Ψυχοσάββατο

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open

Με αφορμή το Ψυχοσάββατο, που δεν είναι ακριβώς Ψυχοσάββατο, αλλά δεν έχει σημασία…

Δημοτικάκι στο χωριό με καιρό συννεφιασμένο, απόγευμα Παρασκευής. Η γιαγιά από νωρίς ετοιμασίες, για την ακρίβεια ξεκινούσαν απ’ την προηγούμενη. Στάρι να βράζει στην κατσαρόλα, πετσετάκια κεντητά να βγαίνουν από την ντιβανοκασέλα, θυμιατά να λιβανίζουν.

Ο παππούς στο καφενείο, εγώ μεταξύ πνιγμού, στη νοητή μου θάλασσα, και αποβάθρας. Φωνές από τον δρόμο και καλησπερίσματα και η γειτόνισσα πάλι να ψάχνει τον συνομήλικό μου και συμμαθητή ανεβασμένη στο μπουντί:

«Στέεεεεεε-φααααααα-νεεεεεεεεε!»

Στεντόρεια φωνή.

Όταν μεγάλωσα αναρωτιόμουν από ποια πνευμόνια έβγαινε η φωνή της γειτόνισσας που σηματοδοτούσε την ώρα μαζέματος στο σπίτι, πάντα με καθυστέρηση, που αντιλαλούσε στο χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη.  Όπου και να ήσουν εκείνη η φωνή θα σ’ έβρισκε.

Ξημέρωνε Ψυχοσάββατο. Επιφορτισμένη εγώ ή αδερφή μου που ήταν μεγαλύτερη να γράψουμε το “Περί Υγείας” όπως το λέγαμε συνθηματικά. Η υγεία πήγαινε στους ζωντανούς, δεν την είχαν ανάγκη οι πεθαμένοι. «Υπέρ υγείας Μαρίας, Στυλιανού, τέκνων και εγγονών, αδερφών και συγγενών”… στη μέση της παρακάτω γραμμής σταυρός + και ξεκινούσαν τα ονόματα των νεκρών.

Όταν έγραφα εγώ είχαμε θέμα γιατί ρωτούσα για κάθε πεθαμένο ξεχωριστά και ήθελα να μαθαίνω την ιστορία του. Ένα όνομα ξεχώριζε πάντα, το όνομα της Αριάδνης, που ήταν αδερφή του παππού, ένα όνομα που είχε μια ιστορία και το πήρα και το έκανα ανεπίσημα δικό μου.

Ανάλογα με την γιαγιά και την πλευρά του χωριού που έμενα περνούσα και στις αντίστοιχες παραγγελιές.

«Γιαγιά να βάλουμε και την Μαργαρίτα που δεν έχει κανέναν και την πειράζουν τα παιδιά!»

«Βρε ανισόρροπο, αυτή είναι ζωντανή, στσι πεθαμένοι θα τη νε  βάλουμε;»

«Όχι στα περί υγείας» έλεγα το ανισόρροπο.

Μου πέρναγε πολλές φορές, δεν έχω παράπονο…έτσι μέσα στους ζωντανούς και τους πεθαμένους υπήρχαν πάντα άνθρωποι άγνωστοι που όμως  εγώ συμπαθούσα γιατί έκρινα πως ήταν καλοί, γιατί ήταν χαμογελαστοί ή ανήμποροι ή δεν είχαν κανέναν άλλο στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό τους. Ήταν και μερικοί που έτρωγαν πόρτα απ’ τη γιαγιά, Πεθαμένοι κυρίως, για δικούς της λόγους που δεν έμαθα ποτέ, δεν πάει να ‘ταν και συγγενείς, ασυγχώρητοι μένανε. Κι είχαν μια σκασίλα γιαγιά…

Μετά από τον έλεγχο της γιαγιάς στο γραπτό, η γιαγιά γέμιζε με λάδι ένα μπουκάλι, έριχνε μέσα 9 σπυριά σιτάρι ωμό, ένα κανεστράκι με κόλλυβα, ένα πρόσφορο και γραμμή στον εσπερινό να τα «διαβάσει» ο παπάς.

 Αυτά τα 9 σπυριά σιτάρι με προβλημάτιζαν πάντα. Σε βαθμό που χαζεύοντας το μπουκάλι με το σιτάρι να κινείται μέσα στο λάδι νωχελικά, ήμουν πάντα έτοιμη να κουτρουβαλιαστώ στα σκαλοπάτια του χωριού καθώς κρατούσα το μπουκάλι, πράγμα που σήμαινε πως, αν αυτό συνέβαινε,  θα είχαμε και τον πρώτο νεκρό καθ’ οδόν για Ψυχοσάββατο, αφού θα πήγαινα απ’ το χέρι της γιαγιάς μου, γιατί θα είχα ρημάξει την τελετή. Τελικά αποφάσισα να κρατάω το ψωμί που ήταν πιο σίγουρο.

