Νίκος Ξυλούρης: 44 χρόνια από τη μέρα που σίγησε η φωνή του Αρχάγγελου της Κρήτης

απο Cyclades Open
Νίκος Ξυλούρης: 44 χρόνια από τη μέρα που σίγησε η φωνή του Αρχάγγελου της Κρήτης

Εκείνη την Παρασκευή το απόγευμα το νέο μεταδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα στο χωριό: «Πέθανε ο Νίκος ο Ξυλούρης!»

Παραξενεύτηκα, καθώς θυμόμουν αυτό το όνομα. Χωρίς όμως να έχω στο μυαλό κάποιο γνωστό, δικό μου πρόσωπο που να το ντύνει.

Εκείνο όμως που θυμόμουν ήταν τον πατέρα μου κάθε φορά που πετύχαινε Ξυλούρη σε κάποιο πρόγραμμα να κάθεται με ευλάβεια μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθεί μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του. Αυτό το θέαμα με παραξένευε και όταν ρώτησα τον πατέρα μου μου είχε πει: «Είναι ένας σπουδαίος Κρητικός που τραγουδάει. Άκου τι φωνή έχει…»

8 Φεβρουαρίου 1980 και ήμουν σχεδόν 7 ετών. Πέθανε ο Ξυλούρης. Την επόμενη μέρα ήταν η κηδεία του και κατεβαίνοντας τα σκαλιά στο χωριό κοιτώντας προς το ανοικτό παράθυρο της γειτόνισσας η εικόνα από την τηλεόραση με καθήλωσε.

Σκαρφάλωσα για να δω καλύτερα.

Εκατοντάδες κόσμου συνοδεύουν ένα φέρετρο πνιγμένο στα λουλούδια που το κρατούν ψηλά.

«Ο Ξυλούρης…» μονολογεί η γειτόνισσα. Και κόσμος πολύς, ατέλειωτο κόσμος να κατακλύζει τη μικρή οθόνη.

Αυτές είναι οι εικόνες που θυμάμαι και ανακαλώ στη μνήμη μου κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

Μεγαλώνοντας, δεν έμαθα απλώς η ίδια τον Νίκο Ξυλούρη, ποιος ήταν και τα τραγούδια του. Κυρίως κατάλαβα γιατί ήταν τόσο αγαπητός, στον κόσμο.

Τί ήταν αυτό που μάγευε και καθήλωνε όσους άκουγαν τον Αρχάγγελο της Κρήτης να τραγουδάει. Ήταν η οικειότητα που εξέπεμπε και η ντομπροσύνη…η απλότητα και το μεγαλείο ταυτόχρονα. Η φωνή του που σ’ έκανε με τη δωρικότητά της, να νιώθεις  να πάλλεται μέσα σου ο στίχος και το νόημά του. Ήταν η μαύρη εποχή της Χούντας, όταν οι εχθροί του ανθρώπου είχαν βγει παγανιά και ρήμαζαν ψυχές και σώματα κι ο Ξυλούρης ήτανε εκεί για να τραγουδήσει το ριζίτικο της πατρίδας του «Πότε θα κάνει ξαστεριά» σκορπώντας φως μεσ’ το σκοτάδι μ’ ένα χαμόγελο ελεύθερο ανάμεσα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.

Ήταν το «Φίλοι κι αδέρφια» απ’ το “Μεγάλο μας Τσίρκο” με τη μουσική του Ξαρχάκου και τους στίχους του Καμπανέλλη και η επιβλητική κορμοστασιά του πάνω στη σκηνή, που εξέπεμπε την κρυφή δύναμη ενός λαού τσακισμένου και την αντίσταση του,  που με τη φωνή και το τραγούδι μπορούσες να ταυτιστείς και να ορθώσεις ανάστημα διαλύοντας το σκοτάδι.

Γι’ αυτά και άλλα τόσα παραμένει αθάνατος στη μνήμη και στην καρδιά μας 44 χρόνια τώρα…

Ειρήνη Προμπονά

Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.

Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.

Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.

Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.

Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.

Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.

Ο Ξυλούρης στην Αθήνα

Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι.

Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.

Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).

Τα χρόνια της δικτατορίας

Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.

Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”.Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.

