Η καινούρια “κολλητή”

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Μ’ αρέσει που είμαστε φίλες!» Αυτό δεν πίστευε ποτέ ότι θα το έλεγε η Νάντια. Τουλάχιστον όχι στο συγκεκριμένο κορίτσι. Αλλά, το έλεγε και το ευχαριστιόταν κιόλας! Και ντρεπόταν που τόσον καιρό την απέφευγε και δεν την έκανε παρέα ….

Η Νάντια έχει πολλές φίλες. Τη Ράνια και την αδελφή της τη Χαρά, που πηγαινο-έρχονται μαζί στο σχολείο, τη Βίκη που κάθονται μαζί στο ίδιο θρανίο, την Κατερίνα, που εκτός από το σχολείο είναι μαζί και στα Αγγλικά. Αυτές είναι, όπως θα έλεγε, οι «κολλητές» της. Είναι τόσο δεμένες που μοιάζουν σα να έχουν κολλήσει μεταξύ τους με κόλλα – την πιο γερή μάλιστα!

Μα, εκτός από αυτές, η Νάντια γνωρίζει και τα περισσότερα παιδιά του σχολείου, και μικρότερα και μεγαλύτερα ακόμη, κι ανάμεσά τους, έχει πολλές φιλίες. Γι’ αυτό βασανιζόταν ώρες ατελείωτες να γράψει τη λίστα με όσους θα προσκαλούσε στο πάρτυ της. Δεν ήθελε ν’ αποκλείσει καμία, αλλά όπως είπε η μαμά, αν τις καλούσε όλες μαζί θα έπρεπε να γιορτάσουν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, κι όχι στο σπίτι τους γιατί δεν θα χωρούσαν!

Με την Ελευθερία όμως, ποτέ δεν είχε πολλές επαφές αν και ήταν στο ίδιο τμήμα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Πολύ αργότερα κατάλαβε πως ήταν ο χαρακτήρας της Ελευθερίας συνεσταλμένος, κι αυτό την έκανε να μην “ανοίγεται” εύκολα στα άλλα παιδιά και δεν ήταν καθόλου μα καθόλου στριμμένη.

“Στριμμένη” την έλεγε η Χαρά. Γιατί όσες φορές της είχαν ζητήσει να παίξει κάτι μαζί τους, δεν δεχόταν. Με κάποια πρόφαση φυσικά. «Παίζουμε κυνηγητό;» τη ρωτούσαν. «Μπα, μάλλον όχι…. Με πονά λίγο ο αστράγαλος». «Φέρνουμε αύριο βιβλία για ανταλλαγή; Να διαβάσουμε η μία της άλλης και να τα επιστρέψουμε;» είχε προτείνει κάποτε η Κατερίνα, που διαβάζει πολύ κι είχε τελειώσει όλα τα δικά της. «Τα δικά μου βιβλία είναι λιγοστά και τα προσέχω», τους είχε απαντήσει η Ελευθερία κοιτώντας το πάτωμα κι όχι τα μάτια τους.

Κι έτσι της έμεινε το “στριμμένη”. Χωρίς να τους έχει κάνει κάτι ιδιαίτερο, όχι! Αλλά, πώς να το κάνουμε; Δε φαινόταν να τις θέλει για φίλες. Ποτέ δεν έπαιζε μαζί τους στο διάλειμμα. Περπατούσε χαζεύοντας τις παρέες των παιδιών αλλά δεν πλησίαζε καμιά. Κι είχε το ύφος σα να την ενοχλούσε η φασαρία και τα γέλια τους.

Η Νάντια πάλι, την έβρισκε λίγο … “ξινή”. Δε μιλάει, δε γελάει. Φροντίζει να έχει ξυσμένα όλα τα μολύβια της και δεν σηκώνεται να το κάνει αυτό την ώρα του μαθήματος. Τα τετράδιά της έχουν ατσαλάκωτες σελίδες – φροντίζει τις άκρες τους κι ακουμπάει τους αγκώνες της με προσοχή. Καμία σχέση δηλαδή με τα τετράδια της Νάντιας που ακόμη κι ο μπαμπάς της διαμαρτυρήθηκε πως είναι πιο “κατσαρά” από τα μαλλιά της! Σήκωνε πάντα το χέρι της στην τάξη και ποτέ δεν πεταγόταν να μιλήσει όπως όλα τα άλλα παιδιά. Ευγενική ήταν πάντα αλλά κάπως απόμακρη.

