Το πολύτιμο νερό

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

«Είναι τόσο μικρό το νησί μας!» σκεφτόταν η Νόρα, που είχε πάει μια βόλτα με τη γιαγιά της να μαζέψουν βότανα. Κάθε καλοκαίρι, τέτοια εποχή, η Νόρα πηγαίνει να μείνει με τη γιαγιά στο μικρό νησί απ’ όπου κατάγεται η μαμά της. Είναι η εποχή που η Νόρα περιμένει με μεγάλη λαχτάρα κάθε φορά, περισσότερη ίσως κι από τα Χριστούγεννα. Και κάθε καλοκαίρι, τέτοια εποχή, η γιαγιά ξυπνά τη Νόρα αξημέρωτα, παίρνουν τα καλαθάκια τους, τα ψαλιδάκια τους και τα καπέλα τους, και πάνε να μαζέψουν βότανα.

Καθόλου δεν την πειράζει τη Νόρα αυτό το πρωινό ξύπνημα. Ενώ, αν είναι να πάει στο σχολείο, θα έκανε ένα σωρό γκρίνιες. Όμως, αυτές οι βόλτες με τη γιαγιά είναι μοναδικές. Γεμάτες φρέσκο Αιγαιοπελαγίτικο αέρα, μπόλικο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας και αναρίθμητες μυρωδιές.

Τη μια μέρα πάνε στην «πίσω μεριά», και σκαρφαλώνουν τα βράχια για να βρουν το περίφημο τσάι του βουνού. Που τους κρατά συντροφιά στο κρύο του χειμώνα. Την άλλη μαζεύουν θυμάρι στην «μεγάλη κατηφοριά». Το βάζουν στα ψητά του φούρνου και μοσχομυρίζουν οι γειτονιές. Η μεγάλη κατηφοριά έχει κάτι πεζούλες ανάμεσα στα βράχια, κι εκεί κάθονται με τη γιαγιά να ξαποστάσουν λίγο – λίγο μόνο γιατί πρέπει να μαζευτούν σπίτι νωρίς, πριν αρχίσει να καίει ο ήλιος.

«Δε με πειράζει να βγάλω κι άλλες φακίδες γιαγιά, μου αρέσει ο ήλιος!» είπε η Νόρα μια φορά όταν η γιαγιά την τραβούσε βιαστική να γυρίσουν πίσω. «Στάσου να μαζέψουμε κι αυτό το μπουκέτο!»

«Α πα πα! Δεν μαζεύονται τα βότανα μεσημεριάτικα παιδάκι μου! Μόνο με την πρωινή δροσιά μαζεύονται! Με τον ήλιο χάνουν τ’ αρώματά τους!» της είχε πει η γιαγιά.

«Μα, δεν τα ξεραίνεις στον ήλιο γιαγιά;»

«Όχι! Τα δένω σε μπουκέτα και τα κρεμώ ανάποδα από τα δοκάρια στο κατώι… είναι δροσερά εκεί, πολύ δροσερά… Μ’ αυτόν τον τρόπο, κρατούν όλη τους την ευωδιά!»

Κι έτσι, οι δυο τους, με το πρώτο φως της αυγής, έπαιρναν τους δρόμους για να συλλέξουν τα περίφημα βότανα της γιαγιάς, που μπορούσαν να νοστιμίσουν κάθε φαγητό και να γιατρέψουν την κάθε κρυολόγημα. Η Νόρα είχε καταπιεί κουβάδες τσάι του βουνού με μέλι στη ζωή της, αφού όλο και κάποια ίωση τριγύριζε στο σχολείο της και την κολλούσε κι είχε τρίψει με τα μικρά της χέρια βουνά ολόκληρα από ρίγανη. Μετά τα μύριζε κι ένιωθε πως βρισκόταν πάλι στο ανεμοδαρμένο νησί της κι έκοβε βόλτες στις εξοχές του. Ήταν μια παρηγοριά κι αυτό, όσο να πεις!

