Ο κόσμος όλος και ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι παρακολουθούμε με ανησυχία, αλλά και με κάποια αμηχανία, τα τύμπανα του πολέμου που ηχούν γύρω από την Ουκρανία. Τους τελευταίους μήνες, εκεί και στην λοιπή Ανατολική Ευρώπη λαμβάνονται στρατιωτικά και άλλα μέτρα που κλιμακώνουν επικίνδυνα την ένταση.
Η Δύση, και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, το ΝΑΤΟ και γειτονικές της Ρωσίας χώρες, με την ενεργό συμμετοχή έγκυρων ΜΜΕ, έχουν εξαπολύσει μια πρωτόγνωρη προπαγανδιστική εκστρατεία: καλλιέργεια πολεμικού κλίματος και προεξόφληση στρατιωτικής σύγκρουσης, δαιμονοποίηση της Ρωσίας και της ηγεσίας της, ευρύτατη χρήση «φαιάς» και «μαύρης» προπαγάνδας και fake news.
Οι όποιες φωνές και δυνάμεις μετριοπάθειας καταγγέλλονται περίπου ως προδοτικές. Η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία για τη λειτουργία της πληροφόρησης και γενικότερα της δημοκρατίας στις χώρες μας.
Τα αίτια της σημερινής ουκρανικής κρίσης ανάγονται στην τελευταία εικοσαετία. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ισχυρές δυνάμεις στη Δύση έθεσαν ως μείζονα στόχο την παραπέρα συρρίκνωση της επιρροής και της ισχύος της Ρωσίας, παραγνωρίζοντας ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της χώρας, ακόμη και στην άμεση γειτονία της.
Η πολιτική αυτή, που τη δεκαετία του ’90 φάνηκε να πετυχαίνει, προκάλεσε αναπόφευκτα την αντίδραση της Μόσχας. Με την ηγεσία του Πούτιν -και τις σκληρές μεθόδους που τον χαρακτηρίζουν- η Ρωσία επέστρεψε ως ισχυρός παίκτης στη διεθνή σκηνή και άρχισε να ανακόπτει τη δυτική επέκταση. Η Δύση δυσκολεύεται να αποδεχτεί πως δεν είναι πλέον ο μόνος κυρίαρχος στον πλανήτη και εξαπέλυσε μια αντιρωσική σταυροφορία που απειλεί πλέον σοβαρά την παγκόσμια ειρήνη.
Με τη σημερινή ένταση, οι ΗΠΑ επιδιώκουν ταυτόχρονα να επαναβεβαιώσουν την ηγεμονία τους στην Ευρώπη αναζωογονώντας το ΝΑΤΟ υπό την κυριαρχία τους και ακυρώνοντας τα σχέδια για ευρωπαϊκή αυτονομία.
Δίνουν μια νέα πνοή στην πολεμική βιομηχανία και πουλάνε το δικό τους υγροποιημένο αέριο στην Ευρώπη. Ουάσιγκτον, Λονδίνο και άλλες πρωτεύουσες, αποσπούν την προσοχή της κοινής γνώμης από την πανδημία και κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα και προσπαθούν έτσι να αντιστρέψουν την πτώση της δημοτικότητας των ηγεσιών τους. Η αντιρωσική εκστρατεία αποτελεί πιθανώς και πρόβα τζενεράλε για ανάλογη πολιτική απέναντι στην Κίνα.
Η προπαγάνδα της Δύσης επενδύει τις γεωπολιτικές και εσωτερικοπολιτικές στοχεύσεις με τον ιδεολογικό μανδύα της πάλης του «καλού» με το «κακό», της δημοκρατίας με τον αυταρχισμό, της εθνικής κυριαρχίας με τον επεκτατισμό. Η στρατηγική αυτή δεν είναι νέα. Αντλεί από το οπλοστάσιο του Ψυχρού Πολέμου (όπου βέβαια οι συνθήκες ήσαν αισθητά διαφορετικές, αφού η διάσταση της διαμάχης αντίθετων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων ήταν τότε κυρίαρχη).
