«Επιχείρηση “Νόστος”»: Η αρχαιοκαπηλία των λευκών κολάρων

Μικέλα Χαρτουλάρη/ΕΦ.ΣΥΝ.

απο Cyclades Open

Υπάρχει μια βολική θεωρία για τις αρχαιότητες «άγνωστης» προέλευσης που έχουν βρει, και συνεχίζουν να βρίσκουν, περίοπτη θέση σε ονομαστά αμερικανικά -και όχι μόνο- μουσεία, τα οποία συγκροτήθηκαν κυρίως τον 20ό αιώνα, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Ηταν, λέει, «ορφανά παιδιά» που ζούσαν χωρίς φροντίδα, εγκαταλειμμένα και απροστάτευτα σε φτωχές χώρες, ώσπου χάρη σε κάποιους φιλάνθρωπους σώθηκαν σε γυάλινα σπίτια όπως τους άξιζε.

Αυτό υποστήριζε ο πρώην διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, Τόμας Χόβινγκ. Αλλά υπάρχει και ο αντίλογος. Οτι τα άρπαξαν κάποιοι αυτόκλητοι σωτήρες τους που γκρέμισαν το ταπεινό σπίτι τους, τα φυγάδεψαν κρυφά από τον τόπο όπου γεννήθηκαν, τα προώθησαν αθόρυβα σε συνεργάτες τους με υψηλές διασυνδέσεις, οι οποίοι τα εγκατέστησαν σε χρυσές φυλακές μακριά από την κοινωνία που τα γαλούχησε. Και τώρα βρίσκονται, χωρίς τη συναίνεσή τους, υιοθετημένα από εκείνους που «δολοφόνησαν» τους γονείς τους.

Με αυτόν τον αντίλογο συντάχθηκε ο Νικόλας Ζηργάνος και έδωσε καινούργια φτερά στην ερευνητική δημοσιογραφία, φέρνοντας στο φως από το 2003 ώς το 2007, στην «Ελευθεροτυπία», στους Los Angeles Times, και στον Independent, τα έργα και τις ημέρες του ισχυρότερου δίδυμου εμπόρων αρχαιοτήτων στην υφήλιο: του Ρόμπιν Σάιμς και του Χρήστου Μιχαηλίδη, που είχαν το ησυχαστήριο τους στη Σχοινούσα απ’ όπου ενορχήστρωναν και τις μπίζνες τους με συλλέκτες, μουσεία και οίκους δημοπρασιών.

Σήμερα ο Ζηργάνος επανέρχεται με ένα μυθιστόρημα που πατά σε ντοκουμέντα για πολλές διαφορετικές υποθέσεις. «Ταξιδεύει» από την Αθήνα, στην Πάτρα, στο Μόσταρ, στη Ρώμη, στο Φράιμπουργκ, στο Μόναχο, στο Λονδίνο ή στη Γενεύη, «μπαίνει» σε σκοτεινά μπαρ και σε καζίνο, στη ΓΑΔΑ και σε γερμανικά ατελιέ, σε ιταλικές βίλες αλλά και σε μαντριά του ελληνικού Φαρ Ουέστ. Αλλά όχι μόνο αυτό. Παράλληλα χαρτογραφεί τη δίωξη της αρχαιοκαπηλίας με τις συναλλαγές των αστυνομικών, τις ελληνο-ιταλικές συνεργασίες μεταξύ εισαγγελέων, την Greek mafia με τους εκβιασμούς της, καθώς και τις κομπίνες των μικρών και των μεγάλων ντίλερ – εμπόρων αρχαιοτήτων. Αλλά αποτυπώνει και την πολιτική, οικονομική και μιντιακή διαπλοκή με συμφέροντα που αγγίζουν και ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζει τους σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζει όποιος τα σκαλίζει όλα αυτά: είτε είναι ρεπόρτερ, είτε δικαστικός, αρχαιολόγος ή αστυνομικός. Γι’ αυτό, «πρώτα ρωτάς ποιος είναι ο ύποπτος και μετά τον συλλαμβάνεις»…

