Κάσος: “Βρε Αφούση, βρε Αντρά”- Ποιος ήταν ο Αφούσης που έγινε τραγούδι

Ειρήνη Προμπονά

απο Cyclades Open
Κάσος: "Βρε Αφούση, βρε Αντρά"- Ποιος ήταν ο Αφούσης που έγινε τραγούδι

Η ιστορία αυτή είναι του Αφούση [ή Αντρ(ε)ά] που έζησε πριν από πολλά χρόνια στην Κάσο. Η ζωή του που έγινε μουσικός σκοπός, και πλέον τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα με ποικίλους τρόπους και όργανα όπως αναφέρει στα Καρπαθιακά Νέα ο Παναγιώτης Μουτσάκης.

Ποιά ήταν, όμως η αληθινή ιστορία του;

Η ιστορία ενός κατατρεγμένου από την τύχη ανθρώπου, που έκλεινε τελείως τα μάτια μπρος στα μεγαλεία και τις δόξες των ομοίων του.

Του Αντρά (Αντρέα), του “παλλαρού”, του εγγράμματου νέου που όταν βίωσε τη σφαγή του πατέρα του σταμάτησε να κάνει τον δάσκαλο διαισθανόμενος την ελάττωση της διανοήσεως και της μνήμης του.

Ενδιαφερόταν μόνο για την λίγη εκείνη λιτή τροφή, που συνέλεγε από τη φύση ή που αγόραζε με τα μικρά και με όριο φιλοδωρήματα που δεχόταν, αρκετή για να κινείται ξένοιαστα στο τέλεια δικό του περιβάλλον.

Συντροφιά του ο Λεονταρής ο πιστός του σκύλος και μοναδική του περιουσία τα όσα καπέλα του πρόσφερε η κάθε τόσο ειρωνεία των ανθρώπων. Σεμνότατος ο ίδιος, έζησε ήσυχα τις πιότερες μέρες του βίου του μέσα σε μια σπηλιά με μια κατάσκληρη πέτρα για προσκεφάλι.

Η μοναδική φωτογραφία του Αφούση. Πηγή: Ζ. Χαλκιάδης

Ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε στη μέση με μάλλινο ζωνάρι και ξέκουμπο πουκάμισο κυκλοφορούσε στους δρόμους του νησιού καυτηριάζοντας συστηματικά τις ελαττωματικές συνήθειες των συμπατριωτών του χρησιμοποιώντας συχνά κάποιες στερεότυπες φράσεις που ο ίδιος είχε πλάσει με την χαρακτηριστική λεπτότητα που τον διέκρινε και πρόσχημα την τρέλα του.

Κάποτε σε μια συγκέντρωση ο Αφούσης ήταν λίγο μεθυσμένος. Εζήτησε ένα τάλληρο κι όταν το έλαβε γύρισε προς τον πιο φιλάργυρο με το νόμισμα στην παλάμη βέβαιος για την απόφαση του αντικρινού και του πε:

– Άκου δω. Ή θα σου δώσω ένα τάλληρο και να σου φτύσω ή να μου δώσεις ένα τάλληρο να μη σου φτύσω

Ο Αφούσης ήταν εύθυμος, ολιγόλογος και βαθύτατα φιλοσοφημένος. Ένας τρυφερός, μοναχικός και με καλή καρδιά άνθρωπος που ποτέ δεν έβλαψε και δεν έδωσε αφορμή να τον αποστραφεί κανείς.

Τα παιδιά δεν τον άφηναν σε ησυχία αν πρώτα δεν τους έλεγε ένα παραμύθι. Ξεκινούσε να λέει μια γεμάτη ασυναρτησίες από την αρχή μέχρι το τέλος ιστορία την οποία σε κάθε πρόταση απότομα διέκοπτε μέχρι τα παιδιά να του ζητήσουν να συνεχίσει.

– Μια φορά το λέει, σαράντα δράκοι και σαρανταεπτά δρακόντισσες.

– Κι ύστερα, κι ύστερα

– Και περάσαν πάνω από τους κάμπους και αφού εγέννησαν εν το μεταξύ έμειναν μόνον 17

– Κι ύστερα, κι ύστερα…

Στα γλέντια όλοι τον ήθελαν στις παρέες γιατί προκαλούσε την ευθυμία με σύντομες ιστορίες και στίχους που ο ίδιος περίτεχνα ταίριαζε επιτόπου. Ένα τέτοιο μαντιναδάκι σώθηκε με κάποια δικά του δίστιχα τα οποία έγραψε όταν ερωτεύθηκε το Κατερινάκι.