Εφαρμόστηκε κατά τον πιο εξωφρενικό τρόπο στον πόλεμο του Ιράκ, όπου σφαγιάσθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και καταστράφηκε μια ολόκληρη χώρα στο όνομα μιας ανύπαρκτης απειλής (χημικά και πυρηνικά όπλα που δεν είχε ο Σαντάμ) και της ανατροπής ενός πράγματι στυγερού δικτάτορα.
Όμως αυτή η προσέγγιση επηρεάζει και σήμερα πολίτες στις χώρες μας, και μάλιστα στην Αριστερά, και πολλούς που έχουν αυθεντικές δημοκρατικές ευαισθησίες και απορρίπτουν την ωμή ρεαλπολιτίκ. Γιατί, όπως πάντα, η προπαγάνδα αναμειγνύει πραγματικά στοιχεία με υπερβολές και ψεύδη. Είναι γι’ αυτό σκόπιμες μερικές επισημάνσεις:
Κανείς δεν αγνοεί πως το ρωσικό καθεστώς είναι αυταρχικό, με αποκρουστικές πλευρές (φίμωμα αντιπολίτευσης και τύπου, δολοφονία αντιπάλων, αντιδραστικές ιδεολογίες, κλπ.). Εννοείται πως, ως δημοκράτες, δεν μπορούμε παρά να καταδικάζουμε όλα αυτά. Συνάγεται άραγε πως στις διεθνείς σχέσεις δεν πρέπει να συνομιλούμε ή να συνεργαζόμαστε με τη Ρωσία;
Προφανώς όχι, γιατί τότε θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε σύγκρουση με το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Η ένταση βοηθά τη δημοκρατία; Όχι, μάλλον ευνοεί τη σκλήρυνση του καθεστώτος. Η ειρήνη και η διεθνής συνεργασία είναι σύμμαχοι και αναγκαία συνθήκη της δημοκρατίας, όχι αντίπαλοί της.
Εξάλλου η επιλεκτικότητα όσων εργαλειοποιούν τη δημοκρατία για να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα είναι κραυγαλέα. Μάταια θα αναζητήσουμε ανάλογες δημοκρατικές ευαισθησίες όταν πρόκειται για σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο ή δικτατορίες της υποσαχάριας Αφρικής. Πρόσφατες είναι οι δυτικές ερωτοτροπίες με τον Λουκασένκα, όταν έδειχνε κάποια διαφοροποίηση από τη Μόσχα.
Είναι και κάπως σόλοικο κυβερνήσεις όπως της Πολωνίας ή το μαφιόζικο καθεστώς της Ουκρανίας να ανησυχούν για τη δημοκρατία στη Ρωσία. Αλλά και οι ΗΠΑ, που μόλις εξήλθαν από την περιπέτεια Τραμπ και κινδυνεύουν να τον ξαναφέρουν, που η δημοκρατία τους είναι όλο και πιο προβληματική, είναι μάλλον προκλητικό να αυτοανακηρύσσονται σε κριτές της δημοκρατίας άλλων και σε εξαγωγείς «αξιών».
Τα περί μιας επικίνδυνα επεκτατικής Ρωσίας είναι υπερβολικά. Η μεγάλη εικόνα είναι πως, από το 1989, η Δύση είναι που «επεκτείνεται» σε βάρος της Ρωσίας και όχι το αντίστροφο. Το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε προς ανατολάς, αθετώντας διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου και εδώ και χρόνια παρατάσσει στρατό και πυραύλους στα σύνορα της Ρωσίας.
Στη Γεωργία, το καθεστώς της Τιφλίδας επιχείρησε να «λύσει» με τη βία μια «παγωμένη» επί 20-ετία διαμάχη και η Μόσχα παρενέβη και το εμπόδισε.
