Μια πραγματική ιστορία

Ευάγγελος Ιωακειμίδης* | Εφημερίδα των Συντακτών

απο Cyclades Open

Ο μικρός είχε την επιθυμία να γίνει φωτογράφος και τους το έλεγε, όμως η μοίρα, οι αγώνες του και η θέλησή του χάραξαν τελείως διαφορετική πορεία

Κείνοι που συλλογιούνταν με το κεφάλι μες στα χέρια,
Κείνοι που μετρούσαν λυπημένα το δρόμο,
Κείνοι που δάγκωναν με σφιγμένα δόντια τις βρισιές,
Κείνοι ήταν πάντα οι περισσότεροι.
Κι ήταν πιο αληθινοί, και πιο δικοί μου.
Μενέλαος Λουντέμης

Αφιερωμένο σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου

«Το αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια»

Εκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου 1967 πλησίαζε. Αλλά, παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό αγοράκι, πεινασμένο και θλιμμένο, γύριζε στους δρόμους πουλώντας λαχεία και μπαλόνια.

Μια κρύα παραμονή Πρωτοχρονιάς οι κάτοικοι της χιονισμένης πόλης -χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι με τα όμορφα παλτουδάκια τους, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα- περπατούσαν βιαστικοί προς τα σπίτια τους, αγνοώντας ένα μικρό πλανόδιο αγοράκι που φώναζε «πάρτε, κύριοι, πρωτοχρονιάτικα λαχεία. Σήμερα με την αλλαγή του χρόνου κληρώνει».

Ετσι, λοιπόν, το αγοράκι περπατούσε πεινασμένο και θλιμμένο μέσα στο κρύο. Κρατούσε ένα κοντάρι στο χέρι του με λαχεία και στο άλλο μπαλόνια, και στην τσέπη του είχε τις πενιχρές εισπράξεις απ’ τα λίγα λαχεία που είχε πουλήσει στους δρόμους. Δεν είχαν αγοράσει εκείνη την ημέρα μπαλόνια παρά μόνο μερικά λαχεία. Μόνο μερικά λαχεία είχε πουλήσει σε κάποιους περαστικούς κι αυτοί τα αγόρασαν επειδή το είδαν παιδί και σκέφτηκαν πως μπορεί να ήταν τυχερό.

-Είσαι τυχερός, ρε; τον ρώτησαν.

Το παιδάκι χαμογέλασε πικρά! Τι ειρωνεία! Σήκωσε το βλέμμα του και τους κοίταξε μ’ εκείνα τα θλιμμένα μάτια και τους απάντησε «ναι, ναι».

-Διάλεξέ μας τότε από ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο για να δούμε πόσο τυχερός είσαι! Αντε, κάνε γρήγορα μικρέ γιατί παγώσαμε.

-Μάλιστα κύριε, ορίστε τα λαχεία σας, καλά κέρδη και καλή Πρωτοχρονιά.

Στη συνέχεια δεν μίλησε καθόλου. Μερικά δάκρυα έτρεξαν στα παγωμένα του μάγουλα. Ετρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί -προσωποποίηση της δυστυχίας- τοκακόμοιρο αγοράκι.

Με τρεμάμενη φωνή ψιθύριζε αχνά πως πουλούσε λαχεία και μπαλόνια για να ζήσει. Ενώ περνούσε έξω από ένα κατάστημα και έτσι όπως κοιτούσε ένα ζευγάρι γάντια στη βιτρίνα του καταστήματος, τον φώναξε μια καλοντυμένη κυρία να περάσει μέσα στο κατάστημα για να αγοράσει λαχεία. Τα χέρια του ήταν τόσο παγωμένα που μόλις μπήκε μέσα τού έπεσε το κοντάρι με τα λαχεία. Το σήκωσε και το ακούμπησε δίπλα από μια σόμπα. Η κυρία τού πρότεινε να της διαλέξει τέσσερα πρωτοχρονιάτικα λαχεία λέγοντάς του «άντε, να δω πόσο τυχερός είσαι».