Σαράντα κάτεργα ΄ρχουται

από την Αγγλιτέρα

την ωμορφιά σου κούσανε

και προξενιά σου φέρα

Όταν ένιωσε ότι ήρθε η ώρα του για τον άλλο κόσμο εγκατέλειψε τη σπηλιά του, χάθηκε από την πιάτσα και μπήκε σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Πρώτα τα παιδιά αναζήτησαν και βρήκαν τον γέρο πια Αφούση και τον μετέφεραν στο καφενείο του χωριού. Εκεί, το τελευταίο βράδυ της ζωής του, εκτός από μερικούς άντρες που του συμπαραστάθηκαν λέγεται ότι ήταν και πάνω από 20 γυναίκες. Ο γηραιότερος όλων αρχίνησε να σιγοτραγουδά κτυπώντας παλαμάκια.

Ο Αφούσης που είχε 40 πυρετό και στρωμένος καταμεσής της μεγάλης κάμαρας του καφενείου ζήτησε κι εκείνος να τραγουδήσει. Κι είπε με τον γλυκύτατο χαβά που τον ονόμαζαν “γιαέλι” την εξής μαντινάδα:

Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ,

αύριον θα πεθάνω.

Και θα με πάρουν στο Χριστό

σαν ένα καπετάνο

Το πρωί ο Αφούσης πέθανε. Και πράγματι, ποτέ στο παρελθόν ως και στις μέρες μας νεκρός δεν συγκέντρωσε τόσο κόσμο στο τελευταίο αποχαιρετισμό στη μικρή αυτή κοινότητα της Κάσου.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του γιατρού Γιάννη Αράπη, το πραγματικό όνομα του ΑΦΟΥΣΗ ήταν Αντρέας Μαγκιώρος.

Ο Καίσαρας Κίκης ο μουσικός που έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό το τραγούδι του Αφούση και έτσι διαδόθηκε και η ιστορία του πέρα απ’ την Κάσο στις μέρες μας, λέει σε συνέντευξή του στο musicpaper.gr και στον Σωτήρη Μπέκα:

“Υπάρχει ένα βιβλίο με τον τίτλο “Ο Αφούσης ή Αντράς” έκδοσης του 1924 στην Αίγυπτο, τότε που εκεί ζούσαν πολλοί Κασιώτες (πάνω από το μισό του πληθυσμού του νησιού), γιατί είχαν πάει για να δουλέψουν στο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. Ο Άντρας είναι ο Αντρέας και το Αφούσης είναι παρατσούκλι του Αντρέα που πρέπει να έζησε στα μέσα του 1800. Εκείνο τον καιρό, η Κάσος είχε γυψορυχείο και οι κάτοικοι του νησιού φόρτωναν γύψο και ταξίδευαν έως τη Μαύρη Θάλασσα, για να ξεφορτώσουν. Εκεί κάποιος ναυτικός είδε έναν Ρώσο που έμοιαζε του Αντρά. Όταν γύρισε στην Κάσο, είπε πως αυτός μοιάζει με τον Αφούση, τον Ρώσο, που είδαν σε ένα λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι έμεινε και το όνομα. Χρησιμοποιούσε μια σπηλιά σαν σπίτι, ενώ είχε το συνήθειο να φοράει 6-7 καπέλα μαζί, κάτι που αποτυπώθηκε στη μοναδική φωτογραφία του που σώζεται”.

Στίχοι : Αφούσης (διασκευή παραδοσιακού κασιώτικου σκοπού)

Καίσαρας Κίκης : λαούτο, τραγούδι

Γιώργος Καλλιφατίδης : κιθάρα, φωνητικά

Περικλής Βραχνός : βιολί, φωνητικά

Νίκος Μαγνήσαλης : μπεντίρ, φωνητικά

Δάνης Κουμαρτζής : κοντραμπάσο, φωνητικά

Μια ακόμα εκτέλεση του τραγουδιού από το συγκρότημα Γκιντίκι:

Tasos Kofodimos – lute , lead vocals

Konstantinos Lazos – greek bagpipe, vocals

Kostantis Papakonstantinou – percussion

Thodoris Sioutis – violin, vocals

*Alexandros Karlis played upright bass

Από το βιβλίο “Ο Αφούσης ή Αντράς” του Ζ. Χαλικιάδη ( πηγή: Καμίνι )

Όταν σε κάποιο πανηγύρι ακούσουμε ξανά τον σκοπό του Αφούση, θα γνωρίζουμε πως αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου ξεχωριστού που έζησε μόνος του σ’ έναν κόσμο δικό του, μέσα στον κόσμο της εποχή του. Τώρα πια ζει η ιστορία του μέσα απ’ την ωραιότερη τέχνη που έμαθε ποτέ ο άνθρωπος: αυτήν της μουσικής και του τραγουδιού.

Πηγή: Καρπαθιακά Νέα, Καμίνι,musicpaper.gr

📸James Wheeler/Pexels

Δείτε επίσης