Η μαμά λείπει!

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

Έφυγε.

Αυτό ήταν!

Μετά από δυο μέρες αδιάκοπα τηλεφωνήματα και πολλές συζητήσεις με τη γιαγιά και τη θεία Ρούλα, η μαμά αποφάσισε να πάει στο χωριό. Επειδή η γιαγιά δεν ήταν και πολύ καλά στην υγεία της. Αυτό σήμαινε πως η μαμά και η αδελφή της υποψιάζονταν ότι η γιαγιά δεν τα έλεγε όλα αληθινά για μην ανησυχήσουν.

Αφού λοιπόν πήρε άδεια από την δουλειά της, έβαλε ένα σωρό πλυντήρια και τακτοποίησε τα πάντα, από τα σιδερωμένα ρούχα μέχρι τα ψώνια όλης της βδομάδας, η μαμά έφτιαξε μια μικρή βαλίτσα, και πήρε τις τρεις κόρες της να τους μιλήσει.

Η Χαρά, που ήταν κι η πιο μεγάλη, τα είχε ξανακούσει αυτά. Και πήρε ύφος βαριεστημένο. Γιατί η μαμά θα άρχιζε τις «οδηγίες».  Δεν είχε άδικο. Μετά από λίγη ώρα, η μαμά είχε φορτώσει και τις τρεις με ένα σωρό εντολές, πρέπει, και «δεν».

«Πρέπει να ποτίσετε τα λουλούδια την Τετάρτη και την Παρασκευή. Μετά θα γυρίσω εγώ. Αν δείτε ξερά φυλλαράκια να τα κόψετε. Προσεκτικά»

«Να μην πλησιάζετε τις πρίζες και τις ηλεκτρικές συσκευές, εκτός από τη Χαρά, που μπορεί πια να χειριστεί την κουζίνα για να ζεστάνει το φαγητό σας – κι αυτό αν δεν είναι εδώ ο μπαμπάς!»

«Πρέπει να μαζεύετε το δωμάτιό σας και να βάζετε τα ρούχα σας στο καλάθι για τα άπλυτα».

«Δεν πρέπει να βάζετε δυνατά την τηλεόραση ούτε και να τσακώνεστε για το τι θα δείτε».

«Να είστε καλά παιδιά, να μην τσακώνεστε και να πηγαίνετε για ύπνο νωρίς».

Ο κατάλογος αυτός ήταν μακρύς. Λες και τα παιδιά θα τα θυμόνταν όλα αυτά! Αλλά η μαμά ένιωθε σίγουρα πολύ καλύτερα που τους τα είπε. Αν και, εκτός από την αγωνία για την υγεία της γιαγιάς, σίγουρα θα είχε αγωνία πώς θα τα περνούν τα παιδιά της για όσο διάστημα λείψει. Και τι σκανταλιές θα μπορούσαν να κάνουν! Αυτές κυρίως ήθελε να προλάβει….

Αλλά τα παιδιά είναι παιδιά. Και ο μπαμπάς, κι αυτός παιδί είναι! Έτσι, μόλις έκλεισε η πόρτα και πριν ακόμη ξεχάσουν τις υποσχέσεις τους, εκείνος ήταν που ρώτησε : «λοιπόν, τι θέλουν να κάνουμε οι πριγκίπισσές μου;»

«Να πάμε βόλτα!» είπε η Χαρά

«Να φτιάξουμε ένα κέικ» είπε η Ράνια

«Να μου διαβάσεις μια ιστορία» είπε η Έλλη.

Αυτά τα είπαν κι οι τρεις μαζί κι ο μπαμπάς ήταν η αλήθεια, δεν ήθελε κανένα χατίρι να χαλάσει. «Τι θα λέγατε να φτιάχναμε το κέικ, να πηγαίναμε μία βόλτα και να σας διαβάσω μια ιστορία όταν γυρίσουμε και πριν πάμε για ύπνο;» Προσπάθησε να τα βάλει σε μία σειρά.

Τα κορίτσια πανηγύρισαν και στρώθηκαν στην δουλειά. Αυγά, βούτυρο, αλεύρι … και στάσου να δεις, πού έχει βάλει η μαμά τη συνταγή; Ε, με τα πολλά την βρήκαν κι αυτή. Ο πάγκος της κουζίνας γέμισε με όσα χρειάζονταν αλλά υπήρχε ένα μικρό προβληματάκι: η Έλλη δεν έφτανε καθόλου κι η Ράνια μόλις που έβλεπε τα πράγματα αραδιασμένα εκεί πάνω! Η Χαρά, σαν μεγάλη αδελφή, βρήκε τη λύση.

