Η Χαμένη Άνοιξη, του Στρατή Τσίρκα-Ένα μάθημα σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας μέσα απ’ την λογοτεχνία

απο Cyclades Open

«Στο όνομά σου Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου εμείς ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες ορκιζόμαστε εδώ πέρα πέρα όλοι μαζί πως το όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη και στο όνομά σου όσο που θα υπάρχει τυραννία και καταπίεση να τις καταπολεμούμε όχι μονάχα με το λόγο μα και με τη ζωή μας!»

Όρκος στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ποιά είναι η σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία; Λένε πως η ιστορία αποτελεί το φόντο και το καθοριστικό πλαίσιο δράσης και διαμόρφωσης της προσωπικής ιστορίας των ανθρώπων μιας εποχής αποτελώντας το αναγκαίο υλικό για να γραφτεί λογοτενία. Ταυτόχρονα, όμως η λογοτεχνία φωτίζει τα βιώματα και τις ιστορικές εμπειρίες μιας εποχής φέρνοντας στο προσκήνιο τις ελπίδες, τους αγώνες και τις βαθύτερες αγωνίες της κάθε γενιάς. Ιστορία και λογοτεχνία τελούν λοιπόν σε αμφίδρομη και διαλεκτική σχέση. Και αυτό είναι κάτι που ο Στρατής Τσίρκας το γνώριζε βαθιά. Μέσα από τα έργα του Ακυβέρνητες Πολιτείες και Χαμένη Άνοιξη προσπάθησε να φέρει στο προσκήνιο μέσα από τις προσωπικές ιστορίες και βιώματα των λογοτεχνικών ηρώων το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό υπόβαθρο της εποχής θέτοντας αμείλικτα ερωτήματα για τα βαθύτερα αίτια που τα προκάλεσαν και φέρνοντας στο προσκήνιο τον αγώνα του ανθρώπου να χαράξει το ατομικό και συλλογικό του πεπρωμένο του απέναντι στα ρεύματα της ιστορίας που τον παρασέρνουν.

Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα) γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911. Μετά τους σεισμούς του 1881 η οικογένεια μετακόμισε στη Χάιφα, ενώ με τον πόλεμο του 1897 κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Aπό τα πρώτα νεανικά του χρόνια, μόλις αποφοίτησε από την Aμπέτειο Σχολή, αναγκάστηκε να δουλέψει ως λογιστής στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου και στη συνέχεια σε βαμβακοβιομηχανία στο Μπειρούτ ως λογιστής και κατόπιν διευθυντής του εργοστασίου στην Άνω Aίγυπτο, όπου και πέρασε μια δεκαετία. Ήδη από τα πρώτα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε ενεργά με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας αρκετές ποιητικές μεταφράσεις και μικρά κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αιγύπτου (όπως τα Παναιγύπτια) και της Ελλάδας.

Επίσης, ήδη από τη νεότητα του θα βιώσει την εκμετάλλευση των απλών καθημερινών ανθρώπων της Αιγύπτου κάτω από το ζυγό της αγγλικής αποικιοκρατίας και λάβει ενεργό μέρος στα κοινωνικά κινήματα της εποχής ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1937 θα παντρευτεί την Αντιγόνη Κερασσώτη. Την εποχή εκείνη θα βιώσει την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη της εποχής (με το Μεταξά στην Ελλάδα, το Μουσολίνι στην Ιταλία και του Εngelbert Dollfuss στην Αυστρία) και θα συγκλονιστεί από τα γεγονότα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου που θα του ασκήσουν μια βαθιά επιρροή. Στο πλαίσιο αυτό θα συμμετάσχει στο Β Διεθνές Συνέδριο συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας απέναντι στο φασισμό στο Παρίσι, όπου και θα συντάξει μαζί με τον Langston Hughes τον «Όρκο» στον δολοφονημένο Ισπανό ποιητή και συγγραφέα Federico Garcia Lorca, κείμενο το οποίο θα εκφωνήσει ο Louis Aragon και το οποίο θα υπογραφεί από σαράντα συγγραφείς.

Στρατής Τσίρκας, Κάϊρο 23 Ιουλίου 1911 – Αθήνα 27 Ιανουαρίου 1980

Κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου θα συμμετάσχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, ενώ συνεργάζεται και τις εφημερίδες του Καίρου Πάροικος και Φωνή και στην Ελλάδα με τα Ελεύθερα Γράμματα, την Επιθεώρηση Τέχνης και την Αυγή. Το 1943- 1944 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλοΕΑμικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), ενώ συμμετέχει και στην Αντιφασιστική Πρωτοπορία. Το 1960 θα ξεκινήσει τη συγγραφή της μείζονος τριλογίας του «Ακυβέρνητες πολιτείες», ένα φόρο τιμής στον Απρίλη του 44. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα θα συμμετάσχει στη «σιωπή» των συγγραφέων δημοσιεύοντας μόνο μεταφράσεις. Στις 27 Ιανουαρίου του 1980 ο Στρατής Τσίρκας θα φύγει από τη ζωή.

