Ένας Ναυπλιώτης στο Ροβανιέμι

Γιώργος Φραντζόγλου

απο Cyclades Open

Ροβανιέμι-Φιλανδία. Οι περισσότεροι από εμάς το γνωρίζουμε ή καλύτερα το θυμόμαστε κυρίως τα Χριστούγεννα, καθώς αποτελεί τον απόλυτο τουριστικό προορισμό για την εποχή.
Εκεί άλλωστε βρίσκεται το χωριό του Αι Βασίλη, το μέρος απ’ όπου ξεκινά το ταξίδι του στον κόσμο για να μοιράσει δώρα και να επιστρέψει, έχοντας πάρει παραπανίσια κιλά, με τόσα μπισκότα και γάλα που έχει καταναλώσει ως «ευχαριστώ», για τα δώρα που έχει αφήσει στα παιδιά.
Το Ροβανιέμι, είναι πόλη της Φινλανδίας, κοντά στον Αρκτικό κύκλο και πρωτεύουσα της περιφέρειας της Λαπωνίας, ενώ σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού το 2011 μετρούσε 60.592 κατοίκους. Εκεί βρίσκεται και η έδρα του πανεπιστημίου της Λαπωνίας.
Αν κοιτάξει κανείς την πόλη από ψηλά, θα δει πως είναι χτισμένη έτσι ώστε να μοιάζει με τάρανδο. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ναζί κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Μετά τον πόλεμο, ένας από του διασημότερους αρχιτέκτονες της Φιλανδίας ο Αλβάρ Άαλτο, ανέλαβε να επανασχεδιάσει την πόλη. Σκέφτηκε να την φτιάξει έτσι ώστε να μοιάζει με το αγαπημένο ζώο που κατοικεί εκεί: τον τάρανδο.
Πως είναι όμως να ζεις στο Ροβανιέμι; Ως μεσογειακοί τύποι μας φαίνεται μάλλον αδύνατον να ζήσουμε σ’ ένα τόσο παγωμένο μέρος.
Κι όμως, εκεί κοντά στο Αρκτικό κύκλο ζει και εργάζεται ένας Ναυπλιώτης, μαζί με την οικογένειά του. Ο Γιώργος Φραντζόγλου. Ο Γιώργος εγκαταστάθηκε εκεί όπου όλα είναι διαφορετικά απ’ όσα εμείς γνωρίζουμε στην Ελλάδα. Ο ίδιος μας έχει διαβεβαιώσει πως ο Αι Βασίλης υπάρχει και πως η ζωή μπορεί να έχει ποιότητα και λιγότερες έγνοιες για το αυτονόητο.
Πως κατέληξε εκεί και γιατί, πως προσαρμόστηκε, θα μας τα περιγράψει ο ίδιος στο κείμενο που ακολουθεί.

Ειρήνη Προμπονά

Αυτό μάλλον έχει να κάνει με την έμφυτη αγάπη μου για τον χειμώνα, την φύση και τη μοναξιά. Τώρα γιατί εδώ και όχι κάπου αλλού, ίσως έχει να κάνει με τις συγκυρίες και το σύνολο των στιγμών που ονομάζουμε ζωή. Ίσως πάλι να ήταν και καρμικό και θα το εξηγήσω παρακάτω.

Γεννημένος στο Ναύπλιο, περιτριγυρισμένος από θάλασσα, την οποία την αγαπώ, ως στοιχείο της φύσης και για την απομόνωση που μπορεί να σου προσφέρει, ειδικά κάτω από την επιφάνεια της, αλλά το βλέμμα μου το μαγνήτιζαν πάντα τα βουνά απέναντι, Ζήρεια, Αρτεμίσιο, Χτενιάς, Πάρνωνας.

Με μάγευε η όψη τους, ειδικότερα τον χειμώνα με το λευκό πέπλο του χιονιού. Το Ναύπλιο, από την άλλη, για κάποιον που λατρεύει το χιόνι είναι το λάθος μέρος να ζει. Λιγοστό, παροδικό και σπάνιο, μου άφηνε πάντα πικρή γεύση η όποια χιονόπτωση, γιατί πραγματικά εξαφανιζόταν γρήγορα. Εκτός, ίσως, από τον Μάρτιο του ’87.

Ίσως αυτό το «παιδικό τραύμα», Ναυπλιώτης λάτρης του χιονιού, μ’ έκανε να ψάχνω μέρη που ήταν σίγουρο το χιόνι και ο χειμώνας. Ένα λάθος συμπαντικό, που κάπως έπρεπε να διορθωθεί.

Τα σχολικά χρόνια πέρασαν και ήρθε η ώρα Πανεπιστημίου. ΤΕΦΑΑ στα Τρίκαλα! Ακόμα θυμάμαι την μέρα που έφυγα με το ΚΤΕΛ για την θεσσαλική πόλη και είδα για πρώτη φορά από τον Δομοκό την οροσειρά των Αγράφων και της νότιας Πίνδου. Και ενώ μέχρι τότε τα βουνά με τους χειμώνες τους ήταν απέναντι, πέρα από την θάλασσα, τώρα θα ήταν δίπλα!