Ο Νίκος Ξυλούρης είχε τον ρόλο του ντελάλη και με τη φωνή του ξεσήκωνε τον κόσμο, που έκανε ουρές για ένα εισιτήριο. Το προσωνύμιο «Αρχάγγελος» του το είχε δώσει η Τζένη Καρέζη, αφού κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή να τραγουδήσει έλεγε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μαγικός… Έχει μια αρχαγγελική μορφή…»

Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.

Τον Νοέμβριο του 1973, τις μέρες της εξέγερσης, είναι μέσα στο Πολυτεχνείο και τραγουδά πίσω από τα κάγκελα μαζί με τους φοιτητές, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ο φωτογραφικός φακός καταγράφει τα στιγμιότυπα τα οποία γίνονται πρωτοσέλιδα και αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη χούντα, που λογοκρίνει τα τραγούδια του, απαγορεύει τις συναυλίες του και κλείνει το μαγαζί που τραγουδάει. Η φωνή του είχε γίνει σύμβολο αντίστασης τα χρόνια της χούντας.

Στη βασισμένη στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τηλεοπτική σειρά Έμποροι των εθνών, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, ο Ξυλούρης ερμηνεύει για τους τίτλους το τραγούδι «Ήτανε μια φορά μάτια μου» σε στίχους του σκηνοθέτη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Το δικτατορικό καθεστώς επιβάλλει να αφαιρεθεί η φωνή του και να παίζεται μόνο η μουσική. Πολύ αργότερα και μετά από επίμονη παρέμβαση του Φέρρη, θα ακουστεί και η φωνή του στη σειρά.

Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη.

Έβαλε ο Θεός σημάδι…

Το 1979 είναι μια δύσκολη χρονιά για τον Νίκο Ξυλούρη. Αν και η καριέρα του βρίσκεται στο απόγειό της, ο ίδιος υποφέρει από έντονους πόνους στο κεφάλι και στο θώρακα. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και εισάγεται για εξετάσεις στο Memorial Hospital, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο. Έπειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις επιστρέφει στο σπίτι ενός φίλου του στο Πόρτο Ράφτη και προσπαθεί να νικήσει την επάρατο νόσο.

Την Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου του 1980, μπαίνει στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς για νέες εξετάσεις. Την επόμενη μέρα, όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου φεύγει για πάντα από κοντά μας. Το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό

Μια μέρα, μια Παρασκευή

θα πέσω να πεθάνω

και μια Λαμπρή θ αναστηθώ

από το χώμα απάνω.

Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρυα στα μάτια και τραγουδούν:

Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά

και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…

Το 1996, στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, το παγκρήτιο διμηνιαίο περιοδικό «Κρήτη» δημοσίευσε ένα μεγάλο αφιέρωμα για τον εμβληματικό ερμηνευτή.

Δεκαέξι χρόνια ύστερα από το «φευγιό» του, η δημοσιογράφος Βαρβάρα Βλαχάβα «φιλοξένησε» σε ισάριθμες σελίδες ορισμένους από τους δεκάδες φίλους και συνεργάτες του. Ανάμεσα τους και η Ουρανία Ξυλούρη, σύζυγος του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη, η οποία όλα αυτά τα χρόνια πορεύεται με την ίδια σεμνότητα, καλοσύνη και ευγένεια.

Ακολουθεί απόσπασμα από τη μαρτυρία της Ουρανίας Ξυλούρη:

«Όσες φορές γίνεται λόγος για τον Νίκο Ξυλούρη, μιλάνε για τον λυράρη, τον τραγουδιστή, τον συνθέτη. Εγώ θα μιλήσω για τον άνθρωπο Νίκο Ξυλούρη, που έζησα μαζί του 22 χρόνια. Τον άνθρωπό μου, τον πατέρα των παιδιών μας. Έχουμε δύο παιδιά: Τον Γιώργη που μέσα στα πράσινα μάτια του επαναλαμβάνεται ο Νίκος. Και τη Ρηνιώ που είναι ένα θαυμάσιο κορίτσι, η αδυναμία του, αλλά και όλων μας. Στην οικογένειά μας έχει προστεθεί η νύφη μας που είναι πολύ καλή κοπέλα και μια εγγονούλα, μια δροσοσταλιά. Αν ζούσε ο Νίκος σίγουρα θα δροσιζόταν, βλέποντάς την.

