Η πειρατεία στο Αιγαίο

Νίκος Μπελαβίλας

απο Cyclades Open

Στη Νάουσα της Πάρου κάθε χρόνο στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, λαμβάνει χώρα το δρώμενο των Κουρσάρων. Νεαροί άνδρες, ντυμένοι πειρατές – ναυτικοί δηλαδή παλαιάς εποχής ή μήπως φανταζόμαστε τάχα τους πειρατές με ένα μάτι κι ένα ξύλινο πόδι; – κάνουν ρεσάλτο στο λιμανάκι της Νάουσας και αρπάζουν τις γυναίκες. Στη συνέχεια οι Ναουσαίοι αντεπιτίθενται και παίρνουν πίσω τις γυναίκες τους σώζοντας τις ίδιες αλλά και την τιμή τους από τους μισητούς και βάρβαρους πειρατές!

Ποιοι ήταν λοιπόν στην πραγματικότητα αυτοί οι περίφημοι πειρατές; Από πού ερχόντουσαν; Τι εθνικότητας ήταν; Ποιες οι πραγματικές τους σχέσεις με τις νησιωτικές κοινότητες; Πότε τέλειωσε η πειρατεία στο Αιγαίο; Ποιος ο ρόλος του Ανδρέα Μιαούλη; Σε αυτά και άλλα ερωτήματα δίνει απαντήσεις το άρθρο που έγραψε για το περιοδικό μας ο καθηγητής ΕΜΠ Νίκος Μπελαβίλας και συγγραφέας του βιβλίου «Λιμάνια και Οικισμοί στο Αιγαίο της Πειρατείας».

Η πειρατεία στο Αιγαίο είναι τόσο παλιά, όσο και ο πολιτισμός της θάλασσας και των νησιών της· μία ενδημική υπόθεση όπως και η ληστεία στα βουνά. Ποιοι έκαναν πειρατεία στις θάλασσες μας; Μάλλον οι πάντες. Οι ρόλοι άλλαζαν όταν άλλαζαν οι γεωπολιτικές συνθήκες, τα σύνορα, οι κυρίαρχοι.

Άραβες επέδραμαν τον 9ο αιώνα στα βυζαντινά νησιά και Τούρκοι των μικρασιατικών ακτών τον 15ο στα λατινοκρατούμενα. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Δυτικοί διαγούμιζαν χωριά και έκαναν ρεσάλτο στα καράβια που ταξίδευαν από και προς την Πόλη. Στους καιρούς της αστάθειας, από τις Σταυροφορίες ως την Άλωση και έπειτα στον 17ο αιώνα των βενετοτουρκικών πολέμων η πειρατεία ανθούσε. Αλλά και στον καιρό της σταθερότητας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, τον 16ο αιώνα, το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη με ορμητήριο τα Δωδεκάνησα λήστευε πλοία ώσπου να εκδιωχθεί και να εγκατασταθεί καταμεσής της Μεσογείου, στο ξερονήσι της Μάλτας, συνεχίζοντας από εκεί τις εξορμήσεις του.

Έτσι λοιπόν, από τον Μεσαίωνα ως τον 19ο αιώνα, στην αρχή Άραβες και Τούρκοι, έπειτα Βενετσιάνοι, Ναπολιτάνοι, Μαλτέζοι, Ισπανοί, αργότερα Άγγλοι, Γάλλοι, στο τέλος και οι Έλληνες, έπλεαν στο αρχιπέλαγος από τις πρώτες καλοσύνες της άνοιξης ως αργά το φθινόπωρο πριν αρχίσουν οι θύελλες. ‘Εστηναν ενέδρες στα πολυσύχναστα ναυτικά περάσματα, στον Καβό Μαλιά και στο Κάβο Ταίναρο, στα Τσελεβίνια του Πόρου και στις Καβοκολώνες του Σουνίου, στο Κάβο Ντ’ Όρο, στη Γυάρο, στις Δήλες, στους Φούρνους, στα στενά της Σάμου και των Σποράδων. Κούρσευαν πλοία, λεηλατούσαν αγροκτήματα, ενίοτε οικισμούς και πόλεις. Είχαν προστατευμένα καταφύγια για επισκευές των πλοίων, για νερό, προμήθειες και νησιώτικες κοινότητες που τους βοηθούσαν. Όταν χαλούσε ο καιρός επέστρεφαν στην Αδριατική και στη Μάλτα ή ξεχειμώνιαζαν, στη Μήλο και στην Κίμωλο, στη Μύκονο, στη Νάουσα και στην Παροικιά, στη Σάμο, στην Αστυπάλαια, στην Κάσο, στη Γραμβούσα.

