Η παράδοση για την καταστροφή των Αργιών

Μιχάλης Κύλης

απο Cyclades Open

Κατά την εποχή των αραβικών επιδρομών (7ος-10ος αιώνας) ή καλύτερα από το 821-961 μ.X. (περίοδο κυριαρχίας των Αράβων στην Κρήτη), συγκροτήθηκε ο βυζαντινός οικισμός των Αργιών (από το δασικό δέντρο που αφθονούσε στο Ζα, το Guercus Ilex -κοινώς «αριά», «άργιους» , «λιόπιρνο»- στην ομώνυμη κοιλάδα, νότια του Φιλωτιού, στη δυτική απόληξη του βουνού «Ζας», σε μια απόσταση 2.500μ. περίπου από το χωριό.

Τότε οι Ναξιώτες, για  ν’ αποφύγουν τους πειρατές, κατέφυγαν στα ενδότερα του νησιού για ασφάλεια και ιδιαίτερα σε κοιλάδες με βουνά ολόγυρα.

Ζας, όψη απ’ τη Βρύση των Αργιών

Έτσι λοιπόν συγκροτήθηκε ο οικισμός στα Αριά, σε απόσταση 50-100μ.δυτικά της Παναγίας (Κοίμησης) των Αργιών, ενώ εκεί ψηλότερα στα ορεινά (625μ.) βρίσκεται και το «Καταφυό» (καταφύγιο), το μεγάλο σπήλαιο του όρους Ζας.

Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα του 14ου αιώνα, το βυζαντινό χωριό Αργιά (περιοχή Φιλωτίου) είχε κατά την προαναφερόμενη εποχή 300 κατοίκους και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της πειρατικής επιδρομής του έτους 1344, όπου ο Εμίρης του Αϊδινίου Ουμούρ επιτέθηκε εναντίον του Δούκα της Νάξου Ιωάννη Ά Σανούδου.

Μετά την λεηλασία του νησιού αιχμαλωτίστηκαν 6000 κάτοικοι και σύμφωνα με την τοπική ιστορική παράδοση καταστράφηκε ο οικισμός των Αργιών και το δυσπρόσιτο «Καταφυό», στο σπήλαιο του Ζα (Σπηλιώτισσα).

Παλιό λιθόστρωτο στην περιοχή των Αργιών

Μετά το κατόρθωμα αυτό οι Τούρκοι πειρατές πήγαν και στο Φιλώτι, που είχε περίπου 200 κατοίκους, αλλά δεν το άγγιξαν, επειδή το κατείχαν οι Φράγκοι και έφυγαν.

Την περίοδο αυτή μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό Φιλώτι, όσοι Αργιώτες κατάφεραν να ξεφύγουν από την καταστροφή της Σπηλιώτισσας και του χωριού τους, επειδή ένιωσαν ασφαλέστερα εκεί.

Ακολουθεί η ιστορία της καταστροφής των Αργιών, όπως έχει διασωθεί μέσα στους αιώνες, στην τοπική διάλεκτο του Φιλωτιού:

Καθυστερημένα εδώκαν’ εκείνη τη νημέρα, απού τσί Βίγλες τη νείδηση, πως ληστοπεράτες επλακώσανε στσι Ποταμίδες κάτω. Από δε Φιλωτίτες περαματάρηδες -που τρέχανε ια το χωριό ντωνε, να βοηθήσουν τσι φαμελιές τωνε–εμάθανε πως ανεβαίνουν το σύριακο και βάανε ρότα  ια το χωριό, ια  τ’ Αργιά.

Τα χαλάσματα της μάντρας του ήρωα Λογιάννη

Με τη ψυχή στο στόμα ήτρεχεν ετότες, ια να πατήσει στο Ζα ο πάσα ένας τσ’ η πάσα φαμελιά με τα ζωντανά τζη μαζί τσαι στη μπλάτη ό,τ εμπόριενε να σηκώνει. Άλλοι πάλι στ’ αγλήορα εκρύβγανε μέσα σε πιθάρια χωρμένα μέσ’ τη (γ)ης-που τάχανε πιταυτικούς ια τέτοιες ώρες–ό,τι πράμα αξίας είχανε, υστερνά τα σκεπάζανε με μια μπλάκα τσ’ από πάνω εβάνανε πέτρες τσαι κλαδιά.

Τα ζωντανά ντωνε θα τα σκροπούσανε μέσ’ τα δασωμένα παΐδια του Ζα τσ’ ευτοί θα τρυπώνανε μέσ’ το Καταφυό, που πολλές φορές στα περαρμένα τω νείχενε σωρμένη τη ζωή.

Οι ληστοπεράτες (δ)ε  νεργήσανε νάμπουνε στο χωριό, μα σα ε νεβρήκανε μέσα ψυχή, απλωθήκανε ζερβά-δεξά σα ντα πειναρμένα θερία. Μέχρι τη ριζοβουνιά ο τόπος ήτανε ένα δάσος από μιάλες τσαι πυκνές βεανιδιές, που απάνω ντωνε τσαι μεσ’ τσι κουφαλιές, εμπορούσανε να κρυφτούνε ανθρώποι. Ούλοι ντωνε το λοιπονό, εσκροπιστήκανε προς τα τσει τσαι ψάχανε,ια καέναν κρυμμένο, να το νεπιάσουνε ια να τσοι πάει στο Καταφυό.

