Το «Κοκκινόσπιτο» της Σύρου και η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση

Αλέξανδρος Τσατσαρούνος

απο Cyclades Open

Στη Σύρο, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από την Ερμούπολη, στον δρόμο προς το Κίνι, βρίσκεται το Πισκοπιό (Επισκοπείο), ένα χωριό στο οποίο τον 16ο αιώνα βρισκόταν η θερινή κατοικία του καθολικού επισκόπου Αυγουστίνου Γιζόλφο.

Στο Πισκοπιό, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, βρέθηκαν Κασιώτες πρόσφυγες, έμποροι,  καπετάνιοι και πλοιοκτήτες, τους οποίους προσέλκυσε στην περιοχή η παρουσία των Κασιωτών εφοπλιστών Ιωάννη Διακάκη και Μιχαήλ Πνευματικού και είτε έχτισαν είτε αγόρασαν ή νοίκιασαν επαύλεις και αγροικίες.

Πισκοπιό

Ανάμεσα στα σπίτια της περιοχής βρίσκεται και το «Κοκκινόσπιτο»· ένα κόκκινο ερειπωμένο αρχοντικό, το οποίο λέγεται ότι είναι αυτό που ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση να γράψει την Μεγάλη Χίμαιρα.

Στο βιβλίο του ο Μ. Καραγάτσης αφηγείται την ιστορία της Μαρίνας Μπαρέ, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται και παντρεύεται τον πλοιοκτήτη και καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζή και τον ακολουθεί στη Σύρο και στο πατρικό σπίτι του στο Πισκοπιό. Εκεί ζει με την πεθερά της Αννεζιώ Ρεϊζή, η οποία δεν εγκρίνει τον γάμο του γιού της με μία ξένη, ενώ συχνά επισκέπτεται το σπίτι και ο μικρός αδελφός του Γιάννη, ο Μηνάς, ο οποίος σπουδάζει στην Αθήνα.

Το ζευγάρι αποκτά μία κόρη, την Άννα, αλλά σύντομα η ζωή τους ανατρέπεται. Η «Χίμαιρα», το πλοίο του Γιάννη Ρεϊζή ναυαγεί και η οικογένεια καταστρέφεται οικονομικά. Ο Γιάννης αναγκάζεται να δουλέψει στα καράβια για να ξεπληρώσει τα χρέη του και φεύγει για μήνες στην Ασία.

Κοκκινόσπιτο

Στο  διάστημα της απουσίας του η μικρή Άννα αρρωσταίνει βαριά από πνευμονία, ενώ ένα βράδυ η Μαρίνα και ο Μηνάς κοιμούνται μαζί παραμελώντας τη φροντίδα της. Τα ξημερώματα, η Αννεζιώ βρίσκει την εγγονή της νεκρή, ενώ μπαίνοντας στο δωμάτιο της Μαρίνας τη βρίσκει στο κρεβάτι με τον γιο της. Ο Μηνάς αυτοκτονεί, ενώ λίγο καιρό μετά, η Μαρίνα ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος. Η Αννεζιώ διώχνει τη Μαρίνα από το σπίτι, η οποία γκρεμίζεται από τα βράχια και σκοτώνεται, όταν μπαίνει το πλοίο του Γιάννη στο λιμάνι.

Η μυθοπλασία του Καραγάτση, η φαντασία, οι λαϊκές παραδόσεις και η πραγματικότητα δημιούργησαν στο νησί τον θρύλο του στοιχειωμένου «Κοκκινόσπιτου». Υπάρχουν ιστορίες ότι κάποια βράδια ακούγονται από το σπίτι οι λυγμοί της Μαρίνας, οι φωνές της Αννεζιώς και τα γέλια της Άννας. Υπάρχουν φήμες ότι όποιος προσπάθησε να αλλάξει κάτι στο «Κοκκινόσπιτο» βρήκε τραγικό θάνατο, ενώ η τοπική παράδοση λέει ότι το όνομα δόθηκε στο σπίτι εξαιτίας του χρώματος του: κόκκινο από το αίμα της οικογένειας Ρεϊζή.

Σύμφωνα με άλλες, πιο ψύχραιμες, διηγήσεις, το «Κοκκινόσπιτο» ήταν για χρόνια τόπος συνάντησης παράνομων τζογαδόρων και ζευγαριών, τους οποίους τρόμαζε με φωνές και φάρσες ένας κάτοικος της περιοχής.