Ε, άμα είσαι τόσο τέλειος, και δε σκας κι ένα χαμόγελο πού και πού, είσαι “ξινός”. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Την προηγούμενη εβδομάδα όμως η Ελευθερία ήρθε στο σχολείο με μια ρυτίδα στο μέτωπο, ανάμεσα στα μεγάλα μάτια της. Σα να τη βασάνιζε κάτι. Σα να πονούσε. Κι οι κουβέντες με τους συμμαθητές της ήταν ακόμη πιο λιγοστές – αν μπορεί να γίνει δηλαδή κάτι τέτοιο!

Κανονικά, αυτό θα περνούσε απαρατήρητο από όλους. Όταν όμως ο δάσκαλός τους άρχισε τις ερωτήσεις του μαθήματος και δεν σήκωσε καθόλου μα καθόλου του χέρι της να απαντήσει, αυτή, που τις άλλες φορές δεν έλεγε να το κατεβάσει, η Νάντια το πρόσεξε. Και της έκανε εντύπωση.

Αλλά, τα παιδιά, προσπερνούν καταστάσεις και πράγματα πολύ εύκολα. Και στο διάλειμμα η Νάντια είχε καλύτερα πράγματα να κάνει από το να της δώσει σημασία. Καθησύχασε τον εαυτό της υποθέτοντας πως η Ελευθερία μπορούσε κάλλιστα κι αυτή μια φορά να μην έχει όρεξη να μελετήσει ή ακόμη και να έχει μια από εκείνες τις περιβόητες “ιώσεις” που κατά καιρούς ταλαιπωρούν τα παιδιά.

Μα, επειδή αυτό ξανάγινε την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, η Νάντια παραξενεύτηκε. Και αποφάσισε να μάθει τι έχει η συμμαθήτριά της. Ξεχνώντας αν είναι “ξινή” ή “στριμμένη”. Είναι απλώς ένα κορίτσι που φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα.

«Τι κάνεις Ελευθερία; Όλα καλά;» τη ρώτησε σε ένα διάλειμμα.

«Ναι…» ήταν η απάντηση της Ελευθερίας που όμως έκανε τη ρυτίδα να γίνει πιο έντονη και τα μάτια της να σκοτεινιάσουν.

«Σα να μην φαίνεσαι όμως καλά! Μήπως σε τριγυρίζει καμία ίωση;» επέμεινε η Νάντια.

«Όχι, δεν βήχω, δεν τρέχει η μύτη μου και δεν έχω πυρετό. Καλά είμαι!»

«Αμ, δεν είσαι καλά! Έχεις τρεις μέρες να σηκώσεις το χέρι σου στην τάξη! Τι έγινε; Αποφάσισες να δεις και λίγη τηλεόραση εκτός από το να μελετάς συνέχεια;»

«Μπα… δεν είναι αυτό … απλά δεν έχω όρεξη…» Η Ελευθερία όμως δεν την κοιτούσε στα μάτια τη Νάντια. Κι εκείνη με τη σειρά της σκέφτηκε πως αυτό κάνει συνήθως κι ήταν έτοιμη να παρατήσει την προσπάθεια να φανεί καλή. Κάτι όμως στον τόνο της φωνής της Ελευθερίας την έκανε να επιμείνει.

«Ξέρεις, θα μπορούσες να μου πεις τι έχεις… δεν θα το πω σε κανέναν άλλον …. Δεν μπορεί να είναι πολύ άσχημα τα πράγματα, ε;»

«Μπαααα….». Η Ελευθερία σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τη Νάντια. Κι η Ελευθερία που δεν μιλούσε ποτέ πολύ, εκτός δηλαδή από τις φορές που ήξερε να πει όλο το μάθημα και το έκανε με καμάρι, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να μιλά. Είπε, είπε, και τι δεν είπε! Όσο εκείνη μιλούσε άλλο τόσο η Νάντια έμενε με ανοιχτό το στόμα και με το ζόρι κρατούσε τα δάκρυά της.

