Αστική ευθύνη από τη λειτουργία ανεμογεννητριών: Αναλυτική τεκμηρίωση της δικηγόρου Σοφίας Ε. Παυλάκη

Δημοσιεύτηκε στη σελίδα dasarxeio.com

απο Cyclades Open

Πέραν των σημαντικών επιπτώσεων των ανεμογεννητριών στο φυσικό περιβάλλον και στο τοπίο, η εγκατάσταση και η λειτουργία τους θεωρούνται παγκοσμίως, ολοένα και περισσότερο, υπεύθυνες και για την πρόκληση βλαβών στη σωματική και ψυχική υγεία των κατά τόπους πληθυσμών.

Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει έως και σήμερα αποφανθεί εμπεριστατωμένα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του «συνδρόμου των αιολικών» και την αντικειμενική δυνατότητά του να προκαλέσει βλάβες στην υγεία των παρακείμενων πληθυσμών από τη λειτουργία αιολικών σταθμών.

Με μια ιστορική απόφασή του ωστόσο το Εφετείο της Τουλούζης στη Γαλλία αναγνώρισε πρόσφατα την πρόκληση βλάβης στην υγεία του ανθρώπου από τη λειτουργία αιολικού πάρκου και επεδίκασε αποζημίωση στους εκκαλούντες, δεχόμενο ότι η σωματική και ψυχική υγεία τους είχε προσβληθεί από το σύνδρομο των αιολικών καθώς και ότι υπέστησαν περιουσιακή βλάβη, αφενός αναγκαζόμενοι να μετοικήσουν προκειμένου να απαλλαγούν από τις διαταραχές και αφετέρου από τη μείωση της αξίας της κατοικίας τους συνεπεία της εγκατάστασης και λειτουργίας αιολικού πάρκου πλησίον αυτής.

Στο άρθρο παρουσιάζονται οι βασικές σκέψεις της απόφασης και εξετάζονται οι δυνατότητες που διαθέτει το ελληνικό δίκαιο για την έγερση σχετικών αστικών αξιώσεων για συντελεσμένη ή και για απλώς επαπειλούμενη ή πιθανολογούμενη βλάβη από εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Η απόφαση
2. Μορφές βλάβης και αποζημίωση
2.1 Ηχορρύπανση
2.2 Οπτική ρύπανση
2.3 Αιτιώδης σύνδεσμος
2.4 Αποζημίωση
2.5 Περιουσιακή βλάβη
3. Αναφορές στο ελληνικό δίκαιο
3.1 Η ευθύνη από διακινδύνευση
3.2 Η αρχή της προφύλαξης
3.3 Η τριτενέργεια του δικαιώματος στο περιβάλλον
3.4 Περιβαλλοντική ευθύνη
α) Άρθρο 29 ν. 1650/1986
β) Προεδρικό διάταγμα 148/2009

1. Η απόφαση

Με την απόφασή του υπ’ αριθ. 20/01384 της 8ης Ιουλίου 2021[1], το εφετείο της Τουλούζης αναγνώρισε, κατά τη δικαιοδοσία του επί των διαφορών γειτονικού δικαίου (άρθρα 1240, 1241 και 544 του γαλλικού Αστικού Κώδικα), την πρόκληση βλάβης στην ανθρώπινη υγεία από τη λειτουργία αιολικού σταθμού παραγωγής ενέργειας. Συγκεκριμένα, το εφετείο εξαφάνισε απόφαση του πρωτοδικείου της Castres[2] και διέταξε τις δύο εκκαλούμενες εταιρείες, που διαχειρίζονταν έναν αιολικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής εντός του φυσικού πάρκου «Haut Languedoc» στο Fontrieu της περιοχής Tarn, στη νοτιοδυτική Γαλλία, να αποζημιώσουν ένα ζευγάρι Βέλγων, την Christel και τον Luc Fockaert, για επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία τους καθώς και στην περιουσία τους, από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού πάρκου.

Είναι η πρώτη φορά που η δικαιοσύνη, σε ευρωπαϊκό έδαφος, αναγνωρίζει ότι η πρόκληση ασυνήθιστων οχλήσεων και βλάβης στην υγεία των κατοίκων ορισμένης περιοχής μπορεί να συνδέεται με την εγγύτητα της κατοικίας τους προς εγκατάσταση σταθμού ανεμογεννητριών και με τον αντίκτυπο της λειτουργίας του στον ανθρώπινο οργανισμό και ψυχισμό[3].

Στο ζεύγος Φωκέρ επιδικάστηκε κατ’ έφεση αποζημίωση που ξεπερνά τις 100.000,00 ευρώ, για πρόκληση βλάβης από το συγκεκριμένο αιολικό πάρκο. Οι Φωκέρ διαμαρτύρονταν από καιρό για συμπτώματα του λεγομένου «συνδρόμου των αιολικών» (windmill syndrome, syndrome éolien, Windsyndrom, windmolensyndroom), για την ύπαρξη ωστόσο του οποίου επικρατεί διχογνωμία στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.

Πονοκέφαλοι, αϋπνίες, αρρυθμίες, κατάθλιψη, ζαλάδες, εμβοές και ναυτία είναι ορισμένα μόνο από τα συμπτώματα που οι Φωκέρ επικαλέστηκαν και πρωτόδικα ότι βίωναν, κατοικώντας κοντά στον αιολικό σταθμό. Κατά τη γνώμη τους, για όλη την περιγραφόμενη δυσφορία που δοκίμαζαν καθημερινά, ευθύνονταν οι έξι ανεμογεννήτριες του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου στην περιοχή τους.

Ο Luc και η Christel Fockaert

Οι Φωκέρ οι οποίοι, σημειωτέον, ουδέποτε κατά το παρελθόν υπήρξαν συστηματικοί πολέμιοι των εγκαταστάσεων ανεμογεννητριών, απέκτησαν την κατοικία τους το 2004 εν γνώση τους ότι στην περιοχή τους επρόκειτο να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει το συγκεκριμένο έργο εγκατάστασης αιολικού πάρκου, που θεσμοθετήθηκε με νομαρχιακό διάταγμα της 7ης Μαρτίου 2005 κατόπιν σχετικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η εγκατάσταση των επίμαχων ανεμογεννητριών συντελέστηκε, εν τέλει, το έτος 2009, ωστόσο χρειάστηκε να περάσει περίπου μία πενταετία για να εμφανίσει το ζευγάρι τα πρώτα συμπτώματα βλάβης στην υγεία τους, μόλις το 2013.

Οι Φωκέρ υποστήριξαν ότι το πρόβλημα ξεκινούσε κυρίως από τον ήχο των κινούμενων ανεμογεννητριών, τον οποίο περιγράφουν ανάλογο με εκείνον ενός πλυντηρίου «που λειτουργεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας», αλλά και από τον διαρκή λευκό παλλόμενο φωτισμό τους και ισχυρίστηκαν ότι οι επιπτώσεις τους στην υγεία τους υπήρξαν τεράστιες. «Δεν το συνειδητοποιήσαμε αμέσως, όμως σιγά – σιγά καταλάβαμε ότι το πρόβλημα το προκαλούσαν οι ανεμογεννήτριες», ισχυρίστηκε η Christel Fockaert. «Οι ανεμογεννήτριες αναβοσβήνουν κάθε δύο δευτερόλεπτα… αναγκαστήκαμε έτσι να τοποθετήσουμε δικά μας φώτα έξω από το σπίτι μας, για να εξουδετερώσουμε τις επιπτώσεις τους …».

Η υπόθεση είχε απορριφθεί τον Ιανουάριο του 2021 από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που είχε κρίνει ότι δεν απεδείχθη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρουσίας του αιολικού πάρκου στην περιοχή και των προβλημάτων υγείας που επικαλούνταν οι ενάγοντες/εκκαλούντες ως περίοικοι. Οι Φωκέρ άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με το επιχείρημα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αγνοήσει κρίσιμες προσκομισθείσες εκθέσεις ειδικών εμπειρογνωμόνων.

Οι εταιρείες ενέργειας που διαχειρίζονται το αιολικό πάρκο, ισχυρίστηκαν ότι, από τα τέλη του 2015 μέχρι τον χρόνο της δίκης στο εφετείο, είχαν προβεί στις δέουσες μετατροπές τόσο στον φωτισμό των ανεμογεννητριών όσο και στην ταχύτητα της περιστροφής τους, πλην όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν έγιναν δεκτοί από το δικαστήριο, για τον λόγο ότι αφορούσαν ενέργειες των εταιρειών που έλαβαν χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο οι εκκαλούντες είχαν ήδη μετακομίσει από την περιοχή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν πλέον να έχουν καμία ευεργετική επίδραση στην κατάσταση της υγείας τους.

Παρά το γεγονός ότι οι γιατροί που εξέτασαν το ζευγάρι δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας σε κανέναν από τους δυο, ο πραγματογνώμονας που διόρισε το δικαστήριο ανέφερε ότι το «σύνδρομο των αιολικών» έχει αναγνωριστεί, και κατά το παρελθόν, στην επιστημονική βιβλιογραφία ως υπεύθυνο ή ως εν δυνάμει υπεύθυνο για προσβολές της υγείας του ανθρώπου.

Με το σκεπτικό δε αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση αποφαινόμενο ότι οι επικαλούμενες από τους εκκαλούντες διαταραχές συνιστούσαν συμπτώματα του «συνδρόμου των αιολικών» στη σωματική και ψυχική υγεία τους, που είχαν εκδηλωθεί εξ αιτίας του ότι κατοικούσαν σε απόσταση μόλις 700 μ. από το αιολικό πάρκο. Τούτο δε προκύπτει κατά την απόφαση από το γεγονός ότι τα συμπτώματα σταδιακά ελαττώθηκαν από τη στιγμή που το ζεύγος Φωκέρ απομακρύνθηκε από την τοποθεσία του αιολικού πάρκου, τον Μάιο του 2015 -πουλώντας το σπίτι τους και μετακομίζοντας σε άλλη περιοχή, προκειμένου ν’ αποφύγουν την περαιτέρω επιβάρυνσή τους- και τελικά εξέλειπαν τελείως εντός του 2016.

Η Alice Terrasse, συνήγορος του ζευγαριού, δήλωσε σε γαλλικό κανάλι: «Πρόκειται για μια σπάνια υπόθεση η οποία, από όσο γνωρίζω, δεν έχει δικαστικό προηγούμενο. Η απόφαση αυτή θα πρέπει να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για τις εταιρείες που εγκαθιστούν αιολικά πάρκα, κάνοντάς τες να εξετάζουν προσεκτικά τις επιπτώσεις τους στους τοπικούς πληθυσμούς». Και ο ακτιβιστής Emmanuel Forichon, μέλος της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Toutes Nos Énergies – Occitanie Environnement», ανέφερε: «Η απόφαση είναι σημαντική και θαρραλέα. Συνήθως εξετάζουμε περιβαλλοντικά ζητήματα βιοποικιλότητας ή τις επιπτώσεις των ανεμογεννητριών στο τοπίο, όμως δεν ασχολούμαστε αρκετά με τα ζητήματα της ανθρώπινης υγείας. Η υπόθεση αυτή δημιουργεί ένα δικαστικό προηγούμενο, πάνω από όλα όμως συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση των σχετικών κανονισμών στο μέλλον».

Το φυσικό πάρκο Haut-Languedoc στη νότια Γαλλία

2. Μορφές βλάβης και αποζημίωση

Σημαντική παράμετρο της σχολιαζόμενης απόφασης συνιστά ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η λειτουργία του επίμαχου αιολικού πάρκου στην περιοχή τους, σε απόσταση μόλις 700 μ. από την κατοικία τους, αποτελούσε μη συνήθη όχληση που προκαλούσε θόρυβο και οπτική ρύπανση και η συνακόλουθη αξίωσή τους να καταδικαστούν οι εκκαλούμενες διαχειρίστριες εταιρίες στην παύση της διατάραξης και στη νόμιμη αποζημίωσή τους για τη βλάβη που είχαν υποστεί από την εγκατάσταση του αιολικού πάρκου και τη λειτουργία των ανεμογεννητριών.

2.1 Ηχορρύπανση

Σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία τους από τη λειτουργία του αιολικού πάρκου, οι Φωκέρ ισχυρίστηκαν ότι ως συνέπεια του «συνδρόμου των αιολικών» αναγνωρίζεται από την επιστήμη η εμφάνιση μη φυσιολογικών διαταραχών σε ορισμένη περιοχή όπως, μεταξύ άλλων, ο θόρυβος και η οπτική ρύπανση, που συνιστούν υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των περιοίκων και ενδέχεται ν’ αντανακλούν υπερβολική όχληση σε βάρος τους.

Επίσης ισχυρίστηκαν οι εκκαλούντες ότι οι δι’ αέρος και δι’ εδάφους μεταδιδόμενοι υπόηχοι αναγνωρίζεται πλέον ιατρικά ότι έχουν επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, όπως εμβοές και παλινδρόμηση, όταν εκείνος που εκτίθεται σε αυτούς απομακρύνεται από την πηγή τους (εν προκειμένω από τις ανεμογεννήτριες), γεγονός που εξουδετερώνει πλήρως τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς υπέρ της συνδρομής του φαινομένου nocebo[4], που συνίσταται στη διαμόρφωση της πλασματικής πεποίθησης από τους ανθρώπους πως κάτι (εν προκειμένω οι ανεμογεννήτριες) είναι βλαβερό για την υγεία τους, με αποτέλεσμα να αυθυποβάλλονται και να «παρατηρούν» σχετικά συμπτώματα. Υποστηρίχθηκε, μάλιστα, ότι οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία από τους εν λόγω βλαπτικούς υποήχους εντείνονται σε περίπτωση που οι ανεμογεννήτριες είναι εγκατεστημένες σε βραχώδη εδάφη, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τη δυνατότητα και την ένταση της μετάδοσής τους.

Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων και των αποδείξεων στη δευτεροβάθμια δίκη έγινε δεκτό ότι από τη λειτουργία του αιολικού πάρκου υπήρχαν υπερβάσεις των επιτρεπόμενων επιπέδων θορύβου από την «ανάδυση ήχου» σε πολύ χαμηλές συχνότητες (6,3 έως 200 Hz) οι οποίες, σημειωτέον, καταγράφονταν ανεξάρτητα από την κατεύθυνση του ανέμου, κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, και αυξάνονταν αναλόγως της ταχύτητας των ανέμων.

2.2 Οπτική ρύπανση

Σχετικά με την οπτική όχληση, ο εκπρόσωπος της κατασκευάστριας εταιρίας των ανεμογεννητριών αναγνώρισε, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, τις αστοχίες του νυχτερινού συστήματος φωτεινής σηματοδότησής τους μέσω της λειτουργίας λευκού φωτός, που όμως προοριζόταν για σηματοδότηση ημέρας, το οποίο βελτιώθηκε μεν περί το τέλος του 2015, όταν όμως πλέον οι εκκαλούντες είχαν αναγκαστεί ν’ αποχωρήσουν από την περιοχή.

Υποστηρίχθηκε περαιτέρω στη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνετάγη κατά τους θερινούς μήνες (Ιούλιος 2018), οπότε έγινε ο πρώτος έλεγχος και τραβήχτηκαν από τους πραγματογνώμονες φωτογραφίες, ότι τα δέντρα της περιοχής διέθεταν πυκνό φύλλωμα, για τούτο ήταν ορατό από την κατοικία του ζεύγους Φωκέρ μόνο το άνω τμήμα (κεφαλή και πτερύγια) μόνο δύο ανεμογεννητριών. Αντίθετα, κατά τον επαναληπτικό έλεγχο που διενεργήθηκε στην περιοχή τον χειμώνα, οπότε τα κλαδιά των δέντρων είχαν απογυμνωθεί από το φύλλωμά τους, διαπιστώθηκε ότι ήταν πλέον ορατοί από την κατοικία των εκκαλούντων τόσο οι ιστοί όσο και το άνω τμήμα του συνόλου των ανεμογεννητριών του αιολικού πάρκου, γεγονός που ώθησε το δικαστήριο στην επιβεβαίωση της συνδρομής και οπτικής ρύπανσης από την εγκατάσταση και λειτουργία των ανεμογεννητριών του αιολικού πάρκου.

Το εφετείο της Τουλούζης

2.3 Αιτιώδης σύνδεσμος

Το εφετείο, αξιολογώντας το σύνολο των στοιχείων και των αποδεικτικών μέσων της δίκης, εξέτασε τους ενώπιόν του υποβληθέντες ισχυρισμούς περί της προκλήσεως βλάβης τόσο στο περιβάλλον και το τοπίο της περιοχής όσο και στην υγεία και στην περιουσία των εκκαλούντων και απεφάνθη ότι η εγκατάσταση του αιολικού πάρκου βρίσκεται σε προστατευόμενη από κάθε μορφή ρύπανσης περιοχή, απομονωμένη και αγροτική, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Οι εκκαλούντες, ήδη από τον Απρίλιο του 2013 έως τα μέσα του 2015, οπότε αποχώρησαν από την περιοχή, εμφάνιζαν κόπωση, επίμονους πονοκεφάλους, θωρακικό και κοιλιακό άλγος, επώδυνο σφίξιμο στα αυτιά και στο στήθος, ζάλη, ναυτία, διαταραχές ύπνου, καταθλιπτικό σύνδρομο, συχνές ταχυκαρδίες, πνευμονογαστρική δυσφορία και ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού χωρίς σχετικό ιατρικό προηγούμενο.

Προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο αντίκτυπος της λειτουργίας των ανεμογεννητριών στην υγεία των εκκαλούντων και, συνεπώς, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών των διαταραχών και της βλάβης συνεπεία του θορύβου και της ηχορρύπανσης που προκαλούσαν οι ανεμογεννήτριες, ο πραγματογνώμων ιατρός βασίστηκε σε προσκομισθείσες επιστημονικές δημοσιεύσεις της Εθνικής Ιατρικής Ακαδημίας της Γαλλίας (9 Μαΐου 2017) και του γαλλικού Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ANSES) (Μαρτίου 2017) σχετικά με την αξιολόγηση των επιπτώσεων στην υγεία των χαμηλών συχνοτήτων ήχου από τη λειτουργία εγκαταστάσεων αιολικών πάρκων.