Οι νησιώτες, στους πρώτους αιώνες ήταν σκλάβοι σε γαλέρες, έμμισθοι σε πληρώματα, πιλότοι, σε όλους τους στόλους. Από τα μέσα του 18ου αιώνα έγιναν εμποροκαπετάνιοι, πειρατές και λαθρέμποροι των ναυτικών αποκλεισμών φτάνοντας να κατέχουν 1.000 πλοία, και να αριθμούν σχεδόν είκοσι χιλιάδες ναυτικούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης συναντάμε Έλληνες καπετάνιους υπό διάφορες σημαίες να ασκούν πειρατεία ακόμη και σε ομόθρησκους, να περνούν όπως και οι κλέφτες και αρματολοί των Βαλκανίων πότε στο ένα στρατόπεδο και πότε στο άλλο. Μία εκατοντάδα Έλληνες πειρατές κρατούσαν φυλακισμένους οι Άγγλοι στη Μάλτα περί το 1827 και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης ο ίδιος, είχε εντάλματα εις βάρος του για ανάλογη δραστηριότητα.

Τα στενά της Παροναξίας και ο ευλίμενος κόλπος της Νάουσας υπήρξε αδιάλειπτα ένα από τα κορυφαία αγκυροβόλια του κούρσου στο Αιγαίου. Πρωτοαναφέρεται ως λιμάνι πειρατών στο χειρόγραφο του Φλωρεντινού μοναχού και χαρτογράφου Κριστόφορο Μπουοντελμόντι του 1420. Φαίνεται ότι το χρησιμοποιούσαν και Βενετσιάνοι και Τούρκοι πειρατές ως καταφύγιο αλλά και ως ναυπηγείο για επισκευές. Ο αρχικός οχυρωμένος οικισμός της Νάουσας με τον θαλασσινό πύργο είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους προκεχωρημένου φυλακίου των δυτικών στο ταραγμένο αρχιπέλαγος.

Πολλές φορές η πειρατεία μπλεκόταν με τις επίσημες επιδρομές. Όπως στην περίπτωση του Μπαρμπαρόσα. Αυτός, ένας από τους πιο διάσημους ναυτικούς της Μεσογείου, ήταν πειρατής. Όμως το 1537 όταν σάρωσε το Αιγαίο και την Πάρο σκλαβώνοντας χιλιάδες, ήταν ο καπουδάν πασάς του Σουλτάνου και απέσπασε τις Κυκλάδες από τους Βενετσιάνους, διαλύοντας ουσιαστικά το φράγκικο Δουκάτο του Αιγαίου.

Μισόν αιώνα αργότερα, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι δυτικοί επανέκαμψαν. Καθ’ όλο τον 17ο και 18ο αιώνα κυριάρχησαν στη θάλασσα. Η Νάουσα άκμασε μέσα σε αυτό το σκηνικό. Οι καθολικοί πειρατές πηγαινοέρχονταν, επισκεύαζαν τα πλοία τους, εμπορεύονταν, πρόσφεραν δωρεές στους Καπουτσίνους μοναχούς για το μοναστήρι τους. Διάσημα ονόματα, ο Ιωαννίτης Ντε Τεμερικούρ, ο Κρεβιγιέ και ο Άγγελος Μαρία Βιδάλης ήταν συχνοί επισκέπτες ή και εγκατεστημένοι κατά καιρούς στο νησί τον 17ο αιώνα, αλλά και ο Λάμπρος Κατσώνης με τους Ρώσους τον 18ο. Οι Τούρκοι κατέπλεαν το καλοκαίρι, αγκυροβολούσαν στο Ντριό, συνέλεγαν τους φόρους, επέβαλαν τιμωρίες και έφευγαν. Οι Το 1677, οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν στη Νάουσα με 25 γαλέρες, συνέλαβαν κατοίκους, άνοιξαν μέχρι και τους τάφους αναζητώντας κρυμμένους πειρατές. Αυτοί μετά την αποχώρησή τους επέστρεφαν. Το ναυπηγείο λειτουργούσε συνεχώς. Στα 1759, ένας Έλληνας πειρατής, ο Λουκάς Βαλσαμάκης με αγγλική άδεια καταδρομής, εξόκειλε στη Δήλο. Μυκονιάτες τον βοήθησαν να φέρει το σκάφος του στη Νάουσα για επισκευές. Την ίδια εποχή η Πάρος ήταν ένα από τα παζάρια του κούρσου, μαζί με τη Σύρα και τη Μύκονο.

