Οι αντιναζιστικές και αντιφασιστικές ταινίες (μέρος 1ο: Στις Ηνωμένες Πολιτείες)

Θόδωρος Σούμας

απο Cyclades Open

Σκηνοθέτες της γηραιάς ηπείρου, ορισμένοι από αυτούς Εβραίοι, έφυγαν για τις ΗΠΑ υπό τον φόβο ή και υπό τους διωγμούς των ναζί και βρήκαν εκεί ασφαλές καταφύγιο και μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής για τις ταινίες τους. Διαπρεπείς Αυστριακοί σκηνοθέτες, σαν τον μεγάλο Φριτς Λανγκ, δημιούργησαν αντιναζιστικές ταινίες και δεν ήταν ο μόνος. Κάποιες σπουδαίες ταινίες είναι οι εξής: «The Mortal Storm» (1940) του Φρανκ Μπορζέιγκ, «To be or not to be» (1942) του Ερνστ Λιούμπιτς και «The seventh cross» (1944), «The search» (1948) και «Julia» (1977) του Φρεντ Τσίνεμαν. Ο Γερμανός Ντάγκλας Σερκ σκηνοθέτησε το 1943 το «Hitler’s madman» (1943). Ο ουκρανοαμερικανός Έντουαρντ Ντμίτρικ γύρισε το «The juggler» («Δεσμώτης του παρελθόντος», 1953). Ο ουγγροαμερικάνος Μάικλ Κέρτιζ τη λατρεμένη «Καζαμπλάνκα» (1942) και ο Άγγλος Τσάρλι Τσάπλιν τον καταπληκτικό «Δικτάτορα» (1940).

Στον υπέροχο και πολυεπίπεδο κινηματογράφο του κλασικού σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ στήνεται και ενορχηστρώνεται ο αδυσώπητος ιστός της αράχνης, όπου παγιδεύονται οι ήρωες του Λανγκ, άλλοτε από την τύχη και τη μοίρα κι άλλοτε από την εξουσία και την κοινωνία, όπως συμβαίνει στο αντιφασιστικό «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» (1943). Ο Φριτς Λανγκ στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, σκηνοθέτησε με μεγάλη δεξιοτεχνία σημαντικές αντιναζιστικές ταινίες στο Χόλιγουντ, με δραματουργικό κι αφηγηματικό σφρίγος, δυνατές ερμηνείες και επί της ουσίας δημοκρατικές: «Man hunt» (1941), «Ministry of fear» («Το υπουργείο του φόβου», 1944), «Cloak and dagger» (1946) και «Aμερικανοί αντάρτες στις Φιλιππίνες» (1950).

Ο άλλος μεγάλος δάσκαλος της δραματικής περιπετειώδους δράσης, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έφτιαξε τρεις αντιναζιστικές κατασκοπικές ταινίες, «Foreign Correspondent» (1940), «Notoriοus» (1946), «Σαμποτέρ» (1942) και το αντιγερμανικό «Μυστικός πράκτορας» (1936).

Ο άλλος μεγάλος δάσκαλος της δραματικής περιπετειώδους δράσης, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, έφτιαξε τρεις αντιναζιστικές κατασκοπικές ταινίες, «Foreign Correspondent» (1940), «Notoriοus» (1946), «Σαμποτέρ» (1942) και το αντιγερμανικό «Μυστικός πράκτορας» (1936). Όλα τους σπουδαία φιλμ-δείγματα εκφραστικότατου και «ολοκληρωτικού» κινηματογράφου, δηλαδή πλήρους και τέλειας χρησιμοποίησης όλων των σκηνοθετικών κι αισθητικών μέσων. Tον κακό, προδότη, φασίστα και επίφοβο πατέρα τής αγαπημένης του και επικεφαλής της ναζιστικής οργάνωσης οφείλει να αντιμετωπίσει ο διστακτικός ψυχολογικά, αβέβαιος κεντρικός ήρωας στις ταινίες «Foreign Correspondent» και «Notoriοus», προκειμένου να την πάρει από τον πατέρα και να την κάνει γυναίκα του, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον ανδρισμό του. (Εκ παραλλήλου, με την ίδια στόχευση, το να κατακτήσει την αντρική ωριμότητα, οφείλει να αντιμετωπίσει τον αμοραλιστή και πατερναλιστή αρχηγό της αμερικάνικης αντικατασκοπίας, που με τίποτα ο Χίτσκοκ δεν τον βγάζει λάδι, στο πλαίσιο της αντιπάθειάς του προς τον αυταρχισμό των αρχών).