Στην άκρια του δασωναριού, κοντά στο κορφάρι τση μικρής Βίγλας, ένας κοπαδιάρης  βοσκός, ο Λογιάννης, ποκείνη τη νημέρα ήταν βιγλάτορας, ήπαιζε ντη τζαμπούνα  ντου τσ’ ετραούδειενε, ια το κακό πουρχουντάνε, μέχρι που μπήκανε στο χωριό οι ληστοπεράτες. Ια να πάρει ο κόρμος τα μέτρα ντου, να σκορπίσει τσαι να κρυφτεί.

Ευτός ήγυρένε στη ναπανεμιά του βοριά, με ξεκουδούνωτο το κοπαδάτσι ντου τσ’ επερίμενε να φύουνε. Εξεθαρεύτηκεν όμως, ια τ’ εθαραπλανιούντανε, πως ε θα κάθουνται δα να ψάχνουνε τα κορφάρια τσαι τα δασωνάρια οι ληστοπεράτες.

Ευτοί όμως φαίνεται πως είδανε να διαάζει καένα φωτερό ζωντανό τσ’ επήανε, ιατί κακοβάανε πως μπρέπει νάναι κοντά τωνε τσ’ ο βοσκός, τσ’ αραδιάσανε να το νεπιάσουνε. Εζώσαν τότες το ντόπο, τσ’ εβάανε στο χέρι το κοπάδι τσαι το βοσκό (το Βιγλάτορα), χωρίς να το καταάβει.

Από τσει το νεκατεβάσανε με το κοπάδι στο ντσεντρικό ντρόμο (πούταν αποτότες τσαι ήμπαινένε ακόμα στα χρόνια μας η ξυόπορτα) π’ ανέμενένε ο αρχηγός τωνε. Ούλη την ώρα ευτός, ο βιγλάτορας, εξακολουθούσε να παίζει στη ντζαμπούνα ντου, το μπαραμπονετικό σκοπό τση συφοράς, να τραουδεί τσαι να λέει:

Φεύγετ’ Αργιώτες φεύγετε,

φεύγετε Φιλωτίτες

κι εμένα Τούρκοι με κρατούν

Σαρακηνοί με γκράζουν.

Χίλιοι με παν από μπροστά

και χίλιοι από πίσω.

Χίλιοι από τη μια μεριά

και χίλιοι από τη ν’ άλλη!

Καμιά φορά, τον νεσταματήξανε απού το παίξιμο τσαι του λένε:

-Θα σου χαρίσομε ντη ζωή τσαι θα σαφήσωμε (γ)ερό το κοπαδάτσι, σα μας εδείξεις το Καταφυό πούναι κρυμμένοι οι χωριανοί σου.

Ευτός όμως αρνή στ’ αρνή–αρνιότανε συνέχεια–ήκανενε πως ε νεκαταάβαινενε τσαι τω νήλεένε πως επήραν τα πλευρά του Ζα τσαι ε νηξέρει που είναι κρυμμένοι. Το νεφήνανε μια σταλιά τσαι πάλι το νεξαναρωτούσανε, να μαρτυρήσει.

 Σα νείδανε πως μιλιά ε ντου παίρνανε απού το στόμα ντου ια το Καταφυό, αρχινέψανε να του κόβγουνε ένα-ενα τα δαχτύλια ντου, μαυτός τσαι με το ένα πούχενε, ήπαιζεν ακόμη τη τζαμπούνα. Υστερνά το νεσφάξανε στη νάκρια τση στράτας, αφού ε νεμαρτύρανε, τσαι με το αίμα ντου, εποτίστητσένε ένα μικρό φιδαράτσι πούταν ετσεί..

Πολλές μέρες επεράσανε, που οι ληστοπεράτες ήτανε φευγάτοι, όπου το νεβρήκανε Φιλωτίτες περαματάρηδες, μ’ αντί να βρωμεί ο σφαμένος Βιγλάτορας, ήβγανενε μια αλλιώτικη μυρωδιά, εμοσκομύριζένε, τσ’ ούλοι ντωνε ελέανε, πως ο μάρτυρας ευτός ήγιασενε, ιατί επροτίμησενε να πεθάνει παρά να καταδώσει τσοι χωριανοί ντου.

Ακόμα σήμερα όσοι ελικιωμένοι περάσουνε τη ξυόπορτα του Οϊάννη (Λογιάννη του Βιγλάτορα) τσαι δούνε ετσείνο το φιδαράτσι μέσ’ τη ντραφιά, π’ από τότες πούπιε ντο αίμα του μάρτυρα ε μεγαλώνει, λένε: «Το φιδαράτσι του Μυριρμένου» τσαι ξιστορούνε το μαρτύριο του Αργιώτη Βιγλάτορα, του Οϊάννη τσαι της καταστροφής των Αργιών.