Οι σχετικές εκθέσεις αναγνωρίζουν την ύπαρξη του «συνδρόμου των αιολικών», που υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής των περιοίκων, ως μιας σύνθετης διαδικασίας στην εκδήλωση της οποίας στο περιβάλλον επεμβαίνουν διάφοροι παράγοντες. Σύμφωνα ακόμα με τις εν λόγω εκθέσεις που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, μολονότι τα κριτήρια για την αξιολόγηση των βλαβών που προκαλεί στην ανθρώπινη υγεία το «σύνδρομο των αιολικών» είναι υποκειμενικά και εκδηλώνονται με διαφορετική ένταση και έκταση σε κάθε πληττόμενο πρόσωπο, γίνεται δεκτό ότι το εν λόγω σύνδρομο αντανακλά μια καταπόνηση του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και ψυχολογική δυσφορία που πλήττουν καίρια την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που τις υφίστανται.

Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης προσδιορίζει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τα συμπτώματα του «συνδρόμου των αιολικών», στα οποία γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται: α) γενικές διαταραχές, όπως διαταραχές ύπνου, κόπωση και ναυτία, β) νευρολογικές διαταραχές, ήτοι πονοκέφαλοι, εμβοές, διαταραχές της ισορροπίας και ίλιγγοι, γ) ψυχολογικές διαταραχές: στρες, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, εκνευρισμός και άγχος, δ) ενδοκρινολογικές διαταραχές όπως διαταραχή της έκκρισης στεροειδών ορμονών, ε) καρδιαγγειακά προβλήματα όπως αρτηριακή υπέρταση και καρδιακές παθήσεις, και στ) αρνητικές επιρροές στην κοινωνική συμπεριφορά και ζωή του ατόμου, όπως απώλεια ενδιαφέροντος για τους άλλους ανθρώπους, επιθετικότητα, αποχωρισμός της εστίας του, στέρηση της δυνατότητας απόλαυσης των αποκτημάτων του, των δικαιωμάτων του και των αγαθών του κ.λπ.

Τα συμπτώματα αυτά του «συνδρόμου των αιολικών» είναι, σύμφωνα με την έκθεση, ως επί το πλείστον υποκειμενικά, εκδηλούμενα κατά κανόνα με τη μορφή άγχους, ενοχλήσεων και κόπωσης. Τρεις παράγοντες συμβάλλουν κυρίως στην εκδήλωση των διαταραχών της ανθρώπινης υγείας και συμπεριφοράς, που οδήγησαν κατά την απόφαση τους εκκαλούντες στη δικαστική επιδίωξη της δικαίωσής τους: α) η οπτική όχληση από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού πάρκου σε εγγύς κείμενη προς την κατοικία τους περιοχή, β) η όχληση συνεπεία του θορύβου από την κίνηση των ανεμογεννητριών, η οποία έγινε δεκτό ότι, καίτοι οφείλεται σε χαμηλές συχνότητες και υποήχους που δεν γίνονται αντιληπτοί από το ανθρώπινο αυτί, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι δύναται να καταστεί αισθητή από τον ανθρώπινο οργανισμό), και γ) ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον συναισθηματικό κόσμο του ατόμου και σχετίζονται με την οπτική βλάβη και την ηχορρύπανση που προκαλούνταν στους εκκαλούντες συνεπεία της λειτουργίας του αιολικού πάρκου στην περιοχή τους.

Όπως έγινε ακόμα δεκτό, και οι επιπτώσεις της ηχορρύπανσης από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών στην περιοχή των εκκαλούντων εξουδετερώνουν την περίπτωση συνδρομής του φαινομένου «nocebo», αφού ο φόβος που βιώνει το άτομο για τις αρνητικές επιδράσεις μιας όχλησης (εν προκειμένω της ηχορρύπανσης) στην υγεία, στη ζωή και στην υπόστασή του, αυξάνει αυτή την ίδια την αρνητική επίδραση της όχλησης σε εκείνον που την υφίσταται.

Καθοριστικής σημασίας για την κρίση του εφετείου υπήρξε και η θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των οχλήσεων από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού σταθμού στην περιοχή των εκκαλούντων και της πρόκλησης βλάβης στην ψυχική και σωματική υγεία τους. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμπτώματα (γαστρικοί πόνοι, εμβοές, ταχυπαλμία, διαταραχές ύπνου, ψυχολογικό αντίκτυπο κ.λπ.) που εμφάνισαν οι εκκαλούντες από την έκθεσή τους στις οχλήσεις από το αιολικό πάρκο, κατά το χρονικό διάστημα που η έκθεση αυτή διήρκεσε (ήτοι μεταξύ των ετών 2008-2015), εξασθένησαν σημαντικά και σταδιακά εξαφανίστηκαν μετά την απομάκρυνσή τους από την περιοχή, εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι εκκαλούντες όντως εκδήλωσαν το «σύνδρομο των αιολικών» που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση βλάβης της υγείας τους κατά την έννοια του σχετικού ορισμού του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), όπως αναλύεται στην προσκομισθείσα στη δίκη έκθεση της Εθνικής Ιατρικής Ακαδημίας της Γαλλίας.

2.4 Αποζημίωση

Εφόσον η ένταση και η έκταση της βλάβης στην ανθρώπινη υγεία από τη λειτουργία ανεμογεννητριών εκτιμάται in concreto[5], όσον αφορά τις συνέπειές της στους συγκεκριμένους περιοίκους που την υφίστανται, κρίθηκε εν προκειμένω ότι η όχληση των εκκαλούντων από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού πάρκου υπήρξε μη συνήθης και μη ομαλή, για τούτο και η βλάβη, την οποία τους προκάλεσε, έχρηζε αποκατάστασης.

Για δε τον υπολογισμό της αποζημίωσης των εκκαλούντων ελήφθησαν επίσης υπόψη χρηματικά ποσά τα οποία αυτοί είχαν δαπανήσει για την αποκατάσταση της βλάβης της σωματικής και ψυχικής υγείας τους, όπως έξοδα για ιατρική παρακολούθηση και σχετικές θεραπείες και φαρμακευτικές αγωγές, δαπάνες για ιατρικές εξετάσεις και επεμβάσεις, νοσήλια κ.λπ.

2.5 Περιουσιακή βλάβη

Σχετικά με τη ζημία της ακίνητης περιουσίας των εκκαλούντων, το δικαστήριο επεδίκασε, μεταξύ άλλων, αποζημίωση στο ζεύγος Φωκέρ για τον λόγο ότι συνεπεία των οχλήσεων του «συνδρόμου των αιολικών» στερήθηκαν την απόλαυση της περιουσίας τους, ήτοι την οικογενειακή κατοικία τους με το σύνολο των αποκτημάτων τους, καθώς και την ελεύθερη ανάπτυξη του ιδιωτικού, οικογενειακού και κοινωνικού τους βίου, η δε εκκαλούσα στερήθηκε ακόμα και τη δυνατότητα της απρόσκοπτης και δημιουργικής άσκησης της επαγγελματικής απασχόλησής της στο πλαίσιο μικρής αγροτικής μονάδας που είχε διαμορφώσει και λειτουργούσε εντός της ιδιοκτησίας τους πλησίον του αιολικού πάρκου.

Δέχτηκε ακόμα το εφετείο ότι οι Φωκέρ ουσιαστικά ωθήθηκαν παρά τη θέλησή τους στην πώληση της οικίας τους και στη μετοίκησή τους σε άλλη περιοχή, προκειμένου ν’ αποφύγουν στο εξής τις επιπτώσεις από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού σταθμού στη σωματική και ψυχική υγεία τους και στον ιδιωτικό και κοινωνικό τους βίο, γεγονός που επίσης συνιστούσε παράνομη και άδικη στέρηση της ιδιοκτησίας τους και της δυνατότητας διατήρησης και απόλαυσής της, που έχρηζε αποζημίωσης. Το δε σχετικό κόστος της μετεγκατάστασης των εκκαλούντων υπολογίστηκε με βάση το ποσό που αναγκάστηκαν να καταβάλλουν, ως μηνιαίο μίσθωμα άλλης κατοικίας επί 6 χρόνια και 7 μήνες, δηλαδή για όσο χρόνο διαρκούσε ήδη η μετοίκησή τους.

Συναφώς, το δικαστήριο δέχτηκε ότι η κατοικία των εκκαλούντων απώλεσε περί το 40% της αρχικής αξίας της, λόγω της γειτνίασής της με το εγγύς κείμενο αιολικό πάρκο της περιοχής και της εν γένει υποβάθμισης που προκαλούσε. Η δε σχετική αποζημίωση κρίθηκε ότι αντιστοιχούσε στην πραγματική μείωση της αξίας του ακινήτου σε σχέση με την αρχική τιμή στην οποία είχε αγοραστεί, λαμβανομένων υπόψη και όλων των δαπανών στις οποίες, κατά καιρούς, οι εκκαλούντες είχαν προβεί για την ανακαίνιση και διαμόρφωσή του.

Ενόψει τούτων, το δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση αποφαινόμενο ότι οι διαταραχές που οι εκκαλούντες υπέστησαν από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού πάρκου στην περιοχή της κατοικίας τους, συνιστούσαν μορφή βλάβης της σωματικής και ψυχικής υγείας τους, ηθική βλάβη και περιουσιακή ζημία τους, που έχρηζαν αποκατάστασης και καταδίκασε τους υπευθύνους του έργου στην καταβολή προς τους εκκαλούντες του συνολικού χρηματικού ποσού των 105.582,50 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: 28.650,00 ευρώ για μείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας τους, 39.500,00 ευρώ για απώλεια απόλαυσής της, 10.000,00 για έξοδα μετοίκησης – μετακόμισης, 4.000,00 στον καθένα για πρόκληση οδύνης, 2.216,25 ευρώ στον καθένα για προσωρινή βλάβη, 10.000,00 στον καθένα για ηθική βλάβη και 5.000,00 για δικαστικά έξοδα.

Αιολικό πάρκο στη νότια Γαλλία

3. Αναφορές στο ελληνικό δίκαιο

3.1 Η ευθύνη από διακινδύνευση

Η υπόθεση του ζεύγους Fockaert και η συνακόλουθη ετυμηγορία του εφετείου της Τουλούζης συνιστούν μία πολύ σημαντική για τα ευρωπαϊκά δικαστηριακά χρονικά περίπτωση κατά την οποία οι δικαστές εκλήθησαν ν’ αποφασίσουν σχετικά με τη συνδρομή ή μη ευθύνης από τις επιπτώσεις τεχνολογικών έργων και δραστηριοτήτων στην υγεία και στην εν γένει ιδιωτική σφαίρα του ατόμου, για τις εκδηλώσεις και τις συνέπειες ωστόσο των οποίων επικρατεί επιστημονική αβεβαιότητα.

Η απόφαση δέχτηκε πως το γεγονός ότι οι Φωκέρ σταμάτησαν να εμφανίζουν τα συμπτώματα του «συνδρόμου των αιολικών» μετά την απομάκρυνσή τους -λόγω της μετοίκησής τους- από την περιοχή του αιολικού πάρκου, αποδεικνύει ότι είχαν όντως προσβληθεί από το «σύνδρομο των αιολικών» κατά τη διάρκεια της διαβίωσής τους σε κοντινή απόσταση από τις ανεμογεννήτριες καθώς και ότι οι επιπτώσεις του συνδρόμου αυτού, συνεπεία της λειτουργίας του αιολικού πάρκου στην περιοχή τους, υπήρξαν η αιτία που προκάλεσε την καταγγελθείσα βλάβη στη σωματική και ψυχική υγεία τους, με όλες τις περαιτέρω ζημιογόνες συνέπειες που το γεγονός αυτό είχε στη ζωή τους.

Για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης του το δικαστήριο θεώρησε ως παραδεκτή μια μορφή βλάβης στην ανθρώπινη υγεία προκληθείσα από ένα φαινόμενο, όπως εν προκειμένω το «σύνδρομο των αιολικών» με τεχνικές, μετρήσιμες προεκτάσεις και επιδράσεις, για την ύπαρξη ή μη των οποίων ωστόσο δεν υφίσταται, έως και σήμερα, κοινά αποδεκτή θέση στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, αλλ’ επικρατεί επιστημονική αβεβαιότητα και διχογνωμία.

Πράγματι, έως και σήμερα, δεν υπάρχουν αρκούντως τεκμηριωμένα επιστημονικά ή εμπειρικά δεδομένα που ν’ αποδεικνύουν την ύπαρξη του «συνδρόμου των αιολικών» και τις βλαπτικές επενέργειες από τις εκπομπές των ανεμογεννητριών (ηχορρύπανση, οπτική όχληση κ.λπ.) στην ανθρώπινη υγεία[6]. Αντιθέτως, σημαντική μερίδα ερευνητών υποστηρίζει ότι τα προβλήματα υγείας που αποδίδονται στις ανεμογεννήτριες είναι πιθανό να προκύπτουν από τον λεγόμενο παράγοντα «nocebo», που όπως ειπώθηκε, συνίσταται στη δημιουργία μιας πλασματικής πεποίθησης στους ανθρώπους ότι η εκδήλωση μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου είναι βλαπτική ή επικίνδυνη γι’ αυτούς, με αποτέλεσμα την αυθυποβολή τους και την εκ μέρους τους θεώρηση ότι «παρατηρούν» σχετικά συμπτώματα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καν το «σύνδρομο των αιολικών», αλλ’ αιτία της γενικευμένης δυσφορίας για τις εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών αποτελεί η έντονη δυσφήμισή τους από σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης και ο αρνητικός αντίκτυπος που έχει προκληθεί για αυτές.

Η σχολιαζόμενη απόφαση προβαίνει ευθέως στην κατάφαση της προσβολής της υγείας των εκκαλούντων από το «σύνδρομο των αιολικών» και θεωρεί ότι ο ίδιος ο φόβος που βιώνει το άτομο για τις αρνητικές επιδράσεις μιας όχλησης στη ζωή και στην υγεία του συνιστά, από μόνος του, ένα στοιχείο επιτακτικό αυτής της ίδιας της προϋπάρχουσας όχλησης, ικανό να εξουδετερώσει τη συνδρομή του φαινομένου nocebo. Άλλωστε, η υπόθεση των Φωκέρ συνιστά περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί αδικοπρακτικής κυρίως ευθύνης για ήδη συντελεσμένες βλάβες της υγείας καθώς και για ηθική βλάβη και περιουσιακή ζημία, στο πλαίσιο των διαφορών του γειτονικού δικαίου, λόγω της διαβίωσης των εκκαλούντων σε έκταση όμορη προς το αιολικό πάρκο της περιοχής τους.

Η παρεμβολή ωστόσο, στην υπόθεση αυτή, ενός παράγοντα με καταλυτική σημασία, όπως εν προκειμένω το «σύνδρομο των αιολικών», για τις συνέπειες του οποίου οι επιστήμονες ερίζουν, παραπέμπει στη θεωρία της ευθύνης από διακινδύνευση, όπως έχει επικρατήσει στο ελληνικό δίκαιο, και μας δίνει το έναυσμα να αναλογιστούμε σημαντικές αποφάσεις από τη νομολογία των δικαστηρίων μας, κατά τις οποίες εφαρμόστηκε η μορφή αυτή ευθύνης στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, κυρίως σε υποθέσεις που αφορούσαν κινδύνους βλάβης της ανθρώπινης υγείας από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία[7] και από την απελευθέρωση στο περιβάλλον γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ)[8], για τις επιδράσεις των οποίων επικρατεί επιστημονική αβεβαιότητα.

Γενικά, υπό τον όρο «ευθύνη από διακινδύνευση» νοείται το πλέγμα των κανόνων δικαίου που αφορούν τη δυνατότητα κάλυψης ακόμα και του κινδύνου επέλευσης ορισμένης βλάβης της υγείας ή του φυσικού περιβάλλοντος. Η συνδρομή της ευθύνης από διακινδύνευση γίνεται επομένως δεκτό ότι υφίσταται σε περιπτώσεις όπου δεν προβάλλεται πραγματική και υφιστάμενη βλάβη στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, της ανθρώπινης υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας, αλλά μη συντελεσμένη ή ενδεχόμενη βλάβη ή βλάβη που απλώς και μόνον επαπειλείται ή πιθανολογείται.

Σε επίπεδο δικαστηριακής πρακτικής, μια σειρά υποθέσεων σχετικών με την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στον άνθρωπο, την παράνομη τοποθέτηση κεραιών σε κτήρια και τις εν γένει ρυπογόνες και βλαπτικές εκπομπές και οχλήσεις από δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, απασχόλησαν κατά καιρούς την ελληνική δικαιοσύνη (βλ. ΑΠ 463/2021, ΜΠρΑθ 4531/2004, ΜΠρΗρακλείου 3064/2008 κ.ά.).

Για μακρό χρονικό διάστημα, ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει διατυπώσει, με ασφάλεια και βεβαιότητα, εμπεριστατωμένη άποψη σχετικά με τις δυσμενείς ή μη επιδράσεις της ακτινοβολίας των κεραιών και εν γένει των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα ο σχετικός κίνδυνος απλώς να πιθανολογείται. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στην εξεταζόμενη υπόθεση του ζεύγους Φωκέρ, όπου η επιστημονική κοινότητα ομοίως, δεν έχει έως και σήμερα, αποφανθεί εμπεριστατωμένα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του «συνδρόμου των αιολικών» και την αντικειμενική δυνατότητά του να προκαλέσει βλάβες στην υγεία των παρακείμενων πληθυσμών από την εγκατάσταση και τη λειτουργία αιολικών εγκαταστάσεων.

Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε, με βάση ανάλογα παραδείγματα από την ελληνική δικαστηριακή πράξη, ότι ακόμα και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν δύναται να καταλήξει στην αποδοχή συντελεσμένης βλάβης της υγείας των περιοίκων από τη λειτουργία ανεμογεννητριών στην περιοχή τους, όπως εν προκειμένω συνέβη στην περίπτωση των Φωκέρ, θα μπορούσε ενδεχομένως να διατάξει την παύση της λειτουργίας του αιολικού πάρκου ή/και την απομάκρυνσή του, βάσει της εφαρμογής της θεωρίας της ευθύνης από διακινδύνευση, αφού σύμφωνα με τη μορφή αυτή ευθύνης, το γεγονός ότι η επιστήμη δεν έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την επικινδυνότητα των εκπομπών ορισμένων εγκαταστάσεων (εν προκειμένω των ανεμογεννητριών) για την υγεία, δικαιολογεί μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα ως προς τη λειτουργία τους πλησίον κατοικιών και χώρων όπου συχνάζουν ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, λόγω του ότι έτσι πιθανολογείται ότι η έκθεση των ατόμων αυτών στις εκπομπές τους θέτει ή αναμένεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία τους[9].

Το εφετείο της Τουλούζης σε συνεδρίαση

3.2 Η αρχή της προφύλαξης

Η ως άνω επιστημονική αβεβαιότητα δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της υγείας και του περιβάλλοντος με βάση την αρχή της προφύλαξης, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατοχυρώνεται στο άρθρο 191 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (πρ. άρθρο 174 παρ. 2 ΣυνθΕΕ) και θεωρήθηκε παγίως ως δεσμευτικός κανόνας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, στο διεθνές δίκαιο, ως γενική αρχή δεσμευτικού χαρακτήρα, η αρχή της προφύλαξης έχει ενσωματωθεί (ως αρχή 15) στη Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (1992). Έκτοτε έχει αναγνωρισθεί από πλείστα διεθνή κείμενα για την προστασία του περιβάλλοντος, μεταξύ δε άλλων περιελήφθη και στη Σύμβαση του 1992 για την κλιματική αλλαγή, στο Πρωτόκολλο του 2000 για τη βιοασφάλεια και αλλού[10].

Σε κάθε περίπτωση, ο κοινός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει μέτρα για δραστηριότητες, σχετικά με τις οποίες υφίσταται επικινδυνότητα ή ενδείξεις επικινδυνότητάς τους. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από το υπερνομοθετικής ισχύος δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως υποχρέωση ανάπτυξης πολιτικών προφύλαξης[11]. Η αρχή της προφύλαξης συναρτάται με τα περιβαλλοντικά αγαθά και με την ανθρώπινη υγεία, επιβάλλεται από την ιδιαίτερη φύση των αγαθών αυτών, τον ευπαθή χαρακτήρα τους και τη δυσχέρεια αποκατάστασης των ζημιών που προκαλούνται σε αυτά, ενώ επιτάσσει και την προληπτική δράση, από την πλευρά κυρίως της πολιτείας, ως αναγκαίο όρο για την αποτελεσματική προστασία τους[12].

Περαιτέρω, η αρχή της προφύλαξης έχει υπερνομοθετικό έρεισμα στο ισχύον δίκαιο, δεδομένου ότι καθιερώνεται τόσο στο άρθρο 191 παρ. 2 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι το Κράτος έχει υποχρέωση να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει την οργανωμένη επέμβαση της Πολιτείας με τη λήψη θετικών ρυθμιστικών μέτρων (π.χ. διενέργεια ελέγχων, επιβολή κυρώσεων κ.ά.), τα οποία θα αποτρέψουν τις οικολογικές καταστροφές ή τη βαθμιαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Η αρχή της προφύλαξης βασίζεται στην πιθανότητα επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για την υγεία και, συνακόλουθα, για το περιβάλλον, για δε τη θεμελίωσή της και την αξιολόγηση των κινδύνων αρκούν μόνον ενδείξεις, λόγω έλλειψης επιστημονικής βεβαιότητας ως προς το ακίνδυνο της υγείας των ανθρώπων από την επενέργεια μιας δραστηριότητας ή ενός έργου στην υγεία τους ή στο περιβάλλον, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να αποδειχθεί πλήρως η αιτιώδης σχέση της εγκατάστασης και λειτουργίας του έργου ή της δραστηριότητας και ορισμένης πάθησης ή άλλης βλάβης της υγείας ή άλλως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή επαρκών επιστημονικών αποδείξεων ως προς το υποστατό των πιθανών αρνητικών επιδράσεων στην υγεία σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου[13].

Κατά το περιεχόμενό της η αρχή της προφύλαξης διαφοροποιείται από την αρχή της πρόληψης, η οποία ταυτίζεται με την αρνητική δράση στις περιπτώσεις διαπιστωμένου κινδύνου, π.χ. με τη θέσπιση απαγορεύσεων ή ορίων για τη ρύπανση ή την εξάρτηση επικίνδυνων δραστηριοτήτων από προηγούμενη άδεια. Εμφανής είναι η διαφοροποίηση των δύο ως άνω αρχών στις περιπτώσεις εκείνες, όπου υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τον κίνδυνο επέλευσης μη αναστρέψιμων ή σοβαρών επιπτώσεων στο περιβάλλον ή στην υγεία από ορισμένη δραστηριότητα ή έργο. Στις περιπτώσεις αυτές η αρχή της προφύλαξης επιβάλλει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να αποτρέπονται ή να ελέγχονται οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει ορισμένη δραστηριότητα ή έργο στο περιβάλλον, ενώ δίνεται προτεραιότητα στο αγαθό της υγείας σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη οικονομική θεώρηση.

Ενώ δηλαδή με την αρχή της πρόληψης λαμβάνονται μέτρα, όταν ο κίνδυνος είναι βέβαιος και προβλέψιμος, η αρχή της προφύλαξης επιβάλλει τη λήψη μέτρων όταν ο κίνδυνος είναι απλώς πιθανός. Η ιδιαιτερότητα που εισάγει η αρχή της προφύλαξης έγκειται στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης του περιβαλλοντικού κινδύνου, αφού ο φορέας της δραστηριότητας ή του έργου πρέπει εκ των προτέρων να αποδείξει επιστημονικώς ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα ή το έργο δεν θα προκαλέσει μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων[14].

Η αρχή της προφύλαξης αφορά επομένως τη διαχείριση της επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κινδύνων, που μπορούν να προκληθούν ιδίως από την κυκλοφορία αγαθών ή την ανάπτυξη έργων ή δραστηριοτήτων. Σύμφωνα δε με την αρχή της προφύλαξης, υπό την αυστηρότερη εκδοχή της, μόνη η ύπαρξη ενδείξεων ως προς πιθανούς κινδύνους σοβαρής βλάβης, μη δυναμένων να αποκλεισθούν με βάση τα επιστημονικά πορίσματα, επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κυκλοφορία αγαθών ή στην ανάπτυξη έργων και δραστηριοτήτων (όπως εν προκειμένω η εγκατάσταση και λειτουργία ενός αιολικού πάρκου) και, υπό προϋποθέσεις, δημιουργεί τεκμήριο ύπαρξης κινδύνου. Η δε συναγωγή της αρχής στηρίζεται στη σοβαρότητα και στο δυσεπανόρθωτο της βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον καθώς και στο ενδεχόμενο οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από δραστηριότητα για την οποία, υπό τα εκάστοτε διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα[15].

Η αρχή της προφύλαξης, ως θεμελιώδης αρχή προστασίας του περιβάλλοντος, ερείδεται, όπως είδαμε, στις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 του Συντάγματος και 191 ΣΛΕΕ καθώς και σε κανόνες του διεθνούς δικαίου, δυνάμει των οποίων η διαχείριση της οικολογικής διακινδύνευσης επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμη και εάν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μίας δραστηριότητας δεν δύνανται να θεμελιωθούν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Η ταυτοποίηση των δυνητικών κινδύνων, ακόμη και αν είναι αβέβαιοι και αμφισβητούμενοι από επιστημονικής απόψεως, επαρκεί, υπ’ αυτή την έννοια, για την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων που σκοπούν στην αποφυγή της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και στην αποτροπή της βλάβης της υγείας του ανθρώπου.

Με άλλα λόγια, τα προληπτικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας πρέπει να λαμβάνονται ακόμη και όταν δεν υπάρχει πλήρης επιστημονική βεβαιότητα, οριστικά συμπεράσματα και απόδειξη για τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες μίας δραστηριότητας, αρκεί να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για πιθανές περιβαλλοντικές βλάβες. Στις ως άνω επομένως περιπτώσεις συντρέχει η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ασφάλειας» (in dubio pro securitate), υφίσταται δηλαδή τεκμήριο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου[16].

Η αρχή της προφύλαξης επιβάλλει, κατά τούτο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υπόνοια ότι συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για το περιβάλλον ή την υγεία του ανθρώπου, να λαμβάνονται πρόσφορα μέτρα, ώστε ν’ αποτραπούν ή να ελεγχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις. Αρκεί δε να πιθανολογείται ο κίνδυνος δυσμενούς επιπτώσεως από ορισμένη εγκατάσταση ή δραστηριότητα στο περιβάλλον ή στην υγεία, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αρχή της προφύλαξης με βάση τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής, έστω και αν αυτά δεν έχουν επιβεβαιωθεί.

Γενικά, όπως είδαμε, σκοπός της αρχής της προφύλαξης είναι η αντιμετώπιση κινδύνων βλάβης της υγείας και του περιβάλλοντος για τους οποίους επικρατεί επιστημονική αβεβαιότητα, ενώ γίνεται δεκτό ότι απευθύνεται αδιακρίτως και στις τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική), κάθε μία δε από αυτές καλείται να την εφαρμόζει «κεχωρισμένως» στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Ούτως, κατά την ανωτέρω αρχή, τα ενδεδειγμένα ανά κατηγορία πηγής διακινδύνευσης προληπτικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος θα πρέπει είναι τόσο διοικητικά όσο και νομοθετικά και δικαστικά[17].

Όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα της επίδρασης στο περιβάλλον και στον άνθρωπο οχλήσεων και βλαβών από πηγές, δραστηριότητες και έργα για τις συνέπειες της λειτουργίας των οποίων επικρατεί επιστημονική αβεβαιότητα, όπως π.χ. από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι μπορεί να εφαρμοσθεί και η επίσης κοινοτικής προέλευσης αρχή «ALARA» (As Low as Reasonably Achievable)[18], σύμφωνα με την οποία, οσάκις δεν είναι βεβαία η έκταση των επιβλαβών συνεπειών των εν λόγω δραστηριοτήτων επί της ανθρώπινης υγείας, θα πρέπει να αναζητείται εκείνη η λύση η οποία θα εξασφαλίζει όσο το δυνατόν χαμηλότερη έκθεση του ανθρώπου σε αυτές, εξαντλώντας τα όρια του ευλόγως εφικτού.

Είναι σαφές ότι η τήρηση της ανωτέρω αρχής αποτελεί επιπρόσθετη εγγύηση της τήρησης της αρχής της προφύλαξης, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι προϋποθέσεις του νόμου διαγιγνώσκονται, έστω τύποις, πληρωμένες αλλ’ η πιθανή μεταγενέστερη παραβίασή τους, σε συνδυασμό με τη δεδομένη βλαπτικότητα των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και έργων, δεν αναιρούν τους κινδύνους προσβολής των περιοίκων, ιδίως των ευπαθών εκείνων ομάδων του πληθυσμού που κατοικούν πλησίον της επίμαχης εγκατάστασης και εκτίθενται στις οχλήσεις και εκπομπές της τελευταίας συνεχώς[19].

Με άλλα λόγια, μία ακόμη και νομίμως αδειοδοτημένη εγκατάσταση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι υφίσταται και λειτουργεί επιτρεπτώς σε οποιονδήποτε διαθέσιμο χώρο, εάν δεν εξαντληθούν προηγουμένως όλα τα περιθώρια εγκαταστάσεώς της σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από την κατοικημένη περιοχή και δεν ληφθούν τα προσήκοντα μέτρα για την αποτροπή της βλάβης της υγείας των περιοίκων από τις επιβαρυντικές, ρυπογόνες και οχλούσες εκπομπές και τις εν γένει επιπτώσεις της λειτουργίας της.

Όλα όσα, επομένως, αναλύθηκαν ως άνω σχετικά με το περιεχόμενο και την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, ως θεμελιώδους αρχής του δικαίου του περιβάλλοντος, τυγχάνουν εφαρμοστέα και στην υπό εξέταση περίπτωση των επιπτώσεων στην υγεία και στο περιβάλλον από τη λειτουργία εγκαταστάσεων ανεμογεννητριών, αφού μέχρι σήμερα δεν υφίσταται βεβαιότητα, αλλ’ απλώς υπόνοια, ότι το «σύνδρομο των αιολικών» μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου. Τούτο δε, με βάση την αρχή της προφύλαξης, επιτάσσει την υποχρέωση λήψης όλων των πρόσφορων μέτρων είτε για την πλήρη αποτροπή είτε για τον έλεγχο των δυσμενών επιπτώσεων των εγκαταστάσεων και της λειτουργίας αιολικών πάρκων στην υγεία και στο περιβάλλον, έστω και αν οι σχετικοί κίνδυνοι από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών απλώς και μόνον πιθανολογούνται χωρίς να έχουν επιστημονικά επιβεβαιωθεί.

Η δε υποχρέωση λήψης των ενδεδειγμένων ως άνω μέτρων σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται τόσο στο πλαίσιο της αδειοδοτικής διαδικασίας του έργου, δυνάμει σχετικών επιστημονικών περιβαλλοντικών μελετών που θα διασφαλίζουν ότι οι περιβαλλοντικοί όροι και οι προδιαγραφές του έργου δεν θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία, όσο και, πρωταρχικώς, μέσω των κανόνων χωροθέτησης των αιολικών εγκαταστάσεων με κριτήρια που θα σέβονται τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής και θα υπηρετούν, επί της ουσίας και με βάση επιστημονικά δεδομένα, την περιβαλλοντική προστασία της και την προστασία της υγείας των περιοίκων από -έστω και πιθανολογούμενες- επιβλαβείς οχλήσεις και επιδράσεις των αιολικών εγκαταστάσεων.

Αφίσα που κυκλοφόρησε στη Γαλλία για την υπόθεση Fockaert

3.3 Η τριτενέργεια του δικαιώματος στο περιβάλλον

Όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος αλλά και από τη νομολογία των δικαστηρίων μας που έχουν κατά καιρούς ερμηνεύσει τις κείμενες διατάξεις κατά την εκδίκαση σχετικών υποθέσεων, το δικαίωμα του ανθρώπου στη χρήση και απόλαυση της ωφέλειας του ζωτικού του χώρου αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος στο περιβάλλον, το οποίο τριτενεργεί στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω των διατάξεων του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα για την προστασία της προσωπικότητας[20].

Το περιεχόμενο της έννοιας της τριτενέργειας αναφέρεται στην εφαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου και σημαίνει ότι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα προστατεύονται όχι μόνον έναντι των φορέων της δημόσιας εξουσίας, αλλά και έναντι των ιδιωτών, έχουν δηλαδή εφαρμογή και στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου[21]. Οι προσβολές του δικαιώματος στο περιβάλλον από ιδιώτες αντιμετωπίζονται με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και όχι με άμεση εφαρμογή του άρθρου 24 του Συντάγματος, η συνταγματική όμως επιταγή επιβάλλει και στο ιδιωτικό δίκαιο την αρχή της προστασίας του περιβάλλοντος ως γενικής αρχής, που διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως[22].

Στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, το περιβάλλον ορίζεται ως το σύνολο των αγαθών που συνθέτουν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου. Επομένως κεντρικής σημασίας για την προστασία του περιβάλλοντος, μέσω των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου για την προστασία της προσωπικότητας, είναι η έννοια του «ζωτικού χώρου», δηλαδή του υλικού πλαισίου εντός του οποίου επιτυγχάνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου[23]. Η δε απόλαυση υγιούς, ασφαλούς, οικολογικά ισόρροπου και αρμονικού περιβάλλοντος συνιστά μία από τις εκφάνσεις που αναγνωρίζει το δίκαιο στο αυτοτελές δικαίωμα της προσωπικότητας, του οποίου προσβολή μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος μέσω π.χ. της εκπομπής ρύπων, θορύβων (ηχορρύπανσης) κ.λπ. ή του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου με τη μορφή οπτικής ρύπανσης ή άλλης περιβαλλοντικής διαταραχής, υποβάθμισης ή βλάβης[24].

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδάφ. α’ ΑΚ: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον». Η προσωπικότητα αποτελεί, κατά το δίκαιο, το σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, ενώ στο δικαίωμα που θεμελιώνεται σε αυτήν περικλείονται τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής, της υπόληψης, της υγείας, της ελευθερίας, του ζωτικού χώρου, της σωματικής ακεραιότητας, του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, της εικόνας του προσώπου κ.ά., τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλ’ επιμέρους εκδηλώσεις/εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε από τις εκφάνσεις αυτές να συνιστά, ταυτόχρονα, και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας[25].

Στην έννοια της προσωπικότητας περιέχονται, επομένως, όλες οι αστάθμητες αξίες που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου και προστατεύονται όλα τα αγαθά που τη συγκροτούν, ειδικότερα δε στοιχεία που αναφέρονται: α) στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα και στην υγεία του προσώπου (σωματικά αγαθά), β) στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο (ψυχικά αγαθά), γ) στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (προσωπική ελευθερία, ζωτικός χώρος, κοινωνικότητα κ.ά.), δ) στην τιμή (υπόληψη, εικόνα κ.ά.), ε) στον ιδιωτικό βίο (προσωπικά δεδομένα, απόρρητο κ.λπ.). Επομένως, στην έννοια του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνονται όλα τα άυλα αγαθά, τα οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πρόσωπο και ανήκουν σε αυτό[26].