Άλλες αξιοσημείωτες αμερικανικές ταινίες για τη ναζιστική καταστολή και παράνοια ήταν το «The stranger» (1946) του τεράστιου Όρσον Ουέλς, «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» (1959) του Τζορτζ Στίβενς, «Η δίκη της Νυρεμβέργης» (1961) του Στάνλεϊ Κρέιμερ, «Ο ενεχυροδανειστής» (1964) του Σίντνεϊ Λιούμετ, «Ο Σιδηρούς Σταυρός» (1977) του Σαμ Πέκινπα, και «Το πλοίο των καταραμένων» («Voyage of the Damned», 1975) του εβραιοαμερικανού Στιούαρτ Ρόζεμπεργκ.

Ο Νικ Νόλτε και ο Τζον Τραβόλτα στη Λεπτή κόκκινη γραμμή του Τέρενς Μάλικ.

Με το «Μια κρυφή ζωή» («A hidden life», 2019) ο Τέρενς Μάλικ δημιουργεί μια αντιναζιστική, ποιητική και πολιτική, ειρηνιστική και βαθιά ανθρωπιστική μυθοπλασία. Μια ταινία με συγκροτημένο και στέρεο σενάριο, όπως στα τέσσερα πρώτα φιλμ του, μια μυθοπλασία που δεν χάνεται στην ποίηση ή στη μεταφυσική. Η ταινία διηγείται τον αγώνα και το μαρτύριο ενός νέου Αυστριακού, χριστιανού αγρότη ο οποίος δεν θέλει να υπηρετήσει στη φασιστική, δολοφονική πολεμική μηχανή των ναζί και γι’ αυτό καταδιώκεται σκληρά, μέχρι τον τελικό, τιμωρητικό απαγχονισμό του. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φ. Γιεγκερστέτερ, πρόσωπο υπαρκτό, διασχίζει την κοινωνία και τον κόσμο ως μάρτυρας και μελλοντικός άγιος (η καθολική εκκλησία ανακήρυξε τον Αυστριακό, αντιναζιστή μάρτυρα, άγιο). O Μάλικ καταδεικνύει επίσης την εχθρική και προς το συμφέρον τους στάση των συγχωριανών του, φοβούμενοι τα αντίποινα, καθώς και αυτής της επίσημης εκκλησίας, η οποία κρατά ουδέτερη στάση, ουσιαστικά καλύπτοντας τους φασίστες. Ο σκηνοθέτης εστιάζει στη ζωογόνο σχέση φύσης/ανθρώπου και στο βασικό, ηθικό και υπαρξιακό θέμα της ανθρώπινης ευθύνης έναντι του κακού, ακόμη και αν το υποστηρίζει η πλειονότητα μιας αντιδραστικής κι οπισθοδρομικής κοινωνίας, εδώ της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας του Χίτλερ. Ο Μάλικ υιοθετεί, στον κινηματογράφο του, μια αρμονική οπτική και προβληματική, ταυτόχρονα ποιητική, μεταφυσική, υπαρξιακή και φιλοσοφική, ενίοτε και κοινωνική, όπως στο «Μια κρυφή ζωή» ή και το συνταρακτικό αντιπολεμικό «Η λεπτή κόκκινη γραμμή» («The thin red line»).

Σάτιρα, κωμωδία και ναζισμός

Μερικά αντιναζιστικά φιλμ είναι εμπνευσμένες σάτιρες ή κωμωδίες. Ο αυστριακής καταγωγής Έρνστ Λιούμπιτς έφτιαξε στις ΗΠΑ την υπέροχη, ξέφρενη αντιναζιστική σάτιρα «To be or not to be» (1942). Ο Τζέρι Λιούις σκηνοθέτησε το παρανοϊκό «Από πού πάνε στο μέτωπο» («Witch way to the front», 1970) και το «The Day the Clown Cried», 1972), ο Μελ Μπρουκς σκηνοθέτησε τη σάτιρα «The producers» (1969). Ορισμένοι Ιταλοί σκηνοθέτες έφτιαξαν σατιρικές κωμωδίες, η Λίνα Βερτμίλερ το «Pasqualino Settebellezze» (1977) και ο Ρομπέρτο Μπενίνι το «Η ζωή είναι ωραία» (1997).

