Βαριέμαι….

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Χρήστο, μάζεψε τα βιβλία σου! Μην ξεχάσεις να βάλεις τα αυριανά στην τσάντα σου και τα υπόλοιπα, παιδί μου, στην βιβλιοθήκη, όπως πρέπει να είναι!» Η μαμά πρέπει να είχε πει αυτό στον Χρήστο ήδη τρεις φορές. Αλλά τα βιβλία παρέμεναν αραδιασμένα στο γραφείο, το κρεβάτι και το πάτωμα του δωματίου του, και σίγουρα δεν θα σηκώνονταν από μόνα τους να μπουν στη θέση τους!

«Έλα, Χρήστο, πλύνε τα χέρια σου και κάθισε στο τραπέζι να φάμε», είπε πάλι η μαμά μετά από λίγο. Ο Χρήστος στρογγυλοκάθισε βιαστικά στο τραπέζι – είχε μια πείνα άλλο πράγμα!

«Έπλυνες τα χέρια σου;»

«Καθαρά ήτανε …». Χλαπ – χλουπ, ο Χρήστος έτρωγε με βουλιμία τη σούπα του.

«Δεν είναι καθαρά! Έγραφες, έξυσες τα μολύβια σου, έπαιξες. Δεν είναι καθαρά. Πήγαινε να τα πλύνεις!»

«Βαριέμαι…»

Η λοξή ματιά της μαμάς ήταν αρκετή για να σταματήσει την κουβέντα εκεί. Ο Χρήστος σηκώθηκε με μισή καρδιά κι έσυρε τα βήματά του στο λουτρό. Σα να ήταν πολύ κουρασμένος. Έπλυνε τα χέρια του τσάτρα – πάτρα και γύρισε με βιασύνη να συνεχίσει το φαγητό του.

Για την οικογένειά του, το βραδινό φαγητό ήταν πάντα η καλύτερη ώρα της ημέρας. Ήταν όλοι μαζί – ενώ το μεσημέρι ο καθένας απλά έτρωγε όταν έμπαινε στο σπίτι, και φυσικά πρώτος και καλύτερος ο Χρήστος. Το βράδυ όμως, αντάλλασσαν τα νέα της ημέρας κι αυτό ήταν κάτι πολύ όμορφο που ο Χρήστος δεν ήθελε να χάσει. Μερικές φορές, συνεννοούνταν και για το πρόγραμμα της επόμενης μέρας – τι θα φάμε, τι θα ψωνίσουμε, ποιος θα πάρει το παιδί από το σχολείο. Εκείνη την ώρα, ο μικρός μας φίλος συνήθως έλεγε πώς  πέρασε στην τάξη του, τις κωμικές φάρσες με τους συμμαθητές του, και όλους – φυσικά – τους επαίνους που συνήθως του έδινε ο δάσκαλός του. Γιατί ο Χρήστος ήταν ένας εξαιρετικός μαθητής κι όλοι καμάρωναν γι’ αυτό.

«Θα βάλω εγώ τα πιάτα στο πλυντήριο» είπε στο τέλος ο μπαμπάς.

«Κι εγώ θα φυλάξω στα τάπερ το φαγητό που περίσσεψε» είπε η μαμά και συνέχισε : «Εσύ Χρήστο, τίναξε το τραπεζομάντηλο και βάλ’ το στην θέση του».

Ο Χρήστος όμως είχε ήδη ξεκινήσει για τον καναπέ, όπου φανταζόταν ότι θα καθίσει να απολαύσει την αγαπημένη του σειρά πριν πέσει για ύπνο. Κι έκανε πως δεν άκουσε αυτό που του είπε η μαμά να κάνει. Όταν η μαμά το ξαναείπε, απάντησε ένα βαρύ και αργό «βαριέμαι…». Που έκανε το μπαμπά να βγει από τα ρούχα του.

