Human Stories: «Από τύχη ζω, από τύχη ζεις, από τύχη ζει….»

απο Cyclades Open
ΚΛΟΠΗ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Η ιστορία του Αντώνη Ρεπανά στο Human Stories γράφτηκε τον Μάρτιο του 2023 κι ενώ είχε συμβεί το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Ξένα τηλεοπτικά συνεργεία έρχονται στην Ελλάδα για να καλύψουν τα γεγονότα. Πρωταγωνιστής στην ιστορία η Ελληνική Αστυνομία, στα καλύτερά της, για να πάρουν μια γεύση και οι ξένοι ανταποκριτές.

Ναι, σ’ αυτή τη χώρα ζούμε από τύχη. Οι συνάδελφοι της ιστορίας παρ’ όλη την ταλαιπωρία τους στάθηκαν τυχεροί, μέσα στην ατυχία τους. Η 28χρονη Κυριακή Γρίβα δεν στάθηκε τυχερή, αν και ήταν θύμα κακοποίησης και η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο εκείνο το βράδυ. Ζήτησε να την προστατεύσουν. Τα περιπολικά όμως δεν είναι ταξί, γιατί αυτοί που ονομάζονται “προστάτες του Πολίτη” δεν έχουν ιδέα τη σημαίνει “πολίτης” και μάλιστα πολίτης σε κίνδυνο. Αυτό απέδειξαν το βράδυ που δολοφονήθηκε μπροστά στο τμήμα από τον κακοποιητή πρώην σύντροφό της, στο Α.Τ. Αγ. Αναργύρων.
“Δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί έτσι” αντιτείνουν πολλοί. Προφανώς και δεν είναι όλοι. Το ερώτημα είναι όμως γιατί δεν είναι όλοι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Ειρήνη Προμπονά

Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα και δημοσιεύεται στο HumanStories…

«Από τύχη ζούμε».  Αυτό είναι ένα από τα συνθήματα που κυριάρχησαν στις πρόσφατες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη.  Είναι ένα σύνθημα που το έβλεπες γραμμένο παντού και που όσο το διάβαζες και σκεφτόσουν τι έχεις ζήσεις ή τι ζεις στην Ελλάδα, διαπίστωνες πόσο πραγματικό είναι. Με αφορμή τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, βρεθήκαμε στην Αθήνα για ρεπορτάζ με την δημοσιογραφική ομάδα ενός ξένου Μέσου.  Εκεί, διαπίστωσαν και οι ξένοι, ότι στην Ελλάδα «από τύχη ζούμε».

Η τελευταία συνέντευξη της ημέρας, ήταν προγραμματισμένη για τις 20.00 το βράδυ, έξω από το μουσείο της Ακρόπολής.  Τί πιο κεντρικό και ασφαλές σημείο θα σκεφτεί κανείς. Παρκάραμε το αυτοκίνητο μας στην οδό Χατζηχρήστου, πίσω από το μουσείο της Ακρόπολης.  Ένας φωτεινός δρόμος, με αρκετή κίνηση.  Μετά την συνέντευξη πήγαμε να φάμε κάτι και όταν επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο, βρήκαμε το τζαμάκι στην θέση του συνοδηγού σπασμένο.  Ευτυχώς ήχησε ο συναγερμός και δεν μας έκλεψαν τις κάμερες και τους υπολογιστές που είχαμε στο πορτ μπαγκάζ. Ο περιπτεράς στην Χατζηχρήστου, μου είπε ότι κάθε βράδυ, ότι αυτοκίνητο νοικιασμένο ή με ξένες πινακίδες υπάρχει το σπάνε με σκοπό να κλέψουν ότι βρουν.  Τηλεφωνήσαμε στο 100.  Σχετικά γρήγορα, έφτασαν δύο μοτοσικλετιστές της Δίας.  Ευγενικά παιδιά.  Μα ρώτησαν τι έγινε, έβγαλαν φωτογραφία την άδεια του αυτοκινήτου και το διαβατήριο του οδηγού, προκειμένου να το γράψουν στο βιβλίο συμβάντων.  Τους ρωτήσαμε πως μπορούμε να πάρουμε κάποιο χαρτί, που να γράφει τι συνέβη προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν οι ξένοι για την κάλυψη του σπασμένου τζαμιού από την ασφάλεια του αυτοκινήτου.  «Α! τώρα δεν μπορείτε να κάνετε κάτι» μας είπαν και συνέχισαν: «Το αστυνομικό τμήμα της Ακρόπολης κλείνει τα βράδια.  Μετά τις 10 το βράδυ είναι κλειστό.  Να πάτε αύριο το πρωί».  Μόλις το άκουσα αυτό, αναρωτήθηκα αν σοβαρολογούν ή αν αστειεύονται.  Αν το αστυνομικό τμήμα της Ακρόπολης, στο πιο αναγνωρίσιμο και με την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα σημείο της Ελλάδας κλείνει τα βράδια, τα αστυνομικά τμήματα στις υπόλοιπες γειτονιές τι θα πρέπει να κάνουν;