Το αγοράκι καθώς προσπαθούσε με τα παγωμένα χέρια του, που δεν μπορούσε να τα ελέγξει, να κόψει τέσσερα λαχεία από διαφορετικές οκτάδες και δεκαεξάδες έσκισε κατά λάθος ένα λαχείο. Εκείνη τη στιγμή ξεφώνισε «ωχ, και τώρα τι θα κάνω;». Η κυρία πήρε τελικά πέντε λαχεία μαζί μ’ αυτό που έσκισε λιγάκι ο μικρός Βαγγελάκης. Μετά τον ρώτησε από πού είναι και αν πηγαίνει σχολείο. Πριν φύγει το μικρό αγοράκι ρώτησε πόσο κοστίζει ένα ζευγάρι γάντια.

-Θα σας δώσω λαχεία αντί για χρήματα, της είπε.

Η κυρία συγκινήθηκε! Εβγαλε από ένα συρτάρι ένα ζευγάρι γάντια και του τα έδωσε να τα δοκιμάσει. Ηταν ακριβώς το νούμερό του. Τα γάντια κόστιζαν 80 δραχμές. Ο μικρός έβγαλε από το κοντάρι μια δωδεκάδα λαχεία και έκοψε τα τέσσερα. Εκανε έναν υπολογισμό: 20 δραχμές το κάθε λαχείο επί τέσσερα λαχεία 80 δραχμές. Θα σας δώσω ακόμα τέσσερα λαχεία.

«Μα, μικρέ μου, αν μου δώσεις εμένα τέσσερα λαχεία πόσα πρέπει να πουλήσεις και σε πόσο χρονικό διάστημα θα καταφέρεις να τα ξεπληρώσεις στο πρακτορείο;». Ο μικρός άρχισε να κάνει υπολογισμούς για το πόσα λαχεία θα έπρεπε να πουλήσει και για το αν θα κατάφερνε να επιστρέψει στο πρακτορείο το κόστος των ογδόντα δραχμών των τεσσάρων λαχείων που θα έδινε για τα γάντια. Η κυρία δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Το μικρό αγοράκι ήταν σκεπτικό, έβγαλε τα γάντια από τα χέρια του και τα επέστρεψε. Η κυρία τα άφησε πάνω σ’ έναν πάγκο του μαγαζιού.

Μόλις άνοιξε την πόρτα για να φύγει λέγοντας «ευχαριστώ, χρόνια σας πολλά και καλή χρονιά» άκουσε την κυρία να του λέει να μείνει για λίγο. «Εσύ μείνε για πέντε λεπτά εδώ δίπλα στη σόμπα, εγώ θα πάω στο διπλανό μαγαζί με τα πουκάμισα και θα έρθω αμέσως». Οταν γύρισε ήταν μαζί με κάποιον κύριο. Το αγοράκι σκέφτηκε ότι θα του αγόραζε κι αυτός λαχεία, όπως και έγινε.

-Πώς σε λένε, αγόρι μου; ρώτησε ο κύριος. «Βαγγέλη με λένε»! «Πας σχολείο;». «Ναι, στην έκτη Δημοτικού». «Ο μπαμπάς σου με τι ασχολείται;». Το αγοράκι σιώπησε. Εσκυψε το κεφάλι του κάτω και δεν μιλούσε. «Γιατί δεν μιλάς Βαγγελάκη;» του λέει ο κύριος και τον χαϊδεύει στο κεφάλι.

Οταν ο μικρός σήκωσε τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Πήρε το κοντάρι με τα λαχεία για να συνεχίσει τον αγώνα του και τους χαιρέτησε για άλλη μια φορά. Ο κύριος τον σταμάτησε και τον ξαναχάιδεψε στοργικά.

«Δεν μου είπες, αγόρι μου, για τον μπαμπά σου και τη μαμά σου που σε ρώτησα».

