Μάριος Βαζαίος-Φεστιβάλ Νάξου: “Ο πύργος είναι ζωντανός χώρος, που συμμετέχει και επιδρά στη σύγχρονη ζωή του νησιού με πολυθεματική πολιτιστική δραστηριότητα”

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open

Η επίσκεψη στον πύργο και μια συζήτηση με τον ιδιοκτήτη του Πύργου Μάριο Βαζαίο που ξεκινά από την δημιουργία του φεστιβάλ Νάξου, περνά από την δικαστική διαμάχη με την Εκκλησία και όσα ψιθυρίζονται για την έκθεση που φιλοξενεί καταλήγοντας πάλι στην αρχή: στον πολιτισμό.

Ανηφορίζοντας από την Χώρα της Νάξου προς την νησιωτική ενδοχώρα και τα χωριά αρχίζεις ν’ απορείς. Ο επισκέπτης που αφήνει τις παραλίες και το τυπικό κυκλαδίτικο τοπίο αντικρίζει ψηλά βουνά που υψώνονται μπροστά του, η θερμοκρασία αλλάζει, ενώ το τοπίο αρχίζει να γίνεται τραχύ και πιο πράσινο.

Καθώς ανηφορίζεις στα δεξιά σου δεσπόζει ο πύργος Μπαζαίου κάτω ακριβώς απ’ τον προφήτη Ηλία και την Παναγία την Καλορίτσα που αν είσαι προσεκτικός θα εντοπίσεις στο μέσο του βουνού περίπου από τα εξωτερικά χαλάσματα. Ο ναός φιλοξενείται σε σπηλιά, αόρατος από τα μάτια των περαστικών.

Ο Πύργος Μπαζαίου, πολύ κοντά στο χωριό Σαγκρί βρίσκεται στο 12ο χλμ του κεντρικού δρόμου και είναι αδύνατον να μπερδευτείς, καθώς η παρουσία του στον χώρο είναι επιβλητική.

Το πρώτο πράγμα που θα διαπιστώσεις είναι πως είναι συντηρημένος κι αυτό πραγματικά είναι παρήγορο. Δεκάδες μνημεία χάσκουν ως χαλάσματα στον τόπο μας,  χωρίς να έχει βρεθεί το χέρι που θα τ’ αναστηλώσει, που θα αναδείξει την τέχνη και την αίγλη που είχαν κάποτε όταν ήταν ακμαία στην εποχή τους.

Ο Πύργος Μπαζαίου ευτυχώς στάθηκε τυχερός. Αν και αποτελεί κτίσμα του 1600, που αρχικά λειτούργησε ως  ορθόδοξο μοναστήρι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν και εγκαταλείφθηκε, άλλαξε χρήση καθώς το 1834 περιήλθε στην ιδιοκτησία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Όταν εκποιήθηκε από το ελληνικό δημόσιο αγοράστηκε από τον Νικόλαο Μπαζαίο, γόνο μιας από τις παλαιότερες ενετικές οικογένειες των Κυκλάδων, σε ερειπωμένη κατάσταση.

Ο σημερινός ιδιοκτήτης με ίδια κεφάλαια και με τους εξαίρετους αρχιτέκτονες μηχανικούς του ΕΜΠ Μαρία Μαγνήσαλη και Θεμιστοκλή Μπιλή αναστήλωσε τον πύργο και έκτοτε πραγματοποιούνται στοχευμένες παρεμβάσεις για την διατήρησή του.

Το ιστορικό μνημείο ήταν έτοιμο πια να επιτελέσει τον σκοπό του. Όπως και τους προηγούμενους αιώνες χρησιμοποιήθηκε άλλοτε ως μοναστήρι, άλλοτε σαν χώρος φιλοξενίας αγγειοπλαστών από την Σίφνο ή ως υποστατικό και τελικά εξοχική κατοικία, έτσι και τώρα ένας στην αυγή του 21ου αιώνα έψαχνε τον δρόμο του.

Και κάπου εκεί οι δρόμοι του τωρινού ιδιοκτήτη του, Μάριου Βαζαίου και του ιστορικού μνημείου διασταυρώθηκαν.

Και εγένετο Φεστιβάλ Νάξου!   