Επειδή είμασταν κουρασμένοι από τα γυρίσματα της ημέρας, είπαμε να πάμε στο αστυνομικό τμήμα την επόμενη ημέρα το πρωί, όπως μας συνέστησαν οι αστυνομικοί της Δίας. Φτάσαμε έξω από το αστυνομικό τμήμα.  Η εικόνα του, από έξω αλλά και από μέσα, δεν θα έλεγες ότι είναι κάτι που θα ήθελες να δει κάποιος ξένος επισκέπτης στην Ελλάδα.  Αυτό όμως είναι το λιγότερο.  Μας έστειλαν αρχικά στο τρίτο όροφο.  Μετά στο πρώτο, μετά στον δεύτερο και τελικά κατέληξαν ότι έπρεπε να πάμε ξανά στον τρίτο.  Στο αξιωματικό υπηρεσίας.

Εκεί διαπιστώσαμε ότι όντως «από τύχη ζούμε» σε αυτή την χώρα.  Υπήρχε ένας καημένος παππούς που είχε χάσει την ταυτότητα του. Ήρθε με ένα φίλο του για να τον βοηθήσει.  Είχαν στα χέρια τους ένα έγγραφο το οποίο έπρεπε να συμπληρώσουν και είχαν πελαγώσει.  «Να πάμε στην νύφη μου που είναι μορφωμένη» έλεγε ο ένας.  «Να της τηλεφωνήσουμε να κλείσει το μαγαζί της και να έρθει εδώ» έλεγε ο άλλος.  Τελικά τους βοήθησα εγώ να συμπληρώσουν το έγγραφο που τους είχαν δώσει.  Ήταν πέντε λεπτά δουλειά, όμως για εκείνους τους παππούδες φάνταζε βουνό και δεν μπόρεσε ένας αστυνομικός να διαθέσει πέντε λεπτά για να τους βοηθήσει. 

Ο κλέφτης του δικού του αυτοκινήτου

Μαζί μας, έξω από το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας βρίσκονταν και ένας νεαρός, με την άδεια ενός αυτοκινήτου στα χέρια του και μερικά ακόμη χαρτιά.  Τον είχε φέρει εκεί ένας αστυνομικός.  Πιάσαμε την κουβέντα.  «Μου είχαν κλέψει το αυτοκίνητο πριν από δυο χρόνια» άρχισε να μου διηγείται την οδύσσεια που ζούσε, αφού εμφανίζονταν ως κλέφτης στο δικό του αυτοκίνητο. «Σε κάποια στιγμή, το βρήκαν παρατημένο στην Θεσσαλονίκη.  Είχε χρησιμοποιηθεί από διακινητές ανθρώπων.  Μου τηλεφώνησαν από το αστυνομικό τμήμα Λευκού Πύργου.  Πήγα, το πήρα, τακτοποίησα και όλα τα έγγραφα που απαιτούνταν και έφυγα.  Επέστρεψα στην Αθήνα, το επιδιόρθωσα επειδή ήταν τρακαρισμένο και άρχισα να το κυκλοφορώ.  Αυτή είναι η δεύτερη φορά που με συλλαμβάνουν με την κατηγορία ότι οδηγώ κλεμμένο αυτοκίνητο.  Τους εξηγώ τι συνέβη, τους δείχνω τα έγγραφα από το αστυνομικό τμήμα Λευκού Πύργου, αλλά το αυτοκίνητο μου συνεχίζει να βρίσκεται στην λίστα με τα κλεμμένα». Σε κάποια στιγμή, ο αστυνομικός που τον προσήγαγε, βγαίνει και του λέει:  «τελειώνουμε» και φεύγει από το τμήμα.  Μισή ώρα μετά, βγαίνει μια αστυνομικός.  Του λέει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά ότι θα πρέπει να πάει την άλλη μέρα στο αστυνομικό τμήμα του Βύρωνα, προκειμένου να δώσει συμπληρωματική κατάθεση.  «Δεν είναι τίποτα.  Τυπικό είναι» του λέει.  «Όπως κατάλαβες, δεν έγινε τίποτα» γυρίζει και μου λέει ο άτυχος πολίτης.  «Αύριο θεωρητικά θα γίνει, όμως σήμερα, αργότερα, μπορεί να με ξαναπιάσουν σε κάποιο άλλο σημείο της Αθήνας,  γιατί οδηγώ «κλεμμένο» όχημα.  Παράλληλα, θα πρέπει να φύγω και αύριο από την δουλειά μου, ενώ υποτίθεται ότι η υπόθεση έληξε όταν μου επέστρεψαν το αυτοκίνητο στην Θεσσαλονίκη». Χαιρετηθήκαμε και έφυγε.