Από τις βόλτες με τη γιαγιά, η Νόρα έμαθε ένα σωρό πράγματα – εκτός δηλαδή του να ξεχωρίζει τα βότανα που φυτρώνουν στις πλαγιές των λόφων του νησιού. Ήξερε τώρα πια πότε ο αέρας ήταν μπάτης ή γαρμπής ή τραμουντάνα, λέξεις που ποτέ της δεν είχε συναντήσει σε κανένα βιβλίο του σχολείου της. Ήξερε πότε ο κυρ-Παντελής έφερνε το κοπάδι του με τα κατσικάκια για πότισμα στην «κρύα βρύση». Τα δρομολόγια του πλοίου που ερχόταν «απ’ απέναντι» – και το «απέναντι» ήταν το μεγάλο νησί όπου πηγαινοέρχονταν για τα ψώνια τους και τα απαραίτητα. Έμαθε και πως όταν η θάλασσα κάνει «προβατάκια» – εκείνα δηλαδή τα μεγάλα κύματα που σπάει ο αφρός στην κορφή τους – το πλοίο της γραμμής περνούσε ανοιχτά από το νησί τους, χωρίς να το πλησιάσει, επειδή στο μικρό του λιμάνι ίσως να μην μπορούσε να δέσει. Και, τέλος, κάθε που ξεκουράζονταν λιγάκι, η γιαγιά της διηγιόταν την ιστορία του τόπου τους. Της έλεγε για τους καραβοκύρηδες, για τους ναυτικούς, το σπίτι του ενός, τις δωρεές του άλλου. Για τους Αγαρηνούς πειρατές που χρόνια και χρόνια λιμπίζονταν να καταλάβουν το νησί μα ποτέ δεν το είχαν καταφέρει. Για τα χρόνια των μεγάλων πολέμων, της ξενιτιάς, των σφουγγαράδων και των γυναικών που έμεναν πίσω, περιμένοντας τους δικούς τους. Δεν χόρταινε να τ’ ακούει όλα αυτά! Ήταν σαν μεγάλο παραμύθι – μόνο που όλα τούτα έγιναν στ’ αλήθεια.

Έτσι λοιπόν, ένιωθε πολύ σοφή. Με μια σοφία που δεν είχε να κάνει ούτε με τα μαθηματικά ούτε με τη γλώσσα ούτε με τη γεωγραφία. Είχε να κάνει με την ζωή την ίδια. Και την έκανε περήφανη.

Ένα απόγευμα, μετά το μπάνιο στη θάλασσα, η Νόρα έπαιζε στην αυλή της γιαγιάς και τσαλαβουτούσε στα νερά. Η γιαγιά είχε το συνήθειο – ανάποδο, μα την αλήθεια! – να ποτίζει τις γλάστρες της το πρωί αλλά να καταβρέχει την αυλή το απόγευμα. «Για να έχουμε δροσό να πιούμε το καφεδάκι μας», έλεγε. Μα η Νόρα δροσιά δεν έβρισκε στις πυρωμένες πλάκες της αυλής, αυτές τις πλάκες που ήταν στραβο-κομμένες και στραβο-βαλμένες εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια, και που η γιαγιά άσπριζε με ασβέστη στις ενώσεις, κάνοντας έτσι ένα σωρό σχήματα στο πάτωμα. «Θαρρείς και βράζει μέχρι και το νερό σήμερα!», είπε στη γιαγιά που προσπαθούσε να σκουπίσει την ίδια ώρα που εκείνη πιτσιλούσε τον κόσμο γύρω της. «Κάνει πολύ ζέστη!»

«Ναι παιδάκι μου, ζέστη κάνει…» και δώστου  η γιαγιά πηγαινόφερνε τη σκούπα από τη μια άκρη της αυλής στην άλλη.

«Να σκουπίσω εγώ γιαγιά;»

«Αχ, τι καλά που το είπες αυτό! Μ’ έπιασε κι η μέση μου…» είπε η γιαγιά αλλά η Νόρα δεν την πίστεψε καθόλου. Το ίδιο πρωί μόλις, η γιαγιά είχε περπατήσει σκυφτή έναν ολόκληρο λόφο για να μαζέψει ρίγανη και δεν την είχε πιάσει η μέση της καθόλου! Μάλλον τώρα θα κατάλαβε πόσο βαριόταν το μικρό κοριτσάκι κι είπε να του δώσει κάτι να κάνει να περάσει την ώρα του.

Έβγαλε τις ψάθινες καρέκλες και το μικρό τραπεζάκι του καφέ στην αυλή. Σε λίγο θα έρχονταν κι οι γειτόνισσές της για καφέ και ψιλοκούβεντο μέχρι να νυχτώσει για τα καλά. Αυτή η διασκέδαση, αν μπορούσε να την πει κανείς έτσι, ήταν σχεδόν καθημερινή για τις ηλικιωμένες κυρίες, αλλ’ όχι μόνο! Και στη Νόρα άρεσαν αυτές οι συναντήσεις. Τις άκουγε να μιλάνε για τα χρόνια τα παλιά, τότε που κι αυτές ήταν νέες κοπέλες, για τα έθιμα του νησιού, έλεγαν καλαμπούρια και ανέκδοτα κι η ώρα περνούσε ευχάριστα. Ούτε καν που ζητούσε να δει τηλεόραση η Νόρα. «Τι λες; να χάσω τις ιστορίες;» είχε πει μια φορά στη μαμά που τη ρώτησε σαν τι ενδιαφέρον έβρισκε, παιδί πράμα, ανάμεσα στις γερόντισσες και δεν πήγαινε να δει καμιά ταινία.