«Μία δουλειά σου είπαμε να κάνεις κι αμέσως “βαριέμαι”. Όλο αυτό λες. Πάντα βαριέσαι όταν σου αναθέτουμε κάτι! Ξέρεις κάτι νεαρέ μου; Αφού βαριέσαι να κάνεις κάτι τόσο απλό όπως το να τινάξεις το τραπεζομάντηλο, τότε να μαζέψεις κι όλο το τραπέζι μόνος σου, να βάλεις τα πιάτα για πλύσιμο κι εμείς με τη μαμά σου, πάμε να ξεκουράσουμε λίγο το κορμάκι μας που όλη μέρα ήμασταν στο πόδι!»

Η μαμά άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. Η αλήθεια είναι πως ο γιος της ήταν ένα πολύ καλό παιδί. Μελετούσε χωρίς να δυσανασχετεί, είχε άριστους βαθμούς, οι δάσκαλοί του είχαν πολλά καλά λόγια να πουν, κι ήταν ευγενικός με τους συμμαθητές του και τους φίλους τους γενικά. Αλλά αυτό το “βαριέμαι” το είχε ακούσει η καημένη η μαμά τον τελευταίο καιρό τόσες πολλές φορές, και για τόσο απίθανα πράγματα, μικρά και μεγάλα, που βρήκε πως ο μπαμπάς καλά έκανε που τον επέπληξε.

«Μεγαλώνει», της είπε μετά ο μπαμπάς, όταν έμειναν οι δυο τους. «Μερικές φορές καταλαβαίνω πως είναι πολύ πιεσμένος αλλά το ίδιο δεν είμαστε όλοι;»

Η πιο αγαπημένη φίλη του Χρήστου, ήταν η Μιράντα. Έμεναν σχετικά κοντά, έπαιζαν από νήπια στην παιδική χαρά της γειτονιάς τους και μετά πήγαν στον ίδιο παιδικό σταθμό και στο ίδιο σχολείο. Η Μιράντα μπορεί να μην ήταν το ωραιότερο κορίτσι του σχολείου ήταν όμως πολύ γλυκιά, αγαπούσε πολύ τους φίλους και τα κατοικίδιά της, δηλαδή ένα σκύλο, μία γάτα κι έναν παπαγάλο, και είχε και πολύ χιούμορ.

Στη Μιράντα λοιπόν είπε την άλλη μέρα τα προβλήματά του. «Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερα πράγματα περιμένουν από εμένα μέσα στο σπίτι. Όλη την ώρα “κάνε αυτό”, “κάνε εκείνο” μου λένε. Δε με αφήνουν στην ησυχία μου»

«Κι οι δικοί μου δεν πάνε πίσω!», απάντησε η Μιράντα «αλλά φαίνεται πως έτσι συμβαίνει όταν μεγαλώνει κανείς..». Για τη Μιράντα μερικά πράγματα ήταν απλά. Για το Χρήστο πάλι, δεν ήταν.

«Ναι, αλλά τις περισσότερες φορές είναι αγγαρεία και εγώ βαριέμαι!»

«Σαν τι πρέπει να κάνεις δηλαδή;»

«Να… να στρώνω το κρεβάτι μου, να μαζεύω τα βιβλία μου και τα παιχνίδια μου, μερικές φορές να βάζω και τα πιάτα στο πλυντήριο πιάτων…» Ο Χρήστος ήταν έτοιμος να πει και τα υπόλοιπα αλλά η Μιράντα τον κοίταξε με απορία και του έκοψε τη φόρα.

«Ε, και; Αυτά δεν είναι αγγαρείες! Είναι πράγματα που κάνουν τη ζωή σου ευκολότερη!» Ο Χρήστος δε μίλησε και η Μιράντα συνέχισε: «Πρέπει να στρώσεις το κρεβάτι σου, να είναι όμορφο και καθαρό. Εσύ θα παίξεις και θα διαβάσεις και θα ξαπλώσεις εκεί, άρα εσύ πρέπει και να το φροντίσεις!»