Μετά από δύο περίπου ώρες, μας φωνάζουν κι εμάς μέσα στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας.  Ξεκινούν την διαδικασία για την μήνυση κατ’ αγνώστου, επειδή μας είπαν ότι για το δελτίο συμβάντων, έπρεπε να πάμε στην ΓΑΔΑ.  Μόλις ρωτούν το όνομα του οδηγού και βλέπουν ότι είναι Σέρβος, μας λένε ότι άδικα περιμέναμε εκεί και ότι επειδή είναι ξένος θα έπρεπε να πάμε στην τουριστική αστυνομία για να υποβάλλουμε εκεί μήνυση κατ’ αγνώστου. Η τουριστική αστυνομία βρίσκεται στην οδό Δραγατσανίου, παρότι στο ίντερνετ, στο αστυνομικό τμήμα ακροπόλεως, αναφέρεται ότι υπάρχει και εκεί τουριστική αστυνομία.

Οι τουρίστες στην τουριστική αστυνομία

Φτάνουμε κάποια στιγμή στην τουριστική αστυνομία, η οποία βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε μια στοά και δεν είναι καθόλου εύκολο να την βρει Έλληνας.  Ποσό μάλλον τουρίστας. Βέβαια έχει μια προθήκη με φυλλάδια με χάρτες της Αθήνας και πληροφορίες για τα τουριστικά αξιοθέατα της πρωτεύουσας. Όταν μπαίνουμε, ένας αστυνομικός εξυπηρετεί ένα ζευγάρι ξένων που τους είχαν κλέψει, ενώ μια αστυνομικίνα κάθεται λίγο πιο πίσω και κάτι κάνει στον υπολογιστή της.  Επιχειρεί να σηκωθεί για να έρθει να μας εξυπηρετήσει, όμως ο ήδη όρθιος αστυνομικός της κάνει νόημα με το χέρι να καθίσει και να περιμένουμε την σειρά μας.  Είναι προφανώς ο παλαίουρας του τμήματος. Τον ακούω να τους λέει μέσα στην καλή χαρά, ότι είναι τυχεροί που τους έκλεψαν μόνον τα χρήματα τους και όχι τα διαβατήρια και τους αποχαιρετά, ευχόμενος να απολαύσουν την συνέχεια διακοπών τους. Στην συνέχεια στρέφεται σ’ εμάς.  

Του εξηγούμε τι συνέβη και του λέμε ότι θέλουμε να υποβάλλουμε μήνυση.  «Αααα.  Αν υποβάλετε μήνυση κατά αγνώστου, σημαίνει ότι ανοίγετε μια υπόθεση στα Ελληνικά δικαστήρια και ο εισαγγελέας, μπορεί να σας ζητήσει να παραστείτε σε δικαστήριο» λέει στον ξένο δημοσιογράφο.  «Μα τι λέτε στον άνθρωπο;  Ότι ο εισαγγελέας θα τον καλέσει σε δίκη για ένα σπασμένο παράθυρο;» του λέω.  «Εσείς γιατί ανακατεύεστε;  Ο εισαγγελέας μπορεί να κάνει ότι θέλει» μου λέει με αυστηρό ύφος και συνεχίζει:  «Αν δεν θέλετε να μπλέξετε με δικαστήρια, να πάτε στην ΓΑΔΑ να πάρετε το απόσπασμα από το δελτίο συμβάντων» ολοκληρώνει.  Ο ξένος δημοσιογράφος που έχει χάσει ήδη γύρω στις τρείς ώρες μέχρι εκείνη την στιγμή, σκέφτεται τί μπορεί να σημαίνει η κλήση του από τον εισαγγελέα σε δικαστήριο και αποφασίζει να πάμε στην ΓΑΔΑ.