Ένα από τα σπουδαιότερα πολιτιστικά γεγονότα στη Νάξο και στις Κυκλάδες όπου η ιστορία, η τέχνη, ο πολιτισμός έχουν τον πρώτο λόγο και οι πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες και επισκέπτες.

Αφήνοντας το αυτοκίνητο απέναντι από τον Πύργο ανηφόρισα για τον πύργο με τον ήλιο να έχει αποφασίσει πως πρέπει να βάλει τα δυνατά του, καθώς κόντευε πια τέλος Ιουνίου. Τα τζιτζίκια με τα πουλιά έδιναν ένα ρεσιτάλ, σίγουρα πια πως ήταν καλοκαίρι.

Περνώντας την θύρα του πύργου το πρώτο πράγμα που προσέχεις, ακόμα κι αν δεν έχεις τέτοιου είδους ευαισθησία είναι η ενέργεια που εκπέμπει ο χώρος. Σου επιβάλλεται χωρίς αυστηρότητα, ένας χώρος οικείος και ανοιχτόκαρδος, έτοιμος να σε φιλοξενήσει. Ο προαύλιος χώρος ιδανικός για συναυλίες και καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Αλήθεια, πως γεννήθηκε η ιδέα του Φεστιβάλ Νάξου; Ποια ανάγκη το δημιούργησε;

«Το Φεστιβάλ Νάξου δημιουργήθηκε από την ανάγκη ένα αναστηλωμένο μνημείο του 17ου αιώνα, ο Πύργος Μπαζαίου, παλιό μοναστήρι κάποτε, να παραμείνει ανοιχτό και φιλόξενο για το ντόπιο και ξένο κοινό του νησιού» θα μου πει ο Μάριος Μπαζαίος στην κουβέντα μας.

«Ο πλέον συμβατός με το μνημείο τρόπος για να μείνει ζωντανός ο χώρος, να συμμετέχει και να επιδρά στη σύγχρονη ζωή του νησιού ήταν η πολυθεματική πολιτιστική δραστηριότητα που η διοργάνωση ενός Φεστιβάλ μπορούσε να υποστηρίξει.

Από κει και πέρα ήταν η προσωπική ανάγκη των δημιουργών του Φεστιβάλ για «πολιτιστική τροφή» στο νησί των διακοπών, που τότε το 2001 ήταν ανύπαρκτη και χωρίς αυτήν φάνταζε αδιανόητος ο παραθερισμός στη Νάξο».

Πριν συνεχίσουμε μπήκα στον πύργο για να δω την έκθεση του Klaus Pfeifer «Τα φτερά του Ίκαρου» που φιλοξενείται στον Πύργο Μπαζαίου μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου.

Ο φροντισμένος εσωτερικός φωτισμός σε κάθε έργο έμοιαζε να προσδίδει μια ακόμα διάσταση στα ευαίσθητα δημιουργήματα του Klaus Pfeifer.

Η άλλοτε διακριτική κι άλλοτε εντονότερη πολυχρωμία των δημιουργημάτων έμοιαζε από τη μια να δένει με αρμονία και γαλήνη μέσα στον χώρο κι απ’ την άλλη να ξεχωρίζει απ’ τον τον πέτρινο τοίχο σαν κάτι που αυτονομείται αυθόρμητα και στιγμιαία και επιστρέφει πάλι πίσω, εκεί που ανήκει χωρίς να χάνει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτήρα του.

Μπαίνοντας στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού με τον υποβλητικό φωτισμό διαπίστωσα πως άκουγα μια φωνή a capella να γεμίζει τον χώρο άδοντας ατέρμονα ένα και μοναδικό φωνήεν…η φωνή της Σαββίνας Γιαννάτου διέτρεχε τον ισόγειο χώρο μελωδικά δημιουργώντας πραγματική μυσταγωγία.

Ένας χώρος τόσο ιδιαίτερος άραγε δεν θα είχε κάποιες δυσκολίες (ενδεχομένως) που θα  έπρεπε να ξεπεραστούν κατά τη δημιουργία του;

Λίγο αργότερα κάτω απ’ την ευεργετική σκιά του δέντρου ο Μάριος θα μου απαντούσε:

«Ποιες δυσκολίες; Mε νεανική ορμή και ένα εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό, τον Στέλιο Κρασανάκη Ψυχίατρο-Δραματοθεραπευτή-Σκηνοθέτη που ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, τον Ακαδημαϊκό Άγγελο Δεληβορριά να συντρέχει τις εικαστικές δραστηριότητες και την Μαρία Φαραντούρη να ανοίγει τους διαύλους επικοινωνίας με την καλλιτεχνική κοινότητα σε Ελλάδα και εξωτερικό το πεδίο της πολιτιστικής δραστηριότητας διαμορφωνόταν λαμπρό.