Το 2009 ο Κουέντιν Ταραντίνο γύρισε το «Inglourious Basterds» (ελλ.τίτλος «Άδωξοι μπάσταρδη») μια πολεμική περιπέτεια. Αν και έχει σαν αφετηρία μια ταινία του εμπορικού Ιταλού σκηνοθέτη Έντζο Καστελάρι, ουσιαστικά μας θυμίζει τις αντίστοιχες αντιναζιστικές περιπέτειες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ και ειδικότερα την εκπληκτική, αντιναζί κωμωδία «Το be or not to be», μόνο που στη θέση του θεάτρου ως σκηνής όπου διαδραματίζονταν τα μπερδέματα κι οι παρεξηγήσεις, ο Ταραντίνο, ως ακόρεστος σινεφίλ, τα τοποθετεί στη σκηνή του κινηματογράφου. Από το «Inglourious Basterds» περνούν πολλές έξυπνες κινηματογραφοφιλικές αναφορές: για τη ναζί σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ, τη ναζιστική βιομηχανία κινηματογράφου υπό τον Γκέμπελς, αλλά και τον σπουδαίο Αυστριακό σκηνοθέτη Παμπστ, για το χολιγουντιανό σινεμά (και την έντονη παρουσία των Εβραίων σ’ αυτό), ή και για τον «Δικτάτορα» του Τσάπλιν.

Ο Μπραντ Πιτ στο Inglourious Basterds του Κουέντιν Ταραντίνο.

Ανάμεσα στα πρόσωπα της μυθοπλασίας υπάρχουν ηθοποιοί, ένας αιθουσάρχης, ένας κριτικός κινηματογράφου, ο μηχανικός προβολής, σινεφίλ στρατιωτικοί, κ.α. Για άλλη μια φορά, ο Ταραντίνο σκηνοθετεί με ασυναγώνιστη δεξιοτεχνία και δυναμισμό, ενσωματώνοντας στο φιλμ μέρη (σύντομα ή μεγάλα) που έχουν δράση και σασπένς που σου κόβουν την ανάσα. Απροσδόκητες εκπλήξεις και δυναμικές εκρήξεις διανθίζουν την εξέλιξη της ταινίας. Στη μνήμη μας εντυπώνονται ορισμένα δυνατά πρόσωπα π.χ. ο κακός, διαβολικός, είρων, ευφραδής, οπορτουνιστής και μακιαβελικός ναζί συνταγματάρχης Άλντα (ο καταπληκτικός Κρίστοφ Βαλτς) και οι δύο αισθησιακές, σκληροτράχηλες γυναίκες της αντίστασης, η σαγηνευτική κι εύστροφη Γερμανίδα σταρ του σινεμά (η μαγευτική Νταϊάν Κρούγκερ) και η νεαρή Εβραία που εκδικείται ανελέητα τη σφαγή των γονιών της (Μελανί Λορέν).

Για άλλη μια φορά, ο Ταραντίνο σκηνοθετεί με ασυναγώνιστη δεξιοτεχνία και δυναμισμό, ενσωματώνοντας στο φιλμ μέρη (σύντομα ή μεγάλα) που έχουν δράση και σασπένς που σου κόβουν την ανάσα.

Oι διάλογοι του Ταραντίνο είναι γενικά, μα και ειδικότερα στο «Άδωξοι μπάσταρδη», δυνατοί, λαμπεροί και συνάμα δηλητηριώδεις, αστείοι, σφριγηλοί και επιθετικοί. Περικυκλώνουν, παγιδεύουν και πυροβολούν τον συνομιλητή (παράδειγμα οι τρομερές ανακρίσεις που κάνει ο συνταγματάρχης Άλντα/Βαλτς) και ενίοτε γεννούν ένα εντονότατο σασπένς γιατί αφήνουν σε εκκρεμότητα, καθυστερούν την απόληξη των δρώμενων (ένα άλλο παράδειγμα η σκηνή στην ταβέρνα, όπου δίπλα στους ναζί, λαμβάνει χώρα το μυστικό ραντεβού των αντιστασιακών). Οι διάλογοί του γενικά τσακίζουν κόκαλα, είναι χάρμα.