Εκεί φτάνουμε στις 12.10. Μπαίνουμε από την πόρτα και ο αστυνομικός μας ρωτάει τι θέλουμε. Αφού του εξηγούμε, μας λέει ότι δεν μπορούμε να ανέβουμε και οι δύο πάρα μόνον ο ξένος δημοσιογράφος και ενώ ετοιμάζεται να τον αφήσει να περάσει, κοιτάζει το ρολόι του.  «Α, δεν γίνεται να ανέβετε.  Το γραφείο που δίνει τα αποσπάσματα δουλεύει για το κοινό μέχρι τις 12.  Ελάτε αύριο, ή προσπαθήστε να τους τηλεφωνήσετε από το τηλέφωνο που γράφει το χαρτί έξω από την πόρτα» μας λέει.  Το τηλέφωνο που έγραφε έξω από την πόρτα δεν απαντούσε, όσες φορές κι αν προσπαθήσαμε και έτσι αποφασίσαμε πάμε στην ΓΑΔΑ την επόμενη ημέρα.

«Me you bed»

Την επόμενη ημέρα στην ΓΑΔΑ ο αστυνομικός στην πόρτα, μας είπε ότι δεν μπορούμε να περάσουμε και οι δύο.  «Μα γνωρίζουν αγγλικά οι συνάδελφοι σας;» τον ρώτησα.  «Φυσικά» μου απάντησε με σιγουριά.  Ο ξένος δημοσιογράφος μπήκε στην ΓΑΔΑ και όταν βγήκε μετά από κανένα εικοσάλεπτο, γελούσε και μου έλεγε ότι τα αγγλικά των αστυνομικών ήταν τραγικά και ότι του έδωσαν να συμπληρώσει ένα έγγραφο στα ελληνικά, το οποίο δεν καταλάβαινε τι έλεγε.  Μια κυρία που είχε έρθει για τον ίδιο λόγο στην υπηρεσία, τον βοήθησε να το συμπληρώσει και τώρα περιμένει μετά από 20 ημέρες να του στείλουν με mail το απόσπασμα του δελτίου συμβάντων.

Μόλις τελειώνουμε από την ΓΑΔΑ, χτυπάει το τηλέφωνο μου.  Είναι ένας Έλληνας φωτορεπόρτερ ο οποίος ζει στην Ολλανδία και ταξίδεψε στην Αθήνα για να καλύψει τις διαμαρτυρίες.  «Προσπάθησαν να μου κλέψουν την τσάντα με τις κάμερες, έξω από τον σταθμό Λαρίσης» μου είπε.  Είχε πάει εκεί για να κάνει μερικές εικόνες του σταθμού.  Τελικά χρειάστηκε να παλέψει μαζί τους για να γλυτώσει και να φύγει τρέχοντας, έχοντας ματώσει τα χέρια του προσπαθώντας να τους χτυπήσει για να μην του πάρουν την τσάντα.  Μόλις ένιωσε ασφαλής, είδε κάποιους αστυνομικούς και πήγε κοντά τους, προκειμένου να φωτογραφίσει τον σταθμό με ασφάλεια.  «Κατέβασε την μηχανή κάτω τώρα και μην κουνιέσαι» του φώναξε ένας αστυνομικός.  Είχε δει ότι είχε αίματα στα χέρια και νόμιζε ότι είχε κλέψει τις φωτογραφικές μηχανές.  Μάταια του εξηγούσε τι είχε συμβεί πριν από λίγο.  Κράτησε τα στοιχεία του φωτογραφίζοντας με το κινητό του την ταυτότητα του και τον άφησε να φύγει.  Φυσικά ούτε λόγος για να πάει να κοιτάξει που ήταν αυτοί που επιχείρησαν να τον κλέψουν. Ούτε του πέρασε η ιδέα ότι κάποιος που μόλις είχε κλέψει κάποιες φωτογραφικές μηχανές δεν θα πήγαινε μπροστά του να βγάλει φωτογραφίες.

Με αυτά και με αυτά, ένα είναι σίγουρο.  Ότι μπορείς να «Ζήσεις τον μύθο σου στην Ελλάδα» μόνον όμως αν έχεις τύχη, γιατί σε αυτή την χώρα, «από τύχη ζούμε»…

Πηγή/Φωτογραφίες: Humanstories.gr/Αντώνης Ρεπανάς

Δείτε επίσης