«Ο μπαμπάς μου, κύριε, είναι στη φυλακή σ’ ένα νησί πολύ μακριά και η μαμά μου τώρα είναι στο σπίτι αλλά την ημέρα δουλεύει σε μια βιοτεχνία και γαζώνει πουκάμισα σαν αυτά που έχετε στη βιτρίνα σας. Εχω κι έναν αδελφό πέντε χρονών. Η γιαγιά και ο παππούς είναι στο χωριό. Εκεί δεν αγοράζουν λαχεία ούτε μπαλόνια». Ο κύριος κοκκίνισε, πήρε μια καρέκλα, τη χτύπησε δυνατά στο δάπεδο, κάθισε, έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του και ήταν σαν να του κόπηκε η λαλιά. Το αγοράκι κοιτούσε περίεργα και με μεγάλη απορία. «Γεια σας, φεύγω» ξαναλέει. Τότε ο κύριος σηκώθηκε από την καρέκλα και του λέει «όχι, όχι, αγόρι μου, γύρνα πίσω, θέλω να πάρω κι άλλα λαχεία. Αμέσως πήρε πάνω από τον πάγκο τα γάντια που είχε αφήσει η κυρία που ήταν η γυναίκα του και τα χάρισε στο αγοράκι. Του χάρισε επίσης ένα κασκόλ και του αγόρασε ακόμα έξι λαχεία. Το αγοράκι χαμογέλασε και έτσι όπως αλληλοκοιτιόντουσαν ο κύριος του είπε: «Ολα αυτά θα μου τα πληρώσεις, δεν θέλω όμως δραχμές αλλά μια αγκαλιά και ένα φιλί». Ετσι, εκείνη ήταν η τυχερή μέρα του μικρού αγοριού σε αντίθεση με το κοριτσάκι με τα σπίρτα του θλιβερού και συνάμα όμορφου παραμυθιού.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα κοντά κουρεμένα μαλλιά του, αλλά ο μικρός δεν σκεφτόταν ούτε την ομορφιά του ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα με τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια κι η μυρωδιά της ψητής γαλοπούλας, της χοιρινής μπριζόλας και των χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων έβγαινε από μερικά σπίτια: ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτόταν το φτωχό, κακόμοιρο μικρό δυστυχισμένο αγοράκι.

Μέσα στο κρύο το μικρό αγοράκι ζάρωνε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά για να ζεσταίνεται. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί έπρεπε να πουλήσει τα λαχεία. Ούτε ένα μπαλόνι δεν είχε δώσει, άλλωστε και στο σπίτι που μένανε λόγω έλλειψης θέρμανσης έπεφτε να κοιμηθεί με τη φόρμα που του είχε φέρει η μητέρα του από μια βιοτεχνία που είχε δουλέψει.

Τα χεράκια του μικρού αγοριού ήτανε ξυλιασμένα. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά των χριστουγεννιάτικων δέντρων, όπου ήτανε κρεμασμένα μικροσκοπικά παιχνίδια, απ’ αυτά που βλέπουμε στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Το μικρό αγόρι τα έβλεπε και τα επιθυμούσε. Εκλεινε μερικές φορές τα μάτια του για να τα αποκτήσει με τη φαντασία του. Τι όμορφα που ήταν τα τρενάκια, τα αεροπλανάκια, τα αυτοκινητάκια κ.λπ.

Εστρεφε το βλέμμα του στον ουρανό να δει αν υπάρχουν αστέρια! Οταν έχει ξαστεριά κάνει περισσότερο κρύο τον χειμώνα, του έλεγε ο παππούς. Ετσι, αφού χιόνιζε και δεν έβλεπε στον ουρανό αστέρια έλεγε μέσα του αυτό που του έμαθε ο παππούς του, «ότι το κρύο ξεθυμαίνει όταν χιονίζει».

Ενώ βάδιζε στην πλατεία της πόλης γλίστρησε, έπεσε και χτύπησε δυνατά στο γόνατο αλλά από το κρύο δεν είχε καταλάβει ότι είχε ματώσει. Το εντεκάχρονο αγοράκι από τον έντονο πόνο είχε παραισθήσεις γι’ αυτό και είδε να στέκεται μπροστά του η αγαπημένη του γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ του. «Αγόρι μου, σου έφτιαξα πατάτες τηγανητές που σου αρέσουν». «Γιαγιάκα μου!» φώναξε ο μικρός. «Πότε ήρθες απ’ το χωριό; Πού ήξερες ότι είμαι εδώ και ήρθες να με βρεις;». Το μικρό αγοράκι φανταζόταν έναν καλύτερο κόσμο με ζεστασιά, έναν κόσμο όπου να μην υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα, ούτε δυστυχία, ούτε βάσανα.

