Μια φορά κι ένα καιρό στη χώρα των Αναξίων και των Μικρών Χαλβάδων

Αλέξανδρος Τσατσαρούνος

απο Cyclades Open

📸The Sun

Μια φορά κι ένα καιρό σε μια χώρα μακρινή, στον πανέμορφο τόπο των Αναξίων στη θάλασσα της Μέσης Γης, γεννήθηκε ο Altus Nasus.

Μικρός δεν έκανε παρέα με τα άλλα παιδάκια της ηλικίας του, γιατί μιλούσε μια δική του γλώσσα που δεν την καταλάβαινε κανείς, ενώ οι δικοί του όποτε προσπαθούσε να πει κάτι, επειδή νόμιζαν ότι έβηχε και πνιγόταν, του χτυπούσαν την πλάτη και του έλεγαν «ο νονός, ο νονός».

Δεν έπαιρνε τα γράμματα – ούτε και τους αριθμούς εδώ που τα λέμε – αλλά του άρεσε ο κινηματογράφος. Ο μικρός Altus είχε συνδυάσει το μυαλό του το «νονός» που του έλεγαν οι δικοί του όποτε μιλούσε, με τον Νονό του Κόπολα και κάθε βράδυ ονειρευόταν να γίνει ο Ντον Κορλεόνε της Φαμίλιας των Αναξίων.

Όταν μεγάλωσε γνώρισε τον Γιάννη Γκρούεζα, έναν θυρωρό στην αυλή του αυτοκράτορα που είχε πολλές γνωριμίες, με σημαντικότερη αυτή του Φουρ Φουρ, ενός διάσημου τίποτα που το έτρεμαν οι αυλικοί του Αυτοκράτορα Cool, στην επικράτεια του οποίου ανήκε το βασίλειο των Αναξίων.  

Σιγά σιγά, με την αναξία του και τη βοήθεια του Γκρούεζα ο Altus έγινε πρώτα αντιβασιλιάς των Αναξίων και των Μικρών Χαλβάδων και μετά βασιλιάς.

Κανείς δεν κατάλαβε πως το κατάφερε. Ούτε καν ο ίδιος δεν μπορούσε να το καταλάβει όταν περπατούσε στους δρόμους τους βασιλείου του σιγοψυθιρίζοντας «ο νονός, ο νονός», ενώ σκεφτόταν πως τα κατάφερε τόσο εύκολα να γίνει βασιλιάς με μικροεκβιασμούς και υποσχέσεις.

Με το που έγινε βασιλιάς, μετά από μια εξαντλητική διαδικασία διόρισε πολλούς αντιβασιλείς. Για να διοριστεί κάποιος αντιβασιλιάς στο βασίλειο των Αναξίων έπρεπε σύμφωνα με το σχέδιο του Altus να πληροί τρεις προϋποθέσεις: να είναι Ανάξιος, να τον εγκρίνει ο Γιάννης Γκρούεζας, ο οποίος είχε γίνει αρχικά υπουργός Λούφας και Ξάπλας και μετά υπουργός Αμπάριζας και Μακριάς Γαϊδούρας στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο του Cool και τέλος να έχει χαμηλότερο δείκτη ευφυίας από αυτόν του Altus. Ενώ βρέθηκαν πολλοί Ανάξιοι που πληρούσαν τις δύο πρώτες προϋποθέσεις, την τρίτη δεν την πληρούσε παρά ένας ελάχιστος αριθμός, οι οποίοι και διορίστηκαν αμέσως, εκτός ενός: του Νικολό Πιρουνιάτη που στο τεστ ευφυίας κατάφερε να γράψει 0.

Όταν το όνειρο του Altus Nasus έγινε πραγματικότητα μπήκε μπροστά το «σχέδιο Ντον Κορλεόνε». Στο βασίλειο των Αναξίων και των Μικρών Χαλβάδων ξαφνικά γινόντουσαν η μία τεχνική μελέτη μετά την άλλη για έργα που εξαγγέλλονταν και ποτέ δεν υλοποιούνταν, αφού δεν υπήρχε καμία πρόθεση να υλοποιηθούν.

Εκατοντάδες χιλιάδες πετσετάκια (το νόμισμα της χώρας) μοιράζονταν αφειδώς σε εργολάβους, μελετητές, φίλους και συγγενείς για να κάνουν και κυρίως να μην κάνουν δουλειές. Έγιναν προσλήψεις φίλων και υποστηριχτών στα τοπικά δουκάτα του βασιλείου, πληρωνόντουσαν γιορτές, εκδηλώσεις ακόμα και αγώνες που δεν έγιναν ποτέ, οι φίλοι και υποστηριχτές δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς τους, ενώ ο Ντον Altus ήταν πια παντοδύναμος, αφού είχε στο πλευρό του όχι μόνο τον Γκρούεζα και τους Δρυΐδες, τις τελετές των οποίων παρακολουθούσε ανελλιπώς, αλλά και πολλούς επιφανείς Αναξίους έχοντας εξασφαλίσει τη σιωπή και ενίοτε τη συνενοχή τους. 

