Πρωτοχρονιά στα χωριά της ορεινής Νάξου

του φιλόλογου Νίκου Λεβογιάννη

απο Cyclades Open

Σαν σε όνειρο στα χρόνια των παιδικών αναμνήσεων

Παραμονή πρωτοχρονιάς σήμερα, ξημέρωσε μια αλλιώτικη σκοτεινή, μοναχική, ούτε καν καθημερινή μέρα, πολύ περισσότερο μέρα σκολιανή, αλλόκοτη αλήθεια, μελαγχολική. Οι παλαιοί θα λέγανε… «οργή Θεού, τα ξανάστροφα του κόσμου..» και θα σταυροκοπιούνταν.

Η μοναξιά της απομόνωσης πλακώνει την ψυχή, οι ειδήσεις με τα κρούσματα του κορωνοϊού, με τους νεκρούς σε τρομάζουν, ο ερχομός του εμβολίου, η ελπίδα, μια αχτίδα φωτός. Η επιστήμη έπραξε και πράττει το καθήκον της, μα η προσμονή της …άλλης μέρας είναι τόσο αργή, βασανιστικά αργή και κανένας δεν γνωρίζει πώς θά’ ναι. Αλλιώτικη σίγουρα, διαφορετική, μα με τη ζωή και πάλι μπροστά κι ας έχει να ανέβει ο λαός και πάλι τον δικό του Γολγοθά, καθώς θα περιμένουν νέοι αγώνες μέσα στα ερείπια…

Οι αναμνήσεις σε τέτοιες στιγμές ζωντανεύουν με νοσταλγία, σε παίρνουν στα φτερά τους και σε ταξιδεύουν πίσω στα χρόνια τα ανέμελα, τα παιδικά, εκεί στο χωριό, στον τόπο που είδες το πρώτο φως. Ξαφνικά βρίσκεσαι ανάμεσα σε πρόσωπα νοσταλγικά, στις πηγές της ζωής σου, στα σοκάκια που πρωτοπερπάτησες, που γνώρισες το φως, τη ζωή, την άνοιξη. Κι η φωνή της γιαγιάς, της μάνας ηχεί στ’ αυτιά σου τόσο δυνατά, τόσο ζωντανά, που τις ψάχνεις με το βλέμμα σου γύρω, ακούς τα βήματά τους, νιώθεις την ανάσα τους, το χάδι τους στο κεφάλι, τη ζεστασιά της ψυχής τους.

Παραμονή πρωτοχρονιάς λοιπόν πριν 50-60 χρόνια εκεί στα χωριά της μακρινής κι απόκοσμης ορεινής Νάξου, χωμένης συνήθως μεσ’ στην ομίχλη, την κατσιφόρα, σαν σε όνειρο στα χρόνια των παιδικών αναμνήσεων».

Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά

«Πάνω εκεί στ’ αψηλωτάρι της Νάξου, την Κωμιακή, μακριά ακόμη απ’ τον πολιτισμό της σύγχρονης εποχής, τη δεκαετία του 1950, χωρίς αυτοκίνητα, ηλεκτρικό φως, τηλεοράσεις και με ελάχιστα ραδιόφωνα σε 1-2 καφενεία και 3-4 σπίτια προυχόντων του χωριού, οι χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς φάνταζαν για μας τα πιτσιρίκια της εποχής εκείνης απόκοσμες, ξεχωριστές, θεϊκές… Περιμέναμε να βγούμε να πούμε τα κάλαντα, -«να τα πούμενε;», φωνάζαμε έξω απ’ τα σπίτια. Κι από μέσα μας απαντούσαν, -«πέστε τα»! Κι εμείς τα λέγαμε ολόκληρα, το «καληοσπεράκι» την παραμονή των Χριστουγέννων, τον «Άη Βασίλη» την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την «αρχιμενιά κι αρχιχρονιά», ανήμερα την Πρωτοχρονιά, το «Καλημέρα πάντες ώ αδελφοί» την παραμονή των Φώτων. Καμιά φορά όμως μας απαντούσαν από μέσα, οι …φιλάργυροι νοικοκύρηδες του χωριού… -«τώρα μας τα λέανε»… κι εμείς φεύγαμε απογοητευμένοι. Κι αν τύχαινε και πέφταμε σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, τότε το διάφορο ήταν μικρό και το πουγγί έμενε άδειο κι η ελπίδα πήγαινε στην επόμενη φορά… Ζούσαμε όμως σαν σε παραμύθι με τα πανέμορφα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, τις τελετές, που με ευλάβεια τηρούσαν οι δικοί μας, ζούσαμε τα παιδιά σα να είμαστε οι …πρωταγωνιστές, σα να ήταν όλα σχεδιασμένα για μας, φτωχικά μεν, απλά, μα τόσο όμορφα κι αγγελικά φτιαγμένα, έτσι όπως τα πήραν απ’ τους προγόνους τους βαθιά μέσα απ’ το παρελθόν…».