«Νονά» του Φεστιβάλ υπήρξε η περίφημη χορογράφος  Πίνα Μπάους που πριν ακόμα αναστηλωθεί ο Πύργος έβλεπε μέσα σε αυτόν να ανθεί η Τέχνη.

Από κει και πέρα οι δυσκολίες τότε και τώρα είναι οι ίδιες: τα σκουριασμένα μυαλά και οι στενές αντιλήψεις που δημιουργούν άγονες συνθήκες για ανάπτυξη στο νησί και εμποδίζουν το Φεστιβάλ να αποφέρει ακόμα περισσότερους καρπούς, να γίνει πιο επιδραστικό και να αποκτήσει μεγαλύτερη εμβέλεια».

Σκέφτηκα τον Ίκαρο και τον μύθο. Ήθελε να πετάξει πέρα απ’ το όριο που του επέτρεπαν τα κολλημένα με κερί φτερά του. Γκρεμίστηκε, όμως αν ο Δαίδαλος είχε αποφασίσει, τεχνίτης όπως ήταν, να φτιάξει μια διαφορετική, πιο στιβαρή κατασκευή ίσως και να τα κατάφερνε να υψωθεί στον ουρανό ακόμα ψηλότερα.

Οι εσωτερικές σκάλες που σε οδηγούν στους ορόφους του πύργου Μπαζαίου είναι από μόνες τους μια έκπληξη. Ακολουθούν τον δικό τους ασύμμετρο κανόνα, όμως σίγουρα δεν θα υποχωρήσουν τα σκαλιά κάτω απ’ τα πόδια σου.

Η έκθεση απλώνεται σε όλους τους ορόφους μέσα σε μακρόστενες αίθουσες και ευρύχωρους προθαλάμους.

«Ο Θάνατος του Ίκαρου» ζωγραφική, λάδι σε μουσαμά είναι στρατηγικά τοποθετημένος δίπλα σ’ ένα παράθυρο που το φως του ήλιου μπαίνει εκτυφλωτικό. Ο Ίκαρος αναπαύεται με τα πολύχρωμα φτερά του σπασμένα σε μια γωνιά του κάδρου αφημένα σαν χνάρι.

Η θέα απ’ τα παράθυρα του πύργου βλέπει άλλοτε προς το Σαγκρί, άλλοτε το κάδρο γεμίζει από τον πυραμιδόμορφο όγκο του Κάστρου του Απαλίρου κι άλλοτε το μάτι απλώνεται προς τον κάμπο της Τραγαίας.

Φτάνοντας στον εξώστη ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός…η φύση απλώνει τα πετράδια της…σμαραγδένιες νησίδες από πράσινο πάνω σε χρυσά θερισμένα στάχια.

Δεν είναι μόνο το βλέμμα σου που χάνεται σ ένα απλό, μα μοναδικό τοπίο ομορφιάς…είναι και η μουσική μέσα απ’ το πέρασμα του αέρα.

Μια συναυλία από τζιτζίκια κρυμμένα στα δέντρα μιλούν για το καλοκαίρι της σύντομης ζωής τους… και πουλιά τιτιβίζουν παρτιτούρες αόρατες φερμένες από ταξίδια μακρινά, γραμμένες από αρχέγονες πένες που το μελάνι τους γράφει σε κάθε κύτταρο βαθιά αιώνες τώρα…και ξάφνου μια φωνή μονάχα, ανθρώπινη αυτή τη φορά, τραγουδά το μοναδικό φωνήεν της αρχής των πάντων…και εγένετο φως…που αρμενίζει ακούραστο στους αιώνες σπινθηρίζοντας πάνω στην πέτρα λάμψεις μαγικές.

Τι τόπος είναι ετούτος αλήθεια…τι παράδεισος…πόση ιστορία χωρά μια σταλιά γης μέσα στο Αιγαίο!

