Απ’ το αεροπλάνο (Όταν κοιτάς από ψηλά)/Κώστας Χατζής-Σώτια Τσώτου/1973

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open

Ο τραγουδοποιός Κώστας Χατζής με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική φωνή του και το παθιασμένο ερμηνευτικό ύφος του, έγινε ιδιαίτερα αγαπητός τραγουδώντας μπαλάντες που συνήθως περιείχαν έντονη κοινωνική κριτική, κάτι που τον καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου.

Ρομ στην καταγωγή, από οικογένεια μουσικών, ήδη απ’ τα 16 του χρόνια τραγουδούσε με τον πατέρα του σε γάμους, βαφτίσεις και πανηγύρια, ενώ παράλληλα έγραφε τα πρώτα του τραγούδια.

Στενή του συνεργάτης υπήρξε η σπουδαία στιχουργός Σώτια Τσώτου, που έφυγε απ’ τη ζωή τον Δεκέμβριο του 2011.

Το τραγούδι  «Απ’ το αεροπλάνο» ή όπως έχει γίνει ευρύτερα γνωστό «Όταν κοιτάς από ψηλά» κυκλοφόρησε το 1973, σε μουσική του Κώστα Χατζή και στίχους της Σώτιας Τσώτου και περιλαμβάνεται στον δίσκο «Ουαί!».

Πολύ με πίκρανες ζωή

μακριά θα φύγω ένα πρωί

θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο

να δω τον κόσμο από κει πάνω

Όταν κοιτάς από ψηλά

μοιάζει η γη με ζωγραφιά

και συ την πήρες σοβαρά

και συ την πήρες σοβαρά

Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα

μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι

το μεγαλύτερο ανάκτορο

μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι

Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε

από ψηλά, αν τους κοιτάξεις

θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι

που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις

Αγαπημένη μου, μην κλαις

πάμε μαζί ψηλά, αν θες

να δεις τη γη απ’ τη σελήνη

ένα φεγγάρι είναι και κείνη

Όταν κοιτάς από ψηλά

μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά

και συ τον πήρες σοβαρά

και συ τον πήρες σοβαρά

Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα

και τα κανόνια με παιχνίδια

από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε

οι ομορφιές και τα στολίδια

Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε

από ψηλά, αν το κοιτάξεις

θα σου φανεί τόσο ασήμαντο

που στη στιγμή θα το ξεχάσεις.

Τους στίχους του τραγουδιού που μελοποίησε ο Κώστας Χατζής, η Σώτια Τσώτου τους εμπνεύστηκε πετώντας από Αθήνα για Θεσσαλονίκη μέσα στο αεροπλάνο.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 βρίσκει την μετέπειτα ποιήτρια και στιχουργό νεαρή δημοσιογράφο του πολιτικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ελευθερία». Η χούντα των Συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα και η Τσώτου μένοντας άνεργη αποφασίζει, να φύγει για την Θεσσαλονίκη και ν’ αναζητήσει εκεί την τύχη της, πιστεύοντας πως θα μπορέσει να εργαστεί στο συγκρότημα Βελλίδη που εξέδιδε τις εφημερίδες «Θεσσαλονίκη» και «Μακεδονία».

Φτάνοντας όμως στο Ελληνικό συναντά το σκληρό πρόσωπο της χούντας. Ένα κυριολεκτικά στρατοκρατούμενο αεροδρόμιο με άρματα μάχης παντού και την αστυνομία να πραγματοποιεί εξονυχιστικούς ελέγχους στους επιβάτες. Το συναίσθημα της ασφάλειας και της ελευθερίας είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα.

Η Σώτια Τσώτου, παιδί του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γεωργίου Κρανιώτη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβριο του 1943 μπροστά στο σπίτι του, το οποίο έκαψαν οι ναζί μετά, αφήνοντας άστεγη την πολύτεκνη οικογένεια, συλλαμβάνεται και ανακρίνεται εξαντλητικά πριν επιβιβαστεί. Η πολύωρη ανάκρισή της στέκεται η αφορμή να χάσει την προγραμματισμένη πτήση της για Θεσσαλονίκη. Τελικά, καθώς η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει κάτι ενοχοποιητικό, την αφήνει κι έτσι επιβιβάζεται στην επόμενη πτήση, έχοντας πρώτα γνωρίσει από πρώτο χέρι τις πρακτικές της χούντας.

Η Σώτια Τσώτου, όπως έχει αφηγηθεί η ίδια, μπαίνοντας στο αεροπλάνο πριν σβήσει η φωτεινή επιγραφή «Προσδεθείτε» έλυσε τη ζώνη της ανακουφισμένη και ταυτόχρονα θυμωμένη και αηδιασμένη για όσα της συνέβησαν στο αεροδρόμιο νωρίτερα.

Κοιτάζοντας απ’ το παράθυρου του αεροπλάνου διαπίστωσε πόσο μικρά κι ασήμαντα έμοιαζαν όλα από ψηλά και έτσι εμπνεύστηκε τους στίχους, δίνοντας την υπόσχεση στον εαυτό της πως, το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις έβρισκε δουλειά θα ήταν να στηλιτεύσει τη χούντα και τις πρακτικές της μέσα απ’ τα ρεπορτάζ της.

Η Σώτια Τσώτου δεν βρήκε δουλειά ως δημοσιογράφος στην Θεσσαλονίκη. Και η ήδη περιπετειώδης ζωή της, που ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία θα συνεχίζονταν, αφού η χούντα την συνέλαβε και βρέθηκε πολλές φορές στα κρατητήρια και στην απομόνωση, γράφοντας εκεί στίχους, που έμελλε να γίνουν μεγάλες επιτυχίες, των οποίων η αίγλη τους δεν έχει σβήσει. στο χρόνο.

Δείτε επίσης