Η μεγάλη μέρα

Η μεγάλη αυτή μέρα, στα μάτια και την ψυχή των αγαθών χωρικών, που διακατέχονταν από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ριζωμένες από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο στα πατροπαράδοτα έθιμα, σηματοδοτούσε την πορεία όλης της χρονιάς και γι΄ αυτό από την παραμονή, αλλά κυρίως την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, πρόσεχαν κάθε τους ενέργεια, κάθε κίνηση.

Στην αποκομμένη απ’το σύγχρονο πολιτισμό Κωμιακή, το πιο ορεινό χωριό του νησιού, όπου ζωντανά διατηρούνται ακόμη και σήμερα πολλά έθιμα της Πρωτοχρονιάς και του δωδεκαημέρου, οι προετοιμασίες άρχιζαν από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με το στρώσιμο του τραπεζιού, με τον εσπερινό και τον εκκλησιασμό των εικόνων, με τα κάλαντα το αποσπερνό, που βγαίναν να πουν από βραδίς τα παιδιά με το τέλος του σπερνού, με το «τριμπήδημα τση ελιάς», του ιερού δέντρου της Πρωτοχρονιάς. Προηγείται το ζύμωμα του σταυρού, που γίνεται το Σάββατο πριν από την Πρωτοχρονιά. Ήταν ο «Σταυρός» ένα μεγάλο ψωμί που το ζύμωναν οι νοικοκυρές στο φούρνο της γειτονιάς με σιταρένιο αλεύρι. Είχε ωοειδές σχήμα και ανάγλυφο από ζύμη τον σταυρό στην επιφάνειά του, ενώ μέσα στο ψωμί έβαζαν και το νόμισμα. Και ήταν ο «Σταυρός» της Πρωτοχρονιάς, η σημερινή βασιλόπιτα.

Το στρώσιμο του τραπεζιού

Οι παλαιοί στρώνανε το τραπέζι από βραδίς την παραμονή και πριν σημάνει η καμπάνα για το σπερνό. Πίστευαν ότι θα μπει τη νύχτα ο Άη Βασίλης στο σπίτι και πρέπει να βρει στρωμένο το τραπέζι, για να φάει. Έβαζαν το Σταυρό στη μέση του τραπεζιού και απ’ τη μια μεριά βάζανε μια μποτίλια με κρασί κι απ’ την άλλη μια μικρότερη με ρακή. «Αμπρουστά στο Σταυρό εβάνανε φρούτα, σταφίδες, καρύδια, ξερά σύκα, ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι και το ’φήνανε ετσά το τραπέζι στρωμένο όλη νύχτα…».