Ο συγγραφέας διάλεξε τον τίτλο «Επιχείρηση “Νόστος”» για το μυθιστόρημά του (εκδ. Τόπος), καθώς μιλά στο όνομα των αρχαιοτήτων που «νοσταλγούν τον τόπο όπου γεννήθηκαν». Διότι γνωρίζει ότι όταν ένα έργο αρχαίας τέχνης περάσει τα σύνορα της πατρίδας του, είναι πολύ δύσκολο και σπάνιο να επαναπατριστεί, αφού τη διαδρομή του θα την καλύψει μια απειλητική σιωπή. Και θα χαθούν ή θα καταστραφούν συνειδητά τα τεκμήρια της προέλευσής του από τυμβωρυχίες και λαθρανασκαφές οπότε θα εμποδιστεί και η νομική διεκδίκηση για την επιστροφή του.

Στην 35χρονη καριέρα του στα ΜΜΕ ο Ζηργάνος υπήρξε μαχητικός και ακούραστος ρεπόρτερ στα διεθνή πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα -πρώτη αποστολή του ήταν να καλύψει την πτώση του Τσαουσέσκου. Ωστόσο η έρευνά του τον κατέστησε επιπλέον κομβικό κρίκο και για τον επαναπατρισμό σημαντικών αρχαιοτήτων που αποδείχθηκε ότι ήσαν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Πρόκειται για την αρχαϊκή μαρμάρινη Κόρη (530 π.Χ.) και το χρυσό νεκρικό μακεδονικό Στεφάνι (4ος αι. π.Χ.) που το 2007, επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή και υπουργίας Πολιτισμού Γιώργου Βουλγαράκη, επιστράφηκαν στην Ελλάδα από το Μουσείο Πολ Γκετί, το μεγαλύτερο ιδιωτικό αμερικανικό μουσείο. Τα δύο αυτά μοναδικά έργα (εκτίθενται σήμερα στα δημόσια Μουσεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) τα συναντάμε και στην «Επιχείρηση “Νόστος”», αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Οπως σχολιάζει:

«Η περιπέτεια της “Κόρης” και του “Στεφανιού”, η οποία προκάλεσε και την παραίτηση της Μάριον Τρου, εφόρου Αρχαιοτήτων του Μουσείου Γκετί, είναι γραμμένη στα ρεπορτάζ μου. Δεν με ενδιέφερε να τη διηγηθώ σε μυθιστόρημα, δεν κάνω καταγγελτική λογοτεχνία. Στην ‘‘Επιχείρηση ‘Νόστος’’’ καταγράφω το απόσταγμα πολλών υποθέσεων αρχαιοκαπηλίας, και μιλάω για νοοτροπίες, στάσεις ζωής και φαινόμενα που δεν είναι εύκολο να αναδειχτούν σε ένα ρεπορτάζ. Υπάρχουν όμως ενδείξεις που… βγάζουν μάτι.

Θέλησα λοιπόν να αφηγηθώ πώς λειτουργεί το διεθνές δίκτυο που συνεχίζει να δρα ασύδοτα και όπου οι Ιταλοί και οι Ελληνες είναι παίκτες-κλειδιά τόσο από την πλευρά των “κακών” όσο και από την πλευρά των “καλών”. Με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας ιστός της αράχνης μέσα στους θεσμούς, με μια μειοψηφία διεφθαρμένων ή και επικίνδυνων προσώπων που πολλές φορές κυριαρχούν. Παράλληλα, η δημόσια διοίκηση δεν έχει συνέχεια, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης συνοδεύεται από ένα ερωτηματικό, ένας επόμενος υπουργός μπορεί να αλλάξει πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα κ.ο.κ. Εξακολουθούν να υπάρχουν έρευνες που σταματούν με ένα μπιλιέτο από “ψηλά”, με μια υπόσχεση προαγωγής ή με μια μετάθεση. Υπάρχουν καραμπινάτες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας όπου οι κατηγορούμενοι αποδίδονται “λευκοί” στην κοινωνία χάρη στις γνωριμίες, στα λεφτά, στο κοινωνικό προφίλ τους ή στην πολιτική στήριξη που εξασφαλίζουν. Στο μυθιστόρημα μιλάω λοιπόν για γεγονότα που έχουν γίνει, μπορεί να γίνουν ή θα μπορούσαν να εξελιχθούν όπως τα περιγράφω».