Μπορεί ο πολιτισμός να νικήσει την γενικότερη ασχήμια σ’ έναν κόσμο που οι διαδικασίες γίνονται fast track και κυρίως με γνώμονα το υπέρμετρο κέρδος; ρωτάω τον Μάριο έχοντας πια κατέβει απ’ τον πύργο κι απολαμβάνοντας την δροσιά ενός παγωμένου ποτηριού με νερό συνοδεία κερασιών.

«Σε άλλες εποχές θα έλεγα με βεβαιότητα πως ο πολιτισμός μπορεί να εξυψώσει τον κόσμο. Σήμερα πια κρατάω τις επιφυλάξεις μου, καθώς ήδη και ο πολιτιστικός τομέας έχει αλλοτριωθεί από τη γιγάντωση και την επιδίωξη του κέρδους. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για βιομηχανίες θεαμάτων, ψυχαγωγίας, καλλιτεχνικής παραγωγής. Με άλλα λόγια και ο πολιτισμός ενδίδει σε διαδικασίες fast track» απάντα ο Μάριος.

Η κουβέντα περιστρέφεται γύρω απ’ την επικαιρότητα και τα μικρά-μεγάλα τοπικά μας θέματα που παραμένουν άλυτα στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Τον ρωτάω γιατί ξέσπασε όλη αυτή η κριτική στα social με την έκθεση του Klaus, με αφορμή την φετινή έκθεση ο οποίος, να σημειώσω, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας υπήρξαν κάποιες φωνές που μίλησαν για αρχαιοκαπηλία.

Θα ήθελες να αναφερθείς σ’ αυτό το θέμα Μάριε;

«Βεβαίως να αναφερθώ» μου απαντά χωρίς καθυστέρηση. «Ο Klauς και η Marlene ήταν ένα σπάνιο δείγμα αγαπημένου και αφοσιωμένου συντροφικού βίου. Όταν η Marlene πέθανε πριν έναν χρόνο, ο Klaus έχασε κάθε ενδιαφέρον να συνεχίσει τη ζωή χωρίς το ταίρι του. Αφέθηκε να κατρακυλήσει από τη ζωή για να αναζητήσει την αγαπημένη του σε άλλη διάσταση. Γνωρίζοντας την κατάληξη του είχε ορίσει ή αν θέλετε καλύτερα μου είχε ορίσει ρητά και γραπτά με διαθήκη, πως επιθυμούσε να διατεθούν τα υπάρχοντα του.

Ανάμεσα σε αυτά ήταν διάφορα σπαράγματα που είχε περισυλλέξει σε περιπάτους του, αλλά και μικρά νομίσματα, ας μην πω που για να μην εξάψω επιδόξους οπαδούς ενός νέου Ελ Ντοράντο.

Όλα αυτά που ενδεχομένως είχαν κάποια αξία επιθυμούσε να προσφερθούν για καταγραφή, φύλαξη ίσως και έκθεση στο Μουσείο της Νάξου, εάν παρουσίαζαν κάποιο ενδιαφέρον. Η αγαθή του πρόθεση όχι μόνον δεν μπόρεσε να εκτελεστεί, αλλά τουναντίον μετατράπηκε σε μομφή για τον θανόντα με τη βάναυση και αμετροεπή διαχείριση της υπόθεσης από τις Αρχές.

Κυρίως από την αδικαιολόγητη δημοσίευση πληροφοριών στα ΜΜΕ με σκοπό βέβαια να καταλογιστούν επιχειρησιακά εύσημα, με αποτέλεσμα όμως να σπιλώσουν τη μνήμη του νεκρού και να προσβάλουν τους οικείους του. Από κει και πέρα διάσταση στη φήμη περί αρχαιοκαπηλίας, ενώ δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ στοιχείο δοσοληψίας, ανέλαβαν μικρόνοες οι οποίοι μάλιστα ενώ ανήκουν σε χώρους που ευαγγελίζονται ανοιχτές αγκαλιές σε πρόσφυγες και μετανάστες στην πραγματική ζωή κρατούν την ψυχή τους κλειστή για τον συνάνθρωπο, τον οποίο μάλιστα βδελύσσονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ξενοφοβίας και άρνησης ή αδυναμίας  κατανόησης του ανοίκειου».