«Θα σας ανεβάσω σε δυο καρέκλες, και θα βλέπετε και θα φτάνετε να μας βοηθήσετε!» Οι μικρές σκέφτηκαν ότι είναι πολύ όμορφο πράγμα να έχεις μια τόσο έξυπνη μεγάλη αδελφή! Ο μπαμπάς όμως, δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Ούτε καν που σκέφτηκε να βάλει μια ποδιά για να μην κάνει χάλια το παντελόνι του. Ένα βουνό από αλεύρι στήθηκε στο μεγάλο μπωλ, τα αυγά τα έσπασε η Έλλη πολύ προσεκτικά κι αυτά εκεί μέσα, η βανίλια έπεσε μπόλικη, και το λιωμένο βούτυρο προστέθηκε κι αυτό. Μα κάθε αυγό που έμπαινε, καθώς έπεφτε από ψηλά, έκανε ένα «παφ» και λίγο αλεύρι πεταγόταν απ’ έξω από το μπωλ, κι όταν μπήκαν και τα τέσσερα αυγά της Έλλης, φαινόταν πως το μισό αλεύρι είχε μετακομίσει στον πάγκο της κουζίνας και τα πλακάκια του πατώματος! Για να μην είναι μόνο του εκεί δα, πέσανε και μερικές πιτσιλιές από το βούτυρο – αλλά τι πείραζε? «Τι όμορφα που περνάμε μπαμπά μου!» λέγανε τα παιδιά όλη την ώρα κι ο μπαμπάς χαιρόταν κι έπαιζε μαζί τους, χωρίς να έχει δώσει καμία σημασία που μερικές πιτσιλιές βούτυρο κάνανε στάση στο παντελόνι του πριν προσγειωθούν στο πάτωμα!

Στο τέλος, ένα πράγμα που έμοιαζε με νερουλό ζυμάρι και που δεν θύμιζε σε τίποτε αυτό που έκανε η μαμά, μπήκε καμαρωτό στη φόρμα του κέικ και μετά στο φούρνο, αλλά κανείς από τους τέσσερεις δεν θυμόταν στους πόσους βαθμούς ψηνόταν αυτό το πράγμα! Έτσι, δεν έμενε τίποτε άλλο να κάνουν παρά να το κοιτάνε υπομονετικά να φουσκώνει και να προσεύχονται να μην γίνει τελείως κάρβουνο. Και κάποια στιγμή, του μπαμπά του φάνηκε πως ήταν έτοιμο και το έβγαλε. «Τι λέτε; Πάμε εκείνη τη βόλτα που λέγαμε μέχρι να κρυώσει;», τις ρώτησε αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του κι ένας μικρός πανζουρλισμός επικράτησε, μέχρι να αποφασίσουν τι θα φορέσουν, αν θα πάρουν ζακετάκια, να θα κάνουν κοτσίδα ή κοτσιδάκια, πράγματα που του φαίνονταν ακατανόητα.

Στη βόλτα πάντως, ο μπαμπάς κέρασε παγωτό χωνάκι. Εκείνο με την κρέμα που μοσχοβολά βανίλια και που θα ήθελες στα σίγουρα και δεύτερο. «Ούτε λόγος να γίνεται! Δεν θέλω να σας πιάσει η κοιλιά σας!», τους είπε. Πέρασαν θαυμάσια. Και ποδήλατα και κούνιες και τραμπάλα.  Δεν ήθελαν να γυρίσουν σπίτι. Ποιο παιδί κατεβαίνει εύκολα από την κούνια;

Τελικώς το κέικ είχε γίνει καλό. Το έφαγαν όλο στο γυρισμό. Και καμάρωναν. Τι νοστιμιά έχει κάτι που έχεις φτιάξει με τα χεράκια σου! Αλλά η κουζίνα είχε το μαύρο της το χάλι. Επιστρατεύτηκαν η ηλεκτρική σκούπα και η σφουγγαρίστρα. Άφθονο χαρτί. Ακόμη περισσότερα βρεμένα πανιά.

«Δεν πάτε για ύπνο κορίτσια και να δω τι θα μπορέσω να κάνω μόνος μου;»

«Αποκλείεται!» είπε η Χαρά «θα σε βοηθήσουμε!»

Η Έλλη όμως ήθελε αγκαλιά και παραμύθι. Ήταν το τρίτο μέρος της υπόσχεσης του μπαμπά, αυτό που εκείνη είχε ζητήσει. Τα ματάκια της βούρκωσαν, θες από τη νύστα, θες από το παράπονο. Α! Όχι! Ο μπαμπάς δεν ήθελε κανένα παιδί παραπονεμένο! Παράτησε την καθαριότητα κι έβγαλε ένα βιβλίο με τα παραμύθια του Άντερσεν. Η Έλλη λίγο θα καταλάβαινε αλλά δεν την ένοιαζε. Εκείνη χαιρόταν ν’ ακούει τη φωνή του μπαμπά και να είναι στην αγκαλιά του στον καναπέ. Μα η κούραση την πρόδωσε και πολύ γρήγορα κοιμόταν του καλού καιρού. «Καλά που την είχα στείλει να πλύνει τα δόντια της!», σκεφτόταν ο μπαμπάς, την ώρα που την κουβαλούσε για το κρεβάτι της. Από πίσω ερχόταν η Ράνια.