Η Νόρα γέμισε άλλον ένα κουβά νερό και τον αναποδογύρισε με φόρα στο μέσο της αυλής.

«Τι κάνεις εκεί παιδί μου;» ρώτησε η γιαγιά και ήταν λιγάκι αυστηρή η φωνή της

«Ρίχνω κι άλλο νερό γιαγιά, να καθαρίσει καλύτερα», απάντησε η μικρή.

«Νόρα! Επειδή εσένα σου αρέσει να πλατσουρίζεις δε σημαίνει ούτε πως η αυλή είναι βρώμικη ούτε πως μπορούμε να σπαταλάμε το νερό! Το νερό είναι πολύτιμο!» Η γιαγιά τώρα ήταν ακόμη πιο αυστηρή κι είχε κάτι από το ύφος της δασκάλας της Νόρας – σα να της έκανε μαθηματικά ένα πράγμα.

«Ναι, γιαγιά το ξέρω. Το νερό είναι πολύτιμο γιατί χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει κανένας πάνω στον πλανήτη μας». Η σκούπα έμεινε σε μια γωνιά μοναχή της. Η Νόρα ήθελε να δείξει στη γιαγιά της ότι κι αυτή ήξερε πόσο σημαντικό είναι το νερό για την ύπαρξή μας.

«Φυσικά, για όλον τον πλανήτη, μα περισσότερο για μας εδώ» Η γιαγιά δεν πτοήθηκε.

«Ναι, με τόση ζέστη που κάνει, είναι μια ανακούφιση το νερό…»

«Δεν εννοούσα αυτό! Για κοίτα γύρω σου να δεις. Κοίτα πόσο μικρές είναι οι γλάστρες μας. Κοίτα τα λιγοστά δέντρα που υπάρχουν στο νησί. Κοίτα και τις μεγάλες φουντάνες που υπάρχουν σχεδόν παντού, σχεδόν δίπλα σε κάθε σπίτι. Ξέρεις γιατί;»

«Μου είχες πει γιαγιά πως εκεί μαζεύετε το νερό της βροχής…» είπε η Νόρα διστακτικά.

«Ακριβώς! Ο τόπος μας δεν έχει πολλά νερά. Κι αυτά που έχει είναι απαραίτητα για να καλλιεργήσουμε τη λιγοστή του γη και να ποτίσουμε τα ζωντανά μας. Γι’ αυτό φτιάξαμε τα μεγάλα πηγάδια, που έχουν και στέρνα από πάνω, και περιμένουμε τις βροχές για να τα γεμίσουν. Τα παλιότερα χρόνια, το νερό σπάνιζε, και δεν το είχαμε με βρύσες μέσα στο σπίτι μας ο καθένας!»

«Τι; Και πώς πλενόσαστε, πώς μαγειρεύατε, πώς πλένατε τα ρούχα;» Η Νόρα δεν μπορούσε να αντιληφθεί μια ζωή χωρίς νερό.

«Πηγαίναμε με τα σταμνιά στη βρύση, εκείνη που είναι δίπλα από την εκκλησιά, και το κουβαλούσαμε. Και δυο και τρεις και τέσσερεις φορές την ημέρα, αναλόγως τις δουλειές που είχαμε να κάνουμε! Να, βλέπεις, τούτη δω η γλάστρα, σταμνί ήταν παλιά, κι όταν αποκτήσαμε νερό στο κουτσινέτο, της έκοψα το λαιμό και την έκαμα γλάστρα»

Η Νόρα κοίταζε μια τη γλάστρα-στάμνα και μια τη γιαγιά. «Αυτό το πράγμα είναι τεράστιο, πώς το κουβαλούσε η γιαγιά και γεμάτο νερό μάλιστα;» αναρωτήθηκε.

Η γιαγιά ακολούθησε το βλέμμα της και κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Δεν ήταν εύκολο – ακόμη και για τις νέες κοπέλες. Άμα πας κι έρθεις φορτωμένος δυο-τρεις φορές, σου κόβονται τα χέρια. Χώρια που πρέπει να κάνεις και τις δουλειές. Θυμάμαι τη μάνα μου, από ένα ποτήρι νερό έριχνε στα βασιλικά της και τα γεράνια τα πότιζε μόνο δυο φορές τη βδομάδα! Βλέπεις παιδί μου, ο κόπος για να έχουμε νερό στο σπίτι μας ήταν μεγάλος, είτε για να κουβαλήσεις το νερό από τη βρύση είτε να ρίξεις τον κουβά στο πηγάδι και να τον τραβήξεις πάνω, κόπος ήταν και μάλιστα πολύς. Τα μποστανάκια τα ποτίζαμε τα βράδια κι αυτό με την σειρά. Μια μέρα εμείς, την επόμενη ο γείτονας, την παρ’ άλλη άλλος γείτονας.  Για να ποτίζονται και να καρπίζουν όλα. Κάθε μελιτζάνα, ντομάτα ή αγγούρι που κατάφερνε να μεγαλώσει, είχε γίνει με πολύ μεράκι και κούραση!  Κάθε σταγόνα του νερού λοιπόν, είναι για μας εξαιρετικά πολύτιμη».

