Τέλος ; Τέλος !

Πέγκυ Παπαδοπούλου

απο Cyclades Open

Του το είχαν πει από την προηγούμενη εβδομάδα. Την Παρασκευή, τέλος το σχολείο.

Σιγά μην και τους πιστέψει. Οι τελευταίες μέρες κυλούσαν τόσο αργά, σα να σέρνονταν. «Ποτέ δεν θα τελειώσει η σχολική χρονιά!»

Αυτά σκεφτόταν ο Γιώργος, καθώς προσπαθούσε να λύσει ένα σωρό περίπλοκα προβλήματα μαθηματικών δαγκώνοντας και το μολύβι του ταυτόχρονα.

«Πώς είναι δυνατό να μην τελειώνουν ποτέ τα μαθηματικά; Μου φαίνεται πως όλη μου τη ζωή θα λύνω τις ασκήσεις αυτές!»

Αλλά να που είχαν δίκιο. Όλοι τους, γονείς, συμμαθητές, φίλοι. Σήμερα ήταν πια η τελευταία μέρα! Και την τελευταία τούτη μέρα ξύπνησε πιο νωρίς από όλες τις άλλες. Ενώ συνήθως αργούσε και τεντωνόταν νωχελικά στο κρεβάτι του, ενώ όλες τις άλλες μέρες έκανε «εκατό ώρες» όπως έλεγε η μαμά του, για να ξεμπερδέψει με το πρωινό του κι άλλες τόσες για να ντυθεί, σήμερα κατάφερε μέσα σε πέντε λεπτά, μόνο πέντε, να είναι πανέτοιμος – και χτενισμένος! Δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σχολείο.

Άρχισε να τριγυρίζει στο σπίτι φωνάζοντας σε όλους να κάνουν λίγο πιο γρήγορα τις δικές τους ετοιμασίες και πηγαινοερχόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν άτακτο κουτάβι. Γιατί σήμερα είναι η «μεγάλη μέρα» ! Είναι η μέρα που, αφού πάρουν τα ενδεικτικά και την βαθμολογία τους και αφού χαιρετίσουν δασκάλους με τις ανάλογες ευχές για «καλό καλοκαίρι», τότε θα ξεκινήσει …. «ο πόλεμος του νερού». Κι είναι αλήθεια τούτος ο πόλεμος ο πιο όμορφος από όλους, ο πιο δροσερός, αυτός που έχει ατελείωτα γέλια. Είναι ο πόλεμος με τα μπουγέλα.

Πέρσι δεν το ήξερε και πολύ καλά. Και δεν ήταν προετοιμασμένος. Φέτος όμως, έχοντας την εμπειρία της προηγούμενης χρονιάς, οργανώθηκε καλύτερα. Ήδη, οι τσέπες του παντελονιού του ήταν γεμάτες μικρά σακουλάκια και πολλά μπαλόνια, που θα ήταν τα «πυρομαχικά» του.

Μπουγέλο θα πει καταβρέχω. Δεν πιτσιλάω με νερό απλά. Καταβρέχω όσο περισσότερο μπορώ. Όσους περισσότερους μπορώ. Είναι ένα παιχνίδι που επιτρέπεται μια και μόνη φορά, την τελευταία μέρα της σχολικής χρονιάς. Ένα παιχνίδι που κανένα παιδί δεν βαριέται και που αν τους άφηναν οι μεγάλοι, θα το συνέχιζαν ως το βράδυ. Διαλέγεις το στόχο σου, σημαδεύεις και του πετάς νερό. Αλλά το θέμα δεν είναι απλώς να καταβρέξεις τον άλλο. Ο στόχος είναι να τον αιφνιδιάσεις κιόλας! Να περπατά αμέριμνος – σιγά! – και να τον βρει ξαφνικά. Έτσι έχει τη μεγαλύτερη πλάκα!