Με τον Νίκο γνωριστήκαμε πριν από πολλά χρόνια στο χωριό μου, το Βενεράτο. Ήταν θυμάμαι Απόκριες, όπως και τώρα, και είχε έρθει για να παίξει λύρα στο γλέντι που κάναμε. Εκεί τον είδα για πρώτη φορά και στη συνέχεια περνούσε κάθε βράδυ από το σπίτι μου και μου έκανε καντάδα. Με μια ωραία παρέα από φίλους του, τον Βαγγέλη, τον Πώλο, τον Κίμωνα, τον Αντώνη, τον Γιώργο κ.ά. Στο Ηράκλειο οι καντάδες αυτές έχουν μείνει ιστορικές.

Με τον Νίκο για ένα διάστημα δε μιλούσαμε. Αργότερα συναντηθήκαμε και συμφωνήσαμε να αργήσει ο γάμος μας, αλλά προέκυψαν διάφορες καταστάσεις κι έτσι ξαφνικά «κλεφτήκαμε» στις 21 Μαΐου του 1958.

Τα προβλήματα που αντιμετώπισα στην πορεία ήταν πολύ μεγάλα. Ο λυράρης εκείνη την εποχή δεν είχε την αίγλη που έχει σήμερα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κακή συμπεριφορά πολλών ανθρώπων απέναντί μου. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους δικούς μου, οι οποίοι είχαν δίκιο επηρεασμένοι από τις αντιλήψεις που υπήρχαν τότε για τις κοινωνικές διακρίσεις, αλλά και στους παραέξω. Αυτά, όμως, πέρασαν.

Ο Νίκος ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, όπως και η οικογένειά του. Με δέχθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, σαν κόρη τους κι όχι σαν νύφη τους. Ποτέ δε με πίκραναν. Πάντα με τιμούσαν και με εκτιμούσαν. Η καλή τους συμπεριφορά με βοήθησε να ξεπεράσω εύκολα τα κοινωνικά προβλήματα. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Όπως ευχαριστώ και όλους τους φίλους και συγγενείς από τ’ Ανώγεια για την αγάπη που μου έδειξαν και που συνεχίζουν να μου δείχνουν.

Ο Νίκος ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, καλός, με ευγενική ψυχή, έξυπνος, λιγόλογος. Ήξερε να σέβεται τους συνανθρώπους του, αλλά και να κάνει τους άλλους να τον σεβαστούν. Ποτέ δεν κακολογούσε, ακόμη και σε περιπτώσεις ανθρώπων που τον είχαν πικράνει. Μόνο όταν αρρώστησε δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την άκαρδη συμπεριφορά ενός «φίλου» του.

Ήταν αξιοθαύμαστος πατέρας και σύζυγος, ήξερε ν’ αγαπά και να εκτιμά πράγματα και καταστάσεις. Ακόμη κι όταν έφτασε ψηλά, δεν άλλαξε συμπεριφορά, ήταν πάντα ο ίδιος. Κι όταν τον ρωτούσαν πώς αισθάνεται που είναι ο πρώτος κι ο μοναδικός, απαντούσε σεμνά: «Δεν είμαι μόνο εγώ, πριν από μένα υπήρξαν και υπάρχουν πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες».

Πράγματι, εμείς οι Κρητικοί γνωρίζαμε ότι υπήρχαν μεγάλοι κι άξιοι λυράρηδες. Αλλά η αξιοποίηση της κρητικής μουσικής και η διάδοσή της σ’ όλο τον κόσμο οφείλεται 100% στον Νίκο. Μέσω του Νίκου όλοι οι Έλληνες και οι ξένοι άκουσαν κι αγάπησαν την κρητική μουσική».

Με αφορμή την επέτειο των 42 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, το 2022 το Αρχείο της ΕΡΤ μετέδωσε ένα σημαντικό τηλεοπτικό αφιέρωμα που προβλήθηκε για την επέτειο των δύο ετών από τον θάνατο του το 1982. Δείτε το εδώ

Διαβάστε σχετικά:

Πηγή/Πληροφορίες/Φωτογραφίες: sansimera.grart-retro.gr, Δήμος ΑνωγείωνΝίκος Ξυλούρης Official Page Facebookert.gr

Φωτογραφία εξωφύλλου: Γκράφιτι του Αλέξανδρου Ραπτάκη στ’ Ανώγεια

Δείτε επίσης