Το μύθο ότι η Ελλάδα φτηνή χώρα για τους Ευρωπαίους τουρίστες συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές της καταρρίπτουν τα στοιχεία έρευνας, που δείχνουν ότι στη χώρα μας, στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευρωπαίοι δαπανούν περίπου τα ίδια, εάν όχι και περισσότερα, απ’ ότι στην Ισπανία.
Η έρευνα του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), που εστιάζει στη σύγκριση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης της Ελλάδας με αυτή της Ισπανίας, το 2019 και το 2020, είναι αποκαλυπτική και δείχνει υστέρηση της χώρας μας στη μέση δαπάνη του κάθε τουρίστα, σε σχέση με την Ισπανία, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο διαφορετικό market mix που έχουν οι δύο χώρες ως προς τις χώρες προέλευσης των τουριστών.
Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των τουριστών παρουσιάζει μια σαφή τάση μείωσης έως το 2016, μια σταθεροποίηση στη συνέχεια και μια σημαντική αύξηση το 2019 και το 2020. Συνολικά, όμως την περίοδο 2011-2020 παρατηρείται μείωση -8,6%, από € 639,5 σε € 584,4.
Όπως αναλύθηκε στις μελέτες τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια σημαντική μεταβολή του μίγματος αγορών προς τη χώρα μας των εισερχόμενων τουριστών με κύριο χαρακτηριστικό τη σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση αυτών που προέρχονται από όμορες βαλκανικές χώρες και από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Οι τουρίστες αυτοί έχουν χαμηλότερα εισοδήματα από ότι οι τουρίστες από τις παραδοσιακές αγορές της Ελλάδας και εύλογα αναμένει κανείς να δαπανούν και λιγότερα χρήματα κατά τις διακοπές τους. Το 2020, σύμφωνα με την μελέτη «Ακτινογραφία Εισερχόμενου Τουρισμού 2016-2020», παρατηρήθηκε αλλαγή στο μίγμα αγορών σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών που επιβλήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας και των αυστηρών ελέγχων στους μεθοριακούς σταθμούς για την είσοδο στην χώρα (απαραίτητη η επίδειξη αρνητικού PCR test 72 ωρών).
Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες για το 2019 η δαπάνη των τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν οριακά ή σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη αυτών που πήγαν στην Ισπανία. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η αγορά της Ολλανδίας (€ -86). Αντίθετα, οι τουρίστες από τις ΗΠΑ και -ιδιαίτερα- από την Ρωσία, δαπάνησαν υψηλότερα ποσά όταν επισκέφθηκαν την Ισπανία σε σχέση με αυτά που δαπάνησαν στην Ελλάδα. Σε ότι αφορά το 2020 για το σύνολο της χώρας και για τις τέσσερις αγορές που -λόγω της πανδημίας και των ταξιδιωτικών περιορισμών- υπάρχουν στοιχεία, η δαπάνη των τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν οριακά χαμηλότερη για Γερμανία και Ιταλία, οριακά υψηλότερη για Ην. Βασίλειο και σημαντικά υψηλότερη για την Γαλλία από την αντίστοιχη αυτών που πήγαν στην Ισπανία.
Αξιοσημείωτο και για τα δύο έτη, είναι πόσο σημαντικά υψηλότερη είναι η δαπάνη των επισκεπτών από την Γαλλία στην Ελλάδα σε σχέση με την αντίστοιχη δαπάνη στην Ισπανία. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι Γαλλία και Ισπανία συνορεύουν, κάτι που επιτρέπει την οδική πρόσβαση των Γάλλων τουριστών στην Ισπανία, δίνοντας τους την δυνατότητα να περιορίζουν τη δαπάνη μετάβασής τους.
Το 1/3 του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα για το 2019 και το 1/5 του 2020 είναι οδικές αφίξεις από τις όμορες βαλκανικές αγορές. Η πελατεία αυτή δεν υποκαθιστά αλλά προστίθεται στην πελατεία με την υψηλότερη δαπάνη και απορροφάται, κατά κύριο λόγο, από το τουριστικό προϊόν της Β. Ελλάδας (Μακεδονία, Θράκη), όπου η ξενοδοχειακή υποδομή είναι χαμηλότερης κατηγορίας σε σχέση με την αντίστοιχη σε άλλες Περιφέρειες της χώρας.
Παρά την αλλαγή του μίγματος αγορών που παρατηρήθηκε το 2020, με αύξηση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών μας, που έχουν υψηλότερη ταξιδιωτική δαπάνη έως και 4 φορές σε σύγκριση με τις οδικές αφίξεις, και μείωση του μεριδίου των αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η ΜΚΔ δεν έφτασε στα επίπεδα που ήταν το 2011 (€ 584,4 το 2020 έναντι € 693,5 το 2011).
Συγκεκριμένα, την περίοδο 2011-2020 οι παραδοσιακές αγορές του ελληνικού τουρισμού (Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία) εμφάνισαν αύξηση του μεριδίου τους από 40% το 2011 σε 50% το 2020 και αυτό παρά την μείωση που σημείωσαν οι αφίξεις από αυτές τις αγορές κατά -44,4% (από 6,6 εκατ. το 2011 σε 3,7 εκατ. το 2020). Αντίθετα, οι νέες αγορές (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Ρουμανία, Σερβία και Αλβανία) εμφάνισαν μείωση στο μερίδιο τους, από 21% το 2011 σε 19% το 2020, λόγω του υψηλότερου ρυθμού μείωσης των αφίξεων από τις αγορές αυτές (-58,2%, από 3,4 εκατ. το 2011 σε 1,4 εκατ. το 2020).