Το άρθρο 57 ΑΚ (προστασία της προσωπικότητας) συνιστά μία γενική ρήτρα και συγκερασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 (αξία του ανθρώπου) και 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας), με συνέπεια στο δικαίωμα της προσωπικότητας να περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ η προστασία του δικαίου εκτείνεται και σ’ εκείνους τους συντελεστές που αποτελούν την ατομικότητα του προσώπου, είτε αυτοί αναφέρονται στη φυσική του υπόσταση (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία), είτε στην πνευματική, ηθική ή κοινωνική του ατομικότητα (τιμή, υπόληψη, ελευθερία, εικόνα του προσώπου κ.λπ.)[27].

Περαιτέρω, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1, σύμφωνα με την οποία η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα κάθε πολίτη, έχει αναγάγει το φυσικό περιβάλλον σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, για τη διαφύλαξη του οποίου το Κράτος έχει υποχρέωση να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας[28].

Τα περιβαλλοντικά αγαθά αποτελούν δικαίωμα όλων, αφού συνεισφέρουν στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Στη θεώρηση αυτή εντάσσονται και όλοι οι ειδικοί νομοθετικοί κανόνες οι οποίοι εκφράζουν τον άμεσο έλεγχο του Κράτους πέρα και πάνω από κάθε τυχόν ιδιωτικό δικαίωμα επί του φυσικού περιβάλλοντος το οποίο, στο πλαίσιο της συνταγματικής αρχής της αειφορίας, πρέπει να παραδίδεται ακέραιο στις επόμενες γενεές[29].

Η αναγωγή του φυσικού περιβάλλοντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο κοινόχρηστο αγαθό, καθιερώνει επομένως κοινωνικό δικαίωμα επί του περιβάλλοντος, η δε παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών, που συνθέτουν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου, συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, που του παρέχει τις αξιώσεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ για άρση της προσβολής και παύση της στο μέλλον καθώς και, αν υφίστανται οι σχετικές προϋποθέσεις, για αποζημίωση (914 ΑΚ) και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ατόμου (932 ΑΚ)[30].

Το βάθος του δικαιώματος της προσωπικότητας προσδιορίζεται επομένως εννοιολογικά και με τις διατάξεις των άρθρων 2 (παρ. 1), 5 (παρ. 1-2 και 5) και 24 (παρ. 1) του Συντάγματος, ενώ η συμπεριφορά με την οποία διαταράσσεται από τρίτους περιβαλλοντικό στοιχείο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε είτε να αλλοιώνεται είτε να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του είτε να καθίσταται αδύνατη η χρήση του, συνιστά παράνομη προσβολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 970 του ΑΚ, όπως αυτές εμπλουτίζονται από το άρθρο 24 του Συντάγματος[31].

Επομένως, το δικαίωμα του ανθρώπου στη χρήση και απόλαυση της ωφέλειας του ζωτικού χώρου του αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του κατοχυρωμένου από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος κοινωνικού δικαιώματος στο περιβάλλον. Η δε συνταγματική αυτή διάταξη τριτενεργεί στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω των διατάξεων των άρθρων 57 και 967 επ. ΑΚ. Η με οποιονδήποτε τρόπο προσβολή στοιχείου του ζωτικού χώρου του ανθρώπου (ακτινοβολία, ηχορρύπανση, οπτική ρύπανση, ρύπανση της ατμόσφαιρας και γενικότερα του περιβάλλοντος) συνιστά προσβολή του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της αξίας του προσώπου, την οποία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε κανονιστική διάταξη της κοινής νομοθεσίας, αφού μια τέτοια διάταξη θα ήταν αντισυνταγματική και παράνομη[32].

Η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω των διατάξεων αυτών του Αστικού Κώδικα (57, 967 επ. ΑΚ) απαιτεί τη συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) προσβολή του δικαιώματος χρήσης που συνίσταται στη διατάραξη από τρίτον κάποιου περιβαλλοντικού στοιχείου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος ή να προκαλείται προσβολή της υγείας (σωματικής ή ψυχικής) του προσώπου, και β) παράνομο χαρακτήρα της προσβολής, δηλαδή ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης προς τις επιταγές ή απαγορεύσεις της έννομης τάξης, η οποία προσβάλλει την κοινή χρήση ή την κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος ή τη σωματική ή την ψυχική υγεία του ατόμου. Η αξίωση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας συνίσταται στην άρση της προσβολής και στην παράλειψή της στο μέλλον, εφ’ όσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (προληπτική αξίωση για παράλειψη) καθώς και στην επιδίκαση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες σε περίπτωση συνδρομής και των προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), ήτοι αν έχει προκληθεί σε ορισμένο πρόσωπο βλάβη, παράνομα και υπαίτια[33].

Για την άσκηση των αξιώσεων αυτών νομιμοποιείται ο χρήστης του συγκεκριμένου πράγματος ή το πρόσωπο (ως προς τα σωματικά ή ψυχικά αγαθά) που υπέστη την προσβολή, ο οποίος θα πρέπει να βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το αντίστοιχο περιβαλλοντικό αγαθό. Τούτο δε, διότι η παραδεκτή άσκηση αγωγής με αίτημα της προστασία της προσωπικότητας από τον χρήστη του συγκεκριμένου στοιχείου του ζωτικού χώρου, το οποίο υφίσταται προσβολή, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος[34].

Συνήθως όμως μια σημαντική προσβολή του ζωτικού χώρου διαχέεται σε ευρύτερη περιοχή, με συνέπεια να διαθέτουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν δικαστική προστασία όλοι οι κάτοικοί της. Έννομο συμφέρον για την έγερση αγωγής και για την παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη με αντικείμενο την προστασία του ζωτικού χώρου, με βάση τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, θα πρέπει να αναγνωριστεί και στα νομικά πρόσωπα (συλλογικοί φορείς, περιβαλλοντικά σωματεία κ.λπ.), στο καταστατικό των οποίων προβλέπεται αντίστοιχος σκοπός, τα οποία βρίσκονται επίσης σε τοπική σχέση με το θιγόμενο περιβαλλοντικό αγαθό και ενεργούν ως εκπρόσωποι των ατομικών δικαιωμάτων των μελών τους[35].

Συναφώς, με βάση και τις διατάξεις του ελληνικού γειτονικού δικαίου, που αφορούν τους περιορισμούς της κυριότητας από εκπομπές σε όμορα ακίνητα, ο κύριος ακινήτου έχει, κατ’ άρθρο 1003 ΑΚ, υποχρέωση να ανέχεται, μεταξύ άλλων, την εκπομπή θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόμοιες επενέργειες που προέρχονται από άλλο ακίνητο, εφόσον όμως αυτές δεν παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής του κτήματος από το οποίο προκαλείται η βλάβη. Ομοίως, κατά το άρθρο 1004 ΑΚ περί επιβλαβών εγκαταστάσεων, ο κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει την κατασκευή ή τη διατήρηση εγκαταστάσεων στο γειτονικό ακίνητο, εφ’ όσον από την ύπαρξη ή τη χρήση τους προβλέπονται με βεβαιότητα παράνομες επενέργειες στο ακίνητό του. Οι σχετικές αξιώσεις είναι απαράγραπτες (άρθρο 1032 ΑΚ), σε περίπτωση ωστόσο που η εγκατάσταση επιχειρείται κατόπιν αδείας ή ειδικών όρων που απαιτει ο νόμος, άρση της εγκατάστασης κατά τις διατάξεις του γειτονικού δικαίου, μπορεί να απαιτηθεί μόνον αφ’ ότου επήλθαν πράγματι οι βλαπτικές επενέργειες από αυτήν στο ακίνητο (άρθρο 1005 ΑΚ).

Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος (για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) προστατεύει, μεταξύ άλλων, και την οικονομική ελευθερία, εφ’ όσον βέβαια με αυτήν δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Έτσι, η επιχειρηματική δραστηριότητα, ως οικονομική ελευθερία, πρέπει να ασκείται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην προσβάλλει την προσωπικότητα των άλλων, στην οποία περιλαμβάνεται και η αξίωση του ατόμου να ζει, να αναπτύσσεται και να κινείται σε περιβάλλον καθαρό, υγιές, ασφαλές και οικολογικά ισόρροπο[36]. Για τον λόγο αυτό, το κράτος υποβάλλει σειρά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε προηγούμενη λήψη αδείας και σε έλεγχο τήρησης των όρων της. Η υποβολή της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε προηγούμενη άδεια της Διοίκησης αποτελεί εκδήλωση της εγγυητικής λειτουργίας του Κράτους και βέβαια δεν αποκλείει τη δικαστική εξέταση της προσβολής της προσωπικότητας από την άσκηση της οικονομικής ελευθερίας[37].

Ειδικότερη έκφανση της οικονομικής ελευθερίας αποτελούν οι εφαρμογές των σύγχρονων τεχνολογιών, όπως τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, τα φάρμακα, οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία κ.ά., στα οποία μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών. Η γνώση των κινδύνων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες αυτές είναι ακόμη ανολοκλήρωτη και ελλιπής, με αποτέλεσμα ο νομοθέτης και η Διοίκηση να τις ρυθμίζουν όχι με βάση αποδεδειγμένους κινδύνους, αλλά μόνο με βάση ενδείξεις περί της επικινδυνότητάς τους. Ο νομοθέτης ωστόσο δεν είναι ελεύθερος να μην λάβει μέτρα για τις δραστηριότητες αυτές. Η υποχρέωσή του αυτή επιβάλλεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος) δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως υποχρέωση ανάπτυξης πολιτικών προφύλαξης[38], αλλά και από τις ίδιες τις διατάξεις του Συντάγματος περί της υποχρέωσης του Κράτους για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3) και του περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1).

Ειδικότερα, με το άρθρο 174 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 174 της Συνθήκης του Άμστερνταμ της 2/10/1997) ορίστηκε ότι η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος: α) συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος, προστασίας της υγείας του ανθρώπου, της συνετής και ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων, της προώθησης, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, και β) αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφύλαξης[39] και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»[40].

Ειδικά η αρχή της προφύλαξης, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, αφορά τη διαχείριση της επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς την ύπαρξη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κινδύνων, που μπορούν να προκληθούν ιδίως από την κυκλοφορία αγαθών ή την ανάπτυξη έργων ή δραστηριοτήτων και εφαρμόζεται όταν υπάρχει αληθινή αβεβαιότητα ως προς τη διακινδύνευση και όχι σε περιπτώσεις, όπου υφίσταται επαρκής επιστημονική βάση για την αξιολόγηση της διακινδύνευσης και για την ύπαρξη και τον βαθμό του κινδύνου.

Στη διακήρυξη του Ρίο του 1992 ορίστηκε ότι, όταν υπάρχουν απειλές σοβαρής ή ανεπανόρθωτης ζημίας, η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιείται ως λόγος για την αναβολή λήψης αποδοτικών μέτρων που προλαμβάνουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Με αυτό το πνεύμα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκών Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αποφανθεί ότι κάθε φορά που υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, μπορούν να λαμβάνονται μέτρα προστασίας, χωρίς να αναμένεται ν’ αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών[41].

Υπό την αυστηρότερη εκδοχή της, η αρχή της προφύλαξης θεωρεί ότι μόνη η ύπαρξη ενδείξεων ως προς πιθανούς κινδύνους σοβαρής βλάβης, οι οποίοι δεν μπορούν ν’ αποκλειστούν με βάση τα επιστημονικά πορίσματα, επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κυκλοφορία αγαθών ή στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και, υπό προϋποθέσεις, δημιουργεί τεκμήριο ύπαρξης κινδύνου. Αλλά, και στην περίπτωση αυτή, δεν ορίζεται ποιος βαθμός κινδύνου πρέπει να τεκμαίρεται[42]. Κατά δε την άποψη που το ΔΕΕ θεωρεί ορθότερη και προκειμένου η αρχή της προφύλαξης να μην καταστεί εργαλείο άλογης ανάσχεσης της έρευνας και της ανάπτυξης, θα πρέπει η αρχή αυτή να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας ως εργαλείο ορθολογικής διαχείρισης του κινδύνου[43].

Η συναγωγή της αρχής στηρίζεται, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στη σοβαρότητα και στο δυσεπανόρθωτο της βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και στο ενδεχόμενο οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από δραστηριότητα, για την οποία, υπό τα εκάστοτε διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα. Επομένως, δραστηριότητες, για τα αποτελέσματα των οποίων υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής γνώσης, ελέγχονται από τον Δικαστή ως προς το αν κατά την άσκησή τους λαμβάνουν τα μέτρα προφύλαξης που εξαλείφουν ή μειώνουν τους κινδύνους, έτσι ώστε να προστατεύεται η αξία και η υγεία του προσώπου, που αποτελούν μείζονα ατομικά δικαιώματα τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα. Η ύπαρξη άδειας της αρχής δεν εμποδίζει τον Δικαστή να εξετάζει κάθε φορά, αν αλλοιώνεται ή καταργείται το προστατευόμενο αγαθό (π.χ. υγεία) ή η κοινή ωφέλεια, όπως η απόλαυση υγιούς περιβάλλοντος, ο δε Δικαστής κατά την εξέταση αυτή, δεν υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του ούτε υποκαθιστά τον νομοθέτη κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος[44].

Με βάση επομένως τις προαναφερθείσες ουσιαστικές παραδοχές, σε ανάλογη με την υπό εξέταση περίπτωση που αφορά την πρόκληση βλάβης στην υγεία και στο περιβάλλον από την εγκατάσταση και λειτουργία πάρκου ανεμογεννητριών και από το «σύνδρομο των αιολικών», θα μπορούσε, σύμφωνα και με όσα αναλύθηκαν, να συναχθεί και κατά το ελληνικό δίκαιο προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των φυσικών προσώπων – περιοίκων συνισταμένη αφ’ ενός στη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού της σωματικής και ψυχικής υγείας των προσώπων αυτών, ως επιμέρους εκδήλωσης του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητάς τους, αφ’ ετέρου δε στην προσβολή του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος και του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών και της ωφέλειας του ζωτικού τους χώρου, στον βαθμό που από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών διαταράσσεται περιβαλλοντικό στοιχείο (φυσικό περιβάλλον, τοπίο κ.λπ.) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλλοιώνεται ή/και να αναιρείται ριζικά η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση και την απόλαυσή του[45].

Με βάση δε τη θεωρία της τριτενέργειας του δικαιώματος στο περιβάλλον σε συνδυασμό με την αρχή της προφύλαξης, όπως αναλύθηκαν, η προσβολή αυτή του δικαιώματος της προσωπικότητας των περιοίκων, ήτοι προσώπων που βρίσκονται σε τοπική σχέση με την εστία (ανεμογεννήτριες) του κινδύνου βλάβης της υγείας τους και του περιβάλλοντος, είναι και παράνομη, αφού οι καθ’ ων – υπεύθυνοι του αιολικού σταθμού βαρύνονται με την υποχρέωση λήψης όλων εκείνων των μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας, ώστε η εγκατάσταση να λειτουργεί χωρίς βλαπτικές επενέργειες και οχλήσεις για τους κατοίκους της περιοχής και για το περιβάλλον.

Η δε παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στη σφαίρα των εννόμων αγαθών της ψυχικής και σωματικής υγείας, του φυσικού περιβάλλοντος, του τοπίου κ.λπ. η οποία λαμβάνει χώρα χωρίς δικαίωμα προς τούτο, δηλαδή αποτελεί συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές ή τις απαγορεύσεις της έννομης τάξης, με αποτέλεσμα να γεννάται αξίωση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας και συνίσταται στην άρση της προσβολής και στην παράλειψή της στο μέλλον αφ’ ενός ενόψει της βλάβης που έχει ήδη επέλθει, αφ’ ετέρου δε ενόψει της βλάβης για την επέλευση της οποίας πιθανολογείται ότι υφίσταται βάσιμος κίνδυνος[46].

Γίνεται περαιτέρω δεκτό, ότι οι προσβολές που επέρχονται με την εκπομπή θορύβων είναι πάντα παράνομες όχι μόνον ως κοινωνικά απρόσφορες βλαπτικές πράξεις, αλλά και ως αντικείμενες σε ειδικότερες ρητές απαγορευτικές διατάξεις του νόμου, καθώς και ότι επί συνεχούς οχλήσεως από εκπομπή θορύβων, η επείγουσα περίπτωση είναι πάντοτε παρούσα[47].

Οι παραδοχές επομένως αυτές, που αφορούν την τριτενέργεια του δικαιώματος στο περιβάλλον, θα πρέπει να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της αρχής της προφύλαξης, δεδομένου ότι η επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τη συνδρομή συγκεκριμένου κινδύνου για το περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων από την εγκατάσταση και λειτουργία αιολικών πάρκων, καθιστά επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα προστασίας, ακόμη και χωρίς να έχει αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό, η ένταση και η σοβαρότητα των κινδύνων, ενόψει της πιθανολογούμενης σοβαρότητας και του δυσεπανόρθωτου της βλάβης για την υγεία και το περιβάλλον και του ενδεχομένου οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από την εγκατάσταση και λειτουργία του αιολικού πάρκου, για την οποία, υπό τα διαθέσιμα αυτή τη στιγμή επιστημονικά δεδομένα, καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα[48].