Παρά τις φήμες ότι κανείς δεν γνωρίζει τους ιδιοκτήτες του σπιτιού γιατί το εγκατέλειψαν για να ξεφύγουν από την κατάρα του, έχει γνωστοποιηθεί ότι ανήκει στην οικογένεια Τσομπλεκτσόγλου, η οποία, από τη δεκαετία του 1980, προσπαθούσε να το πουλήσει. Το «Κοκκινόσπιτο», όπως και τόσα άλλα σπίτια στην ελληνική περιφέρεια, παραβιάστηκε, λεηλατήθηκε και τελικά καταστράφηκε.

Ο ιστορικός Αντώνης Κρίνος, σε επιστολή του προς τον αντιπρόεδρο του σωματείου Εν Χορδαίς & Οργάνοις και επίτιμο δημότη Σύρου-Ερμούπολης Στέλιο Νιώτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην εξαιρετική συριανή ειδησεογραφική ιστοσελίδα Logotypos.gr, τεκμηριώνει γιατί υποστηρίζει ότι το «Κοκκινόσπιτο» δεν έχει σχέση με τη Μεγάλη Χίμαιρα.

Σύμφωνα με τον Αντώνη Κρίνο το «σπίτι της Μαρίνας» δεν είναι το «Κοκκινόσπιτο», αλλά η έπαυλη Γιαναγά της κασιώτικης εφοπλιστικής οικογένειας Κούλας και Στάθη Κουλουκουντή. Την άποψη αυτή υποστηρίζει ήδη από το 1991, όταν δημοσίευσε σχετικό άρθρο στο περιοδικό Ταχυδρόμος.

Το «Κοκκινόσπιτο» βρίσκεται ουσιαστικά εκτός του Πισκοπιού, στη θέση Αυροφίλητο, ενώ ο Καραγάτσης αναφέρει ότι το «σπίτι της Μαρίνας» βρίσκεται μέσα στον οικισμό, τον οποίο περιγράφει με λεπτομέρειες. Ο συγγραφέας επισκέφθηκε δύο φορές τη Σύρο και φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Πνευματικού. Εκεί γνώρισε τους Κασιώτες εφοπλιστές και στη Μεγάλη Χίμαιρα συνδύασε τις επισκέψεις του με τις εμπειρίες του από τους Ανδριώτες εφοπλιστές και την Άνδρο όπου παραθέριζε συχνά, σε ένα συγγενές περιβάλλον.

Το πραγματικό «σπίτι της Μαρίνας» στο Πισκοπιό ανήκε τότε στον Κασιώτη πλοιοκτήτη Στάθη Γιαναγά, που αγόρασε την αγροικία Νοστράκη, την ανακαίνισε και την επέκτεινε με την προσθήκη ενός ορόφου με  δύο βεράντες.

Ο Αντώνης Κρίνος στην επιστολή του αποτυπώνει με λεπτομέρειες τον αποδεικτικό συλλογισμό του, τον οποίο τεκμηριώνει με αντιπαραβολές των περιγραφών του τοπίου και των σπιτιών στη Μεγάλη Χίμαιρα, με το τοπίο και τα σπίτια του Πισκοπιού, καταλήγοντας με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η έπαυλη Γιαναγά είναι το μοναδικό κτίσμα στον οικισμό, που θα μπορούσε να είναι αυτό που ενέπνευσε τον Καραγάτση.

Όμως, όπως πολύ σωστά επισημαίνει, η συζήτηση για το «Κοκκινόσπιτο» θα έπρεπε να αφορά τη σημερινή του κατάσταση, δηλαδή: «το πως συλείται η πολιτιστική μας κληρονομιά και όχι αν είναι το σπίτι της Μαρίνας…»

O M. Καραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Αθήνα. Το αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Ντοστογιέφσκι και ιδίως για τους Αδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Καραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Το 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Κυρία Νίτσα, το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού. Με το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Καραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη Νέα Εστία, δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο Το 10, το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν «Ας γελάσω».
Φωτογραφίες: Πισκοπιό: Πολιτιστικός Σύλλογος Επισκοπείου Σύρου, Κοκκινόσπιτο: HuffPost Greece
Βιογραφικό σημείωμα Μ. Καραγάτση: βιβλιοnet, Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού

Δείτε επίσης