«Μα, τι λες τώρα; Γιατί να στρώσω το κρεβάτι μου αφού θα ξανα-κοιμηθώ και θα ξανα-γίνει χάλια;»

«Τότε γιατί η μαμά σου να πλύνει τα ρούχα σου αφού θα τα ξαναφορέσεις και θα ξανα-λερωθούν;» Η τσαχπίνικη κοτσίδα της – σήμερα μόνο μία κοτσίδα είχε – πήγε πέρα-δώθε με απορία.

«Μα, να τακτοποιήσω και τα παιχνίδια μου;» Ο Χρήστος επέμενε. Δεν μπορεί. Θα τον λυπηθεί η Μιράντα.

«Φυσικά! Δικά σου δεν είναι κι αυτά; Άμα τα έχεις ανακατεμένα κι έρθω εγώ σπίτι σου, πώς θα βρούμε την άκρη με ποιο να παίξουμε;»

«Ουφ καημένη! Αφού είναι δικά μου, μια χαρά τα βρίσκω και ξέρω πού είναι και ξέρω πώς είναι, δεν μπερδεύομαι καθόλου! Βαριέμαι να το κάνω αυτό κάθε βράδυ…. Ας το κάνει κάποιος άλλος!»

«Και τι νομίζεις, μόνο εσύ έχεις το … “προνόμιο” να βαριέσαι;». Η Μιράντα δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει αλλά δεν θα του έλεγε και ψέματα ποτέ. «Νομίζεις πως αρέσει στη μαμά σου να γυρίζει από τη δουλειά και να μαζεύει τις δικές σου ανακατωσούρες; Να βάζει πλυντήριο, να σιδερώνει, να σου μαγειρεύει τα αγαπημένα σου φαγητά;»

«Μα η μαμά μου πάντα τα έκανε αυτά! Όπως κι ο μπαμπάς πάει τα κοστούμια στο καθαριστήριο και φτιάχνει τις γλάστρες στη βεράντα και ποτίζει και μαστορεύει. Για να τα κάνουν όλα αυτά πρέπει να πει πώς δεν βαριούνται!»

«Τι μας λες! Τους έχεις ρωτήσει ποτέ εάν έχουν ΠΡΑΓΜΑΤΙ όρεξη να κάνουν αυτά τα “όλα” που λες ή αν πρέπει να τα κάνουν ώστε να περνάτε όλοι καλά;» Η Μιράντα είχε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο να βλέπει τα πράγματα.

«Πιστεύω πως αν ήθελε ο μπαμπάς να ξαπλώσει στον καναπέ και να δει τηλεόραση, κανείς δεν θα του έλεγε να απλώσει τα ρούχα ή να μαζέψει την εφημερίδα του. Εμένα όμως πάντα κάτι μου λένε».

«Μήπως στο λένε γιατί εσύ δεν κάνεις τίποτε ποτέ; Ενώ ο μπαμπάς σου ας πούμε θα την μαζέψει τελικώς την εφημερίδα του!»

Ο Χρήστος έσκυψε το κεφάλι και παραδέχτηκε στον εαυτό του ότι αυτό ήταν μάλλον αλήθεια. Έπρεπε να του πουν παραπάνω από τρεις φορές αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει από μόνος του αλλά βαρέθηκε να το κάνει. Θυμήθηκε τη μαμά του τότε που είχε ένα γερό κρυολόγημα, κι όμως, επειδή εκείνος ζήτησε τυρόπιτα του την έφτιαξε. Ποιος ξέρει τι θα νόμιζε τώρα η Μιράντα. Μήπως θα σκεφτόταν πως είναι τεμπέλης;

«Μα, έχω τόση μελέτη, είναι οι ξένες γλώσσες, η κιθάρα, το μπάσκετ, κάθε μέρα είμαι φορτωμένος ένα σωρό πράγματα και όταν επιτέλους τελειώνω δεν θέλω να κάνω τίποτε άλλο!» Επέμενε αλλά ήξερε πως η φίλη του είχε δίκιο.