Στην Ουκρανία το 2014 ανατράπηκε πραξικοπηματικά η νόμιμη κυβέρνηση με την ενεργό ανάμειξη της Δύσης και πάρθηκαν και παίρνονται μέτρα εναντίον των δικαιωμάτων των ρώσων και ρωσόφωνων κατοίκων. Η κυβέρνηση του Κιέβου υπαναχωρεί από τη συμφωνία του Μινσκ, μόνη ειρηνική διέξοδο από την εμφύλια διαμάχη στη χώρα, και απειλεί στρατιωτικά τις αυτονομημένες περιοχές.
Ασφαλώς οι αντιδράσεις της Ρωσίας είναι συχνά σκληρές και, όταν παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο (όπως με την προσάρτηση της Κριμαίας) ή ασκείται δυσανάλογη βία, είναι καταδικαστέες. Όμως δεν μπορεί να αγνοείται το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται. Εξάλλου ούτε και η Δύση δείχνει ανάλογη ευαισθησία σε αντίστοιχες περιπτώσεις, λ.χ. με την απόσχιση του Κοσόβου.
Εμείς οι Ευρωπαίοι εξοργιζόμαστε ιδιαίτερα από την αδιαμφισβήτητη στήριξη της Μόσχας προς ακροδεξιές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις στις χώρες μας. Συχνά όμως παραγνωρίζουμε πως σε μια δυναμική οξείας αντιπαλότητας, όπου η ΕΕ συμμετέχει στην αντιρωσική σταυροφορία και υποστηρίζει κάθε τι που υπονομεύει τη Ρωσία, ένα αυταρχικό καθεστώς όπως του Πούτιν θα αντιδράσει αναπόφευκτα όπως μπορεί και χωρίς δημοκρατικές ευαισθησίες για να βλάψει τον αντίπαλό του, διαιρώντας την ΕΕ και προσεταιριζόμενο όποιους (όπως πολλοί ακροδεξιοί) δεν το εχθρεύονται. Αν θέλουμε να σταματήσουν αυτές οι απεχθείς πρακτικές, η αποκλιμάκωση της αντιπαλότητας και η συνεννόηση είναι ο μόνος δρόμος.
Πάντως και για την ανάμειξη της Μόσχας στα εσωτερικά των δυτικών χωρών διαδίδονται συχνά εξόφθαλμες υπερβολές. Το 2016, θέλησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως η νίκη του Τραμπ περίπου οφειλόταν στην υπονομευτική δραστηριότητα του Πούτιν. Στις εκλογές του 2020 δεν ακούστηκε σχεδόν τίποτε για ρωσική υπονόμευση. Τι μεσολάβησε; Άλλαξε πολιτική ο Πούτιν, οπότε θα περίμενε κανείς η Δύση να το χαιρετίσει; Ή, απλούστατα, υπερέβαλαν χοντρά το 2016, ενώ το 2020 είχαν άλλες προτεραιότητες;
Ακραίο δείγμα όπου η δυτική προπαγάνδα κάνει το άσπρο, μαύρο είναι ο ισχυρισμός πως ο Πούτιν εκβιάζει Δύση και Ουκρανία με το φυσικό αέριο. Στην πραγματικότητα, η Ουκρανία έκλεβε το ρωσικό αέριο που προοριζόταν για την Ευρώπη, παρεμποδίζοντας και την τροφοδοσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών.
Η απόφαση της Γερμανίας να την παρακάμψει μέσω των Nordstream είναι η απάντηση στην ομηρεία της Ευρώπης από το Κίεβο και όχι βέβαια κάποια υποταγή του Βερολίνου σε καταχθόνια αντι-ουκρανικά σχέδια της Μόσχας.