«Από βραδύς την παραμονή και πρι σημάνει το σπερνό οι παλαιοί εστρώνανε το τραπέζι, πού’ θεά’ ρθει ο Άη Βασίλης τη νύχτα ια να φάει. Εβάνανε το Σταυρό όρθιο στη μεριά του τραπεζού πο’ κούμπανε στον τοίχο κι απ’ τη μια μεριά εβάνανε μια μποτίλια με κρασί κι απ’ την άλλη μια με ρακή. Αμπρουστά στο Σταυρό εβάνανε φρούτα, σταφίδες, καρύδια, ξερά σύκα, ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι. Το ’φήνανε ετσά το τραπέζι στρωμένο όλη νύχτα και το πρωί, μόλις εβγαίνανε απ’ την εκκλησά, μαζώνουντανε όλη η φαμελιά ύρω-ύρω απ’ το τραπέζι κι ο σπιτονοικοκιούρης ήκοβγενε το Σταυρό. Πρώτα το σταύρωνενε, ήκοβγενε τη μερίδα του σπιθιού, ύστερα τη μερίδα την εδική ντου, τση νοικοκυράς και των αλλωνώ. Σ’ όποιο ήθεα πέσει το νόμισμα πού χενε μέσα, ευτός θα άχενε καλή χρονιά. Αν ήπεφτενε του σπιθιού ή του σπιτονοικοκιούρη, η οικογένεια θα άχενε καλή χρονιά. Κι αφού εκόβγανε το Σταυρό εζεσταίνανε ρακομελιά, ετρώανε καρύδια, σύκα και σταφίδες κι ηύχουντανε την καλή χρονιά».

Στο επίσημο τραπέζι της Πρωτοχρονιάς κυριαρχούσε το κρέας, χοιρινό ή όρνιθα βραστή, μαζί με αρσενικό τυρί και άλλα καλούδια και καλό κόκκινο κρασί από το γεματάρι.

Ο Άγιος Βασίλης, που γιορτάζεται η μνήμη του εκείνη την ημέρα, τιμάται ιδιαίτερα από τους χωριανούς, πολλοί από τους οποίους έχουν το όνομά του και γι’ αυτό οι εύχησες τη μέρα αυτή είναι πολλές στο χωριό και όπως πάντα τα σπίτια των εορταζόντων είναι ανοιχτά και περιμένουν οι Βασίληδες να δεχτούν τους χωριανούς να τους τρατάρουν μεζέδες, γλυκά, ρακή και κρασί.

Η ελιά το ιερό δέντρο της Πρωτοχρονιάς

Με το σούρουπο την παραμονή θα επιστρέψει νωρίς από την εξοχή κι ο σπιτονοικοκύρης και μαζί του θα φέρει ένα μεγάλο κλαδί ελιάς ή κορωνιάς, για να βάλει ένα κομμάτι πάνω από την πόρτα του σπιτιού, ανάμεσα στην κάσα και το ανώφλι, για νά’ ναι το σπίτι ευλογημένο κι έμενε εκεί το κλαδί όλο τον χρόνο. Στις ομάδες από νέους που έβγαιναν ανήμερα την Πρωτοχρονιά να πουν τα κάλαντα, με συνοδεία από τζαμπουνοντούμπακα, ένας συνήθως ή και περισσότεροι κρατούσε σαν παντιέρα ένα κοντάρι από καλάμι με ένα κλαδί ελιάς δεμένο στο επάνω μέρος του κι’ ένα πορτοκάλι καρφωμένο στην κορυφή του.

Με φύλλα ελιάς μάντευαν το μέλλον, όταν το βράδυ της παραμονής μαζευόταν η οικογένεια γύρω από το αναμμένο τζάκι του σπιτιού. «Από βραδίς την παραμονή επαίρνανε λιόφυλλα, εσαλιάζασίντα ένα-ένα και τα ρίχνανε απάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα στη φωθιά» και λέγανε διάφορες ευχές, παρατηρώντας τον τρόπο που αυτά καίγονταν. Αν χοροπηδούσαν πάνω στα κάρβουνα, θα έπιανε η ευχή, αν πάλι καίγονταν χωρίς να αντιδρούν, η ευχή δεν θα έπιανε. Καθένας έλεγε τη δική του ευχή φωναχτά ή κι’ από μέσα του «Ανί υρίσει και ντριμπηδήσει θα παντρευτεί η αδερφή μου η μεγάλη εφέτι» ή «ανί υρίσει και ντριμπηδήσει θα άρθει η θεια μου απ’ την Πόλη». Και «επερνούσανε ετσά τη βραδινιά ντωνε, στην παρασθιά, ώσπου να πάνε να πέσουνε», την κρύα συνήθως νύχτα της παραμονής.