Αλλά, φυσικά, όλα αυτά θα έπρεπε να περιμένουν. Για όση ώρα οι γονείς ενημερώνονταν για την συνολική πρόοδο των παιδιών τους, για όση ώρα η διεύθυνση του σχολείου θα τους έλεγε πόσο θα πρέπει ακόμη να προσπαθήσουν για να διευρύνουν τη μόρφωσή τους, και τέλος, για όση ώρα ο κύριος σχολικός σύμβουλος θα έδινε τα συγχαρητήριά του σε όλους, παιδιά, δασκάλους, γονείς, σύλλογο γονέων, προσωπικό και όποιον άλλον θυμόταν και θυμόταν σίγουρα τους πάντες! Ο Γιώργος καθόταν νευρικά δίπλα στη μαμά και τον μπαμπά του. Στεκόταν πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Έξυνε το κεφάλι του. Έβαζε κι έβγαζε το καπέλο του. Αντάλλαξε και μερικές κλωτσιές με το Βαγγέλη, στα μουλωχτά.

Αχ, αυτό το μαρτύριο! Πόσο θα μπορούσε ακόμη να καθίσει φρόνιμος; Ένα μπαλόνι ξεπρόβαλλε από την αριστερή του τσέπη και βιάστηκε να το παραχώσει.

«Θες τώρα να καταλάβουν όλοι πόσο καλά προετοιμασμένος ήρθα; Έχω τόσα μπαλόνια και τόσα σακουλάκια που δεν θα έχει κανείς άλλος!»

Όταν επιτέλους τελείωσαν όλες οι ομιλίες και οι χαιρετούρες, έπεσε μια ησυχία που το σχολείο σπανίως απολάμβανε. Οι μικροί μαθητές δεν το πίστευαν ότι έφτασαν σε αυτό το σημείο, στο τέλος δηλαδή. ΤΕΛΟΣ. Αν μπορούσαν να το γράψουν, με κεφαλαία γράμματα θα το έγραφαν! Έμειναν εκεί, για ένα λεπτό, αμήχανοι, μη ξέροντας τι να κάνουν ή αν κάποιος άλλος θα μιλούσε να πει κάτι. Ένα ολόκληρο λεπτό. Και μετά …. Ααααααα! Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Ο Γιώργος πέταξε το καπέλο – που ντε και καλά τον έβαλε η μαμά του να φορέσει μην τύχει και τον κάψει ο ήλιος λες και θα πηγαίνανε στην παραλία! Όλοι μαζί χειροκροτούσαν και φώναζαν και γελούσαν και αγκαλιάζονταν! Για το Γιώργο αλλά και για όλα τα παιδιά, άρχιζε μία περίοδος ξεγνοιασιάς που τόσο λαχταρούσαν.

Κάποιος έριξε την πρώτη … «βολή». Ένα μικρό σακουλάκι έσκασε θεαματικά και –κατά μεγάλη τύχη – στο κέντρο της ομήγυρης. Πλατς! Ήταν το σήμα για να ξεκινήσει ο «πόλεμος». Οι γονείς και οι δάσκαλοι τραβήχτηκαν στην άκρη.

«Ωχ, λες να βάλουν τις φωνές τώρα και να μην μας αφήσουν να παίξουμε μπουγέλα;» ο Γιώργος δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται αυτό.

«Μπα, δεν τους βλέπεις καημένε πως γελάνε; Μάλλον θα θυμούνται πως έκαναν κι εκείνοι σκανταλιές σαν κι εμάς όταν ήταν παιδιά!». Ο Βαγγέλης ήταν πολύ πρακτικό παιδί. «Το μόνο που τους νοιάζει είναι να μην βρέξουν ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ καλά ρούχα!»

Έτρεξαν κι οι δύο στις βρύσες, εκεί που γινόταν ο μεγάλος συνωστισμός, για το ποιος θα γέμιζε πρώτος το μπαλόνι του νερό. Τα περισσότερα παιδιά, κυρίως αυτά που πήγαιναν στις πρώτες τάξεις, έφευγαν από εκεί ήδη βρεμένα μέχρι το κόκκαλο και κουβαλώντας με γέλια τα δικά τους μπαλόνια, που τις περισσότερες φορές αστοχούσαν κιόλας!