Η «Επιχείρηση “Νόστος”» είναι ένα αφήγημα-φωτιά του είδους «docu-fiction» τυλιγμένο σε μια ατμόσφαιρα νουάρ μυθιστορήματος, που θα αφυπνίσει το αναγνωστικό κοινό και θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την υπουργό Πολιτισμού. Κοντά της θα ενοχλήσει και άλλους μεγάλους παίκτες σ’ αυτό το σκληρό και κερδοφόρο παιχνίδι, το οποίο έχει απλωθεί πλέον στην Απω Ανατολή, στις αραβικές χώρες και στη Ρωσία, ενώ παράλληλα καλλιεργείται από ορισμένους μια τάση για τον αποστιγματισμό του.

Είναι χαρακτηριστική η δημόσια συζήτηση που έγινε πρόσφατα στην Ελλάδα, με αφορμή την πολιτική διαχείριση σε συνεργασία με το ιδιωτικό Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, της αμφιλεγόμενης δωρεάς της Συλλογής Κυκλαδικών Ειδωλίων του Αμερικανού μεγιστάνα Λέοναρντ Στερν. Ο Ζηργάνος τεκμηρίωσε τις αμφιβολίες, που εγείρει η συγκρότηση της συγκεκριμένης συλλογής, με αποκαλυπτική έρευνά του τον περασμένο Δεκέμβριο στην «Εφ. Συν.». Αλλά διευκρινίζει ότι το μυθιστόρημά του «ούτε ανοίγει ούτε κλείνει αυτό το ζήτημα, καταγράφει όμως τη μεγάλη εικόνα» για ένα διεθνικό έγκλημα που απλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η «Επιχείρηση “Νόστος”» φωτίζει το παγκόσμιο δίκτυο παράνομης διακίνησης κλασικών ελληνικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων που έχει μορφή πυραμίδας και όπου εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας απ’ αυτό το εμπόριο είναι μια χούφτα άνθρωποι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Στη βάση τους, αυτά τα δίκτυα είναι εγκληματικά. Οι τυμβωρύχοι, οι λαθρανασκαφείς, οι μεσάζοντες που μεταφέρουν αρχαιότητες εκτός συνόρων συνδέονται με εγκληματικές συμμορίες ανακατεμένες συχνά στο εμπόριο όπλων ή ναρκωτικών, οι οποίες ενδέχεται να έχουν ερείσματα στην Αστυνομία.

Ομως, κατά τη γνώμη μου, η πραγματική αρχαιοκαπηλία είναι άλλη. Μπορεί να ξεκινά από τη ζώνη του μαύρου, αλλά σύντομα περνά στη ζώνη του γκρι μέχρι που το χρώμα της γίνεται σχεδόν άσπρο. Εκεί συναντάμε αξιοσέβαστους εμπόρους τέχνης με γκαλερί στη Ζυρίχη, στο Λονδίνο, ή στη Νέα Υόρκη, επίσης συναντάμε μεγάλους οίκους δημοπρασιών που εν γνώσει τους αγοράζουν από αρχαιοκαπηλικά δίκτυα. Κανένας τους δεν είναι “φιλάνθρωπος”. Συγχρωτίζονται με εφόρους μουσείων και μεγάλους συλλέκτες που αναζητούν μια κοινωνική καταξίωση μέσω της τέχνης και προκαλούν μια αυξανόμενη ζήτηση για αρχαιότητες. Μια νέα ζήτηση που ανεβάζει τις τιμές, δημιουργεί νέες αγορές και κίνητρα για λαθρανασκαφές».