Μπροστά στις εικόνες, στην εκκλησία, πλήθος μπολάκια και μπουκάλια με λάδι, σκεπασμένα με κεντημένα λευκά πετσετάκια ή καρό πετσετούλες.

Βέβαια, καλή η χριστιανοσύνη των γιαγιάδων και των άλλων γυναικών του χωριού, αλλά και το κουτσομπολιό-κουτσομπολιό. Το τι ξόμπλιασμα έπεφτε για τα κεντητά πετσετάκια και τα φτωχικά πετσετάκια, «τα έτοιμα» από τις κεντήστρες και βελονομπλέχτρες, δε λέγεται! Η χαρά του πεθαμένου, το όνειδος του ζωντανού!

Το ευτύχημα στην υποχρεωτική μου παρουσία στην εκκλησία ήταν ο παπά-Γιώργης. Ένας εξαιρετικός, μορφωμένος άνθρωπος, πολύ εργατικός, με απίστευτα μελωδική και σωστή φωνή. Διάβαζε στην ωραία πύλη τα «περί υγείας» οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι εγώ που δεν καταλάβαινα ακριβώς τις «ειδήσεις», άκουγα τη μελωδία και τσεκάριζα «αγαπημένα» στη μουσική.

Μετά πήγαιναν στο νεκροταφείο, άναβαν καντήλια και μερικοί σκόρπιζαν το στάρι στους τάφους, κάτι που μ’ ανατρίχιαζε κάπως, δεδομένου πως δεν είχα όρεξη να δω κάποιον πεθαμένο να βγαίνει και να λέει «Νοστιμότατο Μαρούσα μου, γεια στα χέρια σου» ή «Απαπαπαπαπα, πάρ’ το καλέ από δω, δεν τρώω, είμαι σε δίαιτα». Το νόημα βέβαια ήταν να το φάνε τα πουλιά και τα ζώα μια προσφορά στην Φύση, από αρχαιοτάτων χρόνων, αφού κομμάτι της ξαναγινόταν ο νεκρός. Νόημα  είχε να φάνε κι οι ζωντανοί που δεν είχανε μεγάλη ευκολία. Ψωμί, λάδι και σιτάρι.

Μετά η επιστροφή και το Ψυχοσάββατο ξημέρωνε …λιβάνια, κεριά στις εκκλησίες, πολλοί πήγαιναν κόλλυβα και τα υπόλοιπα ανήμερα, αλλά όπως είχα καταλάβει απ’ το ύφος της γιαγιάς μου-η άλλη μου γιαγιά ήταν του εκσυγχρονισμού γεφυρώνοντας το σύγχρονο με την παράδοση συνετά-η καλή φάση ήταν να πας στον εσπερινό της προηγούμενης.

Οι παιδικές αναμνήσεις ξεπηδούν ακούσια, ακόμα και στο άκουσμα κάποιων λέξεων που πυροδοτούν την μνήμη και ξαφνικά ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια σου εικόνες, πρόσωπα, κουβέντες, νιώθεις γεύσεις και κυρίως νιώθεις συναισθήματα…και νιώθεις ακριβώς όπως ένιωθες και τότε. Φόβο, συστολή, θυμό, χαρά, τα πάντα.

Αν με ρωτήσετε τι μου λείπει περισσότερο από εκείνη τη μέρα, τώρα που δεν είμαι πια δημοτικάκι, η απάντηση είναι η κυρά Κούλα να φωνάζει τον Στέφανο. Η φωνή της είναι το πρώτο που θυμάμαι κάθε φορά που αντικρίζω το χωριό μου στη στροφή, λίγο πριν το νταμάρι.

Ίσως γιατί το Σάββατο είναι των ψυχών, η Κυριακή μέρα Κυρίου και το πενθήμερο ολόκληρο των ζωντανών που τρέχουν να γεμίσουνε τον “τετρημένον πίθον” περιμένοντας μια φωνή για να ξυπνήσουν και να ζήσουν πραγματικά πριν καταλήξουν …”Σάββατο”.

(Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση από ανάρτηση προηγούμενης χρονιάς)

📸 oodjunkie

Δείτε επίσης