Το άλλο πρωί, το αγοράκι βρέθηκε κουρνιασμένο δίπλα στο μαγκάλι του φτωχικού σπιτιού και όταν άνοιξε τα μάτια του νόμιζε ότι όλα όσα του είχαν συμβεί εκείνο το βραδάκι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν ένα όμορφο όνειρο. Ηταν όμως αλήθεια. Μόλις είδε τα γάντια και το κασκόλ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ρώτησε τη μαμά του αν άκουσε από το ραδιόφωνο της γειτόνισσας κυρίας Ελένης τον αριθμό του Πρωτοχρονιάτικου Λαχείου. Δεν είχε κρατήσει ούτε ένα λαχείο για να δοκιμάσει την τύχη του. Ποια τύχη αλήθεια; Είναι θέμα τύχης ή είναι θέμα της κοινωνίας των ανθρώπων;

Οι ηλιαχτίδες της Πρωτοχρονιάς έλαμψαν πάνω από τη φτώχεια και τη δυστυχία του μικρού αγοριού που δεν είχε το δικαίωμα ούτε στα όνειρα για το μέλλον.

Εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μέρες ρωτούσαν τους συνομήλικους συμμαθητές και φίλους του γνωστοί, συγγενείς και διάφοροι άλλοι τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν κι εκείνα απαντούσαν, άλλος γιατρός, άλλος μηχανικός, άλλος δικηγόρος, άλλος καπετάνιος, άλλος πιλότος, αλλά στο μικρό αγόρι δεν υπήρχαν περιθώρια, έπρεπε να γίνει αγρότης ή εργάτης, να δουλέψει για να συντηρηθεί η μαμά και ο μικρός αδελφός. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τον υπέροχο κόσμο που είχε πλάσει το μικρό αγόρι, ούτε ότι εκείνη την ημέρα χάραζαν οι ηλιαχτίδες της νέας χρονιάς έναν καλύτερο χαρακτήρα με ευαισθησίες, αγάπη, αισθήματα και συναισθήματα.

Μετά από τρεις μήνες πριν από την 25η του Μάρτη το μικρό αγοράκι ένα Σάββατο γύρω στις 11.00 το πρωί περνούσε μπροστά από το φωτογραφείο του Βαλσάμη. «Πάρτε, κύριοι, λαχεία». Το αγοράκι δεν ήξερε ότι ο φωτογράφος γνώριζε τον πατέρα του. «Βαγγελάκη, έλα εδώ αγόρι μου» άκουσε να τον φωνάζει κάποιος. Παραξενεύτηκε ο μικρός και έσπευσε στο απέναντι πεζοδρόμιο όπου έστεκε ο φωτογράφος μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του.

Ευάγγελος Ιωακειμίδης

«Γεια σας, κύριε, αύριο κληρώνει το Λαϊκό». «Θα σου πάρω μια εξάδα και αν δεν κερδίσω θα σ’ αγαπάω περισσότερο» του λέει ο φωτογράφος και ξεσπάει σε λυγμούς. Γονάτισε, αγκάλιασε το εντεκάχρονο αγοράκι και του είπε στο αφτί «ένα μεγάλο ευχαριστώ για τους αγώνες του μπαμπά σου, έτσι να του πεις όταν τον ξαναδείς. Αυτό που σου λέω να μην το πεις σε κανέναν εκτός από τη μαμά σου, τον παππού και τη γιαγιά σου. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι»! «Και κάτι ακόμα, όταν περνάς από εδώ θα πηγαίνεις απέναντι εκεί στο τυροπιτάδικο, θα παίρνεις τυρόπιτα ή ότι άλλο θέλεις, μόνο να έρχεσαι να μου το λες για να τα πληρώνω. Σύμφωνοι; Διαφορετικά δεν θα σου αγοράζω λαχεία» και χαμογελάει.

