματα σαν να ήταν απειλητικά για τη ζωή. Ένας συνηθισμένος ασθενής μπορεί να αναρρώσει από έναν πυροβολισμό στο στήθος, ενώ ένας ασθενής με «σοκ πληγής» μπορεί να πεθάνει από τραυματισμό στο πόδι.

Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Τοντ Μέγιερς και Στέφανος Γερουλάνος σε άρθρο που γράφτηκε για το περιοδικό Aeon, οι γιατροί σταμάτησαν να βλέπουν το ανθρώπινο σώμα ως το άθροισμα των μερών του. Αντίθετα, άρχισαν τώρα να το περιγράφουν «ως ένα αλληλοεξαρτούμενο σύνολο και περιέγραψαν λεπτομερώς πόσο εύκολα μπορεί να καταρρεύσει από μόνο του «κλείνοντας» τη μια λειτουργία μετά την άλλη, όταν δέχεται κάποιο τραυματισμό».

Αυτή η προσέγγιση στο σώμα ως σύνολο ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στη θεραπεία εγκεφαλικών τραυματισμών. Οι γιατροί παρατήρησαν ότι πολύ σπάνια οι ασθενείς που έπασχαν από τα ίδια τραύματα εμφάνιζαν τις ίδιες παθολογίες. Οι νευρολόγοι αναζήτησαν απαντήσεις στη δομή του ίδιου του εγκεφάλου, ενώ ψυχαναλυτές όπως ο Σίγκμουντ Φρόυντ και ο Καρλ Γιουνγκ στράφηκαν προς την ψυχή – την αίσθηση του εαυτού μας όπως κατασκευάστηκε μέσω κοινωνικών, βιολογικών και εμπειρικών δυνάμεων.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βοήθησε να διαλυθεί μια ακόμη παλιά θεωρία σχετικά το ανθρώπινο σώμα: η ιδέα ότι το μυαλό (που αναφέρεται επίσης ως «ψυχή» σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες) ήταν αποσυνδεδεμένο από το σώμα και, ως εκ τούτου, δεν επηρεαζόταν από τα σωματικά προβλήματα. Όπως έγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ στο δοκίμιό της «Πώς είναι να είσαι άρρωστος», αναφέροντας ουσιαστικά πράγματα που τα είχαν ήδη βιώσει και περιγράψει στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που έπασχαν από διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), «Το πλάσμα μέσα μας δεν μπορεί να διαχωριστεί από το σώμα όπως το θηκάρι από το μαχαίρι».

Η γέννηση του κράτους πρόνοιας

Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο οι ασθενείς βίωναν τις ψυχικές και σωματικές ασθένειες απαιτούσε προσαρμογή της ιατρικής θεραπείας. Μακριά από την πρώτη γραμμή των μαχών, τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά νοσοκομεία σταμάτησαν να αντιμετωπίζουν τους ασθενείς τους ως ομογενοποιημένη ομάδα και κατέβαλαν προσπάθειες να προσεγγίσουν κάθε ασθενή ως ξεχωριστό άτομο που χρειαζόταν μια συγκεκριμένη λύση στο εξίσου συγκεκριμένο πρόβλημά του.

Η σκέψη του ατόμου ως σύνολο σύντομα εξαπλώθηκε από την ιατρική στην πολιτική και οδήγησε σε μια έννοια που σήμερα γνωρίζουμε ως κράτος πρόνοιας. Τα κράτη πρόνοιας, που ορίζονται ως κυβερνήσεις που προστατεύουν την υγεία και την ευημερία των πολιτών τους, βασίζονται στην πεποίθηση ότι μια κοινωνία είναι σαν ένα ανθρώπινο σώμα και ότι οι κοινωνικοοικονομικές τάξεις συνδέονται μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο που συνδέονται τα όργανα στο σώμα.

Όπως οι τραυματισμοί του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου απαιτούσαν ολιστική αντιμετώπιση, έτσι και το κράτος πρόνοιας απαιτεί τη συμμετοχή κάθε πολίτη. Για τους προοδευτικούς νομοθέτες, η φτώχεια δεν ήταν πρόβλημα των φτωχών από τη δική τους κακή λήψη αποφάσεων, αλλά ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε εν μέρει από αμέλεια των πλουσίων και των ισχυρών. Έτσι η φτώχεια – όπως η αρρώστια ή ο ρατσισμός – έγινε μια κοινωνική ασθένεια που έφερνε σε μειονεκτική θέση την κοινωνία ως σύνολο.

«Πολλοί εξέχοντες επιστήμονες τη δεκαετία του 1920», συνεχίζουν οι Μάγιερς και Γερουλάνος, «έγιναν σοσιαλιστές». «Πολλοί εξέφρασαν την υποστήριξή τους στη σοβιετική ιατρική επειδή πίστευαν ότι ο ύπαρξη του ατόμου απαιτούσε κοινωνική ευημερία», προσθέτουν.

Η υποστήριξη στο κράτος πρόνοιας, η οποία γεννήθηκε από επαναστάσεις στην ιατρική περίθαλψη, συνέχισε να επηρεάζει την ίδια την ιατρική περίθαλψη. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τομέα της ψυχιατρικής, με τον Σοβιετικό ψυχολόγο Αλεξάντερ Λούρια και τον Γιουνγκ να υποστηρίζουν ότι η «ενσωμάτωση της ατομικής προσωπικότητας» στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνίας ήταν το κλειδί για την επίλυση των διαφόρων ψυχικών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν το άτομο.

Αν και το κράτος πρόνοιας απέτυχε να ανταποκριθεί πλήρως στα υψηλά ιδανικά των ανθρώπων που το οραματίστηκαν πρώτοι, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η δημόσια υγειονομική περίθαλψη στον δυτικό κόσμο είναι σήμερα καλύτερη από ό,τι πριν από 100 χρόνια και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πρωτοφανές επίπεδο καταστροφής που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Πηγή: Janus/Jessica Hyde

Δείτε επίσης