Η δροσιά της αυλής και ο προαύλιος χώρος σε κάνουν να μην θέλεις να μετακινηθείς από το σημείο που βρίσκεσαι. Είναι κι αυτή η ησυχία που απλώνεται από την έλλειψη του ανθρωπογενούς παράγοντα που σε ηρεμεί πραγματικά. Οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονται είναι αυτοί της Φύσης και των πλασμάτων της.

Τον πύργο που κάποτε υπήρξε μοναστήρι τον διεκδικεί η εκκλησία. Μάλιστα στο εγχειρίδιο που κρατώ στα χέρια μου με τίτλο «Πύργος Μπαζαίου-παλιά μονή του Τιμίου Σταυρού» και που μπορείτε να το προμηθευτείτε όταν επισκεφτείτε τον πύργο, μέσα στην ιστορία που αφορά το οίκημα αναφέρονται αναλυτικά τα ιστορικά στοιχεία της Μονής, με πολλά από τα στοιχεία που σώζονται να προέρχονται από την μελέτη και την έρευνα του φιλόλογου-λαογράφου Νίκου Κεφαλληνιάδη.

Αναφέρονται οι Ηγούμενοι της Μονής, τα προνόμια, η διαχείριση, η χρεωκοπία του μοναστηριού και η απαλλοτρίωσή του από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και πως τελικά από τα χέρια του κράτους που χρεοκοπεί το 1898 εκποιείται και αγοράζεται σε πλειστηριασμό ερειπωμένο από τον Νικόλαο Ιακ. Βαζαίο ή Μπαζαίο που είχε στην κατοχή του και τις εκτάσεις γης γύρω από το κτίσμα.

Γιατί αυτή η δικαστική διαμάχη με την Εκκλησία; Τί είναι αυτό που επιθυμεί και επιμένει πως ο πύργος ανήκει στην περιουσία της; Νόμιζα πως αυτό το θέμα είχε τελειώσει οριστικά…ρωτάω τον Μάριο μέσα στην κουβέντα μας.

«Θα ήταν παραπλανητικό και άδικο να χρησιμοποιούμε τον όρο “Εκκλησία”, που συνδέεται με την Ορθόδοξη Θρησκεία και την ευσέβεια των αγνών πιστών, καθώς τη διαμάχη για το ακίνητο την εξυφαίνει με δόλιες μεθοδεύσεις το τοπικό Ιερατείο, συνεπικουρούμενο από μερικούς φανατικούς παρατρεχάμενους» μου απαντά.

«Τώρα πως προκύπτει η λατρεία του Ιερατείου για τα ακίνητα μάλλον, παρά για τον ορθό λόγο του Κυρίου είναι μια διαταραχή που οφείλει πρωτίστως η Εκκλησία (εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο) να την επισημάνει και να την θεραπεύσει» συνεχίζει. «Αν μη τι άλλο η πλεονεξία για την ύλη σε βάρος της πνευματικότητας, φαίνεται περίτρανα στο εξαγγελμένο πρόγραμμα χρηματοδότησης με 7.000.000€ (υπέρογκο ποσό), για εργασίες σε ένα ήδη κατάφορα κακοποιημένο τόπο το Αργοκοίλι, που από ταπεινό προσκύνημα σεβάσμιων ασκητών μετατράπηκε σε τέμενος μεγαλομανίας. 

Για να επανέλθω στην επιχείρηση σφετερισμού του Πύργου Μπαζαίου, μιας καθόλα νόμιμης και  αδιαφιλονίκητης ιδιοκτησίας, θα πω για την ώρα ότι ήδη το εγχείρημα εγγράφεται στις μελανές ιστορίες του τόπου, όπως είναι καταγεγραμμένη αλλά επιμελώς συγκαλυμμένη η ανατίναξη τη δεκαετία του 1950 του Βυζαντινού Μοναστηριού των Ταξιαρχών στο Σαγκρί, ιδιοκτησίας της Μητρόπολης Παροναξίας. Όπως τότε, έτσι και σήμερα με ίντριγκες και σκαιές μεθοδεύσεις επιχειρούν την ανατίναξη μιας εστίας Τέχνης, Παιδείας και Πολιτισμού. Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει, η ενημέρωση τρέχει και οι δολοπλοκίες σύντομα θα αποκαλυφθούν βάζοντας τέλος στην αήθη επιχείρηση» λέει ο Μάριος Βαζαίος ολοκληρώνοντας την απάντησή του.