Η Ρωσία ουδέποτε έχει διακόψει την παροχή αερίου στη Δύση για να εκβιάσει πολιτικά. Το ότι δεν παρέχει πρόσθετες στις συμφωνημένες ποσότητες αέριο σε χώρες που δεν επιθυμούν μακροπρόθεσμα συμβόλαια ή δεν ενεργοποιούν τον συμφωνημένο αγωγό, μόνο εκβιασμός δεν μπορεί να ονομαστεί. Το άκρον δε άωτον είναι πως η Μόσχα κατηγορείται ότι εκβιάζει, όταν δηλώνει πως, αν γίνει στόχος των τρομακτικών κυρώσεων που εδώ και μήνες προαναγγέλλονται με τυμπανοκρουσίες από τη Δύση, θα απαντήσει και αυτή με κυρώσεις εκεί που μπορεί να πονέσει.
Έχει άραγε δικαίωμα η Ρωσία να εμποδίζει ένα ανεξάρτητο κράτος από το να αποφασίζει τον διεθνή του προσανατολισμό και να απαιτεί η Ουκρανία να μην προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ; Η Ρωσία, και κάθε χώρα, δικαιούται να απαιτεί μια γειτονική της χώρα να μην την απειλεί με τις ενέργειές της.
Στο Ελσίνκι το 1975 συμφωνήθηκε πως η ασφάλεια των μεν δεν πρέπει να θίγει την ασφάλεια των δε. Τυχόν προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ επηρεάζει εξόφθαλμα την ασφάλεια της Ρωσίας.
Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό, όχι νομικό. Ας θυμηθούμε ότι οι Αμερικανοί διακινδύνευσαν έναν παγκόσμιο πόλεμο για να μην εγκατασταθούν σοβιετικοί πύραυλοι στην Κούβα. Πρόσφατα επικαλέστηκαν το δόγμα Μονρόε, βάσει του οποίου διεκδικούν ολόκληρη την Αμερική ως αποκλειστική δική τους σφαίρα επιρροής, για να προετοιμάσουν επίθεση κατά της Βενεζουέλας που βέβαια ουδαμώς τους απειλεί.
Επί πλέον, η εθνοτική ισορροπία στην Ουκρανία (όπως και στην Κύπρο, το Κόσοβο ή τη Βοσνία) σχετίζεται άμεσα με τον διεθνή της προσανατολισμό και τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται με πλειοψηφίες, αλλά με συναίνεση, με ανάλογες εσωτερικές δομές και, ενδεχομένως, με διεθνείς ρυθμίσεις που τα κατοχυρώνουν.
Τέλος, και αν ακόμη η Ουκρανία επιμένει να ζητά προσχώρηση στο ΝΑΤΟ, τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη της Συμμαχίας να κρίνουν πως μια τέτοια προσχώρηση δεν θα τα συνέφερε, ούτε θα συνέβαλε στην ασφάλεια της Ευρώπης και να δηλώσουν άρα πως δεν σκοπεύουν να την πραγματοποιήσουν.
Η ειρηνική επίλυση των διαφορών, η μη χρήση βίας ή απειλής βίας, καθώς και ο σεβασμός της κυριαρχίας των κρατών είναι η μόνη βάση για τις διεθνείς σχέσεις, εφ’ όσον επιθυμούμε τη συμβίωση. Η στρατιωτική λύση στην κρίση πρέπει να αποκλειστεί πάση θυσία, εννοείται και στο Ντονμπάς. Μια ειρηνική λύση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει δύο στοιχεία:
- Τον τερματισμό της αιματηρής διαμάχης στο Ντονμπάς στο πλαίσιο της διαδικασίας του Μινσκ, με την αποκατάσταση της κυριαρχίας του ουκρανικού κράτους και μια θεσμική μεταρρύθμιση που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των ρώσων και ρωσόφωνων ουκρανών πολιτών και των ανατολικών περιφερειών της χώρας.