Επομένως, στην υπό εξέταση υπόθεση, είτε η βλάβη του περιβάλλοντος και της υγείας θεωρηθεί συντελεσμένη είτε απλώς και μόνο πιθανολογείται ή επαπειλείται ορισμένη περιβαλλοντική βλάβη ή καταστροφή ή βλάβη της υγείας των περιοίκων από την εγκατάσταση και λειτουργία αιολικού πάρκου, δύναται να συναχθεί, κατά το ελληνικό δίκαιο, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 ΑΚ και να εγερθούν οι έννομες αξιώσεις που αναλύθηκαν ως άνω.

3.4 Περιβαλλοντική ευθύνη

α) Άρθρο 29 ν. 1650/1986

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α’ 160/16.10.1986), οποιοσδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως[49]. H διάταξη του άρθρου 29 του ν. 1650/1986 καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση, όπως αναλύθηκε ανωτέρω[50].

Αναγκαία προϋπόθεση συνδρομής της αστικής ευθύνης του άρθρου 29 του ν. 1650/1986 είναι η πρόκληση ρύπανσης του περιβάλλοντος, όπου ως ρύπανση νοείται η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια, που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημίες και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του, σύμφωνα και με το άρθρο 2 του ν. 1650/1986.

Επομένως, στο περιεχόμενο του άρθρου 29 του ν. 1650/1986 περιλαμβάνεται τόσο η ρύπανση και η μόλυνση του περιβάλλοντος όσο και κάθε μορφή υποβάθμισής του[51]. Ως περιβάλλον νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες (άρθρο 2 ν. 1650/1986)[52].

Η ευθύνη αυτή από ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν αποκλείει την ευθύνη από άλλες διατάξεις, εντός ή εκτός συστήματος Αστικού Kώδικα, ιδίως από εκείνες που αφορούν την προσβολή της προσωπικότητας (AK 57 επ.), τις αδικοπραξίες (AK 914 επ.), διαφορές γειτονικού δικαίου (AK 1003 επ.) σε συνδυασμό με τις διατάξεις για την προστασία της κυριότητας και της νομής ή τις διατάξεις των άρθρων 8 (ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες) και 6 (ευθύνη παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων) του ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή. Δεν αποκλείει επίσης την ευθύνη βάσει διεθνών συμβάσεων που δεσμεύουν τη χώρας μας, με αντικείμενο την προστασία περιβαλλοντικών αγαθών[53].

Η νομική φύση της ευθύνης κατ’ άρθρο 29 ν. 1650/1986 ως ευθύνης από διακινδύνευση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η παραγωγή, η κατοχή και η εκμετάλλευση αντικειμένων ή η άσκηση δραστηριοτήτων που προκαλούν ρύπανση, μόλυνση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος συνεπάγονται κινδύνους επέλευσης ζημιών. Πρόκειται για ευθύνη εκ του νόμου διακριτή τόσο από την ενδοσυμβατική ευθύνη όσο και από τις άλλες μορφές ευθύνης εκ του νόμου που καθιερώνει ο Aστικός Kώδικας και ιδίως, από την αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία προϋποθέτει ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, παρανομία και υπαιτιότητα του ζημιωθέντος.

Για τη θεμελίωση της ευθύνης του ρυπαίνοντος κατ’ άρθρο 29 του ν. 1650/1986 δεν είναι αναγκαία η συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, ήτοι πράξη ή παράλειψη παράνομη και υπαίτια, αλλ’ απλώς και μόνον απαιτείται να αποδειχθεί ότι επήλθε ζημία, ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της ρυπογόνου εγκατάστασης ή δραστηριότητας και ότι η ζημία εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό της διατάξεως.

Το άρθρο 29 του ν. 1650/1986 δεν καθιερώνει ποσοτικό ή άλλο περιορισμό στην αποκατάσταση της ζημίας και συνεπώς, ισχύει ο κανόνας της πλήρους αποζημίωσης. Για τον υπολογισμό της αποκαταστατέας ζημίας εφαρμόζονται τα άρθρα 297 επ. AK. Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η θετική ζημία, δηλαδή κάθε μείωση της περιουσίας του αποδέκτη της ζημίας όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή η ματαίωση της αύξησής της, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για κέρδος που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως, τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (άρθρο 298 εδάφ. β’ ΑΚ). Στην αποκαταστατέα ζημία περιλαμβάνεται επίσης η ηθική βλάβη (άρθρο 932 ΑΚ), η οποία καταλογίζεται στον φορέα της ζημιογόνου για το περιβάλλον εγκατάστασης ή δραστηριότητας. Η ζημία θα πρέπει περαιτέρω να συνιστά αποτέλεσμα της πραγμάτωσης των τυπικών κινδύνων, οι οποίοι συνδέονται με την κατοχή και λειτουργία μιας πηγής ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος[54].

Δικαιούχος αποζημίωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει υποστεί ζημία στο πρόσωπο ή στην περιουσία του, συνδεομένη αιτιωδώς με την επικίνδυνη δραστηριότητα του υποχρέου. Στους δικαιούχους αποζημίωσης θα πρέπει να συμπεριληφθεί και το Δημόσιο ως προς τις δαπάνες που καταβάλλει για την άρση των συνεπειών της ρύπανσης ή υποβάθμισης. Περίπτωση απαλλαγής από την κατ’ άρθρο 29 του ν. 1650/1986 αστική ευθύνη για ρύπανση του περιβάλλοντος είναι δυνατόν να συντρέχει, αν η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή προήλθε από υπαίτια συμπεριφορά τρίτου που ενήργησε δολίως.

Σύμφωνα με την υποκειμενική θεωρία, «ανώτερη βία» συνιστά κάθε περιστατικό απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, ακόμη και με μέτρα που λαμβάνονται με άκρα επιμέλεια και σύνεση, ενώ κατά την αντικειμενική θεωρία, ανώτερη βία είναι γεγονός εξωτερικό, ξένο προς το πρόσωπο ή τη δραστηριότητα ή επιχείρηση του οφειλέτη κ.λπ. και απρόβλεπτο, που δεν συνδέεται με τους τυπικούς κινδύνους της δραστηριότητας ή της επιχείρησης και οι συνέπειές του δεν μπορούν να αποτραπούν ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης.

Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι, ιδίως σε περίπτωση ευθύνης από ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με την καθιέρωση της οποίας ο νόμος αποσκοπεί στην κάλυψη των κινδύνων που προέρχονται από πηγές εν δυνάμει επικίνδυνες για το περιβάλλον, είναι ορθότερο και συνεπέστερο να υιοθετείται η αντικειμενική θεωρία, έτσι ώστε ο κάτοχος της πηγής κινδύνου – υπόχρεος να απαλλάσσεται μόνο για γεγονότα ξένα προς τη σφαίρα επιρροής του[55].

β) Προεδρικό διάταγμα 148/2009

Το πδ/γμα 148/2009 «Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004, όπως ισχύει» (ΦΕΚ Α’ 190/29.9.2009) ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 «Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον».

Το πεδίο εφαρμογής του διατάγματος (άρθρο 4) αφορά την περιβαλλοντική ζημία και οποιαδήποτε άμεση απειλή τέτοιας ζημίας, που προκαλείται αφ’ ενός από την άσκηση των προβλεπόμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του φορέα εκμετάλλευσης και αφ’ ετέρου σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους, από την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων άλλων από αυτές που απαριθμούνται στο Παράρτημα III, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του φορέα εκμετάλλευσης.

Το πδ/γμα 148/2009 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση ζημίας που προκλήθηκε από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα πριν την 1.5.2007, που οφείλεται σε συγκεκριμένη δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε πριν την ημερομηνία αυτή και αν έχουν παρέλθει πάνω από 30 έτη από τότε που έλαβε χώρα η εκπομπή, το γεγονός ή το ατύχημα που την προκάλεσαν (άρθρο 19).

Το πδ/γμα 148/2009 εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη τυχόν αυστηρότερων διατάξεων της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για την κανονιστική ρύθμιση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, ενώ δεν παρέχει σε ιδιώτες δικαίωμα να διεκδικήσουν αποζημίωση συνεπεία περιβαλλοντικής ζημίας ή άμεσης απειλής της ούτε θίγει δικαιώματα αποζημίωσης που απορρέουν από άλλες διατάξεις[56].

Εφ’ όσον για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα έχει προβλεφθεί ειδικό καθεστώς αποκατάστασης (π.χ. λατομεία), εφαρμόζεται το συγκεκριμένο καθεστώς, εκτός από την περίπτωση, κατά την οποία προκαλείται περιβαλλοντική ζημία εκτός ορίων του αδειοδοτημένου χώρου εκμετάλλευσης, οπότε η αρμόδια Αρχή θα πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή των διατάξεων του πδ/τος 148/2009[57].

Αρμόδιο για τον καταλογισμό της ευθύνης στους εκάστοτε φορείς εκμετάλλευσης και για την εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου για την περιβαλλοντική ευθύνη, εφ’ όσον η ζημία προκαλείται σε φυσικούς πόρους ή υπηρεσίες εθνικής σημασίας, δυνάμει του πδ/τος 148/2009, είναι το «Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών» (ΣΥΓΑΠΕΖ), που υπάγεται απ’ ευθείας στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Στο πλαίσιο των διατάξεων του πδ/τος 148/2009, ως «αστική ευθύνη για πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας» καλείται η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που έχουν υποστεί ιδιωτικά έννομα αγαθά (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, περιουσία, ιδιοκτησία κ.ά.) εξ αιτίας ορισμένης περιβαλλοντικής προσβολής. Ως «ζημία» νοείται κάθε μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα. Ως «επικείμενη απειλή ζημίας» καλείται η επαρκής πιθανότητα πρόκλησης περιβαλλοντικής ζημίας στο άμεσο μέλλον[58].

Προϋποθέσεις συνδρομής της περιβαλλοντικής ευθύνης κατά το πδ/γμα 148/2009 (άρθρο 2 συνδ. 3) συνιστούν: α) Η ύπαρξη φορέα εκμετάλλευσης (άρθρο 2), όπου ως «φορέας εκμετάλλευσης» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το οποίο εκμεταλλεύεται ή ελέγχει επαγγελματική δραστηριότητα ή στο οποίο έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική οικονομική αρμοδιότητα για την τεχνική λειτουργία τέτοιας δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένου του κατόχου σχετικής αδείας ή εξουσιοδότησης ή του νομίμου εκπροσώπου επαγγελματικής δραστηριότητας ή προσώπου που καταχωρεί ή κοινοποιεί τέτοια δραστηριότητα. Ως «επαγγελματική δραστηριότητα» νοείται οποιαδήποτε δραστηριότητα ασκείται στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας ή επιχείρησης, ιδιωτική ή δημόσια, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα (άρθρο 3 παρ. 6-7). β) Η πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας ή άμεσης απειλής περιβαλλοντικής ζημίας (άρθρο 2), όπου ως «ζημία» νοείται κάθε μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο, που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα (άρθρο 3 παρ. 2).

Όσον αφορά το γενικό πλαίσιο ευθύνης κατά το πδ/γμα 148/2009, προβλέπονται οι εξής υποχρεώσεις των φορέων εκμετάλλευσης: α) υποχρέωση υιοθέτησης και εφαρμογής των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας ή άμεσης απειλής πρόκλησής της, β) υποχρέωση κάλυψης των σχετικών δαπανών, όταν προκύπτει ευθύνη τους για ζημία, γ) υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης αρμόδιας αρχής για την ύπαρξη περιβαλλοντικής ζημίας ή άμεσης απειλής πρόκλησής της, και δ) υποχρέωση συνεργασίας με την αρμόδια αρχή για τον καθορισμό και την εφαρμογή των μέτρων αποκατάστασης (άρθρο 7). Η δε προηγούμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή/και αδειών ή εγκρίσεων απαραίτητων για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας δεν απαλλάσσει τους φορείς εκμετάλλευσης από την περιβαλλοντική ευθύνη, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 11 παρ. 4-5 (άρθρο 7 παρ. 2).

Η περιβαλλοντική ευθύνη που θεσπίζεται δυνάμει του πδ/τος 148/2009 είναι τόσο προληπτική, υπό την έννοια της υποχρέωσης του φορέα εκμετάλλευσης να προβαίνει στη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων για την αποτροπή ρύπανσης ή άλλης υποβάθμισης ή βλάβης του περιβάλλοντος, όσο και αποκαταστατική, συνισταμένη στην υποχρέωση του φορέα εκμετάλλευσης να λαμβάνει όλα τα εφικτά μέτρα για τον άμεσο έλεγχο, τον περιορισμό, την απομάκρυνση ή άλλη διαχείριση των ρύπων και των εν γένει ζημιογόνων παραγόντων, ώστε να περιορισθεί ή να προληφθεί περαιτέρω περιβαλλοντική ζημία και οι δυσμενείς συνέπειές της στο περιβάλλον και στην υγεία. Οι δε δαπάνες πρόληψης και αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας βαρύνουν τον φορέα εκμετάλλευσης, με δυνατότητα ανάκτησής τους μέσω ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.

Επομένως, και στην περίπτωση εγκατάστασης και λειτουργίας αιολικού πάρκου είναι δυνατόν να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις περί περιβαλλοντικής ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσής του, που προβλέπονται τόσο στο άρθρο 29 του ν. 1650/1986 όσο και στο πδ/γμα 148/2009, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις τους και αναλύθηκαν ως άνω.

Μετάφραση – απόδοση κειμένων από τα γαλλικά: Σοφία Παυλάκη.

Φωτογραφίες: euronews.com, in.gr, newsbeezer.com, ladepeche.fr, tendancehotellerie.fr, parc-haut-languedoc.fr, lejournaldici.com

Το κείμενο της υπ’ αριθ. 659/2021/8.7.2021 απόφασης του εφετείου της Τουλούζης [pdf]

Περίληψη του σχετικού δελτίου Τύπου του εφετείου της Τουλούζης [pdf]

Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές:

