Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου σε μία πολύ φτωχή αγροτική οικογένεια και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ήταν Φραγκοσυριανός, δηλαδή καθολικός. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια, η μητέρα του τραγουδούσε και ο πατέρας του έπαιζε τσαμπούνα, ενώ ο Μάρκος, από 6 ετών, έπαιζε τουμπί σε πανηγύρια.
Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Άνω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους. Όνομα πατρός Δομένικος, όνομα μητρός Ελπίδα το γένος Προβελεγγίου. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν δυό φτωχοί.
Όταν επιστρατεύτηκε ο πατέρας του αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να δουλέψει. Αρχικά με τη μητέρα του ως εργάτης σε κλωστήριο και τα επόμενα χρόνια ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης και λούστρος. Το 1917, όταν ήταν μόλις 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.
Εκεί δούλεψε ως λιμενεργάτης και εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε σε τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι από τον Νίκο Αϊβαλιώτη. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.
Τόσο πολύ μου άρεσε ώστε πήρα όρκο πως αν δεν μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα το όρκο μου ιερό και απαράβατο.
Στα 18 του ο Μάρκος έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1933, είχε γράψει περισσότερα από 50 τραγούδια και ο Σπύρος Περιστέρης τον έβαλε σχεδόν με το ζόρι να ηχογραφήσει στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, ο οποίος από τη μία πλευρά είχε το «Καραντουζένι» και από την άλλη το «Αράπ».
Το 1934 με τον Ανέστη Δελιά, τον Γιώργο Μπάτη και τον Στράτο Παγιουμτζή έπαιζαν στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά ως «Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς».
Το 1935 άνοιξε δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα, το οποίο όμως αναγκάστηκε να κλείσει καθώς η αστυνομία δεν του έδωσε άδεια. Τότε για πρώτη φορά από την ημέρα που έφυγε ταξίδεψε με τον Γιώργο Μπάτη και τον Γιώργο Ροβερτάκη στη Σύρο. Εκεί έπαιξαν μαζί για δύο μήνες κι όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή.
Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγαέχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 ο Μάρκος έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα. Περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, όπου για να τον ακούσουν το 1937 συγκεντρώθηκαν 50.000 άτομα, στον Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και αλλού, ενώ εμφανιζόταν στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Ο γάμος του Μάρκου με την «Ζιγκοάλα» -τη γυναίκα που στο τέλος μίσησε όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο όπως έλεγε- δεν προχώρησε, με αποτέλεσμα να χωρίσουν. Η Ελένη Μαυρουδή όμως είχε οικονομικές απαιτήσεις μετά το διαζύγιο. Ο Βαμβακάρης για να αποφύγει την πιθανότητα κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του «Ρόκος», ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε άλλα ονόματα, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γιώργου Φωτίδα, της Αθανασίας Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα κ.ά.
Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του. Ο Μάρκος εκείνη την περίοδο παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ με ορθόδοξο γάμο. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών.
Μετά τον πόλεμο ηχογράφησε ξανά σε διάφορες εταιρίες και όλοι οι δίσκοι του έγιναν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν μετά από λίγα χρόνια θέλησε να επιστρέψει τα νυχτερινά κέντρα τον θεωρούσαν ξεπερασμένο και κανένα δεν τον έπαιρνε να δουλέψει, ενώ δεν μπόρεσε να ηχογραφήσει κανένα τραγούδι του.
Με το μπουζούκι τα έχασα όλα, λέρωσα τ΄ όνομά μου και τα κέρδισα όλα! Το χρήμα όμως δεν τ΄ αγαπάω δηλαδή. Όμως το έχω παράπονο. Όλοι αυτοί οι μεγαλομπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Έπρεπε αυτοί κάθε μέρα, να ’ χουνε ένα καντήλι κάτω απ΄ τον Άγιο Μάρκο. Μπορεί να ΄χουνε αξία. Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπε ορίστε καθήστε να φάμε. Εγώ με τόσα λεφτά θα πήγαινα να΄ κανα ένα γηροκομείο, να ΄βαζα μέσα τους φτωχούς και τους φουκαράδες που δεν έχουν που την κεφαλή κλείνει.
Το 1960, έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφόρησαν από την Columbia τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Γκρέυ, την Άντζελα Γκρέκα, τον Στράτο Διονυσίου κ.ά.
Ο δίσκος σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στο πάλκο, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε συναυλία του στο θέατρο «Κεντρικόν» και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200, τα περισσότερα από τα οποία ηχογραφήθηκαν από το 1933 έως το 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 δικά του τραγούδια και 220 ως ερμηνευτής, μεταξύ των οποίων και συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Αποστόλου Χατζηχρήστου κ.ά.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, σε ηλικία 67 ετών, από νεφρική ανεπάρκεια που του προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης.
Ο Δομένικος Βαμβακάρης είπε αργότερα ότι για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδα.
Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.