Κυριότερα έργα του Στρατή Τσίρκα θα υπάρξουν η ποιητική συλλογή Φέλλαχοι και το Λυρικό Ταξίδι, τα διηγήματα «Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός», «Νουρεντίν Μπόμπα» και τα μυθιστορήματα «Ακυβέρνητες Πολιτείες» και «Η χαμένη άνοιξη», καθώς και το έργο «Ο Καβάφης και η εποχή του». Το νεανικό λοτοτεχνικό του έργο θα αποτελέσει ένα είδος υπεράσπισης για τους Αιγύπτιους αγρότες, εργάτες, τεχνίτες και μικροεμπόρους αποτυπώνοντας τους αγώνες τους για ανεξαρτησία και για ελευθερία (όπως στο Νουρεντίν Μπόμπα που αναφερόταν στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ).

Η Χαμένη Άνοιξη υπήρξε η αρχή μιας τριλογίας που δεν τελείωσε ποτέ. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων (ενός επαναπατρισμένου αγωνιστή από την Τασκένδη, της Αμερικανίδας Φλώρας με την έκλυτη ερωτική ζωή και άλλων) ο Τσίρκας δίνει ένα ζωντανό χρονικό και ταυτόχρονα την ατμόσφαιρα, τις ιδέες, τις ελπίδες και τα συναισθήματα που επικρατούσαν στην κοινωνία τον Ιούλιο του 1965.

Επρόκειτο για μια εποχή φοιτητικών αγώνων, έντονης πολιτιστικής κίνησης, ανόδου νέων πολιτικών δυνάμεων και μέριμνας για τους αγρότες. Επρόκειτο όμως ταυτόχρονα για μια εποχή πολιτικής αστάθειας, έντονης ανάμειξης του βασιλιά στην πολιτική ζωή, ξενικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης που άνοιξε το δρόμο στην αποπομπή του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και στο διορισμό των κυβερνήσεων Αθανασιάδη Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου. Η προσπάθεια μικροπολιτικής συναλλαγής των πολιτικών δυνάμεων, η ξενική εξάρτηση και η προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από το βασιλιά που επέτρεψε στις παραστρατιωτικές οργανώσεις να δρουν ανεξέλεγκτα είχαν ανοίξει το δρόμο για τη δικτατορία.

Στο επίκεντρο του έργου του Στρατή Τσίρκα βρίσκεται η προσπάθεια να φέρει στο προσκήνιο μέσα από τον πολυδαίδαλο κόσμο των προσωπικών βιωμάτων και των διαψευσμένων κοινωνικών ψευδαισθήσεων το δράμα μιας εποχής. Ταυτόχρονα όμως το έργο αυτό φέρνει στο προσκήνιο τον αγώνα του ανθρώπου να χαράξει το ατομικό και συλλογικό του πεπρωμένο ονειρευόμενος ένα πιο δίκαιο κόσμο απέναντι στα ρεύματα της ιστορίας που τον παρασέρνουν. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτει τη δύναμη της λογοτεχνίας να κουβαλάει μέσα της τα βιώματα και τα διαψευσμένα οράματα των ανθρώπων μιας εποχής αλλά και τη δύναμη του ανθρώπου να επαναροματιστεί ένα διαφορετικό μέλλον μέσα από την κατανόηση του κόσμου του χτες. Αυτός ήταν ο αγώνας του Στρατή Τσίρκα!

Ο αγώνας του ποιητή και του λογοτέχνη που έχει ορκιστεί να αγωνίζεται με τη φωνή και το έργο του απέναντι στην τυραννία και στην καταπίεση, όπως είχε ορκιστεί κάποτε στο όνομα του Λόρκα. Γιατί όπως θα γράψει κάποτε ο Στρατής Τσίρκας: «Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν, μα είναι ετούτη η κατάρα της εποχής μας που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και στον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα. Η φωνή, τα δάχτυλα και η καρδιά μου. Και ο Απρίλης με τις πασχαλιές γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σα ξερή πέτρα να βουλιάζει σε μια άγονη και πυρωμένη αμοθάλασσα και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια και ακρίδες και σκορπιοί και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκκαλα της εξορίας και της μοναξιάς!»

Κείμενο του Γιάννη Γεράσιμου από το “Νόστιμον Ήμαρ

Από τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών του 1965

Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου “Η Χαμένη Άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα

Ιούλιος 1965: Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν δυό και περισσότερες ιστορίες αγάπης, το κύριο θέμα του, ωστόσο, είναι η συνειδητοποίηση των πρωταγωνιστών του σε μια κρίσιμη ώρα του τόπου, μέσα από την οδύσσεια μιας ερωτικής αναζήτησης.
«Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου», ξεσπάει θαυμαστικά ένας επαναπατρισμένος, ύστερα από δεκαοχτώ χρόνων καταναγκαστικής απουσίας. Έντονη πολιτιστική ζωή, αγώνες της σπουδάζουσας νεολαίας, νέες δυνάμεις στο πολιτικό προσκήνιο, ιδέες και προβληματισμοί χαρακτηρίζουν την «Αθηναϊκή Άνοιξη».