«Πότε θα γυρίσει η μαμά;» ρώτησε

«Νομίζω μεθαύριο γλυκιά μου!»

«Α, ωραία! Έχουμε καιρό λοιπόν να συμμαζέψουμε το σπίτι!». Κι η Ράνια ξαλαφρωμένη που δεν θα έπρεπε κείνη την ώρα να κάνει καθαριότητες και συμμαζέματα, βούτηξε στο δικό της κρεβάτι.

Η Χαρά με το μπαμπά έμειναν να συνεχίσουν. Συνήθως η Χαρά ήταν λίγο τεμπέλα, και προσπαθούσε να φορτώνει τις αγγαρείες στις μικρότερες αδελφές της – κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μαμά. Τώρα όμως είδε την κούραση του μπαμπά, είδε και τα κολλημένα βούτυρα, κι έσκυψε να καθαρίσει με πολλή επιμέλεια.

«Άστο κοριτσάκι μου, θα το κάνω μόνος μου». Ο μπαμπάς έξυνε το κεφάλι του μπας και κατεβάσει καμιά καλή ιδέα.

«Αχ, μπαμπά, είσαι ήδη πολύ κουρασμένος! Και μας πήγες και βόλτα! Πώς να σε αφήσω μόνο σου;»

«Πήγαινε για ύπνο Χαρά, η ώρα είναι περασμένη. Θα καθαρίσω όπως μπορώ σήμερα κι αύριο, που θα είμαστε όλοι πιο ξεκούραστοι, θα δούμε τι άλλο θα πρέπει να κάνουμε!»

«Όχι, όχι! Φαντάσου ν’ ανοίξει η πόρτα και να γυρίσει η μαμά νωρίτερα! Θα την πιάσει απελπισία! Άσε που, αν χρειαστεί να ξανα-λείψει, θα μας πάρει τα αυτιά με τις οδηγίες της που θα έχουν πολλαπλασιαστεί! Καλύτερα λοιπόν να ξεμπερδεύουμε τώρα δα και να μην … αφήσουμε ίχνη της ακαταστασίας μας!»

Μπροστά σε αυτή τη συλλογιστική της Χαράς, ο μπαμπάς δεν μπορούσε να προβάλλει καμία αντίσταση. Κι έτσι γονάτισε δίπλα της κι έτριψε, καθάρισε, γυάλισε. Μετά έπλυνε όλα τα τσουμπλέκια και τα εργαλεία, τη φόρμα του κέικ και τον φούρνο . Έφτιαξε και ζεστό γάλα για τους δυο τους.

«Ξέρεις κάτι μπαμπά;»

«Μμμμ…» μπόρεσε να πει μόνο ο μπαμπάς.

«Καμιά φορά χαίρομαι που λείπει η μαμά. Γιατί τότε σε έχουμε εσένα περισσότερη ώρα δικό μας. Και μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας έρθει στο μυαλό, αρκεί φυσικά να είναι κάτι λογικό. Ανακατεύεσαι στα παιχνίδια μας, πάμε βόλτες, τρώμε όσο θέλουμε ό,τι θέλουμε κι ό,τι ώρα να’ ναι. Σε κανακεύουμε και μας κανακεύεις».

«Και με τη μαμά όμως, πολλά πράγματα κάνετε μαζί και ακόμη περισσότερα μοιραζόσαστε!»

«Φυσικά, αλλά μου φαίνεται πως μερικά πράγματα είναι ωραιότερα όταν τα κάνουμε μαζί. Ίσως γιατί δεν σε ευχαριστιόμαστε τόσο όταν λείπεις για δουλειά. Και λείπεις πιο τακτικά από ότι η μαμά. Αν ήταν δυνατόν, θα σε κρατούσαμε όλη μέρα σπίτι να παίζεις μαζί μας!» Η Χαρά τον αγκάλιασε. Σφιχτά.

«Δε μου αρέσει που λείπει η μαμά!» του είπε «αλλά μην της το πεις! Δε με φοβίζουν οι δουλειές ούτε που πρέπει να προσέχω τις μικρές συνέχεια. Απλά, αν χρειαστεί να ξαναφύγει, θα χαρώ πολύ που θα περάσεις περισσότερες ώρες μαζί μου!»

Δείτε επίσης