  1. Αθανασόπουλος Ευάγγελος, «Παρατηρήσεις στην ΜΠρΑθ 9402/2015», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 1/2016, σελ. 114.
  2. Βαρελά Μάνθα, «Η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης μετά τον ν. 3431/2006», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2008, σελ. 25.
  3. Βαρελά Μάνθα, «Παρατηρήσεις στην ΔιοικΕφΑθ 57/2006», περιοδικό «Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας» (ΔιΜΕΕ) 2006, σελ. 410.
  4. Γεωργιάδης Απόστολος, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», δ’ έκδ., Αθήνα 2012.
  5. Δαγτόγλου Πρόδρομος, «H τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων» (γνμδ.), περιοδικό «Νομικό Βήμα» (NοB) 1982, σελ. 780.
  6. Δακορώνια Ευγενία, «Αστική περιβαλλοντική ευθύνη – Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (ΓΤΟ) και Αστική Ευθύνη», Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010, Περιβαλλοντική Ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής», Εισηγήσεις Συνεδρίου 26-27 Ιουνίου 2009, σ. 71.
  7. Δεκλερής Μιχαήλ, «Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως – Γενικές Αρχές», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000.
  8. Δεκλερής Μιχαήλ, «Ο Δωδεκάδελτος του Περιβάλλοντος – Εγκόλπιο Βιωσίμου Αναπτύξεως», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1996.
  9. Δελλής Γεώργιος, «Το περιβάλλον ως στοιχείο της κοινοτικής έννομης τάξης και η Συνθήκη του Amsterdam», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 1997, σελ. 295.
  10. Δελλής Γιώργος, «Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος – Οι διαστάσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινοτική έννομη τάξη», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή 1998.
  11. Δελλής Γιώργος, «Το ατομικό δικαίωμα αντιμέτωπο στο οικονομικό και το οικολογικό γενικό συμφέρον. 1953-2003: Η συρρίκνωση της ατομικότητας», «Νόμος και Φύση», Ιαν. 2004.
  12. Δεληγιάννης Ιωάννης, «Η προστασία της προσωπικότητας κατά τον ΑΚ από την άποψη των συνταγματικών ρυθμίσεων», περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη» (ΕλλΔικ) 38, σελ. 389.
  13. Δημητράκης Γιάννης, «Τα Συνταγματικά όρια του νομοθετικού καθεστώτος των κεραιών κινητής τηλεφωνίας», σε: «Ο Δικαστής, ο Νόμος και το Περιβάλλον – Τιμητικός Τόμος για τον επ. Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνο Μενουδάκο», εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 357.
  14. Δρόσος Γιάννης, «Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση», Αθήνα 1997.
  15. Θεοδωρικάκου Ζωή, «Η εφαρμογή των κανόνων της περιβαλλοντικής ευθύνης από τον Δικαστή», σε: «Ο Δικαστής, ο Νόμος και το Περιβάλλον – Τιμητικός Τόμος για τον επ. Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνο Μενουδάκο», εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 369.
  16. Καλαβρός Αλέξανδρος, «Ο Αστικός Κώδικας ως πεδίο περιβαλλοντικής προστασίας», σε: «Περιβαλλοντική ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής», Πρακτικά Συνεδρίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010, σελ. 85.
  17. Καράκωστας Ιωάννης, «Περιβάλλον και Δίκαιο – Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών», γ’ έκδ., εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
  18. Καράκωστας Ιωάννης, «Η προστασία του περιβάλλοντος – Αδιαπραγμάτευτο νομικό και κοινωνικό κεκτημένο», περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2006, σελ. 161.
  19. Καράκωστας Ιωάννης, «Σύμβαση αστικής ευθύνης για δραστηριότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον», περιοδικό «Νομικό Βήμα» (ΝοΒ), τόμ. 42/1994, σελ. 156.
  20. Καράκωστας Ιωάννης, «Περιβάλλον και Αστικό Δίκαιο», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1986.
  21. Καράκωστας Ιωάννης, «Ένδικα μέσα προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών», Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου (ΕΔΔΔ) 1990, σελ. 178.
  22. Καράκωστας Ιωάννης, «Ιδιωτικό Δίκαιο προστασίας του Περιβάλλοντος», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2009, σελ. 439.
  23. Κασιμάτης Γεώργιος, «Το ζήτημα της τριτενέργειας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», περιοδικό «Το Σύνταγμα» (ΤοΣ) 1981, σελ. 1.
  24. Κοτζαϊβάζογλου Μαρία, «Παρατηρήσεις στην ΜονΠρΘεσ 13776/2002», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2002, σελ. 360.
  25. Πουλή Σταυρούλα, Κουρεντή Χριστίνα, Μαργαρίτης Γιάννης, Μπούζας Δημήτρης, Δημητριάδου Όλγα, Λεβαντής Ελευθέριος, «Η εφαρμογή της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη στη Ελλάδα (θεωρία και πραγματικότητα)», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2015, σελ. 32.
  26. Κρεμλής Γεώργιος, «Η ευρωπαϊκή πολιτική και το δίκαιο του περιβάλλοντος. Το κοινοτικό κεκτημένο», Νόμος και Φύση 1998, σελ. 554.
  27. Λιολιούσης Κωνσταντίνος, «Βιολογικές επιδράσεις της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας», εκδ. Δίαυλος, Αθήνα 1997.
  28. Λουλούδης Λεωνίδας, Γεωργιάδου Βασιλική, Σταυρικός Γιάννης, «Φύση, κοινωνία, επιστήμη στην εποχή των τρελλών αγελάδων. Διακινδύνευση και αβεβαιότητα», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
  29. Μόσχος Νικόλαος, «Παρατηρήσεις στην ΤρΠλημΒόλου 3325/2005», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2006, σελ. 427.
  30. Μπάλιας Γιώργος, «Ο κίνδυνος per se: Προς μια διεύρυνση της αστικής περιβαλλοντικής ευθύνης;», σε: Περιβαλλοντική ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής, Πρακτικά Συνεδρίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010.
  31. Μπάλιας Γιώργος, «Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, οι κίνδυνοι βλάβης της υγείας και του περιβάλλοντος και οι προληπτικοί μηχανισμοί του δικαίου», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2002, σελ. 44.
  32. Μπάλιας Γιώργος, «Η αρχή της προφύλαξης – Μία νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2004, σελ. 37.
  33. Μπάλιας Γιώργος, «Η Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2018.
  34. Μπάλιας Γιώργος, «Η Δέουσα Εκτίμηση Επιπτώσεων Έργων και Σχεδίων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2014, σελ. 577.
  35. Νικολόπουλος Τάκης, «Ο “αποδεκτός κίνδυνος”: ένας ακόμα Δούρειος Ίππος»; περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2004, σελ. 471.
  36. Νικολόπουλος Τάκης, «Παρατηρήσεις στην ΕφΠατρών 182/2001», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2001, σελ. 249.
  37. Νικολόπουλος Τάκης, «Οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος (Νοέ. 2000)», https://nomosphysis.org.gr/7034/oi-arxes-tou-koinotikou-dikaiou-periballontos-noembrios-2000/
  38. Παπαθανασόπουλος Αθανάσιος, «Το δικαίωμα κυριότητας των περιβαλλοντικών αγαθών», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2015, σελ. 616.
  39. Παυλάκη Σοφία, «Περιβαλλοντική Ευθύνη – Θεσμικό πλαίσιο και εφαρμογή», εκδ. Νομόραμα, Αθήνα 2018.
  40. Παυλάκη Σοφία, «Αστικό και Περιαστικό Πράσινο – Νομοθετικό πλαίσιο – Νομολογία», εκδ. Νομόραμα, Αθήνα 2019.
  41. Παυλάκη Σοφία, «Οπτική ρύπανση – Το αποτύπωμα της περιβαλλοντικής βλάβης στο επίπεδο του αισθητού», https://dasarxeio.com/2019/03/02/64991/
  42. Παυλάκη Σοφία, «Περιβαλλοντική ευθύνη – Εθνικό, ενωσιακό και διεθνές νομοθετικό πλαίσιο και εφαρμογή», https://dasarxeio.com/2019/04/17/66887/
  43. Πουϊκλή Κλεονίκη, «Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει στο δίκαιο περιβάλλοντος υπό το φως της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2017.
  44. Πούλου Ελισάβετ, «Θεμιτές εκπομπές και προσβολή της προσωπικότητας», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2013, σελ. 401.
  45. Σηφάκης Αντώνης, «Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση 2000, σελ. 53.
  46. Σίνης Απόστολος, «Παρατηρήσεις στην ΠολΠρΘεσ 26223/2005», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 2005, σελ. 614.
  47. Σιούτη Γλυκερία, «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2004, σελ. 455.
  48. Σμπώκος Γεώργιος, «Η Οδηγία 35/2004/ΕΚ για την περιβαλλοντική ασφάλιση – Πεδίο και προοπτικές εφαρμογής», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2008, σελ. 59.
  49. Στράγκα – Ηλιοπούλου Ιουλία, «Η τριτενέργεια των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975» 1990, σελ. 65.
  50. Τσαμπούκου – Σκαναβή Κωνσταντίνα, «Περιβάλλον και Κοινωνία – Μια σχέση σε αδιάκοπη εξέλιξη», εκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2004.
  51. Τσεβρένης Βασίλειος, Βαρθάλη Διονυσία, «Η αβεβαιότητα και η σχετικότητα της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης στη νέα επιστημονικο-ανταγωνιστική τάξη», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2002, σελ. 689.
  52. Τσεβρένης Βασίλειος, «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ ΕπΑναστ. 486/2005», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2005, σελ. 451.
  53. Τσολακίδης Ζαφείρης, «Η παρανομία ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης επί προσβολής περιβαλλοντικών αγαθών», σε: «Ιωάννης Κ. Καράκωστας – Φιλίας και Μαθητείας χάριν», τόμος ΙΙ, Αθήνα 2016, σελ. 1.482.
  54. Φλουράκη Μαρία, «Κεραίες κινητής τηλεφωνίας – Επιστημονική διχογνωμία και ανεπαρκής νομοθεσία», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2016, σελ. 447.
  55. Χαροκόπου Αγγελική, «Η διαδικασία της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», σε: «Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας – 75 χρόνια», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 1219.

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία – Πηγές:

  1. Fiona Crichton, Keith J. Petrie, «Health complaints and wind turbines: The efficacy of explaining the nocebo response to reduce symptom reporting», Environmental Research, 2015 Jul; 140:449-55, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25981871/
  2. Fiona Crichton, George Dodd, Gian Schmid, Greg Gamble, Tim Cundy, Keith J. Petrie, «The power of positive and negative expectations to influence reported symptoms and mood during exposure to wind farm sound», Health Psychology, 2014 Dec;33(12):1588-92, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24274799/
  3. Comité Européen des Assurances (2002), «La responsabilité environnementale en vue de la prévention et de la réparation des dommages environnementaux».
  4. Günther Doeker, Thomas Gehring, «Liability for Environmental Damage», in: Ph. Sand (ed.) The Effectiveness of International Environmental Agreements – A Survey of Existing Legal Instruments, Cambridge, 1992 (Grotius Publications Limited).
  5. Julio Barboza, «The Environment, Risk and Liability in International Law», Legal aspects of sustainable development, 10, Leiden: Martinus Nijhoff, Biggleswade: Extenza Turpin [distributor], 2010.
  6. «Projet de loi relatif à la responsabilité environnementale», Rapport n° 348 (2007-2008) de M. Jean BIZET, fait au nom de la commission des affaires économiques, déposé le 21 mai 2008, https://www.senat.fr/rap/l07-348/l07-348_mono.html
  7. Wilfred Jenks, «Liability for Ultra Hazardous Activities in International Law», RCADI Vol. I, 1968, σ. 105.
  8. Robert J. McCunney, Kenneth A. Mundt, W. David Colby, Robert Dobie, Kenneth Kaliski, Mark Blais, «Wind turbines and health: a critical review of the scientific literature», Journal of Occupational and Environmental Medicine», 2014, Nov; 56(11): e 108-30, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25376420/
  9. Loren D. Knopper, Christopher A. Ollson, Lindsay C. McCallum, Melissa L. Whitfield Aslund, Robert G. Berger, Kathleen Souweine, Mary McDaniel, «Wind turbines and human health», Frontiers in human health, 2014, Jun 19;2:63, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24995266/
  10. Berger R.G., Ashtiani P., Ollson C.A., Whitfield Aslund M., McCallum L.C., Leventhall G., Knopper L.D., «Health-based audible noise guidelines account for infrasound and low-frequency noise produced by wind turbines», Frontiers in human health, 2015, Feb 24;3:31, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25759808/
  11. Alice Freiberg, Christiane Schefter, Maria Girbig, Vanise C. Murta, Andreas Seidler, «Health effects of wind turbines on humans in residential settings: Results of a scoping review», Environmental Research, 2019, Feb;169:446-463, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/30530085/
  12. Jeffery R.D., Krogh C.M., Horner B., «Industrial wind turbines and adverse health effects», Canadian Journal of rural medicine, 2014, Winter;19(1):21-6, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/24398354/
  13. Fiona Crichton, Simon Chapman, Tim Cundy and Keith J. Petrie, «The Link between Health Complaints and Wind Turbines: Support for the Nocebo Expectations Hypothesis», Frontiers in Public Health, 11 Nov. 2014, ncbi.nlm.nih.gov
  14. Ph. Icard, «Le principe de precaution: exception Z Γ application du droit communautaire», Revue trimestrielle de droit europeen (RTDE) 2000, σ. 471-397, 475.
  15. D. Freestone, «The Precautionary Principle», in: R. Churchill and D. Freestone (eds.), International Law and Global Climate Change, 1991.
  16. P. Beckman et V. Mansuy, «Le principe de precaution», 2003.
  17. J.-M. Favret, «Le principe de precaution ou la pise en compte par le droit de Iʼ in – certitude scientifique et du risque virtuel», Recueil Dalloz Sirey, no 43, 6.12.2001, p. 3462.
  18. J. Koechlin, K. Von Moltke, C. Weil, «Les pratiques europeennes de la precaution», 2002
  19. C. Leben, J. Verhoeven (sous la direction de), «Le principe de pricaution, Aspects de droit international et de droit europeen», 2002.
  20. O. Godard, E. Henry, P. Lagadec, E. Michel – Kerjan, «Traite de nouveaux risqes, Precaution, crise, assurance», 2002, Le Monde 26/52004, pp. 8-9, 17.
  21. D. Simon, «Le systeme juridique communautaire», 2001, p. 367.
  22. G. Mollet, http:www.jurismag.net/articles/article-precaution.htm
  23. P. Ramdaud, «Un nouveau principe du droit communautaire: le principe de precaution», in: Melanges Paul Sabourin, p. 311.
  24. J. Cameron, J. Abouchar, «The Precautionary Principe: A Fundamental Principle of Law and Policy for the Protection of the Global Environment», Boston Collage International and Comparative Law Review, Vol. 14, Issue 1, Article 2, 1991.

Υποσημειώσεις:

[1] Cour d’appel de Toulouse (3ème chambre), arrêt n° 659/2021, 8 juillet 2021, n° 20/01384, n° 20/01384, RG 20/01384, https://www.doctrine.fr/d/CA/Toulouse/2021/CA3D4AEFB490BBECBB6C6

[2] Décision déférée du 16 Janvier 2020, Τribunal judiciaire de Castres, n° 16/00493.

[3] Nicolas Belaubre, «Eoliennes – La cour d’appel de Toulouse reconnaît les nuisances et l’impact sur la santé», lejournaltoulousain.fr

[4] Tο φαινόμενο nocebo, ως «αντεστραμμένη» έκφραση του όρου placebo, υποστηρίζεται ότι εκδηλώνεται ως μορφή αντίληψης και συμπεριφοράς κατά την οποία οι άνθρωποι λαμβάνουν πληροφορίες που τους κάνουν να πιστεύουν πως κάτι είναι βλαβερό για την υγεία τους, με αποτέλεσμα να αυθυποβάλλονται και να «παρατηρούν» σχετικά συμπτώματα. Βλ. Fiona Crichton, Simon Chapman, Tim Cundy and Keith J. Petrie, «The Link between Health Complaints and Wind Turbines: Support for the Nocebo Expectations Hypothesis», Frontiers in Public Health, 11 Nov. 2014, in: ncbi.nlm.nih.gov, according to which: «… health complaints are more likely to be explained by the nocebo response, whereby adverse effects are generated by negative expectations. When individuals expect a feature of their environment or medical treatment to produce illness or symptoms, then this may start a process where the individual looks for symptoms or signs of illness to confirm these negative expectations. As physical symptoms are common in healthy people, there is considerable scope for people to match symptoms with their negative expectations. To support this hypothesis, we draw an evidence from experimental studies that show that, during exposure to wind farm sound, expectations about infrasound can influence symptoms and mood in both positive and negative directions, depending on how expectations are framed. We also consider epidemiological work showing that health complaints have primarily been located in areas that have received the most negative publicity about the harmful effects of turbines. The social aspect of symptom complaints in a community is also discussed as an important process in increasing symptom reports. Media stories, publicity, or social discourse about the reported health effects of wind turbines are likely to trigger reports of similar symptoms, regardless of exposure. Finally, we present evidence to show that the same pattern of health complaints following negative information about wind turbines has also been found in other types of environmental concerns and scares». Βλ. και Fiona Crichton, Keith J. Petrie, «Health complaints and wind turbines: The efficacy of explaining the nocebo response to reduce symptom reporting», Environ Research, 2015 Jul; 140:449-55, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25981871/, Berger R.G., Ashtiani P., Ollson C.A., Whitfield Aslund M., McCallum L.C., Leventhall G., Knopper L.D., «Health-based audible noise guidelines account for infrasound and low-frequency noise produced by wind turbines», Frontiers in human health, 2015, Feb 24;3:31, in: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25759808/ κ.ά. Σχετ. και: «Ψιθυρίζουν ή φωνάζουν οι ανεμογεννήτριες;», σε: polytechnikanea.gr, «Σύνδρομο της τουρμπίνας – Ένα ανύπαρκτο πρόβλημα και μιααποζημίωση μαμούθ», σε: https://www.in.gr/2021/11/10/b-science/perivallon-b-science/syndromo-tis-tourmpinas-ena-anyparkto-provlima-ygeias-kai-mia-apozimiosi-mamouth/?fbclid=IwAR2ut_NwOZspqALNFonB7Fy35Pyd1Op_9eDIOgF93HRvKxImL9ufUUMKH4E

[5] Σημ.: Ξεχωριστά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

[6] Έτσι, κατά τους Jeffery R.D., Krogh C.M., Horner B. («Industrial wind turbines and adverse health effects», Canadian Journal of rural medicine, 2014, Winter; 19(1):21-6): «If placed too close to residents, IWTs can negatively affect the physical, mental and social well-being of people. There is sufficient evidence to support the conclusion that noise from audible IWTs is a potential cause of health effects. Inaudible low-frequency noise and infrasound from IWTs cannot be ruled out as plausible causes of health effects». Συναφώς, σύμφωνα με σχετική μελέτη των Fiona Crichton, George Dodd, Gian Schmid, Greg Gamble, Tim Cundy, Keith J. Petrie («The power of positive and negative expectations to influence reported symptoms and mood during exposure to wind farm sound», Health Psychology, 2014 Dec; 33(12):1588-92): «During exposure to audible windfarm sound and infrasound, symptoms and mood were strongly influenced by the type of expectations. Negative expectation participants experienced a significant increase in symptoms and a significant deterioration in mood, while positive expectation participants reported a significant decrease in symptoms and a significant improvement in mood». Σύμφωνα με μελέτη των Berger R.G., Ashtiani P., Ollson C.A., Whitfield Aslund M., McCallum L.C., Leventhall G., Knopper L.D. («Health-based audible noise guidelines account for infrasound and low-frequency noise produced by wind turbines», Frontiers in human health, 2015, Feb 24; 3:31): «… indoor IS levels were below auditory threshold levels while LFN levels at distances >500 m were similar to background LFN levels. A clear contribution to LFN due to wind turbine operation (i.e., measured with turbines on in comparison to with turbines off) was noted at a distance of 480 m. However, this corresponded to an increase in overall audible sound measures as reported in dB(A), supporting the hypothesis that controlling audible sound produced by normally operating wind turbines will also control for LFN. Overall, the available data from this and other studies suggest that health-based audible noise wind turbine siting guidelines provide an effective means to evaluate, monitor, and protect potential receptors from audible noise as well as IS and LFN». Ωστόσο, σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται από τους Fiona Crichton και Keith J. Petrie («Health complaints and wind turbines: The efficacy of explaining the nocebo response to reduce symptom reporting», Environmental Research, 2015 Jul; 140:449-55): «A number of people are reporting an environmental sensitivity to sub-audible windfarm sound (infrasound), characterised by the experience of recurrent non-specific symptoms. A causal link between exposure and symptoms is not indicated by empirical evidence. Research indicates symptoms may be explained by the nocebo response, whereby health concerns and negative expectations, created from social discourse and media reports, trigger symptom reporting. Results indicate that providing an explanation of the nocebo response, followed by exposure to infrasound, has the potential to operate as an intervention to reduce symptomatic experiences in people reporting symptoms attributed to windfarm generated infrasound». Με βάση σχετική μελέτη των Loren D. Knopper, Christopher A. Ollson, Lindsay C. McCallum, Melissa L. Whitfield Aslund, Robert G. Berger, Kathleen Souweine, Mary McDaniel («Wind turbines and human health», Frontiers in human health, 2014, Jun 19; 2:63): «Τhere are roughly 60 scientific peer-reviewed articles on this issue. The available scientific evidence suggests that EMF, shadow flicker, low-frequency noise, and infrasound from wind turbines are not likely to affect human health; some studies have found that audible noise from wind turbines can be annoying to some. Annoyance may be associated with some self-reported health effects (e.g., sleep disturbance) especially at sound pressure levels >40 dB(A). Because environmental noise above certain levels is a recognized factor in a number of health issues, siting restrictions have been implemented in many jurisdictions to limit noise exposure. These setbacks should help alleviate annoyance from noise. Subjective variables (attitudes and expectations) are also linked to annoyance and have the potential to facilitate other health complaints via the nocebo effect. Therefore, it is possible that a segment of the population may remain annoyed (or report other health impacts) even when noise limits are enforced. Based on the findings and scientific merit of the available studies, the weight of evidence suggests that when sited properly, wind turbines are not related to adverse health. Stemming from this review, we provide a number of recommended best practices for wind turbine development in the context of human health». Περαιτέρω δε, κατά τους Robert J. McCunney, Kenneth A. Mundt, W. David Colby, Robert Dobie, Kenneth Kaliski, Mark Blais («Wind turbines and health: a critical review of the scientific literature», Journal of Occupational and Environmental Medicine», 2014, Nov; 56(11): e 108-30): Infrasound sound near wind turbines does not exceed audibility thresholds. Epidemiological studies have shown associations between living near wind turbines and annoyance. Infrasound and low-frequency sound do not present unique health risks. Annoyance seems more strongly related to individual characteristics than noise from turbines». Τέλος, κατά τους Alice Freiberg, Christiane Schefter, Maria Girbig, Vanise C. Murta, Andreas Seidler («Health effects of wind turbines on humans in residential settings: Results of a scoping review», Environmental Research, 2019, Feb; 169:446-463): «84 articles, that varied significantly in methods and outcomes assessed, met the inclusion criteria. Multiple cross-sectional studies reported that wind turbine noise is associated with noise annoyance, which is moderated by several variables such as noise sensitivity, attitude towards wind turbines, or economic benefit. Wind turbine noise is not associated with stress effects and biophysiological variables of sleep. Results on the impact of wind turbine noise on sleep disburbance, quality of life, and mental health problems differed among cross-sectional studies. There were few studies that addressed the potential impact of turbine noise on clinically apparent health outcomes. There were also few studies on visual risk factors or infrasound exposure. No literature was identified regarding low-frequency noise, electromagnetic radiation, and ice throw».