«Άρρωστη δεν είμαι, στεναχωρημένη είμαι», άρχισε. «Βλέπεις, ο μπαμπάς μου σκέφτεται να πάει να δουλέψει σε μια χώρα πολύ μακρινή. Ούτε που θέλω να μάθω το όνομά της. Είναι λέει εκεί καλύτερα τα χρήματα που θα παίρνει και έτσι θα έχουμε όλοι μας καλύτερη ζωή! Αλλά εγώ δεν θέλω να φύγει!»

Ήταν τόση η στεναχώρια της που η Νάντια δεν έβρισκε τι να της πει για να την παρηγορήσει.

«Η αλήθεια είναι πως έχει δίκιο ο μπαμπάς μου. Γιατί λέει, είμαστε τρία παιδιά και πρέπει να μας εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Ιδιαίτερα λέει για μένα, που είμαι πολύ καλή μαθήτρια! Μα, εγώ, δεν θέλω να πάει μακριά μας! Τον αγαπάω πολύ και θα μου λείπει συνέχεια!»

«Ε, φαντάζομαι πως κι εκείνου θα του λείπετε Ελευθερία μου!» είπε η Νάντια συμβιβαστικά. «Θα έρχεται όμως να σας βλέπει και θα μπορείτε να πηγαίνετε κι εσείς! Για σκέψου! Τόσα ταξίδια, ένας καινούριος τόπος, θα είναι μια φανταστική εμπειρία!»

«Μπορεί να τα λες και να ακούγονται πολύ όμορφα όλα αυτά και ίσως η ζωή μας να είναι καλύτερη στο μέλλον, γιατί πραγματικά οι γονείς μου στεναχωριούνται πάρα πολύ και θέλουν να μας δώσουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Αλλά για σκέψου και το άλλο: ο μπαμπάς δεν θα είναι εδώ στις σχολικές μας γιορτές, ούτε τα καλοκαίρια να μας πηγαίνει για μπάνιο, ούτε ρακέτες θα παίζουμε ούτε σκάκι. Δεν θα έρχεται στο κρεβάτι μου να μου βάλει κομπρέσα στο μέτωπο όταν έχω πυρετό ούτε θα με βοηθά στα μαθηματικά στις δύσκολες εργασίες. Δεν θα έρχεται να με δει να παρελαύνω – και του χρόνου σίγουρα θα παρελάσω! Θα λείπει από το τραπέζι μας, από τις γιορτές και τα γενέθλιά μας! Δεν μου αρέσει μια τέτοια ζωή όσο πιο άνετη κι αν είναι!’

Η Νάντια χαμήλωσε το κεφάλι της. Λίγο ακόμη και θα προχωρούσε σκυφτή. Εκείνη πολλές φορές είχε σκεφτεί να έμενε για λίγο μόνη της, χωρίς την διαρκή επίβλεψη των γονιών της, να πήγαιναν ένα ταξίδι μακρινό ας πούμε! Όσο περισσότερες συστάσεις της έκαναν, τόσο περισσότερο επιθυμούσε να είναι μακριά τους. Κι έρχεται τώρα ένα άλλο κορίτσι και της λέει πως δεν θέλει να της λείψει ο δικός της πατέρας.

«Για το καλό όλων σας μάλλον θέλει να το κάνει αυτό ο μπαμπάς σου, μην τον κακίζεις». Αχ και να ήξερες Ελευθερία μου πόσες φορές η Νάντια είχε κακίσει τους δικούς της γονείς. Για το λειψό χαρτζιλίκι, για εκείνα τα παπούτσια που δεν της αγόρασαν, για το προπέρσινο μπουφάν που ακόμη έσερνε μαζί της στο σχολείο, για το αυτοκίνητό τους που ολοένα μάστορα γύρευε. Και να που τώρα καταλάβαινε το σφάλμα της. Λες κι ο δικός της μπαμπάς να αποφάσιζε κάτι ανάλογο κάποια στιγμή; Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε!

«Δεν τον κακίζω. Είμαι πολύ περήφανη για κείνον! Αλλά πώς να του πω πως δεν δίνω δεκάρα για όλη αυτή την “καλύτερη ζωή” που ΘΑ έχουμε όταν εκείνος θα είναι μακριά μας;»

Τα δυο κορίτσια κοιτάζονταν. Η Νάντια απορούσε που η Ελευθερία της είχε ανοιχτεί λιγάκι. Την απελπισία της την καταλάβαινε. Όπως και τη μοναξιά της, τη μοναξιά δηλαδή που θα ένιωθε όταν δεν θα υπήρχε ο μπαμπάς σπίτι τους.