Χωρίς να ηθικολογεί, με γλώσσα άμεση και αιχμηρή, ο συγγραφέας αναλύει τα μοτίβα της αρχαιοκαπηλικής δράσης όσο και της δίωξής της από πολλές γωνίες, μέσα από μια δωδεκάδα χαρακτήρες. Κεντρικός αφηγητής ο Αλέξης Καρράς, ανήσυχος ρεπόρτερ αλλά παροπλισμένος, ο οποίος έχει το μικρόβιο της έρευνας. Ο Καρράς μπαίνει στη μάχη ενάντια στην αρχαιοκαπηλία καταλήγοντας να λειτουργεί συλλογικά ως μέλος μιας «διεθνούς των καλών» -δημοσιογράφων, αρχαιολόγων, δικαστικών και αστυνομικών από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ.

Σε παράλληλη τροχιά, ο επικεφαλής της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Γρηγόρης Γεωργίου αγωνίζεται να κάνει τη δουλειά του μέσα σε ένα διεφθαρμένο σύστημα, όπου «αν δείξεις πως ξέρεις τις βρομιές τους, την πάτησες». Οι δυο τους θα πρωτοσυναντηθούν στη μέση του μυθιστορήματος και θα ενώσουν τις δυνάμεις τους απέναντι στους αδίστακτους κρίκους της πανίσχυρης «διεθνούς των κακών», που περιλαμβάνει από μαφιόζους μέχρι στελέχη υπουργείων ή και της Αστυνομίας. Μια αφορμή για τον Ζηργάνο να κάνει δηλητηριώδη σχόλια που κλείνουν το μάτι στην ελληνική πολιτική σκηνή, για μαύρο χρήμα, συγκαλύψεις, συμψηφισμούς, απόκρυψη ευθυνών, κατάχρηση εξουσίας κ.ά.

Το μυθιστόρημα προχωρά σαν σπείρα ανανεώνοντας το σασπένς και αποκαλύπτοντας επιπλέον στο αναγνωστικό κοινό κάποια μυστικά υψηλής θερμοκρασίας. Οπως η έφοδος των Ελβετών αστυνομικών και των Ιταλών καραμπινιέρων μαζί με τον αρμόδιο εισαγγελέα στους αποθηκευτικούς χώρους του «Ελεύθερου Λιμανιού» της Γενεύης, όπου καταλήγουν φορτία πάσης φύσεως χωρίς κανέναν τελωνειακό έλεγχο. Σ’ αυτή τη «μαύρη τρύπα», χάρη σε έναν ελιγμό Ιταλού εισαγγελέα εντοπίστηκαν 1.657 αρχαιότητες, 140 εικόνες και 85 πίνακες συνολικής αξίας τουλάχιστον 150 εκατομμυρίων ευρώ.

Πρόκειται για ένα αληθινό γεγονός από τα πολλά στο βιβλίο, όπως αληθινά είναι και κάποια ενοχλητικά έγγραφα που προωθήθηκαν από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού.

Εκεί θα συναντήσουμε και την Αννα Τσιρώνη, γενική γραμματέα και κατόπιν υπουργό Πολιτισμού, που δεν είναι η ίδια η Λίνα Μενδώνη αλλά «αυτό που αποπνέει», μας λέει ο συγγραφέας. «Και η στάση της παραπέμπει όχι σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αλλά στην εξουσία α λα ελληνικά. Η Τσιρώνη είναι όπως οι “γιέσμεν” με τα αφεντικά και τις μηχανορραφίες τους και οι κινήσεις της υπαγορεύονται όχι από το θεσμικό συμφέρον, αλλά από το προσωπικό συμφέρον». Στο μυθιστόρημα είναι αρκετοί χαρακτήρες εμπνευσμένοι από πραγματικά πρόσωπα, μέσα από τα οποία υπογραμμίζεται η ιστορική συνέχεια του αρχαιοκαπηλικού δικτύου και της δίωξής του.