Το φιδαράτσι του Μιριρμένου

Από τσει, εμετεστράφησα νούλοι ντωνε τσ’ επήραν ντη ριζοβουνιά του Ζα, οπότε άξαφνα σ’ ένα μονοπάτι, συναπαντηχτήκανε με μια γριά. Χάμαι ήταν’ αξαπλωμενη, χωρίς να μπορεί να μετακουνηθεί, ιατ ήτανε πιαρμένη χεροπόδαρα.

Άμα τσ’ είδεν εκοψοχολιάστηκενε, μ’ αυτοί τη νεκαοπιάσανε τσαι τση λέανε:

-Πέρμας που κρύβγουνταινε οι χωριανοί σου, που σε παρατήσανε μοναχή μέσ’ τη στράτα, τσ’ εμείς (θ)α σου χαρίσωμενε τη ζωή…

Τηκενε, και η γριά θες απού το φόβο τζη, θες τσ’ από εχτροπάθεια που τη νεπαρατήσανε στο μισόστρατο, ια να γλυτώσουν ευτοί, τω νείπενε με το στόμα τσαι τω νήδειξεν τσαι με το χέρι τζη το Καταφυό! (Δ)ε νήτανε ούτε 250 μέτρα κακοστρατιά, μέσ’ το νεροφάωμα με τσοι γλύστρες.

Ετότες με χαρές τη νεπήρανε  δυο ληστοπεράτες σκαμνάτσα στα χέρια τσαι τσοι πήαινε γραμμή αμπρουστά στη μπόρτα τση Σπηλιώτισσας πούταν τσαι το νερό.

Μια βαριά σιδερένια πόρτα τη νεκλειδωμπαρώνανε, που ε νήτανε καθόου εύκοο να τήνε σιμώσει καένας. Από μέσα στα πλαϊνά, εφυλάανε κρυμμένα καμιά δεκαριά παλληκάρια, ποκρατούσανε μακριές κονταρίδες, με σουβλερές σιδερένιες μύτες. Όποιος επλησίαζε ντη μπόρτα ε νεγλύτωνε ναπόνα εγλήορο τρύπημα που (θ)α του κάνανε στην τσοιλιά.

Σα νείδανε τη μπόρτα τσαι τω νείπενε η γριά πως η σπηλιά έχει μέσα νερό τσαι φαϊά, επομείνανε σένα μποδάρι τσ’ εστσέβγουντανε, πως σα νεκάθουντανε νανεμένουνε απ’ όξω α’ τη σπηλιά, το πράμα θα μάκρυνε πολύ, ιαυτό ήπρεπε να βιαστούνε.

Τα καράβια ντωνε στο νάη Γιώργη ήτανε εχτεθειμένα στους κακούς τσαιρούς τσαι στους κακούς εχτρούς, που κανείς δε νήξερε ντη νώρα ντωνε.

Εβγάα νετότες α’τη μια τσ’ απού την άλλη μεριά, πο(λλ)ά φρύανα,τα στοιβάζανε αμπρουστά στη μπόρτα τση σπηλιάς,τω νεβάανε φωτιά τσ’ ερίξαν απάνω τη γριά!

Δυο μερόνυχτα ετροφοδοτούσα ντη φωτιά με μανία τσ’ απού το καπνό, που ούος επάαινενε μέσα, τσ’ απού τη βρώμα τση γριάς, εσκάσανε μέσ’ τη σπηλιά ούλοι ντωνε, τσ’ η πόρτα μαυρίζ’ από τότες σα τσικάλι.

Οι ληστοπεράτες μετά, εφύαν’ από τσει τσαι διαήκανε στο χωριό, που το καταστρέψανε τέλεια, π’ από τότες πια ε νεξανακατοιτσηθήκανε τ’ Αργιά…

Φιλώτι

Λεξιλόγιο

-παΐδια του Ζα: οι πλαγιές του Ζα

-Καταφυό: καταφύγιο, στην προκειμένη περίπτωση η σπηλιά του Ζα

-διαάζει ένα φωτερό ζωντανό: Φάνηκε κάποια κίνηση, από ασπρόχρωμο ζωντανό από πολύ μακριά.

-με γκράζουν: Με πηγαίνουν συνοδεία πολλοί, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι.

-φιδαράτσι: η  φίδα,το αγριοκυπάρισσο

-Μυριρμένου: το λείψανο του ήρωα, ευωδίαζε μύρο

Πηγές:

-ΦΙΛΩΤΙ  ΤΟΜΟΣ Ά  ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΤΙΤΩΝ  ΝΑΞΟΥ
-ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓ. ΗΣΑΪΑ-Το Φιλώτι και το ιστορικό εκκλησιαστικό μνημείο της Παναγίας της Φιλωτίτισσας

Επιμέλεια-Φωτογραφίες: Μιχάλης Κύλης

Δείτε επίσης