Σε λίγη ώρα, ένας πραγματικός πόλεμος μαινόταν στην αυλή του σχολείου, τελείως διαφορετικός όμως από τους πολέμους που δείχνει η τηλεόραση ή αυτούς που μαθαίνουμε στην ιστορία! Ήταν γεμάτος με τσιρίδες, γέλια, πειράγματα, άφθονα πλατς και πλουτς και «πρόσεχε έρχεται κατά πάνω σου!» και «τώρα θα σου δείξω εγώ». Και ξανά πλατς. Νέα γέλια. Νέες τσιρίδες. Τρεχαλητά.

«Πλατς» και μια σακουλίτσα έκανε μούσκεμα τα παπούτσια του Βαγγέλη. «Πλατς» και το μπαλόνι του Γιώργου προσγειώθηκε στο κεφάλι της Ελένης, που δεν άργησε με τη σειρά της να κάνει κάποιους άλλους «βρεμένα γατιά».

«Τελείωσε το σχολείοοοοοο!» φωνάζανε κάποια στιγμή όλοι μαζί, κι οι γονείς έλεγαν πως την επόμενη μέρα θα ήταν όλα τα παιδιά άρρωστα. «Μα, αρρωσταίνει κανείς από την χαρά του;», έλεγε από μέσα του ο Γιώργος χωρίς να σταματάει τις βολές . Βρέθηκαν και μερικά νεροπίστολα κι εκεί άναψε το γλέντι.

«Τελείωσε το σχολείοοοοοο!» ακουγόταν συνέχεια. Αλλά αυτή τη μέρα κανείς δεν ήθελε να σχολάσει και να πάει σπίτι του. «Είναι η πιο χαρούμενη μέρα της σχολικής χρονιάς!» Ο Γιώργος με το Βαγγέλη βάλανε στο μάτι και μερικούς από τους γονείς και «κατά λάθος» ξέφυγαν μερικά μπαλόνια και προς εκείνους.

Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν μαμάδες και μπαμπάδες – όχι και πολύ στεγνοί είναι η αλήθεια – να πείσουν τα παιδιά τους πως έπρεπε να σταματήσουν το παιχνίδι, να βοηθήσουν στην καθαριότητα του χώρου και να πάνε επιτέλους σπίτια τους! «Σιγά, το σπίτι δεν θα φύγει από την θέση του!» διαμαρτυρόταν ο Γιώργος.

Ήταν από τους τελευταίους που έμειναν. Κι όσο κι αν ήθελε να μείνει περισσότερο, τα βρεμένα παπούτσια του φαίνονταν δέκα κιλά βαριά, η μπλούζα κολλούσε πάνω του και τον έκανε να ζεσταίνεται περισσότερο και δεν του είχε μείνει ούτε μπαλόνι ούτε σακουλάκι πια…. Με τις χούφτες δεν μπορούσε να πετάξει νερό ….

Η φούστα της μαμάς ήταν βρεμένη κι εκείνη σε μια μεριά – ένα μικρό λάφυρο του νερο-πόλεμου. Και η τσάντα της το ίδιο. Μα εκείνη γελούσε βλέποντας το γιο της – κι ας είχε μουσκέψει εκείνος τα ρούχα του τα καλά. Ο μπαμπάς την είχε γλιτώσει. Πού να είχε κρυφτεί άραγε και τους ξέφυγε;

Καθώς τους τραβολογούσαν οι γονείς τους για να πηγαίνουν σπίτια τους πια, ο Γιώργος με το Βαγγέλη γύρισαν και κοίταξαν το άδειο σχεδόν προαύλιο.

«Τέλος το σχολείο!» είπε ο Βαγγέλης λες κι αυτό ήταν κάτι καινούριο.