[7] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, ΜΠρΑθ 4531/2004, περιοδικό «Αρμενόπουλος», Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, 2005 σελ. 467.

[8] Σχετ. και Δακορώνια Ευγενία, «Αστική περιβαλλοντική ευθύνη – Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί (ΓΤΟ) και Αστική Ευθύνη», Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, «Περιβαλλοντική Ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής», Εισηγήσεις Συνεδρίου 26-27 Ιουνίου 2009, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σ. 71, ιδίως σελ. 79 επ.

[9] Σχετ. βλ. ΜΠρΗρακλείου 3064/2008 περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 3/2008, σελ. 437 κ.ά.

[10] ΕφΑθ 5560/2013 σε: dsanet.gr

[11] ΕφΑθ 5560/2013, ό.π. Βλ. και Ανακοίνωση της Επιτροπής για την προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης της 2.2.2000, COM (2000) 1 final, σε: eur-lex.europa.eu, Σχετ. Σοφία Παυλάκη, «Ευθύνη από διακινδύνευση», σε: «Περιβαλλοντική Ευθύνη – Θεσμικό πλαίσιο και εφαρμογή», εκδ. Νομόραμα, Αθήνα 2018, σελ. 56-64, Σοφία Παυλάκη, «Περιβαλλοντική ευθύνη – Εθνικό, ενωσιακό και διεθνές νομοθετικό πλαίσιο και εφαρμογή», σε: dasarxeio.com. Σύμφωνα με την ΕφΑθ 5560/2013: «Στην κοινοτική έννομη τάξη η αρχή της προφύλαξης εισήχθη με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (που υπεγράφη στο Μάαστριχτ την 7.2.1992) στο άρθρο 130 Ρ-2, σύμφωνα δε με το άρθρο 174 της Συνθήκης του Άμστερνταμ της 2.10.1997 (που διατήρησε την ίδια διατύπωση), η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, α) συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων, αα) της διατηρήσεως, προστασίας και βελτιώσεως του περιβάλλοντος, ββ) της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, γγ) της συνετής και ορθολογικής χρήσεως των φυσικών πόρων, δδ) της προωθήσεως, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων, β) αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσης, της επανορθώσεως των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Περαιτέρω, οι γενικές αρχές του άρθρου 174 -μεταξύ των οποίων και η αρχή της προφύλαξης- ενισχύονται: α) Με το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ, που προβλέπει ότι οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων, β) με το άρθρο 152 1 της Συνθήκης ΕΚ για την υποχρέωση επιτεύξεως υψηλού επίπεδου προστασίας στις διάφορες κοινοτικές πολιτικές και δράσεις, όπως η υγεία του ανθρώπου, γ) με το άρθρο 95 παρ. 3 της Συνθήκης ΕΚ, που ορίζει ότι η Επιτροπή στις προτάσεις της που προβλέπει η παρ. 1 στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, σε σχέση κυρίως με κάθε νέα εξέλιξη που βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Με τις διατάξεις αυτές διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής και στην προστασία της υγείας του ανθρώπου και συνακόλουθα η αρχή της προφυλάξεως εφαρμόζεται σε κάθε πράξη, από την οποία προέρχεται έστω και πιθανός κίνδυνος για πρόσωπα και πράγματα, ώστε μπορεί να λεχθεί ότι το περιβάλλον και η υγεία διατηρούν ένα προνομιακό δεσμό για προσφυγή στην αρχή της προφυλάξεως (βλ. Γ. Δελλή, «Το περιβάλλον ως στοιχείο της κοινοτικής έννομης τάξης και η Συνθήκη του Amsterdam», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 1997, σελ. 295, Ph. Icard, «Le principe de precaution: exception Z Γ application du droit communautaire», Revue trimestrielle de droit europeen (RTDE) 2000, σ. 471-397, 475). Την 2.2.2000, η Επιτροπή εξέδωσε Ανακοίνωση για την αρχή της προφυλάξεως, με σκοπό την καθιέρωση κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της, που να επιτρέπει τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών, στις περιπτώσεις που τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δεν επιτρέπουν πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου. Σύμφωνα με την Επιτροπή, μπορεί να γίνει προσφυγή στην αρχή της προφυλάξεως, όταν τα πιθανώς επικίνδυνα αποτελέσματα ενός φαινομένου, ενός προϊόντος ή μιας δραστηριότητας έχουν προσδιορισθεί βάσει επιστημονικής και αντικειμενικής αξιολογήσεως, αλλά η αξιολόγηση αυτή δεν επιτρέπει να προσδιορισθεί ο κίνδυνος με επαρκή βεβαιότητα. Η προσφυγή στην αρχή της προφυλάξεως εντάσσεται συνεπώς στο γενικό πλαίσιο της αναλύσεως του κινδύνου (που περιέχει, εκτός από την αξιολόγηση του κινδύνου, τη διαχείριση του κινδύνου και την κοινοποίηση του κινδύνου) και ειδικότερα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του κινδύνου που αντιστοιχεί στη λήψη αποφάσεων (βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής για την προσφυγή στην αρχή της προφυλάξεως της 2.2.2000, COM (2000) I Final). Η αρχή της προφύλαξης έχει ύψιστη σημασία για την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα προληπτικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημοσίας υγείας μπορούν να περιορίσουν, σε πολλές δε περιπτώσεις να απαγορεύσουν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες (βλ. Αντ. Σηφάκης, «Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση 2000, σελ. 53, Γιώργος Κρεμλής, «Η ευρωπαϊκή πολιτική και το δίκαιο του περιβάλλοντος. Το κοινοτικό κεκτημένο», Νόμος και Φύση 1998, σελ. 554, Τάκης Νικολόπουλος, «Οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση 2000, σελ. 271, D. Freestone, «The Precautionary Principle», in: R. Churchill and D. Freestone (eds.), International Law and Global Climate Change, 1991, P. Beckman et V. Mansuy, «Le principe de precaution», 2003, J.-M. Favret, «Le principe de precaution ou la pise en compte par le droit de Iʼ in – certitude scientifique et du risque virtuel», Recueil Dalloz Sirey, no 43, 6.12.2001, σελ. 3462-3469, J. Koechlin, K. Von Moltke, C. Weil, «Les pratiques europeennes de la precaution», 2002, C. Leben, J. Verhoeven (sous la direction de), «Le principe de precaution», 2002, C. Leben, J. Verhoeven (sous la direction de), «Le principe de pricaution, Aspects de droit international et de droit europeen», 2002, O. Godard, E. Henry, P. Lagadec, E. Michel – Kerjan, «Traite de nouveaux risqes, Precaution, crise, assurance», 2002, Le Monde της 26.05.2004, σελ. 8-9, editorial, σελ. 17, για τη συνταγματοποίηση και τη σημασία της αρχής της προφυλάξεως στο άρθρο 5 του σχεδίου νόμου για τον Χάρτη Περιβάλλοντος εν όψει της συζητήσεώς του στη γαλλική εθνοσυνέλευση). Ως προς τη νομολογία εκ μέρους του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ), σχετικά με τους όρους εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως σημειώνονται τα ακόλουθα: Σχετικά με τη σημασία της αρχής της προφυλάξεως και της διακρίσεώς της από την αρχή της προλήψεως, το ΠΕΚ θεωρεί ότι κατ’ άρθρο 174 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η αρχή της προφυλάξεως συνιστά μία από τις αρχές, στις οποίες στηρίζεται η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, προσθέτοντας ότι από τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι η προστασία της υγείας των ατόμων ανάγεται στους σκοπούς της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, ότι αυτή η πολιτική, η οποία αποβλέπει σε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, βασίζεται κυρίως στην αρχή της προφυλάξεως και ότι οι απαιτήσεις αυτής της πολιτικής πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και στην εφαρμογή των άλλων πολιτικών της Κοινότητας (βλ. ΠΕΚ απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health SA v. Conseil, υπόθ. T-13/1999, Συλλ. 2002, σελ. II- 3305, σκ. 114, ΠΕΚ απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Alpharma Inc. v. Conseil, υπόθ. Τ-70/1999, Συλλ. 2002, σελ. 11-3495, σκ. 135). Για την εφαρμογή της αρχής της προλήψεως και τη λήψη ή μη οποιασδήποτε αποφάσεως ή ενός μέτρου, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Αξιολόγηση των κινδύνων, δηλαδή μια διαδικασία επιστημονική που συνίσταται στην αναγνώριση και στον χαρακτήρα ενός κινδύνου, στην εκτίμηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και στον χαρακτηρισμό του (βλ. ΠΕΚ, Pfizer Animal Health SA v. Con-seil ό.π., σκ. 156, ΠΕΚ Alpharma Inc. v. Conseil, ό.π., σκ. 151). Η έννοια του κινδύνου στο πλαίσιο της αρχής της προφυλάξεως χρησιμοποιείται με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή δραστηριότητα που μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου. Στο καθεστώς αυτό η αξιολόγηση των κινδύνων έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση του βαθμού της πιθανότητας των αρνητικών επιδράσεων ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή δραστηριότητας στην υγεία του ανθρώπου και στη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων (βλ. ΠΕΚ Alpharma Inc. v. Conseil, ό.π., σκ. 160, 161). β) Επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση κινδύνων για την υγεία των προσώπων, χωρίς να οφείλουν τα αρμόδια όργανα να προσδοκούν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων (βλ. ΠΕΚ απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, National Farmer’s Union, υπόθ. C-157/1996, Συλλ. 1998, σελ. I-2211, σκ. 63, ΔΕΚ απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, United Kingdom v. Commission, υπόθ. C-180/1996 (ασφάλεια τροφίμων, Συλλ. 1998, σελ. 1-2265, σκ. 99, ΠΕΚ απόφαση της 16 Ιουλίου 1998, Bergaderm v. Commission, υπόθ. Τ-199/1996, Συλλ. 1998, σελ. 11-2805, σκ. 66). Σε περίπτωση δε επιστημονικής αβεβαιότητας δεν μπορεί να προσδοκάται ότι από την αξιολόγηση των κινδύνων θα προκύψουν υποχρεωτικώς επαρκείς επιστημονικές αποδείξεις ως προς το υποστατό και τη σοβαρότητα των πιθανών αρνητικών επιδράσεων, αν επέλθει ο εν λόγω κίνδυνος (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Etablissements Armand Mondiet SA v. Armement Islais SARL, υπόθ. C-405, Συλλ. 1993, σελ. 1-6133, σκ. 29-31, ΔΕΚ απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1999, Espange v. Commission υπόθ. C-179/1995, Συλλ. 1999, σελ. 1-6475, σκ. 31). Εν όψει της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, αφ’ ενός μπορεί να περιορισθεί η θεμελιώδης αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, Commission v. Kingdom of Danemark, υπόθ. C-302/1986, Συλλ. 1988, σελ. 4607, σκ. 21, ΔΕΚ απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1998, Ditlev Bluhme, υπόθ. C-56/1997, Συλλ. 1998, σελ. 1-8033, σκ. 33, ΔΕΚ απόφαση της 11ης Ιουλίου 2000, Toolex ΑΒ, υπόθ. C-473/1998, Συλλ. 2000, σελ. 1-5681, σκ. 35, σχετ. C. London, Interactions environment et sante:etat des lieux, RTDE, σελ. 140-154, 145), αφ’ ετέρου έχει δημιουργηθεί μία ιεράρχηση και υπεροχή των αγαθών προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας σε σχέση με οποιαδήποτε οικονομικά συμφέροντα (βλ. ΠΕΚ διάταξη της 30ής Ιουνίου 1999, Alpharma Inc. v. Conseil, υπόθ. T- 70/1999, Συλλ. 1999, σελ. 11-2027, σκ. 45, σχετ. Τ. Νικολόπουλος, «Οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος», ό.π., σελ. 293). Η αρχή της προφυλάξεως, ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα εν όψει προλήψεως ορισμένων πιθανών κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, ώστε να υπερισχύσουν οι απαιτήσεις που συνδέονται με την προστασία των ως άνω συμφερόντων έναντι των οικονομικών (βλ. ΠΕΚ απόφαση της 26 Νοεμβρίου 2002, Artegodan Gmb H/Commission, μικτές υποθ. Τ- 74/00, Τ-76/00, Τ-83/00 μέχρι Τ-85/00, Τ-137/00 και Τ-141/00, Σ. 2002, σ. 11-4945, σκ. 184). Έτσι, η αρχή της προφυλάξεως μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδης αρχή της κοινοτικής έννομης τάξεως, η οποία εκφράζει τους κοινούς σκοπούς και τις κοινές αξίες, που συνιστούν τα συστατικά θεμέλια του κοινοτικού οικοδομήματος, αποτελώντας στοιχείο κάθε οργανωμένου νομικού συστήματος κατά το πρότυπο σεβασμού του δικαίου (βλ. D. Simon, «Le systeme juridique communautaire», 2001, σελ. 367, 369). Ως τμήμα της κοινοτικής νομιμότητας δημιουργεί -εκτός των άλλων- υποχρέωση στα κράτη μέλη να πράττουν σύμφωνα με αυτήν, αλλά και να την επικαλούνται προς λήψη ορισμένου μέτρου στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, υπερισχύει του παραγωγού κοινοτικού δικαίου, αλλά και του εθνικού νόμου, μπορεί δε αναλόγως να εφαρμόζεται και από τα εθνικά δικαστήρια (βλ. Simon, ό.π., σελ. 369, G. Mollet, δικτ. τοπ., http:www.jurismag.net/articles/article-precaution.htm, P. Ramdaud, «Un nouveau principe du droit communautaire: le principe de precaution», in: Melanges Paul Sabourin, σελ. 311-325, σ. 315). Στη διακήρυξη του Ρίο 1992 ορίσθηκε ότι όταν υπάρχουν απειλές σοβαρής ή ανεπανόρθωτης ζημιάς η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιείται ως λόγος για την αναβολή λήψης αποδοτικών μέτρων που προλαμβάνουν την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Με αυτό το πνεύμα το ΔΕΚ αποφάνθηκε “ότι οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς την συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, μπορούν να λαμβάνονται μέτρα προστασίας χωρίς να αναμένεται να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων (Μοnsanto Agricoltura Italia SpA C-236/2001 (2003) ERK-08105 παρ. 11). Υπό αυστηρότερη εκδοχή της η αρχή της προφύλαξης θεωρεί ότι μόνη η ύπαρξη ενδείξεων ως προς πιθανούς κινδύνους σοβαρής βλάβης, μη δυναμένους να αποκλεισθούν με βάση τα επιστημονικά πορίσματα, επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στη κυκλοφορία αγαθών ή στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπό προϋποθέσεις δημιουργεί τεκμήριο ύπαρξης κινδύνου. Κατά την άποψη που το Δικαστήριο αυτό θεωρεί ορθότερη και προκειμένου η αρχή της προφύλαξης να μην καταστεί εργαλείο άλογης ανάσχεσης της έρευνας και της ανάπτυξης πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας ως εργαλείο ορθολογικής διαχείρισης του κινδύνου. Η συναγωγή της αρχής στηρίζεται στη σοβαρότητα και το δυσεπανόρθωτο της βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και στο ενδεχόμενο οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από δραστηριότητα για την οποία υπό τα εκάστοτε διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα (Ν. Παπασπύρου, εις «Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου», 2006, σελ. 689 επ., βλ. James Cameron Juli Abouchar, «The Precautionary Principe: A Fundamental Principle of Law and Policy for the Protection of the Global Environment», Boston Collage International and Comparative Law Review Vol. 14, Issue 1, Article 2, 1991). Επομένως, δραστηριότητες για τα αποτελέσματα των οποίων υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής γνώσης ελέγχονται από το Δικαστή ως προς το αν κατά την άσκησή τους λαμβάνουν τα μέτρα προφύλαξης που εξαλείφουν ή μειώνουν τους κινδύνους, έτσι ώστε να προστατεύεται η αξία και η υγεία του προσώπου, που αποτελούν μείζονα και Συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα. Η ύπαρξη άδειας της αρχής δεν εμποδίζει το Δικαστή να εξετάζει κάθε φορά, αν αλλοιώνεται ή καταργείται η κοινή ωφέλεια, δηλαδή η απόλαυση ενός υγιούς περιβάλλοντος και ο δικαστής δεν υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του ούτε υποκαθιστά τον νομοθέτη κατά παράβαση του άρθρου 26 Συντάγματος (Μπάλιας, «Ηλεκτρομαγνητικά πεδία», σε: «Περιβάλλον και Δίκαιο», 2002, σελ. 44 επ., 65, Καλαβανίδου, «Προληπτικοί Μηχανισμοί προστασίας του Περιβάλλοντος», Επισκ. Εμπ. Δικαίου, σελ. 370, 381).

