Τι είναι το slow travel και γιατί αξίζει να το δοκιμάσεις

απο Cyclades Open

Όταν πρόσφατα διάβασα μια μελέτη που έδειξε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να ταξιδέψουν κάπου αν πίστευαν ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση όσων τους ακολουθούν στα social media, απελπίστηκα. Ανακάλεσα στη μνήμη μου συγκλονιστικές στιγμές που έχω βιώσει σε ταξίδια, από τα οποία δεν έχω παρά ελάχιστες θολές φωτογραφίες. Μα πόσα likes και followers χαμένα; Και μετά χαμογέλασα σκεπτόμενη ότι ποτέ δεν θα ζούσα αυτές τις τόσο αγνές και αληθινές στιγμές, αν κρατούσα μόνιμα το κινητό στο χέρι ποστάροντας στο Instagram…

Σε ένα ταξίδι μου στη γη του Αριστοτέλη, την άγνωστη στους πολλούς ανατολική Χαλκιδική, επισκέφτηκα την Ολυμπιάδα. Ένα μικρό χωριό που μέχρι και το 1923 κατοικούνταν από λιγοστούς αγρότες που ζούσαν σε καλύβες. Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, από την Αγία Κυριακή κατέφυγαν εκεί μετά τον ξεριζωμό του 1922 και έφτιαξαν τα νοικοκυριά τους. Το μικρό φυσικό λιμανάκι, στολίζεται από μια όμορφη παραλία, με σπίτια και ταβερνάκια κατά μήκος της. Είναι μυδο-ταβέρνες και όχι ψαροταβέρνες, μου είπε ο Δημήτρης Σαρρής και μου έδειξε τον κατάλογο στην δική τους ταβέρνα το «Ακρογιάλι». Είχε πάνω από 15 πιάτα με μύδια. Με ρώτησε τι να κάνει και πώς να τα μειώσει, αφού ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Όλοι είχαν 10 και 20 συνταγές με μύδια στους καταλόγους τους, τι να αφαιρέσεις. Σήκωσα τα χέρια ψηλά και είπα να πιούμε ένα τσίπουρο, να φάμε κανένα μύδι και να το συζητήσουμε. «Άνευ γλυκάνισου» του λέω. Με κοιτάζει λοξά και καρφωτά. Μου λέει «δεν γίνεται, εδώ το τσίπουρο έχει γλυκάνισο». Έκατσα που λέτε με το Δημήτρη και φάγαμε τις νοστιμιές της αδελφής του της Λουλουδιάς. Όνομα και πράμα. Εδώ είμαστε λέω από μέσα μου. Θα κάτσω να φάω και να πιω, θα ακούσω ιστορίες, θα κάνω και τις βόλτες μου. Μικρασιάτες, άρχοντες αυτοί οι άνθρωποι. Νοικοκυραίοι, αριστοκράτες.

Τα αδέλφια έχουν στο χωριό δυο μικρά ξενοδοχεία και την ταβέρνα τους. Η Λουλουδιά Αλεξιάδου ξακουστή μαγείρισσα, με σπεσιαλιτέ το χταπόδι ψαρεμένο από τις κοντινές θάλασσες του Αγίου Όρους, με μέλι από την περιοχή τους. Με πήγε να μου δείξει τα ξενοδοχεία. Αυλές με λουλούδια να μοσχομυρίζουν, βασιλικά και μπουκαμβίλιες και στους χώρους υποδοχής, κατάλευκα κοφτά στρωμένα, από επιδέξια χέρια φτιαγμένα. Τα δικά της. Λικέρ κάθε λογής σε όμορφα μπουκάλια με σκαλιστά ποτηράκια, για να πιει όποιος και όσο ήθελε ακόμη κι ο περαστικός. Κάναμε μια παρέα αξέχαστη, πριν λαγοκοιμηθώ για λίγο στα πεντακάθαρα σεντόνια του μικρού ξενοδοχείου «Λιοτόπι» που μοσχοβολούσαν λεμόνι.