Αυτές οι δεισιδαιμονίες, που αν διατηρούνται ακόμη, έχουν πλέον χαρακτήρα παιχνιδιού, αντλούν τις ρίζες τους απ’ τις καλένδες των Ρωμαίων, έθιμα που πήραν στη συνέχεια οι βυζαντινοί και ακολούθως πέρασαν και έμειναν στο λαϊκό μας πολιτισμό.

Όπως τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά και όλο το δωδεκαήμερο, το τζάκι του σπιτιού, η παραστιά, η «Εστία», έχει διαρκώς αναμμένη τη φωτιά, για να διώχνει τα κακά δαιμόνια, τους καλικατζάρους και τα κακά πνεύματα. Στις μαγικές ικανότητες της φωτιάς, πανάρχαιη αντίληψη λατρείας στη Θεά Εστία, την προστάτιδα του σπιτιού, προσφεύγουν οι αγαθοί χωρικοί, για να μαντέψουν το μέλλον, για να μάθουν τι τους επιφυλάσσει η νέα χρονιά με το «ντριμπήδημα τση ελιάς», την εμπυρομαντία.

Ο εκκλησιασμός των εικόνων

Μόλις σημάνει η καμπάνα της εκκλησίας για τον εσπερινό της παραμονής, η νοικοκυρά θα κατεβάσει από το εικονοστάσι του σπιτιού την εικόνα του Αγίου -Προστάτη της οικογένειας, στο όνομα του οποίου ακούει ο σπιτονοικοκύρης, γιατί πρέπει αυτό το βράδυ η εικόνα να διανυκτερεύσει στην εκκλησία , να «εκκλησιαστεί», να τη θυμιάσει ο παπάς, να «λειτρουηθεί» το πρωί.

Την εικόνα του σπιτιού θα πάει στον εσπερινό ο σπιτονοικοκύρης, η σπιτονοικοκυρά ή το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, μαζί με το πρόσφορο και το σημείωμα με τα ονόματα «ζώντων και τεθνεώτων» της οικογένειας, «υπέρ υγείας των ζώντων» και «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των τεθνεώτων».

Η εικόνα θα λειτουργηθεί το πρωί κατά τη Μεγάλη Λειτουργία του Αγίου Βασιλείου και με την απόλυση της εκκλησίας, καθένας θα πάρει την εικόνα που είχε πάει από βραδίς στην εκκλησία, θα κάνει με αυτήν το ποδαρικό της χρονιάς, θα τη λιτανεύσει σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, στο κελάρι, στον στάβλο με τα ζώα, να αγιαστούν κι αυτά, θα την προσκυνήσουν όλα τα μέλη της οικογένειας και θα τη βάλει στη θέση της στο οικογενειακό εικονοστάσι, δίπλα στις άλλες πατρογονικές εικόνες, με τη στεφανοθήκη, το κερί του Πιτάφιου, όπου καίει νύχτα-μέρα το καντήλι μέσα στην καντηλοθήκη. Συχνά περνούσε κι ο παπάς για να κάνει αγιασμό, για το καλό του χρόνου.

Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Κάλαντα ψάλλουν τα παιδιά τόσο το σούρουπο την παραμονή, όσο και ανήμερα την Πρωτοχρονιά το πρωί μετά το σχόλασμα της εκκλησίας.

Αφού σχολάσει ο εσπερινός κι ενώ έχει πλέον νυχτώσει για τα καλά, αρχίζουν να ακούγονται στις γειτονιές του χωριού τα κάλαντα από μικρές ομάδες παιδιών αρχικά. Αργότερα μεγάλες ομάδες με τζαμπουνοντούμπακα ή βιολιά βγαίνουν κι ακούγονται παντού οι ήχοι της τζαμπούνας και οι φωνές των καλαντάρηδων μικρών και μεγάλων.

Τα κάλαντα που τραγουδούν την παραμονή αναφέρονται στον Άγιο Βασίλειο που τιμάται η μνήμη του, στη ζωή και τη δράση του και καταλήγουν στα «παινέματα» του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του γιου, της κόρης, «Κάμνω λοιπόν αρχή καλή, επαίνους να συνθέσω,/ τον Άγιο Βασίλειο διά να επαινέσω…».