Από την πρώτη μέρα ένιωσα ότι τα Τρίκαλα είναι μέρος για να ζω.  Πιο έντονοι χειμώνες, με μεγαλύτερη διάρκεια, βουνά, χιόνια, δάση, έγιναν το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Και στα φοιτητικά μου χρόνια, αλλά κ μετέπειτα στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, ως οδηγός ορεινών δραστηριοτήτων και δάσκαλος του σκι σε χιονοδρομικά κέντρα. Σε χιονοδρομικό κέντρο, στο Σέλι, γνωριστήκαμε  με την Χρύσα και μοιραστήκαμε την αγάπη μας για το χιόνι και τον χειμώνα, αν κ εγώ δεν έχω την ανάλογη αγάπη που έχει η ίδια και για το καλοκαίρι.

Δεκαοχτώ χρόνια Ναύπλιο λοιπόν, δεκαοχτώ χρόνια δυτική Θεσσαλία, Τρίκαλα και Καρδίτσα, και να που φέτος διανύουμε τον έκτο χειμώνα στον αρκτικό κύκλο!

Η ιδέα του να μείνουμε στο εξωτερικό ήταν χρόνια στο μυαλό μας. Μάλιστα η πρώτη κουβέντα για αυτό το βήμα έγινε το καλοκαίρι του 2004, όταν είχα επί σχεδόν μια βδομάδα καθηγητές από το πανεπιστήμιο του Άνκορατζ για δραστηριότητες στο βουνό, οι οποίοι πριν φύγουν, μου πρότειναν να πάω να δουλέψω στην Αλάσκα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο. Η Χρύσα ωστόσο είχε ακόμα ένα έτος στα ΤΕΦΑΑ, μόλις είχαμε μετακομίσει, είχαμε αρχίσει την συγκατοίκηση κ τελικά δεν θέλησα να φύγω.

Δέκα χρόνια μετά το 2014, δύο γεγονότα ξαναζωντάνεψαν την ιδέα και την επιθυμία για μετακόμιση στο εξωτερικό. Το πρώτο ήταν η φυγή για την Φινλανδία ενός φίλου συναδέλφου για εργασία στο Τούρκου, στο Νότο.

Το δεύτερο ήταν ο ερχομός των διδύμων μας, που μας έδωσε μια επιπλέον ώθηση για να γίνει το βήμα. Ωρίμασε η ιδέα στο μυαλό μας, οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, αλλά το να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για τις μεγάλες αλλαγές είναι ουτοπικό, εμείς την δημιουργούμε την στιγμή.

Έτσι τέλος Ιουλίου του 2016, λίγο πριν τα μικρά μας γίνουν δύο χρονών, πήραμε τους τελευταίους μας μισθούς από το κολυμβητήριο που δουλεύαμε, το υπέρογκο ποσό των 250€ έκαστος, 500€ δηλαδή, συν δανεικά από φίλους και φύγαμε.

Στο Τούρκου πρώτα, όπου φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του φίλου μας, ξεκίνησα να στέλνω βιογραφικά για δουλειά κι όταν ήρθε η πρόταση από το Ροβανιέμι, υπέγραψα συμβόλαιο. Έτσι από τον Οκτώβριο του 2016 είμαστε κάτοικοι Λαπωνίας.

Εδώ να αναφέρω το γεγονός που πιστεύω ότι μπορεί να ήταν καρμικό, το ένα γεγονός από τα δύο που με κάνουν να το πιστεύω. Μικρός στο Ναύπλιο, γύρω στα 7-8 χρονών η αδελφή μου η Ευαγγελία στα πλαίσια της εκμάθησης αγγλικών, αλληλογραφούσε με μια κοπέλα από το εξωτερικό. Ε, λοιπόν αυτή η κοπέλα ήταν από το Ροβανιέμι κ όταν είχε στείλει φωτογραφίες στην αδελφή μου από το μέρος που ζούσε, μου τις έδειξε και της είπα, «εγώ εκεί θέλω να μείνω όταν μεγαλώσω!» Το δεύτερο που ενίσχυσε την ιδέα περί πεπρωμένου είναι το εξής μαγικό:

Όταν την πρώτη μου μέρα στα Τρίκαλα είπα «αυτό είναι μέρος για εμένα», την πρώτη μέρα στο Ροβανιέμι ένιωσα, αλλά το ένιωσε και η Χρύσα σαν να γυρίσαμε σπίτι, χωρίς να έχουμε έρθει ποτέ πριν σε αυτήν την πόλη!!

Παρά τις δυσκολίες στην αρχή, χαιρόμασταν τόσο πολύ για το που βρισκόμαστε που όλα ξεπεράστηκαν, όχι εύκολα, αλλά με πολύ προσπάθεια, ωστόσο, προσπάθεια ντυμένη με ευτυχία και πληρότητα.

Άλλωστε πιστεύω ότι αν το μονοπάτι που περπατάς,  είναι καθαρό και στρωμένο πριν από εσένα, τότε μάλλον είσαι σε κάποιου άλλου το μονοπάτι. Στον αρκτικό κύκλο λοιπόν, στο δικό μας μονοπάτι, το περπατάμε, χαιρόμαστε κάθε εκατοστό του, με τα εμπόδια και τις ομορφιές του φτιάχνοντας μια καθημερινότητα από την οποία δεν θέλουμε να (ξε)φύγουμε.

Δείτε επίσης