Λίγο αργότερα γνώρισα το Βασίλη Καραγιάννη. Σπουδαίος καλλιεργητής μυδιών της περιοχής. Πήγαμε στο εργαστήριο του, που έμοιαζε με χειρουργείο. Εκεί καθάριζαν και συσκεύαζαν μύδια για να τα στείλουν σε κάθε γωνιά της χώρας μα και στο εξωτερικό και το έκαναν με τέτοια μαεστρία και αγάπη, λες και κατεργαζόντουσαν διαμάντια. Όταν φτάσαμε στη θάλασσα και στο σημείο που ο Βασίλης έχει τη μυδοκαλλιέργεια του, δεν ήξερα τι να πρωτο-απολαύσω. Το τοπίο ήταν μαγικό και η θέα προς τα απόκρημνα γκρεμνά του Όρους επιβλητική. Σε ένα μεγάλο ανοξείδωτο πάγκο κάποιο έτριβαν τσαμπιά από μύδια και δίπλα σε μια μικρή παρασιά με ξύλα, ήδη ζέσταναν νερό σε ένα μαυροτσούκαλο.

Ανεβήκαμε αμέσως στην πλωτή ξύλινη εξέδρα και η μηχανή πήρε μπρος σχεδόν αθόρυβα. Στη σύντομη διαδρομή που μας «ξεναγούσε στο θαλασσινό χωράφι» με τα μύδια, ο Βασίλης μου έλεγε πως σε εκείνο το σημείο αναβλύζουν πηγές με γλυκά και ζεστά νερά, που δημιουργούν ένα μοναδικό μικροπεριβάλλον για να τραφούν και να μεγαλώσουν. Σταμάτησε μπροστά σε ένα μεγάλο ξύλινο πάσσαλο και τράβηξε έξω από το νερό ένα τσαμπί. Αποκόλλησε ένα μεγάλο μύδι και μου έδειξε πόσο υγειές είναι.

Τον ρώτησα αν μπορώ να το φάω και μου είπε αν το τολμήσω ποτέ, θα πρέπει να είναι ακριβώς σε μια τέτοια συνθήκη. Πάνω στην εξέδρα, στο νερό και δευτερόλεπτα μετά αφού το μύδι έχει βγει από το τσαμπί του. Το έφαγα, αλλά μάλλον δεν θα το ξανακάνω.

Γυρνώντας πίσω στην ακρογιαλιά, είδα το μαυροτσούκαλο να αχνίζει. Τα πρώτα μύδια είχαν βγει και με περίμεναν. Πλησίασα το «μάγειρα» και είδα μπροστά του μια λιλιπούτια σχάρα πάνω σε λίγα κάρβουνα. Τι κάνεις, αναφώνησα! Το μεζέ μου απάντησε πονηρά, και έβαλε πάνω στο σχαράκι 5-6 αχνισμένα μύδια. Δεν ξέρω αν έχω γευτεί κάτι πιο αληθινό στη ζωή μου…

Βάλαμε τους πάγκους μπροστά στη θάλασσα και καθίσαμε. Μπροστά μας τα αχνισμένα μύδια και μπωλ με χωριάτικη σαλάτα. Και τσίπουρα. Δεν ξέρω πόσα μύδια φάγαμε, θυμάμαι όμως τη γεύση τους, την παρέα μας, τη θέα. Άγιο μέρος, άγια στιγμή.

Αυτό είναι για μένα το slow travel. Έχω μόνο λίγες φωτογραφίες από εκείνη την ημέρα στην Ολυμπιάδα. Μια μέρα ολόκληρη σε ένα μικρό χωριό, που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Γιατί γνώρισα τους ανθρώπους και εκείνοι που έδειξαν το τόπο τους μέσα από τη ζωή τους. Και τους αφιερώθηκα και μου αφιερώθηκαν.