Παλιότερα οι καλαντάρηδες δεν έπαιρναν φιλοδώρημα την παραμονή, αλλά μόνο ανήμερα και αυτό δε ήταν χρήματα, αλλά φρούτα (ξερά σύκα, καρύδια, σταφίδες), γλυκά, αυγά, φαγητά, ακόμη και κρασί μέσα σε σφούνι και ρακή.

«…Η γιαγιά μου, η Μαρία Κορρέ, αγράμματη κι αταξίδευτη γυναίκα, μου τραγουδούσε με φωνή μελωδική τον Άη Βασίλη, που εκείνη πάλι είχε μάθει απ’ τη δικιά της «λαλά», κάλαντα που τα έλεγαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Κι ο πάππος μου, ο Νικόλας Κ. Κορρές, ο νερομυλωνάς, βρακάς, καθισμένος μπροστά στην παραστιά, μου σιγοτραγουδούσε, τα κάλαντα που έλεγαν οι παλαιοί από βραδίς την παραμονή και μου τά ‘μαθαν και τά’ λεγα κι εγώ:

«Πάλιν ακούσατε άρχοντες, πάλι να σας ειπούμε,

ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε

και να πανηγυρίσομε Περιτομή Κυρίου

και εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου.

Κάμνω λοιπόν αρχή καλή, επαίνους να συνθέσω,

τον Άγιο Βασίλειο διά να επαινέσω. Να σας ειπώ τα θαύματα που έκανε ατός του,

με του Θεού τη δύναμη που ήτο βοηθός του.

Παρά Θεού ο θαυμαστός ήτο πεφωτισμένος,

με κάθε άλλην αρετή μικρός μαθητευμένος.

Της Καισαρείας γέννημα, βλαστός Καππαδοκίας,

ο ποιητής και λυτρωτής της Θείας Λειτουργίας.

Είχεν και το αξίωμα της Αρχιεροσύνης,

εχθρός των έργων των κακών, φίλος της ευφροσύνης.

Αρχιερείς τον σέβονται, παπάδες τον τιμώσι,

οι άρχοντες και ο λαός σκυφτοί τον προσκυνούσι.

Μην τα πολυλογώ λοιπόν τα προτερήματά του,

όλοι κοινώς τα ξέρομεν τα κατορθώματά του.

Δίδομεν λοιπόν είδηση σε όλη την οικία,

αύριο είν’ Περιτομή κι υμνεί η Εκκλησία.

Και σας καληνυχτίζομε, πέσετε κοιμηθείτε

 κι ευχαριστήσετε κι εμάς καθ’ όσον ημπορείτε.

Και μη λυπείσθε άρχοντες βενέτικα φλουρία,

ισπανικά ή γαλλικά, ώ τι φιλαργυρία»

Μεγάλη μέρα γεμάτη δεισιδαιμονίες, το ποδαρικό

Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, απ’ το ξημέρωμα μέχρι τα μεσάνυχτα, πρόσεχαν πολύ κάθε κουβέντα, κάθε κίνηση, κάθε δραστηριότητα. Έπρεπε όλα να έχουν θετικό πρόσημο, να εκπέμπουν θετική ενέργεια, να αποπνέουν δημιουργικότητα, να πλημμυρίζουν τις ψυχές συναισθήματα αγάπης, να βλέπουν με αισιοδοξία και ελπίδα το μέλλον. Η μέρα αυτή σηματοδοτούσε, πίστευαν, το μέλλον για όλη τη χρονιά, για το σπιτικό, για την οικογένεια. Πρόσεχαν πολύ ποιος θα πρωτόμπει το πρωί στο σπίτι, ποιος θα κάνει δηλαδή «ποδαρικό» για την καλή χρονιά. Έπρεπε αυτός νά’ ναι καλός και αγαθός άνθρωπος, ευλογημένος απ’ τον Θεό και τέτοιοι θεωρούσαν ότι ήταν ο παπάς και τα παιδιά. Κι αν καμιά φορά τύχαινε και έκανε στο σπίτι ποδαρικό κάποιο πρόσωπο ανεπιθύμητο, κάποιος γρουσούζης, η χρονιάρα μέρα συννέφιαζε στην ψυχή των ανθρώπων του σπιτιού, απ’ τον φόβο των κακών μελλούμενων. Κι αν στη διάρκεια του χρόνου παρουσιάζονταν στην οικογένεια δυσκολίες, δυσάρεστα γεγονότα και προβλήματα, τότε οι υπόνοιες στρέφονταν στον «γουρσούζη» που τους έκανε ποδαρικό την Πρωτοχρονιά και οι γυναίκες του σπιτιού τον καταριούνταν: «κακοχράει που μας ήκανενε ποδαρικό» (κακό χρόνο να έχει εκείνος που μας έκανε ποδαρικό).