[12] ΕφΑθ 5560/2013, ό.π.

[13] Δακορώνια Ευγενία, ό.π.

[14] Τάκης Νικολόπουλος, «Οι αρχές του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος (Νοέμβριος 2000)», σε: nomosphysis.org.gr

[15] Σχετ. ΠολΠρΛαρίσης 100/2007, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 4/2007, σελ. 587, Γλυκερία Σιούτη, «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 4/2004, σελ. 455, Ιω. Καράκωστας, «Ιδιωτικό Δίκαιο προστασίας του Περιβάλλοντος», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 3/2009, σελ. 439, Γιώργος Μπάλιας, «Ο κίνδυνος per se: Προς μια διεύρυνση της αστικής περιβαλλοντικής ευθύνης;», σε Περιβαλλοντική ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής, Πρακτικά Συνεδρίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010, Γιώργος Μπάλιας, «Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, οι κίνδυνοι βλάβης της υγείας και του περιβάλλοντος και οι προληπτικοί μηχανισμοί του δικαίου», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 1/2002, σελ. 44, Γιώργος Μπάλιας, «Η αρχή της προφύλαξης – Μία νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο», 1/2004 σελ. 37, Γ. Μπάλιας, «Η Δέουσα Εκτίμηση Επιπτώσεων Έργων και Σχεδίων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000», περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο», 4/2014 σελ. 577, Ζαφείρης Τσολακίδης, «Η παρανομία ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης επί προσβολής περιβαλλοντικών αγαθών», σε: «Ιωάννης Κ. Καράκωστας – Φιλίας και Μαθητείας χάριν», τόμος ΙΙ, Αθήνα 2016, σελ. 1482, Τάκης Νικολόπουλος, «Η αβεβαιότητα και η σχετικότητα της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης στη νέα επιστημονικο – ανταγωνιστική τάξη», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 4/2002, σελ. 689, Τάκης Νικολόπουλος, «Ο “αποδεκτός κίνδυνος”: ένας ακόμα Δούρειος Ίππος»; περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 4/2004, 471, Βασίλειος Τσεβρένης, Διονυσία Βαρθάλη, «Η αβεβαιότητα και η σχετικότητα της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης στη νέα επιστημονικο-ανταγωνιστική τάξη», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 4/2002, σελ. 689, Μάνθα Βαρελά, «Η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης μετά τον ν. 3431/2006», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 1/2008, σελ. 25, Ευάγγελος Αθανασόπουλος, «Παρατηρήσεις στην ΜΠρΑθ 9402/2015», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 1/2016 σελ. 114, Μαρία Φλουράκη, «Κεραίες κινητής τηλεφωνίας – Επιστημονική διχογνωμία και ανεπαρκής νομοθεσία», περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» 3/2016 σελ. 447, Βλ. και ΣτΕ Ολ 1264/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, https://lawlab.com.gr/monprotirakl951-2017-prosvoli-prosopikotitas-apo-litourgia-athlitikou-kentrou-k-anapsyktiriou/, ΕφΑθ 5560/2013 σε: dsanet.gr, ΕφΠατρών 182/2001, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 2/2001, σελ. 249 (παρατηρήσεις Τ. Νικολόπουλος), ΠολΠρΘεσ 26223/2005, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 4/2005 (παρατηρήσεις Απ. Σίνης), σελ. 614, ΤρΠλημΒόλου 3325/2005, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» 3/2006, σελ. 427 (παρατηρήσεις Νικ. Μόσχος), ΜονΠρΘεσ 13776/2002, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 2/2002, σελ. 360 (παρατηρήσεις Μ. Κοτζαϊβάζογλου), ΣτΕ ΕπΑναστ. 486/2005 περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 3/2005, σελ. 451 (παρατηρήσεις Βασ. Τσεβρένης), ΔιοικΕφΑθ 57/2006, περιοδικό «Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας», 3/2006, σελ. 410 (παρατηρήσεις Μ. Βαρελά), ΜονΠρΚερκύρας 1764/2005, περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 1/2007, σελ. 100.

[16] Ευάγγελος Αθανασόπουλος, «Παρατηρήσεις στη ΜονΠρΑθ 9402/2015», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 1/2016, σελ. 114.

[17] Ευ. Αθανασόπουλος, ό.π., ο οποίος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Ειδικότερα δε ως προς τη νομοθετική εξουσία, είναι σαφές ότι καλείται, αφού συνεκτιμήσει την πιθανή επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την επικινδυνότητα ορισμένης δραστηριότητας, να προβλέψει, στο μέτρο του δυνατού, όλα τα προσήκοντα προληπτικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος ή άλλων εννόμων αγαθών (π.χ. της δημόσιας υγείας). Συναφώς, διά του ν. 4070/2012, επειδή ακριβώς αναγνωρίζεται η κινδυνώδης φύση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ο εθνικός νομοθέτης προσπαθεί να μειώσει τους κινδύνους σε βάρος του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας που προκαλούνται από τις τελευταίες, πρωτίστως προβλέποντας μία συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία αδειοδοτήσεων και θέτοντας κάποια όρια ασφαλείας των τιμών των εκπεμπομένων ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών».

[18] Κατά τον Ευ. Αθανασόπουλο, «Παρατηρήσεις στη ΜονΠρΑθ 9402/2015», ό.π., ο όρος στην Ελληνική αποδίδεται ως αρχή “Όσο το δυνατόν χαμηλότερα στο πλαίσιο του ευλόγως επιτευκτού”. Η αρχή ALARA είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την αρχή της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσεως, η οποία υποχρεώνει τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας με ανάλογο κόστος να κατασκευάζουν πύργους τουλάχιστον 500 μ. από τις κατοικίες και να χρησιμοποιούν κεραίες μεγάλης απολαβής, ήτοι περισσότερο ευαίσθητες». Σχετ. βλ. παραπομπές του ιδίου σε: ΣτΕ 4503/1997, 4531/2004, ΜονΠρΘεσ 4598/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[19] Σ. Παυλάκη, ό.π., σελ. 64.

[20] ΑΠ 463/2021 ΤΝΠ Νόμος. Κατ’ άρθρο 57 ΑΚ: «Δικαίωμα στην προσωπικότητα. Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αν η προσβολή αναφέρεται στην προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». ΠολΠρΛαρίσης 100/2007, ό.π. Ιωάννης Καράκωστας, «Περιβάλλον και Δίκαιο – Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών», γ’ έκδ., Αθήνα 2011, σ. 295 επ., Ιω. Καράκωστας, «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», περιοδικό «Νομικό Βήμα» (ΝοΒ) 41, σελ. 45.

[21] Γλ. Σιούτη, «Δίκαιο Περιβάλλοντος», Γενικό Μέρος Ι, Δημόσιο Δίκαιο και Περιβάλλον», 1993, σελ. 49 επ. Βλ. και ΑΠ 463/2021 ΤΝΠ Νόμος. Σχετ. και Β. Μπουκουβάλα, «Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των Νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 552 επ.

[22] Ιω. Καράκωστας, ό.π., σελ. 264, ΑΠ 463/2021 ΤΝΠ Νόμος.

[23] ΑΠ 463/2021 ΤΝΠ Νόμος. Βλ. και ΠολΠρΑθ 3872/2006 περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο», 1/2007, σελ. 87, η οποία δέχθηκε ότι δεν απαιτείται η προσβάλλουσα το έννομο αγαθό συµπεριφορά να είναι απαγορευµένη από ειδική διάταξη νόµου, αλλ’ αρκεί να είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη και µόνο. Κοινωνικά δε απρόσφορη είναι η επέµβαση στη σφαίρα του συγκεκριµένου κάθε φορά αγαθού, η οποία λαµβάνει χώρα χωρίς προς τούτο δικαίωµα ή µε την άσκηση µεν δικαιώµατος, που είτε είναι µικρότερης σπουδαιότητας από το προσβαλλόµενο είτε ασκείται καταχρηστικά.

[24] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[25] ΑΠ 195/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 219/2007, περιοδικό «Εφημερίδα Αστικού Δικαίου» (ΕφΑΔ) 2008 σελ. 67, ΠολΠρΑθ 29/2007 περιοδικό «Νομικό Βήμα» (ΝοΒ) 2007 σελ. 626, ΜονΠρΧαλκίδας 91/2004 ΝοΒ 2005 σελ. 320, ΜονΠρΧαλκίδας 1158/2010 περιοδικό «Χρονικά Ιδιωτικού δικαίου» (ΧρΙΔ) 2011 σελ. 90. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη εκείνου που προσβάλλει, ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον [ΑΠ 1143/2003 περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη (ΕλλΔνη) 46 σελ. 394, ΕφΑθ 12154/1990 ΕλλΔνη 32 σελ. 1673, ΕφΑθ 1688/1998 ΕλλΔνη 39 σελ. 667, ΕφΑθ 2750/2006 ΝοΒ 2006 σελ. 1008].

[26] Απόστολος Γεωργιάδης, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», δ’ έκδοση, Αθήνα 2012, σελ. 147, ΕφΑθ 1254/1990 περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη», 32 σελ. 1673, ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[27] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[28] ΣτΕ Ολ 1672/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[29] Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος, «Το δικαίωμα κυριότητας των περιβαλλοντικών αγαθών», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 4/2015 σελ. 616, ΜονΠρΒόλου 1531/2002, περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη», 2002 σελ. 1497.

[30] ΑΠ 1731/2006 περιοδικό «Νομικό Βήμα» (ΝοΒ) 2007 σελ. 353, ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π. Σχετ. και Αλέξ. Καλαβρός, «Ο Αστικός Κώδικας ως πεδίο περιβαλλοντικής προστασίας», σε: «Περιβαλλοντική ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής», Πρακτικά Συνεδρίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010, σελ. 89 επ.

[31] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[32] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[33] Απ. Γεωργιάδης, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου» (ΓενΑρχΑΔ), 1997, παρ. 12, αριθ. 20, σελ. 129, ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[34] Με δεδομένο δηλαδή ότι κάθε πρόσωπο, ως φορέας του δικαιώματος της προσωπικότητας, νομιμοποιείται να ζητήσει δικαστική προστασία για την προσβολή του δικαιώματος χρήσης και απόλαυσης των κοινών σε όλους και κοινόχρηστων πραγμάτων και προκειμένου να αποφευχθεί η άσκηση λαϊκής αγωγής (actio popularis), η καθιέρωση της οποίας δεν βρισκόταν στους σκοπούς του νομοθέτη του αστικού δικονομικού δικαίου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων πρέπει να βρίσκεται σε ορισμένη τοπική σχέση με το βλαπτόμενο περιβαλλοντικό αγαθό (ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.).

[35] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π., ΠολΠρΛαρίσης 100/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΣάμου 58/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΗρακλείου 109/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΚορίνθου 2449/2008 περιοδικό «Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου» (ΧρΙΔ) 2009 σελ. 122, ΜονΠρΗρακλείου 3064/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΧανίων 34/2009 περιοδικό «Νομικό Βήμα» (ΝοΒ) 2009 σελ. 513, ΜονΠρΗρακλείου 2835/2009 ΤΝΠ Νόμος, όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τις θέσεις αυτές, θεωρία και νομολογία.

[36] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[37] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π., ΠολΠρΛαρίσης 100/2007, ό.π.

[38] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[39] Η αρχή της προφύλαξης εισήχθη στο κοινοτικό δίκαιο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ την 7/2/1992, στο άρθρο 130Ρ. Νομοθετικός ορισμός της αρχής της προφύλαξης δεν υπάρχει, αν και έχουν διατυπωθεί τουλάχιστον δεκαεννέα (19) ορισμοί, ενώ δεν υπάρχει ομοφωνία για το αν η αρχή αυτή είναι δεσμευτικός νομικός κανόνας ή πολιτική αρχή.

[40] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[41] Υπόθ. C-236/2001 (2003), Μονσάντο, Agricoltura Italia SpA, ECR-08105, παρ. 11.

[42] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[43] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[44] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π., ΠολΠρΛαρίσης 100/2007, ό.π., ΠολΠρΣάμου 58/2008, ό.π., ΠολΠρΗρακλείου 109/2009 ό.π., ΜονΠρΚορίνθου 2449/2008, ό.π., ΜονΠρΗρακλείου 3064/2008, ό.π., ΜονΠρΧανίων 34/2009, ό.π., ΜονΠρΗρακλείου 2835/2009, ό.π., όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τις θέσεις αυτές, θεωρία και νομολογία.

[45] Βλ. σχετ. ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[46] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[47] Αναφέρονται τα άρθρα 1 και 3 του α.ν. 2520/1940, η Υγειονομική διάταξη A5/3010/14.8.1985 (ΦΕΚ Β’ 593) και η 3/1996 Αστυνομική Διάταξη (1023/2/37-ια/1996), που ορίζει τα μέτρο για την τήρηση της κοινής ησυχίας και εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 3 εδάφ. β’ του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α’ 152), εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης στις 9.1.1996 (ΦΕΚ Β’ 15) και τροποποιήθηκε με την Απόφαση 1010/12/4-γ/2001 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΦΕΚ Β’ 180). Βλ. Ευγενία Δακορώνια, «Το δικαίωμα στο νερό – Νομικό Πλαίσιο Προστασίας», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», 2/2011 σελ. 239. Σχετ. και ΑΠ 463/2021, ΕιρΒόλου 99/2022 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΚορίνθου 2449/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΛαρίσης 100/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΡεθύμνου 186/2004, ΜονΠρΘεσ 16242/2003 περιοδικό «Αρμενόπουλος» 2005, σελ. 1202, ΜονΠρΒόλου 1531/2002 ό.π.

[48] ΜονΠρΗρακλείου 951/1597/2017, ό.π.

[49] Ιω. Καράκωστας, «Αδικοπρακτική ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία – άρθρο 29 ν. 1650/1986», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2000, σελ. 162, Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη – Θεσμικό πλαίσιο και εφαρμογή», εκδ. Νομόραμα, Αθήνα 2018, σελ. 107 επ.

[50] Βλ. Ιω. Καράκωστα, «Περιβάλλον & Δίκαιο …», ό.π., σ. 405 επ., Αλέξ. Καλαβρός, «Ο Αστικός Κώδικας ως πεδίο περιβαλλοντικής προστασίας», σε: «Περιβαλλοντική ευθύνη – Θεωρητικές εξελίξεις και ζητήματα εφαρμογής», Πρακτικά Συνεδρίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, 2010, σελ. 88, Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π.

[51] Αλέξ. Καλαβρός, ό.π., σελ. 89.

[52] Ιω. Καράκωστας, «Αδικοπρακτική ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία (άρθρο 29 ν. 1650/1986)», ό.π.

[53] Ιω. Καράκωστας, «Περιβάλλον & Δίκαιο …», ό.π., Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π.

[54] Ιω. Καράκωστας, «Περιβάλλον & Δίκαιο …», ό.π., Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π.

[55] Ιω. Καράκωστας, «Περιβάλλον & Δίκαιο …», ό.π., σελ. 408, κατά τον οποίο: «Παρά το ότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει ρητώς στους λόγους απαλλαγής από την ευθύνη το πταίσμα του ζημιωθέντος, η AK 300 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση, με αποτέλεσμα να είναι δυνατός ο περιορισμός ή και αποκλεισμός της ευθύνης, όταν ο ζημιωθείς έχει συμβάλει με πράξη ή παράλειψή του στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας. Για τον αποκλεισμό της ευθύνης κατ’ άρθρο 29 του ν. 1650/1986, ο υπόχρεος είναι δυνατόν να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε δόλια πράξη τρίτου ή σε πταίσμα του ιδίου του ζημιωθέντος ή ακόμη ότι ο τελευταίος είναι κάτοχος πηγής κινδύνου, για την οποία ο νόμος θεσπίζει ευθύνη από διακινδύνευση, η λειτουργία της οποίας συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία. Βλ. και Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π., ΠΠρΠειρ 464/2014 περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2013, σελ. 696.

[56] Στ. Πουλή, Χρ. Κουρεντή, Γ. Μαργαρίτης, Δημ. Μπούζας, Όλ. Δημητριάδου, Ελ. Λεβαντής, «Η εφαρμογή της Οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη στη Ελλάδα (θεωρία και πραγματικότητα)», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2015, σελ. 32, Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π., σελ. 178 επ.

[57] Στ. Πουλή, Χρ. Κουρεντή, Γ. Μαργαρίτης, Δημ. Μπούζας, Όλ. Δημητριάδου, Ελ. Λεβαντής, ό.π., Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π.

[58] Σ. Παυλάκη, «Περιβαλλοντική Ευθύνη …», ό.π., Γ. Σμπώκος, «Η Οδηγία 35/2004/ΕΚ για την περιβαλλοντική ασφάλιση – Πεδίο και προοπτικές εφαρμογής», περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο» (ΠερΔικ) 2008, σελ. 59.

Πηγή: dasarxeio.com

Δείτε επίσης