Μεγάλωσα στο Μπραχάμι, μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, 15 λεπτά με το λεωφορείο από την Ακρόπολη, την Πλάκα, το Σύνταγμα, κι όμως σαν… ξεχασμένη επαρχία, κάπου στα σύνορα. Πόλη εσωτερικών μεταναστών, εκτός σχεδίου όλα, οι εργάτες σταματούσαν τη δουλειά κοντά στα 70, λίγοι δημόσιοι υπάλληλοι, «για ένα κομμάτι ψωμί, δε φτάνει μόνο η δουλειά / για ένα κομμάτι ψωμί, πρέπει να δώσεις πολλά».
Κι εμείς τα μικρά, ινδιάνοι και καουμπόηδες στις έρημες αλάνες, λυπημένοι έφηβοι αργότερα, μες στη χούντα, σ’ ένα μπιλιαρδάδικο στην πλατεία, απέναντι από την εκκλησία, στο τζουκ μποξ με ένα δίφραγκο «Purple Haze», του Τζίμι Χέντριξ, δίπλα δίπλα με Καζαντζίδη «Δυο πόρτες έχει η ζωή».
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Όλα ίδια και σήμερα, οι Έλληνες εσωτερικοί μετανάστες, εμείς τα παιδιά τους, μεσήλικες πια, μαζί με πρόσφυγες καινούργιους, Αλβανούς, Γεωργιανούς. Βαλκάνια, Αφρική, Ασία, όλα διαφορετικά, ίδια, όμως ολόιδια, όπως κάποτε. Εργάτες, μικροϋπάλληλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ, το σύστημα τους κλοτσάει, δεν θέλουν να φύγουν, πού να πάνε;
Νοσταλγούν κρυφά τον Αντρέα, ποιος τους γαμεί πια; «Και κάποια μέρα θα σε λύσουν, μα θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις. Θα σε κλοτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου. Σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου, μα δε θα έχεις ψυχή να το νιώσεις»…
Σε ένα διωροφάκι του ’50, δύο πιτσιρικάδες κάποτε, με ένα φορητό τεπάζ pick up, με μπαταρίες, ακούγανε Ντίλαν, γράφανε τραγούδια, ξενιτεύτηκαν μετά τη μεταπολίτευση, γυρίσανε, βρήκανε τα άδεια οικόπεδα των παιδικών τους χρόνων πολυκατοικίες.
«Στα σκοτεινά σαλόνια των βουβών διαμερισμάτων / Μες στων πολυκατοικιών την ερημιά / Μακάρι να ‘τανε τραγούδι, μα δεν είναι». Ταξίδεψαν με δυο κιθάρες και την ταυτότητα στα δόντια στη σκοτεινή βόρεια Ευρώπη, σε άγνωστες, άγριες, βιομηχανικές μεγαλουπόλεις, ζήσανε ξένοι κι αυτοί μέσα στους ξένους.
Βαθιά, μέσα στην κοιλιά του Μολώχ. «Μολώχ, τυφλές πρωτεύουσες, δαιμονικές βιομηχανίες, φασματικά έθνη. Τερατώδεις βόμβες, αήττητα τρελοκομεία. Δαιμονικές βιομηχανίες. Φασματικά έθνη. Αήττητα τρελοκομεία».
Γράψανε τραγούδια γι’ αυτά που ζήσανε στο πετσί τους, κάποιοι τους αγαπήσανε, κάποιοι τους βρίσανε, «τι μας λένε τώρα οι μίζεροι;», μεγάλωσαν, γκριζάρανε τα μαλλιά τους, πεισμώσανε, είπαν δεν θα μας ξαναδιώξετε, κουφάλες, και μείνανε με πείσμα εδώ, «θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ / και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω / θα περιμένω άλλες μέρες». Ακόμα βουίζουν μέσα στο μυαλό μου οι σφαίρες εκείνης της βραδιάς, Νοέμβρη του ’73, οι φωτιές και το φονικό, «με τα μαντίλια και τους λοστούς / μελανιασμένες βραχνές φωνές /στις κρύες ταράτσες ανάβουν οι φωτιές».
Τα πήραμε όλα μαζί μας και τα ταξιδέψαμε στην ακούσια ξενιτιά, χρόνων και χρόνων, κι όταν γυρίσαμε, πάλι τα ίδια… Όλοι εναντίον όλων, εκλογές κάθε δυο χρόνια, οι απατεώνες στα πόστα, ο κοσμάκης να ελπίζει μάταια, «όλες οι λύσεις είναι φίνες και ωραίες / τότε και μόνο όταν είναι εφικτές / μα σαν δεν έχεις κότσια να τις εφαρμόσεις / άσ’ τες καλύτερα, καθόλου μην τις λες», ο Φάνης, ο Μάρκος και η Άννα που ονειρεύονται να φύγουν, η Σούζι με τα όνειρα των περιοδικών, έρμαια όλοι τους της ίδιας πάντα αμετανόητης χυδαίας εξουσίας, παλεύουν να ζήσουν όπως όπως με όνειρα, «καλό ταξίδι / καλό στα χρυσά σου παραμύθια / δίχως το ψέμα θα ‘ταν μαύρη η αλήθεια». Όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα, τηλέφωνα απεγνωσμένα…
«Είναι κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε / πόσες φορές δεν έκλαψα για σένα / που ζήσαμε μαζί τόσα πολλά και πια δε γνωριζόμαστε, / δε γνωριζόμαστε». Συγκάτοικοι όλοι στην τρέλα, παλεύουν να ζήσουν με την ψυχή στο στόμα, μέρα με τη μέρα. Μπαίνω στο ταξί να κατέβω προς τη θάλασσα (οι εφηβικές συνήθειες δεν κόβονται), κάτω στο Καλαμάκι, να δω τον ήλιο να δύει πάνω από την Αίγινα.
Το ραδιόφωνο παίζει «γέλα, πουλί μου, γέλα», βουρκώνουν για μια στιγμή τα μάτια μου, «κάτι -λέω στον εαυτό μου- έκανα κι εγώ». Ό,τι μπορούσα, όσο μπόρεσα. Σταματάω το ταξί, ο ταξιτζής μού χαμογελάει από το καθρεφτάκι, «μεγάλωσα με τα τραγούδια σας, μου λέει», δεν μου παίρνει λεφτά. Τρέχω να κάτσω στα βράχια να προλάβω το ηλιοβασίλεμα…
* O Πάνος Κατσιμίχας παίρνει αφορμή δικούς του στίχους και μας παρουσιάζει σε μορφή μικρού διηγήματος την ιστορία των αδελφών Κατσιμίχα.
Ο Πάνος Κατσιμίχας και τα Κίτρινα Ποδήλατα παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα με τις καλύτερες στιγμές της δισκογραφίας των αδελφών Κατσιμίχα, της προσωπικής δισκογραφίας του Πάνου, αλλά και τις δυναμικές ροκ επιτυχίες των Γιώργου και Αλέξανδρου Παντελιά (Κίτρινα Ποδήλατα). Στην παρέα τους προστίθεται φέτος ο Βασίλης Καζούλης.
Τέσσερις δημιουργοί ενώνονται κάτω από κοινά μηνύματα, κοινή αλήθεια και ψυχή, με τρόπο που μόνο τα ίδια τα τραγούδια μπορούν να εξηγήσουν.
«PassPort Κεραμεικός – Upstairs», Κεραμεικού 58 & Μαραθώνος, Παρασκευές 17-24-31/3 και 7/4.
Διαβάστε σχετικά:
Πηγή: efsyn.gr