Υπήρξαν κι άλλες, μεταγενέστερες, αμερικάνικες αντιναζιστικές ταινίες. Το «Hanna’s war» (1988) του Εβραίου παραγωγού και σκηνοθέτη Μεναχέμ Γκολάν, η περίφημη «Λίστα του Σίντλερ» (1993) του διακεκριμένου Στίβεν Σπίλμπεργκ, με θέμα το ολοκαύτωμα των Εβραίων και «Τhe American History Χ» («Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας», 1998), του Τόνι Κέι, με θέμα το σημερινό ναζιστικό κίνημα στις ΗΠΑ. Γυρίστηκαν επιπλέον η «Εναντίωση» («Defiance», 2018) του Έντουαρντ Τσβικ και η «Επιχείρηση: Φινάλε» (2018) του Κρις Βάιζ. Από την Αργεντινή προέρχεται «Ο Γερμανός γιατρός» («The German doctor», 2013) της Λουτσία Πουέντσο, για τη σύλληψη του Άιχμαν από τους Ισραηλίτες.

Ο Μπαρτ Λάνκαστερ στη Δίκη της Νυρεμβέργης του Στάνλεϊ Κρέιμερ.

Αρκετές φορές, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες μέτα τον πόλεμο, οι αμερικανικές αντιναζιστικές ταινίες επιδεικνύουν ένα πνεύμα υπεραισιοδοξίας, συναισθηματισμού και ωραιοποίησης σε βάρος της ψύχραιμης πολιτικής ανάλυσης του φαινομένου – ιδιότητα κοινή με τα σοβιετικά φιλμ, χαρακτηριστικό μιας κάπως απλουστευμένης κινηματογραφικής ματιάς των υπερδυνάμεων. Αυτό δεν σημαίνει πως το συναίσθημα δεν παίζει ή δεν πρέπει να παίζει σημαντικό ρόλο στις αντιφασιστικές ταινίες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που μπορεί να χρησιμοποιήσει μια αντιναζιστική ταινία: Να βασιστεί στην ορθολογική ανάλυση· να στηριχτεί στα συναισθήματα δίκαιης αποστροφής κι αγανάκτησης που γέννησαν οι ναζιστικές θηριωδίες· να χρησιμοποιήσει ένα ύφος μπρεχτικής αποστασιοποίησης για να δει ψύχραιμα το φαινόμενο· να υιοθετήσει την ορμή και τον άνεμο της επαναστατικής αντίστασης και της θυελλώδους μαχητικής πνοής· να ενστερνιστεί ένα λυρικό ή ένα επικολυρικό στυλ σκηνοθεσίας· να ενσωματώσει σε μια τέτοια ταινία ντοκιμαντερίστικα στοιχεία «άμεσου κινηματογράφου» (cinéma direct)· να σαρκάσει και να ειρωνευτεί αλύπητα, κ.ο.κ.

Οι αμερικανικές αντιναζιστικές ταινίες επιδεικνύουν ένα πνεύμα υπεραισιοδοξίας, συναισθηματισμού και ωραιοποίησης σε βάρος της ψύχραιμης πολιτικής ανάλυσης του φαινομένου – ιδιότητα κοινή με τα σοβιετικά φιλμ, χαρακτηριστικό μιας κάπως απλουστευμένης κινηματογραφικής ματιάς των υπερδυνάμεων.

Κάθε κινηματογραφική σχολή έχει την αισθητική της, πιο συγκεκριμένα το σοβιετικό σινεμά έχει ύφος επικό ή επικολυρικό, το γαλλικό χρησιμοποιεί συχνά την πολιτική ανάλυση ή το cinéma direct, τα αμερικανικά φιλμ βασίζονται κυρίως στα συναισθήματα εναντίωσης κι οργής. Τα μεγάλα θέματα των αντιναζιστικών φιλμ είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Ολοκαύτωμα και η αντιφασιστική αντίσταση.

Πηγή: Book Press/Θόδωρος Σούμας
Ο Θόδωρος Σούμας είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, ο τόμος «Κινηματογραφικοί δημιουργοί» (εκδ. Αιγόκερως).

Δείτε επίσης