- Την επίτευξη συναινέσεων και συμφωνιών ανάμεσα στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τη Ρωσική Ομοσπονδία και τη λήψη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης από τις δύο πλευρές, που να αποκλιμακώνουν την ένταση και να αποδυναμώνουν τη σχέση αντιπαλότητας, με σεβασμό στην κυριαρχία και τα συμφέροντα ασφαλείας όλων των εμπλεκομένων μερών. Η προοπτική θα πρέπει να είναι η συμπερίληψη της Ρωσίας σε μια πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και η ανάπτυξη ολόπλευρης συνεργασίας μαζί της προς αμοιβαίο όφελος.
Επείγει η άμεση αποκλιμάκωση της έντασης με τη μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή. Η προκλητική και πολεμοχαρής ρητορική επιβάλλεται να τερματιστεί άμεσα. Οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και τη Γερμανία, και με την ενεργοποίηση του σχήματος της Νορμανδίας, δείχνουν τον δρόμο, αλλά δυστυχώς η κρίση έχει κάθε άλλο παρά ξεπεραστεί.
Η γενικευμένη σύρραξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας δεν υπάρχει ως σενάριο, αν και μια διολίσθηση προς αυτήν δεν μπορεί να αποκλειστεί όταν επικρατεί ακραία ένταση. Μια μεγάλης κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν φαίνεται ούτε αυτή πιθανή. Όμως το σενάριο όπου ο ουκρανικός στρατός επιτίθεται στις αποσχιστικές δυνάμεις στο Ντονμπάς και η Ρωσία προστρέχει να τις βοηθήσει, δεν φαίνεται εξωπραγματικό.
Η απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ουκρανική κρίση είναι αποκαρδιωτική. Περισσότερο από ποτέ αναδεικνύεται η ανάγκη η ΕΕ να μιλά με μια ισχυρή, ενιαία και αυτόνομη φωνή σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και μάλιστα στην ήπειρό μας.
Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό είναι η σύγκλιση των κρατών μελών ως προς το ποια θα είναι αυτή η φωνή. Πολύ συχνά, εκκλήσεις για «μία ευρωπαϊκή φωνή», προέρχονται από όσους επιδιώκουν την υποταγή στα «γεράκια» της Ουάσιγκτον. Ισχυρή και ενιαία ευρωπαϊκή φωνή μπορεί και πρέπει να υπάρξει μόνο ως φωνή ειρήνης και συνεργασίας.
Ειδικότερα ως προς τη Ρωσία, η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να αναπτύξει μια στρατηγική σχέση συνεργασίας μαζί της, που θα μας ενίσχυε στη διεθνή σκηνή απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα. Ούτε είναι δυνατόν το κάθε κράτος μέλος να εφαρμόζει μονομερώς μια συγκρουσιακή πολιτική απέναντι σε συγκεκριμένες χώρες (Πολωνία και Βαλτικές χώρες απέναντι στη Ρωσία, Λιθουανία απέναντι στην Κίνα, αλλά και Κύπρος και Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία) και στη συνέχεια να ζητά την εμπλοκή και αλληλεγγύη της Ευρώπης.
Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα με παραδοσιακούς δεσμούς με τη Ρωσία θα πρέπει να συνταχθεί με την «παράταξη της ειρήνης». Προφανώς, ως μικρή χώρα, δεν μπορεί να αναλάβει μείζονα ρόλο, ούτε είναι σκόπιμο να «κυνηγάει» τις κινήσεις του Ερντογάν. Θα πρέπει όμως να στηρίξει τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες ευρωπαίων εταίρων μας και να συμπαραταχθεί με όσους αρνούνται να συμβάλλουν στην κλιμάκωση της έντασης. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να επιτρέψει οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα να χρησιμοποιηθούν κατά της Ρωσίας στην παρούσα κρίση.