Ετσι, η αφήγηση ξεκινά π.χ. με τον θάνατο, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, του Νικόλαου Παπαγεωργίου, χαρακτήρα εμπνευσμένου από τον Χρήστο Μιχαηλίδη που πέθανε μυστηριωδώς το 1999. Ηταν ο συνεταίρος του Ρόμπιν Σάιμς και η περιουσία του διδύμου -με τεράστιο αριθμό «ορφανών» αρχαιοτήτων- έγινε αντικείμενο δικών, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, βιβλίων.

Αντίστοιχα, η «Κόρη» και το «Στεφάνι» λειτουργούν στην «Επιχείρηση “Νόστος”» ως μίτος της Αριάδνης στον λαβύρινθο της αρχαιοκαπηλίας των «λευκών κολάρων». Αλλά ο συγγραφέας δεν θριαμβολογεί με τη δικαίωση των πρωταγωνιστών του, του ρεπόρτερ Καρρά, του αστυνόμου Γεωργίου και του εισαγγελέα Δουβή.

Ο Ζηργάνος γνωρίζει ότι η Πολιτεία μπορεί να καμαρώνει επειδή διασώζεται το κύρος της κάθε φορά που ένα έργο αρχαίας ελληνικής ή ελληνιστικής τέχνης επαναπατρίζεται. Ομως σπεύδει να σπείρει αμφιβολίες στο αναγνωστικό κοινό του. Διότι τελικά δεν λάμπει όλη η αλήθεια. Οι αρχαιότητες που επαναπατρίστηκαν το 2007 γυάλισαν το προφίλ του Γ. Βουλγαράκη (στη συνέχεια ο ίδιος το τσαλάκωσε με την εμπλοκή του στην υπόθεση Βατοπεδίου), αντίστοιχα και της Λίνας Μενδώνη που πρόσφατα υποδέχθηκε 15 αρχαιότητες από την Ελβετία. Αλλά τελικά, μεσάζοντες, έμποροι αρχαιοτήτων, έφοροι μουσείων, μαικήνες και οι «άκρες» που έχουν στα υψηλά κλιμάκια της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης, τη γλιτώνουν. Στο μυθιστόρημα η «διεθνής των καλών» διαλύεται, ενώ το αρχαιοκαπηλικό κύκλωμα διασώζεται. Η μάχη έχει κερδηθεί αλλά όχι και ο πόλεμος. Και την επόμενη φορά, για τον Καρρά και τον Γεωργίου το κυνήγι θα πρέπει να ξαναρχίσει από το μηδέν.

«Η αγορά των αρχαιοτήτων» λέει ο Ζηργάνος, «έχει αρχίσει να μετατοπίζεται σήμερα προς τους μεγιστάνες της Κίνας και του αραβικού κόσμου που αντιμετωπίζουν τις αρχαιότητες ως επένδυση και τις κρατούν καλά φυλαγμένες χωρίς να τις εκθέτουν και χωρίς να τροφοδοτούν δημοσιεύσεις και μελέτες, όπως έκαναν παλαιότερα τα μουσεία ή οι παραδοσιακοί συλλέκτες. Αυτή η καινούργια συνθήκη έχει ανοίξει έναν δημόσιο διάλογο, που θα έπρεπε να μεταφερθεί και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκειμένου να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού και να υπάρξει ένα διαφανές και πιο αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο που να υποχρεώνει τους κατόχους αρχαιοτήτων να παρουσιάζουν την προέλευσή τους και την νομιμότητα της κτήσης τους».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δείτε επίσης