Το μυαλό μου ξεφεύγει λίγο αναλογιζόμενη το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο «Το όνομα του Ρόδου» και το περιβάλλον γύρω μου συνηγορεί σε αυτό.

Έχει προχωρήσει για τα καλά το μεσημέρι κι αντί η ζέστη να γίνεται μεγαλύτερη στον αυλόγυρο συμβαίνει το αντίθετο. Πρέπει να φύγω, αν και δεν το επιθυμώ πραγματικά, σκέψη που λέω φωναχτά.

Ο Μάριος, ιδιοκτήτης του Πύργου που από το 1983 έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού μου διηγείται μια ιστορία για έναν Ιταλό που έμεινε στον πύργο μέχρι αργά το βράδυ ξαπλωμένος σ’ έναν πάγκο και δεν ήθελε να φύγει.

Τα μνημεία που στη χώρα μας-που έχουμε την τύχη και τη χαρά να έχουμε πολλά και υπέροχα- στην μακραίωνη ιστορία της είναι τόπος ζωής. Είναι η διάσταση που χρειάζεται να υπάρχει, όχι ένα μνημείο που το θαυμάζουμε απλώς, αλλά σαν ένα μνημείο που έρχεται πέρα απ’ τους αιώνες για να το εντάξουμε με τον δέοντα σεβασμό μέσα στη ζωή και στην καθημερινότητά μας, ώστε να παραμείνει ζωντανό και παλλόμενο κύτταρο που εκπέμπει παιδεία και πολιτισμό.

Είναι η κληρονομιά μας…που φροντίζουμε να περάσει και στους επόμενους, άθικτη και εμπλουτισμένη με τα κοσμήματα της εποχής μας.

Πριν αποχαιρετήσω τον Μάριο και μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, ρωτάω κάτι τελευταίο: με αφορμή το Φεστιβάλ Νάξου Μάριε, τί εισπράττεις ως σχόλια από φιλοξενούμενους καλλιτέχνες και επισκέπτες για το νησί;

«Εισπράττω τον θαυμασμό και την εκτίμηση του κόσμου για τη φυσική ομορφιά του τόπου, παράλληλα με την αγωνία για την ανελέητη και διάσπαρτη ανοικοδόμηση παντού που καταστρέφει ανεπιστρεπτί το φυσικό κάλλος» η απάντηση που λαμβάνω.

Την Πέμπτη 20 Ιουλίου ξεκινά το προσεγμένο και πλούσιο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Νάξου με παράσταση χορού από την Εθνική Λυρική Σκηνή και θα ολοκληρωθεί αρχές Οκτωβρίου με το κλείσιμο της έκθεσης του Klaus Pfeiffer.

Η επίσκεψη στην ενδοχώρα της Νάξου, στον πύργο και στα αρχαία και βυζαντινά μνημεία της περιοχής, αλλά και η επίσκεψη στα ορεινά χωριά του τόπου είναι η δόση που χρειάζεται ο επισκέπτης για να νιώσει πραγματικά τη Νάξο όπως πραγματικά είναι.

Μια “καλή κιουρά”* που σου αποκαλύπτει μυστικά και ιστορίες αλλοτινές με χίλιους τρόπους και χίλιους δρόμους. Ένα επίγειος παράδεισος που ξεκινά απ’ τη σμυριγλένια καρδιά της και φτάνει μέχρι τ’ αφροδάχτυλα των δαντελωτών ακρογιαλιών της.

Στιβαρή και αέρινη ταυτόχρονα στο μόνο που αποβλέπει είναι στον σεβασμό στην κληρονομιά που μας χαρίζει και ως άλλη Αριάδνη μας δείχνει η ίδια τον δρόμο για να μην χαθεί το νήμα της Ιστορίας και του Πολιτισμού τόσων αιώνων.

Για να μπορούμε να υπάρχουμε και εμείς, περήφανοι όσο αυτή.-

*Οι νεράϊδες

Φωτογραφίες: Ειρήνη Προμπονά/Cyclades Open

Δείτε επίσης