Τι είναι λοιπόν το Slow Travel

Το Slow Travel είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση ενός ταξιδιού. Κόντρα και απέναντι στα ταξίδια με ένα κινητό στο χέρι και μια λίστα που περιλαμβάνει όλα τα σημεία που πρέπει οπωσδήποτε να δούμε στον προορισμό. Το Slow Travel πρεσβεύει μια άλλη θεωρία, θέλει να εκπαιδεύει, να έχει συναίσθημα να συνδέει. Επιβάλει την ανθρώπινη επαφή με τους ντόπιους, τη γνωριμία με την παράδοση και τον πολιτισμό τους, την αναζήτηση του κρυμμένου θησαυρού.

Το Slow Travel έχει σίγουρα τις ρίζες του στο Slow Food, ενός κινήματος που ξεκίνησε στην Ιταλία το 1986, που είχε ως στόχο να διαφυλάξει την τοπική κουζίνα, την παράδοση της μαγειρική, τα τοπικά προϊόντα και την καλλιέργεια και παραγωγής τους. Αυτό θα ήταν εφικτό μόνο με την εκπαίδευση ντόπιων και τουριστών και η ανάγκη προέκυψε διότι ήδη ο τουρισμός είχε δείξει τις «μαζικές προθέσεις» του, οι οποίες έφερναν μαζί τους, το γρήγορο φαγητό, τις μεγάλες αλυσίδες κ.ο.κ.

Εδώ και μερικά χρόνια, η ανάγκη αυτή γεννήθηκε και για τα ταξίδια. Το φαινόμενο του υπερτουρισμού σε πολλούς προορισμούς του πλανήτη αλλά και τα social media, έφεραν νέα ήθη και έθιμα στους ταξιδιώτες.

To Slow Tourism είναι περισσότερο μια νοοτροπία, μια φιλοσοφία στον τρόπο που ταξιδεύει κάποιος. Το Instagram σίγουρα δεν είναι το κυρίαρχο μέσο, αφού ο «αργός» τρόπος του «ταξιδεύειν» δεν θέλει να τρέχεις γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο, να τραβάς φωτογραφίες και να ανεβάζεις στόρις, μόνο και μόνο για να δείχνεις στους ακολούθους σου, ότι πήγες παντού και είδες τα πάντα. Τα πάντα μέσα από τις λίγες ίντσες της οθόνης του κινητού σου τελικά.

Το slow travel θέλει χρόνο και ψάξιμο. Καταργεί τις λίστες, τους τουριστικούς οδηγούς με τα «10 καλύτερα». Θέλει επαφή με τους ντόπιους, εξερεύνηση, μέρες ταξιδιού χωρίς πρόγραμμα. Δεν θέλει αγωνία για να προλάβεις να δεις τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα, γιατί αυτά θα βρίσκονται πάντα εκεί και μπορείς να τα ανακαλύψεις σε ένα επόμενο ταξίδι σου. Η συναισθηματική ανάμνηση ενός τέτοιου ταξιδιού είναι έντονη, όπως έντονοι είναι οι δεσμοί που μπορείς να δημιουργήσεις με ένα τόπο, γνωρίζοντας τον πίσω από τη «βιτρίνα» του. Μπορεί να αποκτήσεις νέους φίλους καρδιάς, να σου δοθεί η ευκαιρία να κάνεις κάτι καλό, να βοηθήσεις με κάποιο τρόπο αυτή την κοινωνία. Ταξιδεύοντας αργά σίγουρα, είναι ένας πιο βιώσιμος τρόπος ταξιδιού.

Η ποιότητα της εμπειρίας είναι πιο σημαντική από την ποσότητα των εμπειριών που θα ζήσει κάποιος όταν ταξιδεύει. Αυτή είναι και η βασική αρχή του Slow Travel.

της Βίκης Βαμιεδάκη, Πηγή: News247
Φωτογραφίες: Pixabay CC License

Δείτε επίσης