Αλλά η μεγάλη αυτή η μέρα, στα μάτια και την ψυχή των αγαθών χωρικών, που διακατέχονταν από προλήψεις και δεισιδαιμονίες ριζωμένες στα πατροπαράδοτα έθιμα, σηματοδοτούσε την πορεία όλης της χρονιάς και γι’ αυτό πρόσεχαν τα βήματά τους και θεωρούσαν το ποδαρικό ισχυρό σημάδι του τι προμήνυε ο καινούριος χρόνος. Γι’ αυτό, εκτός απ’ το ποδαρικό, προέβαιναν και σε άλλες πράξεις άσχετες με τις θρησκευτικές τελετές, που έχουν τη ρίζα τους σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα της εποχής της ειδωλολατρίας, που ενσωματώθηκαν στη χριστιανικής λατρεία και διασώθηκαν μέσα από τις παραδόσεις και τους θρύλους.

Με το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς ο σπιτονοικοκύρης έβγαινε έξω στην αυλή, έπαιρνε μια μεγάλη πέτρα και την έρριχνε στη μέση του σπιτιού λέγοντας την ευχή «ως βαρεί η πέτρα να βαρούν και τα καλά που θα μπαινοβγαίνουνε μέσα στο σπίτι».

Η καλιστρίνα

Ξεχωριστή για τα παιδιά μέρα είναι η Πρωτοχρονιά, που την περιμένουν με λαχτάρα, γιατί αυτή τη μέρα οι μεγάλοι της οικογένειας, τους κάνουν την «καλιστρίνα» τους, δηλαδή τον «μποναμά», το πρωτοχρονιάτικο δώρο. Την «καλιστρίνα», που ήταν φιλοδώρημα από χρήματα, την έβαζαν μέσα στο πάνινο πουγγί τους, μαζί με τα κέρματα που είχαν μαζέψει λέγοντας τα κάλαντα. «Καλιστρίνα» έκαναν στα εγγόνια τους ο παππούς, η γιαγιά, στα ανίψια τους οι θείες, οι θείοι, στα μικρά παιδιά τους οι γονείς, στα μικρότερα αδέλφια τους τα μεγαλύτερα.

*

Συχνά τις νύχτες στα όνειρά μας, ταξιδεύουμε σε κείνα τα χρόνια στο χωριό μιας άλλης εποχής, ενός λαϊκού πολιτισμού που ομόρφαινε τη φτώχια μας, την ανέχεια, τις στερήσεις και ζέσταινε τις παιδικές μας ψυχές, με την απλότητα της ζωής, με τις θρησκευτικές τελετές, με τη μαγεία των εθίμων. Ακούμε ακόμη σαν απόκοσμη ηχώ τις αφηγήσεις των μεγάλων, για ιστορίες και συμβάντα από αλλοτινές εποχές, για μακρινά ταξίδια σε τόπους μαγικούς και νοερά περπατάμε στα καλντερίμια και τα σοκάκια του χωριού, κρατώντας την καλαμένια παντιέρα της Πρωτοχρονιάς, με το πορτοκάλι και την ελιά και τραγουδούμε τον Άη Βασίλη».

***

Φωτογραφίες: Γιώργος Κρητικός

Δείτε επίσης