Η γιαγιά σταμάτησε για λίγο. Ο νους της έτρεχε σε εκείνα τα χρόνια, τότε που δεν είχε τόσες ευκολίες η ζωή της. Πήγε στη συρταριέρα με τα μπρούτζινα χερούλια, πήρε ένα όμορφο κέντημα και το έστρωσε με καμάρι στο τραπεζάκι του καφέ.

«Υπήρχαν χρονιές που οι βροχές δεν πέφτανε πολλές. Το νερό τότε λιγόστευε επικίνδυνα. Κάναμε ακόμη περισσότερη οικονομία. Για να μην διψάσουμε και να μην χάσουμε και τα ζωντανά! Ξέρεις τι αγωνία ήταν αυτή; Κι όταν καμιά φορά έπιαναν μεγάλες μπόρες, αντί να κλειστούμε σπίτια μας να προφυλαχτούμε, βγαίναμε στα λιακωτά και στα χαγιάτια παρακαλώντας τον καλό Θεό να μην σταματήσει μέχρι να γιομίσει και η τελευταία φουντάνα!»

Η Νόρα κάθισε στο σκαλάκι, δίπλα στην καρέκλα της γιαγιάς. «Δεν το ήξερα γιαγιά μου! Έχουμε μάθει πόσο σημαντικό είναι το νερό για την ζωή μας, και πόσο καλά πρέπει να διαχειριζόμαστε την φύση, έχουμε δει εικόνες από παιδιά που διψούν γιατί στη χώρα τους βρέχει σπάνια, αλλά …. αλλά δεν περίμενα ότι ακόμη κι εδώ θα συνέβαινε κάτι τέτοιο!» Η Νόρα ντρεπόταν που είχε σπαταλήσει έναν κουβά νερό για να δροσίσει τα πόδια της, όταν σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε η μαμά της, στο νησί που περνούσε τις ωραιότερες μέρες κάθε καλοκαίρι, το νερό ήταν τόσο δυσεύρετο.

«Βλέπεις;» συνέχισε η γιαγιά. «Τώρα έχουμε βρύση στην κουζίνα, βρύση στο μπάνιο και βρύση στην αυλή. Καμιά μας όμως δεν έχει λάστιχο του ποτίσματος! Οι γλάστρες με τα μυρωδικά και τα λουλούδια μας ποτίζονται με το ποτιστήρι. Όπως κάναμε πάντα. Όχι γιατί δεν θέλουμε να ευκολύνουμε τη ζωή μας αλλά γιατί δεν θέλουμε να σπαταλήσουμε ούτε μια σταγόνα! Το νερό είναι ευλογία και πρέπει στην ευλογία αυτή να φερόμαστε με σεβασμό!»

Πάνω στην ώρα ήρθαν κι οι φίλες της γιαγιάς. Κι έπιασαν την συζήτηση από εκεί που την άκουσε η καθεμιά, και θυμήθηκαν τα πήγαινε-έλα τους με τις στάμνες, τα παλικάρια που έτρεχαν να τις βοηθήσουν, το πόσες είχαν σπάσει κι αλίμονο την κατσάδα που έτρωγαν από τις μανάδες τους. Ο ήλιος έπαιρνε να γέρνει στον ορίζοντα κι η Νόρα έβλεπε την – σχεδόν άγονη – γη του νησιού της να παίρνει χρυσαφένια χρώματα. Προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν να κουβαλάς κουβάδες με νερό σε όλες αυτές τις ανηφορικές πεζούλες για να συντηρήσεις λίγα ζαρζαβατικά, αλλά δεν μπόρεσε. Μπόρεσε όμως να καταλάβει την ανησυχία της γιαγιάς της για την σπατάλη του νερού και να συμπονέσει όλους εκείνους που βασανίζονται για μερικές σταγόνες καθαρό, πόσιμο νερό.

«Το νερό είναι ευλογία και πρέπει στην ευλογία αυτή να φερόμαστε με σεβασμό!» Αυτή η φράση της γιαγιάς έμεινε να επαναλαμβάνεται στο μυαλό της, ξεπηδώντας μπροστά και πάνω από τις συζητήσεις που γίνονταν γύρω της και η Νόρα δεν θα την ξεχνούσε ποτέ.

Δείτε επίσης