Με τον καιρό ο Altus, αφού εδραιώθηκε ως αρχηγός της Φαμίλιας των Αναξίων, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το σχέδιο που ετοίμαζε από παιδάκι: Να εκδικηθεί όλους τους Αναξίους που τον κορόιδευαν όταν μιλούσε ακατάληπτα.

Με τη βοήθεια του υπουργού Αμπάριζας και Μακριάς Γαϊδούρας (ο οποίος γύριζε όλη τη χώρα τρέχοντας μ’ ένα κερί στο χέρι και κανείς δεν καταλάβαινε γιατί), των αντιβασιλιάδων του, της Χωροφυλακής που εξαφάνιζε τις διαμαρτυρίες και των πληρωμένων κονδυλοφόρων που εκθείαζαν και μνημόνευαν το ανύπαρκτο έργο του, αποφάσισε να διαλύσει το βασίλειο.

Να καταστρέψει τις παραλίες και να τις κάνει οικόπεδα με καρέκλες, κρεβάτια και μπαουλοντίβανα, να εξαφανίσει τις καλλιέργειες των αγροτών, να ανασκάψει όλο το οδικό δίκτυο του βασιλείου και να γεμίσει τον τόπο με σκουπίδια, ενώ το ταραγμένο μυαλό του σκέφτηκε ακόμα και να αφήσει τους Αναξίους χωρίς νερό.

Ο Altus, παρότι ένιωθε παντοδύναμος, κάποιες φορές φοβόταν και τη σκιά του. Κάποτε ένας υπήκοος του τραυματίστηκε σοβαρά σ’ έναν σκαμμένο και παρατημένο δρόμο, όταν έπεσε με το άλογό του πάνω σ’ ένα κάρο γιατί δεν υπήρχε καμία προειδοποίηση ότι έσκαβαν. Τότε ο φοβισμένος Ντον, ο αρμόδιος αντιβασιλιάς και οι φίλοι του που έσκαβαν, μέσα σ’ ένα βράδυ γέμισαν όλον τον τόπο με πινακίδες – όχι όλες σωστές, αλλά αυτές βρήκαν στους βασιλικούς στάβλους.

Ο βασιλιάς δεν φοβόταν γιατί εποφθαλμιούσε κάποιος τη θέση του. Ο επίδοξος αντικαταστάτης του, ο Τίγρης Νυσταλέος, λειτουργούσε με χρονοκαθυστέρηση, χρησιμοποιώντας συνταγές περασμένων αιώνων. Αυτό που φοβόταν ο Ντον ήταν να μην φτάσει κάτι στην αυλή του αυτοκράτορα Cool και εξοριστεί σε κανένα απομακρυσμένο δουκάτο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε αντιβασιλείς με περιορισμένο δείκτη ευφυίας: για να τους χρεώνει τα λάθη, τις παραλείψεις και θεός φυλάξοι, που θα έλεγαν και οι Δρυΐδες, τις ρεμούλες αν μαθευτούν.

Τα χρόνια πέρασαν και η χώρα των Αναξίων και των Μικρών Χαλβάδων, για την οποία ο προηγούμενος βασιλιάς έλεγε ότι την αγαπάει ο θεός, καταστράφηκε.

Εκεί που υπήρχαν πανέμορφες παραλίες και υπέροχα τοπία ξεφύτρωσαν φαβέλες πολυτελείας, κρεβάτια, καρέκλες, κομοδίνα και τραπέζια. Τα ζώα και τα πτηνά του βασιλείου στη Γενική Συνέλευσή τους, αποφάσισαν να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να πάνε σε μέρη που οι άνθρωποι δεν μισούν την ίδια τους τη ζωή, ενώ η κύρια πηγή εισοδήματος της χώρας, οι επισκέπτες που έρχονταν για να δουν τον ξακουστό πανέμορφο τόπο στέρεψε, γιατί ο τόπος δεν ήταν πια πανέμορφος. Ήταν πια μόνο ξακουστός για την καταστροφή και τη χυδαιότητα.

Και ζήσαν αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα…

Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, τόπους ή καταστάσεις είναι τυχαία και δεν δείχνει τίποτα παρά μόνο ότι όποιος βλέπει τον εαυτό του στο μικρό παραμύθι… έχει τη μύγα αλλά και τη φωλιά του… βρώμικη.

Δείτε επίσης