«Να του το πεις!» της είπε στο τέλος. «Να του πεις ότι δεν θέλεις να φύγει, ότι δεν χρειάζεσαι ούτε περισσότερα πράγματα ούτε περισσότερα χρήματα. Να του πεις ότι χρειάζεσαι εκείνον, τον μπαμπά σου. Να είναι κάθε μέρα μαζί σου».

«Να του το πω; Μα, υποτίθεται ότι εκείνος το κάνει για το καλό μας! Ούτε σε εκείνον δεν αρέσει να είναι μακριά μας!»

«Ε, τότε, να ένας λόγος παραπάνω να του το πεις! Τελικά, ποιο θα είναι το καλό όλων αν δεν είστε μαζί;»

Όταν μπήκαν στην τάξη η Νάντια δεν ήξερε αν είχε πείσει την Ελευθερία να μιλήσει στον μπαμπά της. Είχε όμως την ελπίδα πως θα το έκανε. Ποιος ξέρει; Ίσως καμιά φορά ν’ ακούνε οι γονείς τα παιδιά τους…

Η επόμενη μέρα ήταν μια μέρα φωτεινή. Ο ήλιος λαμπερός και ζεστός, δεν κρυβόταν πίσω από κανένα σύννεφο, μετά από τόσες μέρες βροχής. Το ίδιο ασυννέφιαστο ήταν και το πρόσωπο της Ελευθερίας, που είχε μάλιστα ένα πλατύ χαμόγελο. Η Νάντια κατάλαβε αμέσως και παράτησε τις άλλες φιλενάδες για να μάθει τα νεότερα από πρώτο χέρι.

«Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς περιστροφές.

«Είχες δίκιο! Του μίλησα. Του είπα “μπαμπά μου δεν αξίζει για όλα τα λεφτά του κόσμου να σε έχουμε μακριά μας” κι εκείνος με πήρε αγκαλιά και με άκουσε με προσοχή. Δεν θα πάει. Έτσι μου είπε. Δεν θα πάει σ’ εκείνο το μακρινό μέρος που μπορεί να είναι όμορφο μα δεν θα έχει μαζί του την οικογένειά του!» Η Ελευθερία είχε γίνει άλλος άνθρωπος από τη χαρά της.

«Είδες; Οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες ξέρουν πως η ευτυχία μιας οικογένειας δεν μετριέται με τα χρήματα τελικά!» Η Νάντια ήταν περήφανη που είχε σταθεί ν’ ακούσει τον καημό της Ελευθερίας κι ένιωθε πως χθες έκανε μια καινούρια φίλη. Μια φίλη που την χρειαζόταν. Ήταν σίγουρη πως στο μέλλον θα έκαναν πολλή και καλή παρέα. Κι ίσως, μέσα από την δική τους φιλία, και τα άλλα κορίτσια να την γνώριζαν καλύτερα.

Για την Ελευθερία άνοιξε ένας καινούριος κόσμος. Είχε ξεπεράσει λίγο την δειλία της και είχε ήδη κάνει μια φίλη. Μια φίλη “κολλητή”. Που της στάθηκε και την άφησε ν’ ανοίξει την καρδιά της. Είχε πολλά να μάθει, να μοιραστεί και να ζήσει μαζί της. Κατάλαβε πως οι φίλοι δεν σε κοροϊδεύουν γι’ αυτό που νιώθεις, δεν σε κρίνουν. Σε βοηθούν. Ήταν πολύ όμορφο που επιτέλους μπορούσε να μιλήσει έτσι ακριβώς όπως ένιωθε.

«Κοίτα να δεις! Σε μια μέρα μόλις μέσα, άλλαξε η ζωή μου! Βρήκα το κουράγιο να πω στον μπαμπά μου αυτό που ήθελα. Δεν θα φύγει. Θα βρούμε άλλον τρόπο να καλυτερέψουμε τη ζωή μας. Μα, είναι ήδη καλύτερη η δική μου η ζωή. Έχω κοντά μου αυτούς που αγαπώ και με αγαπούν. Και μια “κολλητή”»

Δείτε επίσης