Αντιστικτικά, δίνονται οι εκτραχηλισμοί κι οι ανορθόδοξοι έρωτες μιας παρέας από Αμερικάνους αυτοεξόριστους και άλλους ξένους, όπου οι πράκτορες μηχανορραφούν ανεμπόδιστοι, σε συνεργασία με βασιλικούς άνδρες, στρατοκράτες, πολιτικούς της Δεξιάς, δυσαρεστημένους του κόμματος που κυβερνά και παράγοντες της οικονομικής ολιγαρχίας. Χρονικά, το μυθιστόρημα καλύπτει μόλις είκοσι μέρες, από τις 4 ως τις 23 Ιουλίου, ημέρα της ταφής του Σωτήρη Πέτρουλα. Μιά οριζόντια τομή στον κορμό του ιστορικού χρόνου: Η Αποστασία, ο εξαναγκασμός του Παπανδρέου σε παραίτηση, οι δυσχέρειες και τ’ αδιέξοδα της Αριστεράς.

Σ’ ένα περιβάλλον που δεν σταματάει ν’ αλλάζει – προς το χειρότερο – ανακαλούνται μνήμες και μορφές από το Διχασμό, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και διαγράφονται μ’ εφιαλτική διαύγεια όσα θα έρθουν: «Είχαμε ξαναμπεί στον αστερισμό του παρακράτους και της τρομοκρατίας…
Πάνω από τη χαμένη Άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος, έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο», λέγει στο τέλος ο επαναπατρισμένος. Κι όμως ο ίδιος, εμπρός στον ανοιχτό τάφο του ήρωα, θα πει: «Ευλογημένοι όσοι, στα μαρμαρένια αλώνια, νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».

Με τον υπέρτιτλο “Δίσεχτα χρόνια” ο Τσίρκας υποσχόταν μια νέα τριλογία στο πρότυπο των “Ακυβέρνητων πολιτειών”, που θα κάλυπτε ιστορικά και την περίοδο της δικτατορίας. “Η χαμένη άνοιξη”, όμως, που θα ήταν ο πρώτος τόμος, έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα. Σε όλες τις ανατυπώσεις μετά το θάνατό του διατηρήθηκε αυτός ο υπέρτιτλος όχι μόνο για να μην αλλοιωθεί αυθαίρετα η ταυτότητα του έργου, αλλά και γιατί αυτή η διάταξη του εξωφύλλου σηματοδοτεί την ιδεατή προέκταση των γνωστών γεγονότων. Δηλαδή, το φιλόδοξο σχέδιο του συγγραφέα, ύστερα από την περιπέτεια της Μέσης Ανατολής, να ιστορήσει πάλι με τα μέσα της τέχνης τη ζοφερή ελλαδική εμπειρία που βίωσε επίσης οδυνηρά.

Από την κηδεία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα

[…] Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ’ άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ’ ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ’ τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.

-Ο Σωτήρης ζει!

Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν’ αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογκά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.

Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω:

Σωτήρη Πέτρουλα
Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

-Είναι το καινούριο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν’ ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ’ ένα χαρτί, αλλοπαρμένος:

«-Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης.
-Το λόγο έχει το τραγούδι αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:

Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά».

Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:

Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη:

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ’ εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα τού ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ’ αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι’ αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».

Έτσι με συνεπήρε και μένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:

…τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν εμπρός στη Μητρόπολη, μέσα στην έντονη μυρωδιά της φρεσκοκομμένης δάφνης και το τραγούδι που αναθεμάτιζε αυτούς που σκότωσαν το Σωτήρη, είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και τους άλλους υπουργούς της Ε.Κ. κι αντιλαλήσαν τα συνθήματα:
-Ενότητα.
– Ο στρατός με το λαό.
γονάτισα κι εγώ μέσα στο δρόμο και σα μικρό παιδί που πρωτοπάει σχολειό συλλάβιζα σ’ ένα πανώ:

ΚΙ ΑΝ ΕINΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΦΝΗ.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.

Και είπα μέσα μου: «Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα κι αθάνατος θα μένει». Κι όταν, μέσα από διπλή, ατέλειωτη σειρά στεφάνια και βουνά λουλούδια, εμπρός στον ανοιχτό τάφο, άκουσα το Μίκη, ν’ αποχαιρετά το πρώτο παλικάρι της Σπουδάζουσας Νεολαίας. «Όλος ο μάρτυρας λαός μας σ’ ακολουθεί. Ολόκληρη η Δημοκρατική Νεολαία της πατρίδας μου σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει, θέλει να σου μοιάσει» και να ορκίζεται πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη, είπα μέσα μου: «Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».

Απόσπασμα από τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα

1-1-4

📸 Στο δρόμο της ποίησης

Δείτε επίσης