«Σύμφωνοι» του απαντάει ο μικρός.

Την ημέρα της 25ης του Μάρτη ο μικρούλης βγήκε για το μεροκάματο στην πλατεία της πόλης. Εκεί τον περίμενε μια υπέροχη έκπληξη. Οι φωτογράφοι της πλατείας τον αγαπούσαν και απαντούσαν ενίοτε στις ερωτήσεις του για το πώς εμφάνιζαν τις φωτογραφίες. Ο μικρός είχε την επιθυμία να γίνει φωτογράφος και τους το έλεγε, όμως η μοίρα, οι αγώνες του και η θέλησή του χάραξαν τελείως διαφορετική πορεία. Εξάλλου ήταν πιο εύκολο να γίνει φωτογράφος από το να γίνει δικηγόρος ή γιατρός ή μηχανικός που απαιτούσαν έξοδα που η οικογένειά του δεν διέθετε και φυσικά καλύτερα από το να είναι ένας απλός εργάτης ή φτωχός αγρότης μέσα στο χώμα, τη λάσπη και το λιοπύρι του καλοκαιριού.

Μόλις το μικρό αγόρι εμφανίστηκε στην πλατεία με τα λαχεία στο ένα χέρι και στο άλλο τα μπαλόνια τον φώναξαν δυο φωτογράφοι να πάει προς το μέρος τους. Σε λίγο ήρθαν και οι υπόλοιποι. Εξι συνολικά οι φωτογράφοι σε διάφορες γωνιές της πλατείας. «Χρόνια σου πολλά Βαγγελάκη» και του χαρίζουν ένα πορτοκαλί όμορφο κουτάκι. Το αγοράκι νόμιζε ότι είχε μέσα γλυκά ή σοκολατάκια και δεν το άνοιξε.

Ενας από τους φωτογράφους τού προτείνει να το ανοίξει. Το μικρό αγόρι μόλις έβγαλε το περιτυλιγμένο χαρτί είδε ότι στο καπάκι από το ντενεκεδένιο κουτάκι έγραφε Agfamatic. Το άνοιξε και μέσα ήταν μια φωτογραφική μηχανή. Πάλι δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ αυτό που ’βλεπε. Ετρεξε γύρω στα τρία χιλιόμετρα πίσω στο σπίτι που ήταν στην έξοδο της πόλης για να το αναγγείλει στη μητέρα του.

Μόλις έφτασε λαχανιασμένος βρήκε τη μητέρα του με την ποδιά να φτιάχνει ψωμί. Το μικρό αγόρι έβγαλε μια κραυγή χαράς και ευτυχίας. «Μαμά, θα γίνω φωτογράφος και θ’ ανοίξω ένα μικρό φωτογραφείο κι εσύ δεν θα δουλεύεις πλέον σε βιοτεχνίες, θα κάθεσαι στο μαγαζί όταν εγώ θα βγαίνω για να φωτογραφίσω σε γάμους και βαφτίσια». Από τις φωνές ήρθαν μπροστά σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι κάποιες γειτόνισσες που δεν μπορούσαν να κρύψουν τα δάκρυά τους.

Το μικρό εκείνο αγοράκι είναι σήμερα 66 χρονών. Πιο τυχερό από το κοριτσάκι με τα σπίρτα που οι φλόγες των σπίρτων δεν κατάφεραν να το ζεστάνουν.

Πάντα εδώ και χρόνια αυτές τις μέρες ψάχνω να βρω εκείνο το εντεκάχρονο αγοράκι με τα λαχεία και τα μπαλόνια. Πάντα το βρίσκω! Είναι ριζωμένο μέσα στο βαθύ παρελθόν και ιδιαίτερα στον ψυχικό μου κόσμο. Πάντα θα θυμάμαι εκείνο το πικρό του χαμόγελο!

*Δρ χημικός μηχανικός M.Sc., Ph.D., Post Doc., διδάκτωρ Μηχανικός ΕΜΠ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δείτε επίσης