Η τελευταία μεγάλη αναλαμπή της Νάουσας, υπήρξε η εγκατάσταση του Ρωσικού στόλου το 1770-1775. Το παλιό βενετσιάνικο λιμανάκι μετατράπηκε σε πλήρη ναύσταθμο, με διοικητήριο, αποθήκες, πυριτιδαποθήκη και οχυρώσεις στις νησίδες, ντάπιες με πυροβολαρχίες και βίγλα στην είσοδο του κόλπου. Προμήθειες από όλες τις Κυκλάδες, έφταναν εκεί για την τροφοδοσία των πληρωμάτων.

Η πειρατεία στα νησιά έληξε με το τέλος της Επανάστασης. Τότε, ο παλαιός πειρατής Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος του ελληνικού στόλου, με εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια ξεκαθάρισε τους τελευταίους θύλακες του ανατολικού Αιγαίου. Τα παλιά λημέρια των πειρατών του αρχιπελάγους πέρασαν στην αφάνεια.

Πηγή: Parola
Εικονογράφηση: Laskaridis Foundation

Ο Νίκος Μπελαβίλας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1959. Είναι καθηγητής πολεοδομίας και ιστορίας της πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και διευθύνει το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος.

Διηύθυνε το Γραφείο Λαυρίου του ΕΜΠ για τη δημιουργία του Τεχνολογικού-Πολιτιστικού Πάρκου, το Βιομηχανικό Μουσείο Ερµούπολης και είναι επιστημονικός υπεύθυνος του έργου του Μουσείου Μεταλλείας-Μεταλλουργίας Λαυρίου. Συμμετείχε στον σχεδιασμό του Μητροπολιτικού Πάρκου στο Γουδί, του θαλασσίου μετώπου της Ελευσίνας, του Τεχνικού Πανεπιστημίου στη Λεμεσό, των επεκτάσεων του Τραµ στην Αθήνα και Πειραιά, κ.α. Επικεφαλής της μελέτης του κτιρίου της νέας Ταινιοθήκης της Ελλάδος, όπως και των ερευνών του ΕΜΠ για τα ιστορικά μεταλλεία στο Αιγαίο, το Μητρώο Ελληνικής Βιομηχανικής Κληρονομιάς, το ιστορικό κέντρου της Πρέβεζας, το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού, το στρατηγικό σχέδιο για τις ακτές του Σαρωνικού και της αποτύπωσης των προσφυγικών οικισμών του Πειραιά. Το 2018-2019 ήταν επικεφαλής της κρατικής εταιρείας «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε». Είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς – TICCIH, του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων – ICOMOS και από το 2007 επιστημονικός αξιολογητής των ιστορικών πόλεων του World Heritage List της UNESCO. Έχει βραβευτεί σε διεθνείς και πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.

Έχει γράψει τα βιβλία “Λιμάνια και Οικισμοί στο Αιγαίο της Πειρατείας”, “Τόποι Ανθρώπων – σχόλια για το χώρο και την πολιτική” και “Ιστορία της Πόλης του Πειραιά, 19ος-20ος αιώνας”. Συμμετείχε με άρθρα του στους συλλογικούς τόμους “Αιγαίο: διάσπαρτη πόλη” στη 10η Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας 2006, “Αthens-Absolute Realism” στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας 2002, ” Ελλάδα της θάλασσας”, “Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα”, “Το ελληνικό τοπίο”, “Το Αιγαίο Πέλαγος. Χαρτογραφία και ιστορία, 15ος – 17ος αιώνας”, “Ορυχεία στο Αιγαίο 19ος-20ος αιώνας-Βιομηχανική αρχαιολογία στην ΕΛλάδα”, “Σύγχρονα ελληνικά τοπία”, “Το Μπάουχαους και η Ελλάδα. Η νέα ιδέα της σύνθεσης στις τέχνες και την αρχιτεκτονική” κ.ά.

Δείτε επίσης