«Σε καταλαβαίνω καημενούλη μου», του είπε γελώντας η Μιράντα. «Ούτε εμένα μου αρέσει να καθαρίζω το κλουβί του παπαγάλου και βαριέμαι να πρέπει να βγάλω βόλτα τον σκύλο πριν πάμε για ύπνο!»

«Το κάνεις όμως; Εννοώ, το κάνεις πρόθυμα;»

«Πρόθυμα… μάλλον όχι. Αλλά το κάνω γιατί πρέπει. Βλέπεις, αν θέλω να έχω κατοικίδια, πρέπει να το κάνω. Μου είχαν ξεκαθαρίσει πως θα είχα την αποκλειστική τους ευθύνη. Για τα πάντα. Φαγητό, νερό, κούρεμα, βόλτα, κτηνίατρος, καθαριότητα. Ε, το έκανα τόσες φορές που το συνήθισα!»

Περπάτησαν στο προαύλιο για λίγη ώρα σιωπηλοί.

«Έχω μια ιδέα!» είπε η Μιράντα ξαφνικά.

«Πες την, άμα είναι καλή…»

«Να κάνεις αυτά που πρέπει να κάνεις ΧΩΡΙΣ να σου το πουν. Να στρώσεις κρεβάτι, να μαζέψεις βιβλία και τετράδια, να βάλεις την κιθάρα και τα παιχνίδια στην θέση τους. Να πεταχτείς πρώτος όταν τελειώσετε το φαγητό και να τους στείλεις για ξεκούραση, μαζεύοντας εσύ τα πάντα»

«Τρελάθηκες; Τι ιδέα είναι αυτή; Θα γίνω πτώμα από την κούραση!» Ο Χρήστος εκείνη τη στιγμή θα ήθελε να την πνίξει.

«Ναι, αλλά έτσι θα δεις δυο πράγματα. Το ένα είναι πως θα χαροποιήσεις τους δικούς σου και δεν θα σου κάνουν παρατηρήσεις ούτε θα νομίζουν ότι είσαι τεμπέλης».

«Μμμμ … και δε μου λες κυρία έξυπνη και το άλλο;» Τώρα την έπνιγε καλύτερα!

«Το δεύτερο είναι πως κι εσύ θα καταλάβεις τον δικό τους κόπο. Την κούρασή τους. Και θα δεις πως δεν είναι ούτε για τους γονείς σου εύκολο να ασχολούνται με κάτι όλη την ώρα, ενώ κι εκείνοι θα ήθελαν λίγο να χαλαρώσουν». Η Μιράντα τον έπιασε από το μπράτσο και πήγαιναν προς την τάξη τους. Σε λίγο θα χτυπούσε το κουδούνι και θα έπρεπε να μπουν μέσα. «Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις κι όλα θα πάνε καλά. Κι ας βαριέσαι τώρα που το συζητάμε. Δεν θα πάθεις τίποτε συνεισφέροντας σε μερικές από τις δουλειές αυτές, θα δεις!»

Ο Χρήστος δεν ήταν πολύ σίγουρος γι’ αυτό. Βαριόταν και μόνο που την άκουγε να του εξηγεί. Μετά όμως σκέφτηκε πως αν η Μιράντα, που είναι και κορίτσι στο κάτω – κάτω, μπορούσε να φροντίζει ένα σκύλο, έναν γάτο κι έναν παπαγάλο, δεν θα ήταν πολύ δύσκολο για τον ίδιο να βάλει μερικά πιάτα στο πλυντήριο! Αναστέναξε. Το πήρε απόφαση. Από σήμερα, ακόμη κι αν πράγματι βαριόταν, που θα βαριόταν σίγουρα δηλαδή, δεν θα το έλεγε δυνατά. Και θα έκανε τις δουλειές του στην ώρα τους. Ένα πράγμα τον βασάνιζε μόνο και το έβαλε στο μυαλό του να ρωτήσει αύριο τη Μιράντα: για πόσον καιρό θα έπρεπε να μην βαριέται;

📸Pixabay

Δείτε επίσης