Είναι τώρα μερικές βδομάδες που ζούμε με την καθημερινή τρομοκρατική πληροφόρηση πως οι Ρώσοι ετοιμάζουν πόλεμο και εισβολή στην Ουκρανία. Το ότι ο ίδιος ο πρόεδρος και άλλοι αξιωματούχοι της Ουκρανίας το έχουν επανειλημμένα διαψεύσει και ζητούν δημόσια οι Αμερικανοί να τους δώσουν τα σχετικά στοιχεία, περνάει στα «ψιλά», λες και η εισβολή δεν αφορά τους Ουκρανούς, αλλά τις ΗΠΑ.
Δυτικές μυστικές υπηρεσίες (CIA και MI6 -ως συνήθως το Λονδίνο πρωτοστατεί στην επιχείρηση) «αποκαλύπτουν» την ημερομηνία της επίθεσης, τις μορφές που θα πάρει, και σχέδια πραξικοπήματος στο Κίεβο, χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης των πληροφοριών τους και με τις «ακριβείς» προβλέψεις τους να διαψεύδονται η μία μετά την άλλη.
Είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό και ενδεικτικό μιας σχέσης ακραίας υποτέλειας προς την Ουάσιγκτον πως δεν έχει βρεθεί ένας Ευρωπαίος ηγέτης να καταγγείλει αυτή την ενορχηστρωμένη υστερία, υστερία που δεν ενδείκνυται ακόμη και αν η απειλή ήταν πραγματική.
Ακόμη και όσοι γνωρίζουμε πως διαφωνούν (λ.χ. ο καγκελάριος Σολτς), επιλέγουν τη δημόσια σιωπή και κινούνται στο παρασκήνιο, την ώρα που τα «γεράκια» δηλητηριάζουν τη διεθνή ατμόσφαιρα και ντοπάρουν τους πολίτες. Απόν είναι και το κίνημα ειρήνης, ενδεικτικό επικίνδυνων εξελίξεων στην κοινωνία των πολιτών, όπου φαίνεται πια πως η αντίθεση στους εμβολιασμούς και στους μετανάστες είναι σημαντικότερα από την ειρήνη.
Κατά τη γνώμη μου, μέσα από την ομίχλη της προπαγάνδας και παραπληροφόρησης που ζούμε, μπορούμε να συμπεράνουμε πως δύο είναι τα πιο πιθανά σενάρια:
- Ή τα της επικείμενης εισβολής είναι εντελώς αβάσιμα και κατασκευασμένα και αποτελούν μια επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου -σε κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί- που αποσκοπεί, και δυστυχώς φαίνεται να πετυχαίνει, τους στόχους που ήδη ανέφερα.
- Ή η Δύση ετοιμάζεται να στηρίξει μια μείζονα ουκρανική στρατιωτική επίθεση στο Ντονμπάς και σκοπεύει να χαρακτηρίσει ως εισβολή την αναπόφευκτη ρωσική αντίδραση.
Και στις δύο περιπτώσεις (και ας ελπίσουμε να ισχύει η πρώτη), πρόκειται για ακραίο τυχοδιωκτισμό δυνάμεων που προσπαθούν να αποτρέψουν την παρακμή τους με σπασμωδικές κινήσεις. Πρέπει γι’ αυτό να καταδικαστούν από κάθε ειρηνόφιλο πολίτη. Δεν είναι δυνατόν να βλέπουμε ως παθητικοί παρατηρητές από τον καναπέ μας αυτόν τον κατήφορο που θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη.
Πηγή: TVXS/Σωτήρης Βαλντέν
Ο Σωτήρης Βαλντέν γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε οικονομικά στη Σουηδία και το Παρίσι και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1996-2014). Προηγουμένως, είχε διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και γενικός γραμματέας διεθνών οικονομικών σχέσεων στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Σήμερα διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, τα περισσότερα γύρω από θέματα Βαλκανίων, διεύρυνσης της Ε.Ε. και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπήρξε στέλεχος κομμάτων της ανανεωτικής και δημοκρατικής Αριστεράς.