Αλλά ο Γιώργος μελαγχόλησε. Κοίταξε το μεγάλο κτίριο με τα χρωματιστά κάγκελα στα παράθυρα, τις ζωγραφιές στους τοίχους, τα σημάδια για τα αθλήματα στο πάτωμα της αυλής. Οι πόρτες των αιθουσών ήταν κλειστές. Σε λίγο δεν θα υπήρχε κανείς εκεί. Θα έστεκαν όλα μοναχά τους για τρεις ολόκληρους μήνες. Μοναχά τους! Χωρίς τα παιδιά, τα παιχνίδια, τους καβγάδες, τις φασαρίες, τις γιορτές. Χωρίς παρέα. Χωρίς ζωή.

Ο Γιώργος ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν και δεν μπορούσε να καταπιεί το σάλιο του. «Να ερχόμαστε καμιά βόλτα κι από εδώ Βαγγέλη», του είπε.

«Τι να κάνουμε να ερχόμαστε;»

«Να βλέπουμε αν είναι όλα καλά και να θυμίζουμε στο σχολείο πως το Σεπτέμβρη πάλι εδώ θα είμαστε!»

«Πω πω! Φίλε μου εσύ κοντεύεις να βάλεις τα κλάματα! Μη μου πεις ότι θα σου λείψει τόσο πολύ το σχολείο;» Ο Βαγγέλης πίστευε πως ο Γιώργος ήταν άρρωστος, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται να λέει τέτοια πράγματα! Άκου να δουν αν είναι όλα καλά! «Και η ορθογραφία θα σου λείψει ή μόνο τα μαθηματικά;», πείραξε το φίλο του.

«Όχι, αυτά δεν θα μου λείψουν». Από το βρεμένα μαλλιά του Γιώργου σταγόνες κυλούσαν στην πλάτη του. «Θα μου λείψουν όμως όλα τα παιδιά που κάναμε παρέα. Κι όσες βόλτες και να πάμε, όσο ποδήλατο κι αν κάνουμε, όσες βουτιές κι αν ρίξουμε, τίποτε δεν έχει τη γλύκα αυτής της αυλής! Εδώ βγαίνουμε τρεχάτοι να πάρουμε λίγο αέρα από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της τάξης μας, εδώ παίζουμε μακριά γαϊδούρα και μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Σε εκείνη την άκρη είχα πέσει πέρσι και έσκισα το φρύδι μου, θυμάσαι;».

«Θυμάμαι, αλλά εσύ ξεχνάς μου φαίνεται πως τέλειωσε αυτή η χρονιά! Μήπως όλα αυτά δεν θα μας περιμένουν να γυρίσουμε; Εδώ θα είναι, δε θα πάνε πουθενά!»

«Σωστά» μάσησε τα λόγια του ο Γιώργος, αλλά τα βουρκωμένα μάτια του άλλα λέγανε.

«Και μήπως άμα μεγαλώσουμε εμείς και πάμε στο Γυμνάσιο, δεν θα έρθουν άλλα παιδιά να γεμίσουν το προαύλιο και τις τάξεις;». Είπαμε, ο Βαγγέλης έχει πρακτικό μυαλό.

«Ναι…»

«Ε, τότε μη στεναχωριέσαι! Σήμερα τέλος. Τέλος το σχολείο για φέτος. Αύριο αρχή. Αρχή των καλοκαιρινών διακοπών!» ο Βαγγέλης τώρα χόρευε. Μάταια η δική του μαμά προσπαθούσε να του ρίξει στους ώμους ένα μπουφάν για «να μην ψοφήσει», όπως έλεγε.

«Τέλος!», είπε κι ο μπαμπάς του Γιώργου. «Και κοίτα γιε μου, να θυμηθείς να μην βάλεις ξυπνητήρι για αύριο! Μπορείς να κοιμηθείς όσο θες! Άλλωστε, το δικαιούσαι, με τόσο καλούς βαθμούς που πήρες!»

Δείτε επίσης